Άρθρα Κοινωνία

«Η Ήττα της Γειτονιάς: από τον Φούρναρη στον Unboxer» / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Κάποτε, η γειτονιά δεν ήταν μονάχα ένας χώρος κατοίκησης· ήταν τόπος σχέσεων, τόπος μυρωδιών, τόπος οικείων φωνών. Ένα σύμπαν οικειότητας και αληθινού νοιαξίματος. Ήταν ένα πλέγμα ανθρώπων που λειτουργούσαν σαν όργανα του ίδιου σώματος. Ο φούρναρης, ο μπακάλης, ο μανάβης, ο περιπτεράς, ο ράφτης – όλοι ήξεραν τα μικρά σου νέα και εσύ τα δικά τους. Ήταν εκεί, καθημερινά, με την ίδια μυρωδιά, την ίδια έγνοια, το ίδιο καλαμπούρι ή ακόμη- ακόμη τον ίδιο μισάνθρωπο εκνευρισμό. Ήταν όμως αυθεντικοί. Και όλοι διαφορετικοί. Ήταν πρόσωπα.

Η «μυρωδιά του φούρνου», «το χιούμορ του τυροπώλη», η «ποιότητα του σουβλατζή» δεν είναι ρομαντικές υπερβολές. Είναι εμπειρίες που συγκροτούσαν τον κοινωνικό εαυτό μας. Η γειτονιά ήταν ένας μικρόκοσμος, όπου ο καθένας είχε όνομα, χαρακτήρα, ταυτότητα. Αυτή η πολυπρόσωπη αφήγηση εξαφανίστηκε με τη μαζικοποίηση και την αλυσίδωση των πάντων. Η «ψευδής ποικιλία του ντελίβερι» δεν είναι ποικιλία: είναι πολλαπλασιασμένη ομοιομορφία. Μπορείς να παραγγείλεις απ’ όπου θες, αλλά τίποτα δεν έχει πραγματικό χαρακτήρα, ιστορία, μνήμη. Το γευστικό αποτύπωμα είναι προκατασκευασμένο, όπως και το ίδιο το χαμόγελο του διανομέα. Η γειτονιά από σταθμός ζωής, έγινε διαμπερές πέρασμα τυποποιημένων απρόσωπων υπηρεσιών. Και κάπου εκεί χάθηκε η μαγεία!

Σήμερα, η γειτονιά ίσως υπάρχει ακόμη γεωγραφικά, αλλά έχει πεθάνει ηθικά και κοινωνικά. Οι μικρές επιχειρήσεις, με τον ρυθμό και την ψυχή τους, παραχώρησαν τη θέση τους στις μεγάλες αλυσίδες, στις πολυεθνικές, στις πλατφόρμες και στα brand. Ο παλιός φούρνος είναι πια ένα «Bake & Go», το ψιλικατζίδικο έγινε κατάστημα κινητής τηλεφωνίας «Fix & Go», κι ο σουβλατζής με την καλοσύνη και το μεράκι του αντικαταστάθηκε από κάποιον τυποποιημένο πηλοφόρο με την επωνυμία «Eat & Go» που διαχειρίζεται ψυχρά παραγγελίες σε τάμπλετ με ακουστικά στα αυτιά. Όλα γρήγορα στον ρυθμό της εποχής!

Δεν πρόκειται για απλή οικονομική μεταβολή. Πρόκειται για υπαρξιακή απώλεια. Για ανθρωπολογική αλλοτρίωση. Χάθηκε η έννοια της κοινότητας, της αλληλεπίδρασης, της σταθερής παρουσίας. Όλοι γίναμε πελάτες χωρίς ιστορία και πρόσωπο και όλοι μας εξυπηρετούν χωρίς ενδιαφέρον. Η πολυδιαφημιζόμενη ποικιλία του ντελίβερι και των πλατφορμών – με κουζίνες που «συνεργάζονται με είκοσι εστιατόρια» – δεν προσφέρει πραγματική ποικιλία. Προσφέρει μαζική ανωνυμία με μάσκα επιλογής.

Η αλλαγή αυτή αντικατοπτρίζεται ακόμα και στη μουσική. Εκεί που οι παλιοί μαγαζάτορες άκουγαν λαϊκά με ονοματεπώνυμο και ταυτότητα –Καζαντζίδη, Τσιτσάνη, Μπιθικώτση– σήμερα ακούγονται απρόσωπα beats, απολύτως εναρμονισμένα με τον απρόσωπο χώρο. Τίποτα δεν μένει, τίποτα δεν αγγίζει. Είναι η τέλεια μουσική για έναν τέλεια αδιάφορο κόσμο. Έναν κόσμο κυριολεκτικά άοσμο άχρωμο και άγευστο.

Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η πολιτισμική μετάλλαξη των απογόνων εκείνων των ανθρώπων. Όσοι κληρονόμησαν τις μικρές δουλειές, συχνά δεν τις κράτησαν ζωντανές· τις είδαν ως βάρος ή παγίδα. Δεν αγάπησαν τον κληρονομημένο φούρνο, τον πάγκο ή τον καφέ κι έτσι η χαρά χάθηκε από το ψωμί, το προϊόν, τον χώρο. Έρμαια κι αυτοί της γρήγορης εποχής που ερχόταν, έτρεξαν για να την πιάσουν. Και το προϊόν έγινε εμπόρευμα. Και οι νεότεροι πια δε δουλεύουν· ξεπακετάρουν. Κυριολεκτικά. Η ηρωοποίηση των «unboxers» είναι το σύμβολο μιας γενιάς που δε ζυμώνει, δε δημιουργεί, δεν φροντίζει. Απλώς αποκαλύπτει εμπορεύματα άλλων, σχολιάζει, επηρεάζει. Ο κόσμος έγινε κουτί, και το κουτί έγινε περιεχόμενο…κενό νοήματος.

Αυτό που χάσαμε, δεν είναι μόνο επαγγέλματα· είναι μορφές ζωής. Τελετουργίες πολιτισμικές. Ο ψιλικατζής δεν ήταν επάγγελμα – ήταν ρόλος σε μια ανθρώπινη παράσταση. Ο φούρναρης δεν πουλούσε ψωμί – μοίραζε ζεστασιά και αγάπη. Ήταν άξονες αναφοράς. Οι μυρωδιές, τα πρόσωπα, τα πειράγματα, οι μικρές ατάκες, και το τεφτέρι ακόμη ήταν το νόημα της τοπικής ζωής. Ηθικό νόημα, όχι απλώς πρακτικό.

Ο θάνατος της γειτονιάς σημαίνει κάτι πολύ βαθύτερο από την άνοδο του e-food. Σημαίνει την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, την απώλεια του κοινού χρόνου και του προσωπικά διαμεσολαβημένου συλλογικού τόπου. Σημαίνει ότι δε θυμόμαστε πια ποιοι είμαστε, γιατί κανείς γύρω μας δε μας θυμάται. Κανείς δε μας ξέρει από χθες. Κι εμείς δεν ξέρουμε κανέναν.

Δεν είναι αργά. Υπάρχουν ακόμη λίγες γωνιές όπου οι άνθρωποι δουλεύουν με πρόσωπο. Μικρές καφετέριες, μικρά βιβλιοπωλεία, παλιά εργαστήρια, μικρά σουβλατζίδικα, μαγαζάκια που αρνούνται να πεθάνουν. Δεν χρειάζεται να νικήσουμε το σύστημα· αρκεί να το υπονομεύσουμε με μικρές «επαναστατικές» πράξεις εγγύτητας. Να θυμόμαστε το όνομα της κυρίας που φτιάχνει τα σπανακοπιτάκια, να λέμε καλημέρα στον ψιλικατζή, να μη διαλέγουμε delivery αν μπορούμε να περάσουμε απ’ τον δρόμο τους.

Γιατί ίσως -ποιος ξέρει;!- όταν ξαναβρούμε αυτούς τους ανθρώπους, να ξαναβρούμε σιγά σιγά κι εμάς. Διότι στην τελική, είμαστε οι μυρωδιές, οι γεύσεις και τα χρώματα που θυμόμαστε.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας