“Ακριβό μου LNG: Οι Ιταλοί θα πληρώσουν τις μπίζνες Τραμπ-Μελόνι” / γράφει ο Γιώργης-Βύρων Δάβος
Η χώρα του δόγματος «η Ιταλία για τους Ιταλούς», είναι πλέον πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη λογική του Τραμπικού νεοφιλελευθερισμού
Οταν η ιταλική κυβέρνηση διατυμπανίζει και βαυκαλίζεται ότι σημαία της πολιτικής της είναι η ενεργειακή αυτονομία στο πλαίσιο του νέου Σχεδίου Ματέι και σημαιοφόρο της την κρατική εταιρεία ΕΝΙ, είναι φυσικό οι περισσότεροι να κάνουν την απεικόνιση αυτής της φόρμουλας στην εξίσωση «αυτονομία=φθηνή ενέργεια». Κι όσο ενημερώνονται για τις πλήθος συμφωνίες που η ακροδεξιά πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι και η κυβέρνησή της κλείνει υποτιθέμενα χρυσοφόρες συμφωνίες με αφρικανικές ή αραβικές χώρες παραγωγούς, η υπόσχεση για μείωση του ακριβού κόστους της ενέργειας που ροκανίζει την παραγωγική πρωτοβουλία και τα απλά νοικοκυριά, φαντάζει ένα εφικτό ενδεχόμενο. Έλα όμως που δεν είναι έτσι.
Και τούτο γιατί πριν ακόμη λαλήσει αλέκτωρ τρεις για την όποια εκκίνηση του Σχεδίου Ματέι, η ENI υπέγραψε 20ετή (μάλιστα εικοσαετή) συμφωνία με την αμερικανική εταιρεία Venture Global για την αγορά LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου). Φυσικά στις γνωστές υψηλές τιμές που διαθέτουν το προϊόν τους οι Αμερικανοί, που θησαυρίζουν έπειτα από το εμπάργκο καυσίμων που έχει επιβληθεί στη Ρωσία, λόγω της εισβολής στην Ουκρανία. Βέβαια η κυβέρνηση Μελόνι μπορεί να θριαμβολογεί, όμως τα κέρδη από τη συμφωνία τούτη, που ουσιαστικά συνιστά μία αποικιοκρατικού τύπου σύμβαση, δεν θα τα καρπώνεται το ιταλικό κράτος, αλλά θα διοχετεύονται σε διεθνή επενδυτικά κεφάλαια που ελέγχουν την αγορά του προϊόντος και κερδοσκοπούν στο διεθνές χρηματιστήριο ενέργειας. Κι οι Ιταλοί καταναλωτές θα συνεχίσουν να πληρώνουν το ακριβό τίμημα για αυτή τη νέα ενεργειακή εξάρτηση, που υποτίθεται θα τους «απαλλάξει» από τη φθηνή ρωσική εξάρτηση.
Εν μέσω ενός εκτεταμένου πέπλου σιωπής, μέχρι την υπογραφή της σύμβασης, η ENI υπέγραψε την εικοσαετή συμφωνία προμήθειας με την αμερικανική εταιρεία Venture Global LNG, με έδρα τη Βιρτζίνια, για την αγορά δύο εκατομμυρίων τόνων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ετησίως. Η εν λόγω σύμβαση μέλλει να χρηματοδοτήσει το πρώτο μέρος του σχεδίου της εταιρείας για να υλοποιήσει το έργο CP2 LNG: μιας μεγάλης υπό κατασκευήν εγκατάστασής της στο Cameron Parish της Λουιζιάνα. Η συμφωνία τούτη αποτελεί την πρώτη του είδους που υπογράφει η ENI με Αμερικανό προμηθευτή και σηματοδοτεί μία σαφή αλλαγή κατεύθυνσης στην ενεργειακή στρατηγική της Ιταλίας. Στροφή που μπορεί και να χαρακτηρισθεί αναχρονιστική, όταν η ζήτηση φυσικού αερίου μειώνεται σταθερά. Κι όχι μόνον αυτό: Το LNG είναι επίσης ένα καύσιμο που, εάν εξορυχτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη συνέχεια μεταφερθεί, παράγει περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου από τον άνθρακα. Και όταν, διάφορες εκθέσεις και έρευνες (όπως αυτή της έγκριτης ReCommon) έχουν καταγγείλει τον καταστροφικό αντίκτυπο της παραγωγής LNG στις κοινότητες που ζουν κοντά σε μονάδες εξόρυξης και επεξεργασίας -κάτι που βαραίνει ως κατηγορία και την ίδια την Venture Global για το μεγαλεπήβολο σχέδιό της Λουϊζιάνα.
Όμως η στροφή της Μελόνι καταδεικνύει τις σαφείς πολιτικές προτιμήσεις της ακροδεξιάς κυβέρνησης, που έχει δείξει πως είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα ώστε να θεωρηθεί δορυφόρος των ΗΠΑ και πολύ περισσότερο τώρα που στα ηνία της Ουάσιγκτον βρίσκεται ο ομοϊδεάτης της Μελόνι, Ντόναλντ Τραμπ. Γιατί τι άλλο αποδεικνύει η κίνηση τούτη, η οποία επίσημα υποκινείται από τη βούληση να «διαφοροποιηθούν οι πηγές εφοδιασμού» της Ιταλίας, παρά την πλήρη στρατηγική, γεωπολιτική και ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από την Ουάσιγκτον, σε βάρος της πράσινης ενέργειας. Και μάλιστα την ώρα που οι υπερβολές, οι παλινωδίες και η αστάθεια του Τραμπ στην εσωτερική και παγκόσμια σκηνή καθιστά αβέβαιο το οποιοδήποτε μέλλον.
Τεχνικά βέβαια, τα υποτελή μέσα ενημέρωσης στην Ιταλία συνδυάζουν την συμφωνία αυτή μ’ έναν τακτικό ελιγμό της Μελόνι για να υπάρξει πιθανή ευμενής αντιμετώπιση της Ιταλίας (ξεχωριστά από την Ε.Ε.) από τον Τραμπ στον πόλεμο των δασμών που έχει κηρύξει στην υφήλιο. Μία εθελόδουλη στάση, που όμως δε μπορεί να σταθεί μακροπρόθεσμα ως εχέγγυο, καθώς ο αλλοπρόσαλλος μεγιστάνας έχει αποδείξει ότι δε σέβεται τις συμφωνίες, ούτε τις συμμαχίες, όταν τα συμφέροντά του ή η ιδιοσυγκρασία του άλλα του υπαγορεύουν εκείνη τη στιγμή.

Και φυσικά τούτο το γεγονός όταν εξετασθεί στην πραγματική του διάσταση ανατρέπει όλες τις διακηρύξεις της Μελόνι περί «εθνικής κυριαρχίας» σε όλους τους τομείς (Ε.Ε., ενέργεια, στρατιωτικές επιχειρήσεις κλπ). Αντ’ αυτού, η ίδια που ασπαζόταν με θέρμη το Σχέδιο Ματέι, ως απόσπαση από οποιαδήποτε εξάρτηση -κυρίως από τη σύνολη ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική- τώρα ήλθε να υποστηρίξει με περίσσιο ενθουσιασμό την αμερικανική επιλογή, παρά το υψηλό κόστος του αμερικανικού LNG σε σύγκριση με άλλες επιλογές στη διεθνή αγορά. Και μάλιστα, ποιόν επιλέγει για να κάνει το ντεμπούτο αυτής της μεταστροφής; Μα φυσικά μία αμφιλεγόμενη εταιρεία που στέκεται δίπλα στον Τραμπ. Κι ο οποίος μάλλον από ευγνωμοσύνη, σε μία στιγμή αβεβαιότητάς της (εξαιτίας μίας καταστροφικής εισαγωγής της στο χρηματιστήριο, τις επιχειρηματικές διαμάχες με σημαντικούς πελάτες και τα απογοητευτικά αποτελέσματα έναρξης της, έχουν προκαλέσει ανησυχίες στους επενδυτές και έχουν εγείρει αμφιβολίες για την ικανότητα της Venture Global να αποδειχτεί τόσο κερδοφόρος) μοιάζει να επέβαλε στη «φίλη» του Μελόνι να τη στηρίξει με τούτο το κερδοφόρο και περίεργα μακροχρόνιο συμβόλαιο.
Σύμφωνα με το Reuters και το Bloomberg, το φυσικό αέριο των ΗΠΑ είναι από τα πιο ακριβά λόγω του κόστους υγροποίησης, μεταφοράς και επαναεριοποίησης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την κρίση στην Ουκρανία και τις κυρώσεις, με αυτοκτονικό τρόπο αύξησε τις εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ κατά 140% μεταξύ 2021 και 2023. Εντούτοις, η μέση τιμή του αμερικανικού LNG το 2024 κυμάνθηκε μεταξύ 10 και 13 δολαρίων ανά εκατομμύριο BTU, δηλ πολύ περισσότερο από το διπλάσιο της τιμής του ρωσικού φυσικού αερίου πριν από την κρίση. Ωστόσο, η Ιταλία φαίνεται να ακολουθεί την φιλο-ατλαντική γραμμή χωρίς δισταγμό, μεταβιβάζοντας το τεράστιο τούτο κόστος σε οικογένειες και επιχειρήσεις, επιτείνοντας την οικονομική κρίση, τον πληθωρισμό και τον παραγωγικό μαρασμό στη χώρα.
Υπάρχει όμως ένα περαιτέρω παράδοξο. Η επιλεγμένη εταιρεία, Venture Global, αποτελεί αντικείμενο νομικών διαφορών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένοι Ευρωπαίοι πελάτες της -συμπεριλαμβανομένων των Shell και BP- έχουν μηνύσει την εταιρεία για μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων παράδοσης, καθώς μεταπωλούσε το φυσικό αέριο στην αγορά spot σε υψηλότερες τιμές κερδοσκοπώντας ασύστολα. Παράλληλα το έργο CP2 LNG παρότι αδειοδοτήθηκε με πολλούς αστερίσκους από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ρυθμιστικής Ενέργειας (FERC), αρκετές μελέτες και επιστημονικές αναφορές-συμπεριλαμβανομένης μιας που δημοσιεύτηκε από τους New York Times, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το παράδοξο φαινόμενο Global Venture -έχουν εγείρει περιβαλλοντικές ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των κατασκευών στους υγροτόπους της Λουιζιάνα.

Η Venture Global έχει την έδρα της στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, με γραφεία στο Τέξας, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία και τη Σιγκαπούρη. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο που κατατέθηκε στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ «οι Ρόμπερτ Πέντερ και Μάικλ Σάμπελ Robert Pender και Michael Sabel, οι ιδρυτές μας, ελέγχουν την Venture Global Partners II, LLC ή VG Partners, η οποία είναι ο κύριος μέτοχός μας» .Οι δύο ιδρυτές και κύριοι μέτοχοι της εταιρείας, που ξεκίνησαν πριν 12 και πλέον χρόνια κτυπώντας κυριολεκτικά πόρτες για να προσελκύσουν επενδυτές, ώστε να υλοποιήσουν την ιδέα της επένδυσης σε LNG, που ακόμη η χρήση του δεν είχε γενικευθεί, θεωρούνται τελείως ως outsider της βιομηχανίας ενέργειας. Ο Πέντερ εργαζόταν ως υπάλληλος στη νομική υπηρεσία του Λευκού Οίκου, παντρεύτηκε μία εκ της οικογενείας Κένεντι το 1986 κι εργάσθηκε σε εταιρεία χρηματοδότησης ενεργειακών σχεδίων στην Αμερικανική ήπειρο και τη Νότιο Ασία. Ο Σάμπελ εργάσθηκε σε επενδυτικές τράπεζες, παρόλο που δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο παν/μιο του Μίτσιγκαν. Οι δύο τους συναντήθηκαν τυχαία, όταν ο Σάμπελ βγάζοντας βόλτα τον σκύλο του εξήγησε τα επενδυτικά του σε έναν γείτονά του, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τον Πέντερ.
Σήμερα, η Venture Global, η οποία δραστηριοποιείται στην αγορά LNG από το 2022, έχει παραγωγική ικανότητα (συμπεριλαμβανομένης αυτής που βρίσκεται υπό ανάπτυξη) άνω των εκατό εκατομμυρίων τόνων ετησίως και έχει επί χάρτου τέσσερα κολοσσιαία έργα: Calcasieu Pass, Plaquemines, CP2 LNG και CP3 LNG. Κάθε μία από αυτές τις μονάδες θα είναι εξοπλισμένη με συστήματα δέσμευσης και απομόνωσης άνθρακα για τη μείωση του αποτυπώματος εκπομπών του πωλούμενου αερίου. Το πρώτο τρίμηνο του 2025, η εταιρεία είχε έσοδα περίπου 2,9 δισεκ. δολάρια (αυξημένα κατά 105% σε ετήσια βάση), με λειτουργικά έσοδα περίπου 1,1 δισεκατομμυρίου δολαρίων (αυξημένα κατά 75%) και καθαρά κέρδη 396 εκατομμυρίων δολαρίων (μειωμένα από 648 εκατομμύρια δολάρια το πρώτο τρίμηνο του 2024).

Αλλά και η ENI, την ώρα που υπογράφει συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Αμερική, τα κέρδη της αυξάνονται συνεχόμενα: κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, τα καθαρά κέρδη ήταν 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως ανέφερε η ίδια η ENI στις επίσημες οικονομικές της καταστάσεις. Τα ενοποιημένα έσοδα για το πρώτο τρίμηνο του 2025 ανήλθαν σε 266,2 εκατομμύρια ευρώ, αυξημένα κατά 4,6% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024, σύμφωνα με ανακοίνωση. Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) αυξήθηκαν κατά 4,7% στα 244,1 εκατομμύρια, με περιθώριο επί των εσόδων 91,7%.Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εσόδων εξακολουθεί να προέρχεται από την πώληση καυσίμων (βενζίνη και ντίζελ), η τιμή των οποίων στα πρατήρια βενζίνης έχει σημειώσει συνεχείς αυξήσεις το 2024 και στις αρχές του 2025.
Μόνο που η μερίδα του λέοντος από τα κέρδη διανέμεται σε ιδιώτες μετόχους, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, μέσω μερισμάτων κι επαναγοράς μετοχών: μόνο το 2024, η ENI διέθεσε πάνω από 5,1 δισεκατομμύρια ευρώ σε αυτές τις δραστηριότητες. Το ιταλικό κράτος, αν και εξακολουθεί να είναι ο σχετικός πλειοψηφικός μέτοχος (μέσω της Cassa Depositi e Prestiti, την αντίστοιχη Παρακαταθηκών και Δανείων δηλ.) επωφελείται μόνο εν μέρει από αυτά τα κέρδη, ενώ τα υπόλοιπα καταλήγουν στην BlackRock, την Vanguard και άλλα παγκόσμια funds.
Με λίγα λόγια, η ENI κερδίζει πουλώντας ακριβά καύσιμα στους Ιταλούς, διανέμει τα έσοδα σε διεθνή χρηματοπιστωτικά ταμεία και υπογράφει εικοσαετή συμβόλαια για την αγορά ακριβού φυσικού αερίου από εταιρείες που στηρίζουν τον Τραμπ. Όλα αυτά με την ευλογία μιας κυβέρνησης που, μολονότι διακηρύσσει το δόγμα «η Ιταλία για τους Ιταλούς», είναι πλέον πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη λογική του Τραμπικού νεοφιλελευθερισμού.





