Άρθρα Βιβλίο Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Φανή Κεχαγιά “Ομηρία” – Η ανείπωτη ιστορία ξεριζωμού της Τζουμαγιάς

Διαβάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα της Φανής Κεχαγιά, Ομηρία – Η ανείπωτη ιστορία ξεριζωμού της Τζουμαγιάς, Εκδόσεις ΕΞΗ, Σχ. 14 Χ 20, σελίδες 440, Αθήνα 2023, βούτηξα στο χάος και στην άβυσσο του χρόνου, πηγαίνοντας σε ιστορικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, από το 1916 μέχρι το 1919, στην πολίχνη Κάτω Τζουμαγιά Σερρών, γνωστή σήμερα ως Ηράκλεια Σερρών, και σε πρότερους αιώνες γνωστή για το μεγάλο παζάρι της (αγορά), που λειτουργούσε κάθε Παρασκευή.

     Τα γεγονότα σχετίζονται με την Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βούλγαρους, και την Ομηρία (από αυτούς) των κατοίκων της πολίχνης και την βίαιη μετεγκατάστασή τους στο Ποζάρεβιτς, πέρα από το Βελιγράδι και τον Δούναβη, σε πόλη σερβική στην οποία παλαιότερα ανθούσαν οικονομικά Αρμάνοι-Βλάχοι άποικοι και έποικοι, πλάι στο ιστορικό Σεμλίνο, στο οποίο πρωταγωνιστεί η «Ελληνική Κοινότητα», γνωστή από τα έγγραφα της τότε εποχής ως «Κοινότης Γραικών τε και Βλάχων» ή «Κοινότης Ρωμαίων και Γραικοβλάχων» ή «Κοινότητες Γραικών και Μακεδονοβλάχων», όροι που απηχούν την ιστορική αλήθεια εκείνων των χρόνων.

     Τούτος ο βίαιος ξεριζωμός ολόκληρου πληθυσμού, το 1916, υπό τις τότε συνθήκες, και με ενδιάμεσους σταθμούς ώσπου να φτάσουν στον τόπο-προορισμό που οι κατακτητές και η κυβέρνησή τους αποφάσισε, διαδραματίζεται με τρόπο «λογοτεχνικά» πειστικό, με σεβασμό στα αληθή ιστορικά γεγονότα, και με την ενδιαφέρουσα πλοκή των προσώπων της μυθοπλασίας της συγγραφέως, με πρωταγωνίστρια –στην γραμμική αφήγηση– μια οικογένεια Βλάχων της Τζουμαγιάς (με προγονική ρίζα από την Αβδέλλα), της οποίας η κόρη ήταν παντρεμένη με Τούρκο! Η κόρη, πρωταγωνιστεί, στην εξέλιξη του μύθου, και μεγάλο μερδικό της όλης αφήγησης σχετίζεται με τον πατέρας της και την μάνα της. Στα πρόσωπα που παρελαύνουν είναι και οικογένειες Τούρκων, ένας Τσιγκάνος και άλλοι, από τις «ράτσες» των Τζουμαγιωτών. Την μερίδα του λέοντος, όμως, την έχει η Βλαχοπούλα Αννού, ο μεγαλέμπορος πατέρας της Σάντρου Ράσκου και η μάνα της η Όπη –η ελληνιστί Καλλιόπη–, ενώ στερεότυπες φράσεις στην βλάχικη γλώσσα (με το ελληνικό αλφάβητο, σωστά γραμμένες και επακριβώς αποδομένες), ομορφαίνουν το ταξίδι της ανάγνωσης.

     Η συγγραφέας μάς εισάγει στο θέμα με το σύντομο σημείωμά της:

     «Σεπτέμβρης, 1916. Ο Βούλγαρος διοικητής των Σερρών διατάζει τους κατοίκους της Τζουμαγιάς να εγκαταλείψουν μέσα σε δύο ώρες τα σπίτια τους. Η διαταγή βρίσκει την Αννού, κόρη του Βλάχου μεγαλέμπορου Σάντρου Ράσκου, ήδη δυο φορές ξεριζωμένη. Την πρώτη από την Τζουμαγιά, απ’ όπου έφυγε κρυφά με τον Τούρκο Φουρκάν, και τη δεύτερη από το Καβακλί της Ανατολικής Θράκης, όπου είχαν στήσει με τον Φουρκάν το σπιτικό τους. Η Αννού με την οικογένειά της ακολουθεί το μακρύ καραβάνι των ξεριζωμένων στην καταναγκαστική πορεία θανάτου, χωρίς να ξέρει πόσες ακόμη ζωές τής επιφυλάσσει η μοίρα της να ζήσει. Ένα κορδόνι ζωές ξηλωμένες αγαλιανά τον δρόμο τον μακρύ πήραμε. Για το πού κανείς δεν ήξευρε. […] Στην αρχή, ένα μοιρολόγι σιγαλό από γυναίκες ανέβαινε, ύστερα το πνιχτό αχολόι και το τροχάλισμα απ’ τις τόσες ρόδες απά στις πέτρες και των τόσων ποδιών το σούρσιμο κάθε άλλον θόρυβο τον κουκούλωσε. Οι κουβέντες έλειπαν… Δύο χρόνια μετά, με τη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων, η οικογένεια του Σάντρου Ράσκου είναι ελεύθερη να επιστρέψει στα πατρογονικά εδάφη. Όμως, η Τζουμαγιά δεν υπάρχει πια∙ τα πετρόχτιστα σπίτια έγιναν αναχώματα στο πεδίο βολής Άγγλων και Βουλγάρων. Πόσες ακόμη απώλειες είναι γραμμένο να ζήσει η Αννού σ’ αυτή την αμφίβολη πορεία επιστροφής στα πάτρια;»

     Για την Τζουμαγιά των Σερρών είχα ακούσει και μάθει για την ιστορία της και για το ότι είναι μεγάλο και σπουδαίο βλαχοχώρι, με Βλάχους από πολλά «μιλέτια» (Περιβολιώτες, Αβδελλιώτες, Μπαϊασιώτες, Νεβεσκιώτες, λίγους Γραμμοστιάνους, Μοσχοπολίτες και άλλους), αλλά και με άλλες «ράτσες» και «μιλέτια», όπως οι Βούλγαροι και οι Γύφτοι, από τον εκ μητρός πάππο μου, που εκείνα τα χρόνια –περί το 1917– δούλεψε ως κιρατζής στα Γαλλικά στρατεύματα στην Μακεδονία, και ως έμπορος καλαμποκιού, που αγόραζε με τον νεότερο αδελφό του και με τις μούλες φορτωμένες από την Τζουμαγιά, το μετέφεραν και το πουλούσαν στους Περιβολιώτες και στους Γραμμοστιάνους στο δίδυμο Μικρά και Μεγάλα Λιβάδια Πάικου. «Κάποιον χειμώνα, περνώντας τον Στρυμόνα, ενώ τα πάντα ήταν παγωμένα, μέχρι την μέση στο νερό, παγώσαμε, και σαν βγάλαμε τα ρούχα να αλλάξουμε, είχαμε ξεπαγιάσει. Βγάζοντας τα άρβυλα από τα πόδια, μας βγήκε και το δέρμα μέχρι τα γόνατα. Δυο μήνες μετά τα βάζαμε σε φρεσκογδαρμένα τομάρια από αρνιά, για να θρέψουν…» Κι έτσι, συνέχιζε την αφήγηση (πάντα βλαχιστί) για την ιστορίας της Τζουμαγιάς και των άλλων βλαχοχωρίων της Ανατολικής Μακεδονίας, και η ιστορία της απαγωγής και ομηρίας των Βλάχων της Τζουμαγιάς. Αλλά και την Ράμνα, τα Πορόι, το Πετρίτσι, το Σιδηρόκαστρο, και τα άλλα βλαχοχώρια… Ιστορίες και γεγονότα!

     Και πόσες άλλες τέτοιες θύμησες, των δεκαετιών του 1950 και 1960, από αφηγήσεις και ιστορήσεις σοφών αγραμμάτων γερόντων, δεν μου έφερε στην μνήμη η «Ομηρία» της Φανής Κεχαγιά; Και είναι θέματα που ξεπερνούν την «τοπική ιστορία» ή την «μικροϊστορία», και αφορούν κάθε Έλληνα (Βλάχο ή μη), για το πώς είχαν τα πράγματα σε ένα παρελθόν που δεν είναι και πολύ μακρινό.…Καλά τα ανταμώματα και οι μεγαλοστομίες, καλύτερη όμως η γνώση.

Οι ηλεκτρονικές εγκυκλοπαίδειες στο λήμμα Τζουμαγιά και Ηράκλεια Σερρών, έχουν κάτι άνοστα και γλυκανάλατα, με στατιστικές και πίνακες, και από την ιστορία της, σχεδόν τίποτα, ούτε καν «ψιχία διά στρουθία»! Έτσι, για να μην επεκταθώ με δικά μου, από διαβάσματα πηγών και ερευνών, κρίνω χρήσιμο να καταθέσω δύο «λινκ» με δημοσιεύματα του αείμνηστου Αστέριου Κουκούδη, (ΕΔΩ & ΕΔΩ) για να μπορέσει ο αναγνώστης –στον οποίο ανεπιφύλακτα συστήνω το καλογραμμένο μυθιστόρημα της Φ. Κεχαγιά– να συνειδητοποιήσει το «μέγεθος» των «προσωπικοτήτων» αυτού του πνευματικού έργου, που συμπλέκει όμορφα αληθινή ιστορία με ερωτική μυθοπλασία.

–Σήμερα, όμως, πώς έχουν τα πράγματα στην Τζουμαγιά;

–Δανείζομαι από την Διδακτορική Διατριβή του Χρήστου Παπακώστα, Χορευτική-Μουσική Ταυτότητα και Ετερότητα: η περίπτωση των Ρομά της Ηράκλειας του ν. Σερρών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος 2007, ορισμένα αποσπάσματα, για να δώσουμε την τωρινή ταυτότητα του τόπου:

«Η Ηράκλεια είναι μία κωμόπολη 3.500 κατοίκων περίπου και έδρα του ομώνυμου Δήμου που περιλαμβάνει άλλες εννέα κοινότητες σε σχετικά κοντινή απόσταση από αυτή. Είναι κτισμένη στην πεδιάδα των Σερρών και βρίσκεται στο κέντρο περίπου του νοητού τετραγώνου, που σχηματίζουν ο ποταμός Στρυμώνας (Βόρεια και Δυτικά),η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Σερρών (Ανατολικά) και ο εθνικός δρόμος Θεσσαλονίκης-Σερρών (Νότια). Απέχει 30 χλμ από την πόλη των Σερρών, 20 χλμ από το Σιδηρόκαστρο και 25 χλμ από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Έχει συχνή δημόσια συγκοινωνία τόσο με τις Σέρρες όσο και απευθείας με την Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το πληθυσμιακό μέγεθος και γενικότερα την εσωτερική γεωγραφία και αρχιτεκτονική της Ηράκλειας δεν μας βοηθά να την ταξινομήσουμε ούτε ως χωριό ούτε ως πόλη. Πρόκειται για μια μικτή κοινότητα όπου σήμερα συν-κατοικούν Βλάχοι, Ελληνόφωνοι και πρώην Σλαβόφωνοι, γνωστοί και ως «ντόπιοι», πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, Ρομά (εδραίοι Γύφτοι) και σε μικρότερο ποσοστό Σαρακατσάνοι και Πόντιοι.

Η παλαιότερη ονομασία της Ηράκλειας ήταν Τζουμαγιά και υπήρξε, εμπορικό και διοικητικό κέντρο. …»

Τζουμαγιώτες

«Πριν απ’ την καταστροφή του 1916, η Ηράκλεια είχε πέντε συνοικίες. Δυο ελληνικές, μία γύφτικη (Τσεγκενέ μααλεσί), μια τούρκικη και μια τουρκογύφτικη. Οι ελληνικές βρίσκονταν στο Βορρά της πόλης αριθμώντας συνολικά 1200 περίπου σπίτια. Χωρίζονταν μεταξύ τους σε ανατολική (γνωστή σαν Νέα ή Βλάχικη) και δυτική (Σλαβιάνικη). Κάθε ελληνική συνοικία είχε στη μέση την εκκλησία και το σχολείο της. Η εκκλησία της δυτικής(αρχαιότερη) ήταν αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου. Της ανατολικής (μεγαλύτερη) στην Κοίμηση της Θεοτόκου […]. Η γύφτικη συνοικία (τα γύφτικα) βρίσκονταν Ν.Α. της δυτικής-ελληνικής και η τούρκικη προς Ν. της δυτικής ελληνικής, έχοντας προς Νότον την τουρκογύφτικη. Το τζαμί […] ήταν προς Β. των γύφτων, πάνω στο δρόμο Τζουμαγιάς-Σερρών που το χώριζε απ’ τη βλάχικη συνοικία και τη γύφτικη. Είχε πλάι του προς ανατολάς με τοίχο τούρκικο νεκροταφείο και συνεχόμενο το τουρκογύφτικο απερίφρακτο. Το ελληνικό νεκροταφείο περιλάμβανε και το γύφτικο μα ξεχωρισμένο…» (Καφταντζής σ. 15-16)

Τζουμαγιώτες Βλάχοι

«Στην προσπάθεια κατανόησης της έννοιας της εντοπιότητας στη μικτή κοινότητα, παρατίθενται ορισμένοι διαλόγοι (φωνές) από την επιτόπια έρευνα, που εντάσσονται στο πλαίσιο μιας πολυφωνικής προσέγγισης της έννοιας της εντοπιότητας. Οι φωνές:

Η ρόμικη:

     Η Ηράκλεια έχει Βλάχους, έχει Καρακατσανέους, έχει Ποντίους, έχει Μικρασιάτες, έχει Εντόπιοι, να μην ονομάσω Βούλγαροι γιατί έτσι τους φωνάζανε τότες, Βουλγάροι. Αφού μιλάνε τα Βουλγάρικα πολύ, και στο σπίτι τους ακόμα πιστεύω ότι ήτανε. Εμείς γύφτικα μιλάμε ,Γύφτοι ήμαστε, ξέρουμε και «βουλγάρικα», τουρκικά οι μπαμπάδες μας. Οι ντόπιοι δεν είναι καθαροί Βούλγαροι, απομεινάρια της Βουλγαρίας. Καίμεις ντόπιοι ήμαστε. Οι πιο παλιοί. Αναντάμ. Έτσι μ’ έλεγε ο μπαμπάς μου. […] εντάξει και οι Βλάχοι ντόπιοι είναι αλλά μετά από μας. Οι Βλάχοι είχαν πρόβατα και ήρθαν μόλις φύγαν οι Τούρκοι. Από Ρουμανία ήρθαν, από τα βουνά ούτε ξέρω από πού ήρθαν […]

Έπρεπε εμείς να έχουμε περισσότερα δικαιώματα [..]. Και οι ντόπιοι σαν και εμάς στα χωράφια. Μερικοί βουλγαρογράφτηκαν, να πάρουν ζάχαρη, λάδι. Επί Βουλγαρίας μερικοί μας καρφώνανε, οι δικοί μας δεν γραφτήκαν… λίγοι. Πάμε στα ίδια καφενεία Οι Καρακατσάνοι ήταν στο «Ντολάπ», έξω από την Ηράκλεια είχαν πρόβατα και αυτοί. Τώρα ανακατεύτηκαν με τους Βλάχους και έχουν μαγαζιά στην αγορά [..]. Οι πρόσφυγες ήρθαν το ’22, Θρακιώτες έχει, Μικρασιάτες, Πόντιοι πολύ λίγοι. Θρακιώτες είναι στην Κεσσάνη και μένουν και απέναντι από το Μαχαλά. Ο μαχαλάς είναι οι μουσικοί. Αυτές είναι οι γειτονιές: ο μαχαλάς, η αγορά και η Κεσσάνη.

Η σαρακατσάνικη:

     Οι δικοί μας παντού ήταν στην Πόλη, στη Βουλγαρία σ’ όλη την Ελλάδα. Πρόβατα είχαν, κτηνοτρόφοι, γνωστά πράγματα. Εδώ ήρθαν πρώτα στο «ντολάπ(ι)», το σαρακατσανέϊκο. Οι Γύφτοι και οι Βλάχοι είναι οι πιο πολλοί στην Ηράκλεια. Οι πιο παλιοί όπως λεν. Πολύ καλοί μουσικοί.. Α! εδώ οι Γύφτοι είναι με σπίτια δεν γυρνάν, ντόπιοι. Ντόπιοι είναι και οι άλλοι που μιλάν τα «βουλγάρικα». Τώρα όλοι από την Ηράκλεια είμαστε.

Η προσφυγική:

     Όλες οι φυλές εδώ. Οι δικοί μας ήρθαν το 1922, πρόσφυγες. Οι Βλάχοι και Γύφτοι ήταν εδώ, τους βρήκαμε. Και οι άλλοι, ξέρεις, οι ντόπιοι με την άλλη τη γλώσσα, είναι παλιοί […]. Εμείς και τα παιδιά μας εδώ γεννηθήκαμε. Πρόσφυγες ήταν οι παππούδες μας. Από την Ηράκλεια είμαστε. Οι Γύφτοι πάντα ήταν εδώ, πολλοί είναι νοικοκυραίοι. Ζουρνατζήδες, νταουλτζήδες όλοι είναιΓύφτοι. Παίζουν παντού.

Η βλάχικη:

     Από πολλά μέρη ήρθαν οι δικοί μας, Θεσσαλία, Ήπειρο… Αβδέλα, Τρίκαλα, Νάουσα, Αγριόβλαχοι. Μην φανταστείς χθες, μέσα σε πολύ χρόνο. Η Ηράκλεια, η Τζουμαγιά που λέγαν από μας έγινε. Πάντα ήμασταν εδώ, είχαμε τα μαγαζιά. Οι εντόπιοι και Γύφτοι και αυτοί από παλιά. Οι Γύφτοι οι δικοί μας είναι μουσικοί. Ο μαχαλάς έβγαλε πολλούς μουσικούς. Τους ξέρει όλη η Ελλάδα. […] Γύφτοι και ντόπιοι. Αυτές ήταν οι ράτσες στην Ηράκλεια. Οι Σαρακατσάνοι ήρθαν πριν το’22 οι πρόσφυγες μετά. Τώρα μπερδευτήκαμε όλοι από την Ηράκλεια είμαστε.

Η εντόπια («βουλγάρικη»):

Η Ηράκλεια είναι οι 12 φυλές του Ισραήλ, η φυλική συνύπαρξη, η πραγματική δημοκρατία. Η άρχουσα τάξη ήταν οι Βλάχοι, και ίσως είναι. Αποτελούν το 25%, το 30%, δεν ξέρω, εκεί γύρω. Οι ντόπιοι σλαβικής καταγωγής, λεγόμενοι Σλαβομακεδόνες ή Μακεδόνες, όπως θες πες το. Οι Γύφτοι, κάποιοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, Θρακιώτες που είναι στο συνοικισμό της Κεσάνης, λίγοι Πόντιοι, συνήθως γαμπροί νύφες από χωριά που ήρθαν εκεί ή κάποιοι επαγγελματίες που έμειναν, τώρα δεν έρχονται άλλοι αλλά οι κύριες ομάδες αυτές είναι. […]. Πριν το 1912-1913 που αλλάζει η ιστορία των Βαλκανίων υπήρχε κάποιος τοπικός πληθυσμός, αυτός ο πληθυσμός, ο ντόπιος πληθυσμός είναι κυρίως οι Σλαβομακεδόνες, οι βλάχικης καταγωγής, ντόπιοι δηλαδή, και οι ντόπιοι γύφτικης καταγωγής κυρίως στην Ηράκλεια και στο Ποντισμένο. Αυτοί είναι νοικοκυραίοι, είναι ντόπιοι από παλιά, επί τουρκοκρατίας. Τρομεροί μουσικοί. Τα πάντα παίζουν για όλες τις ράτσες. Και πρέπει να τους ξεχωρίσουμε απ’ τους γυφτότουρκους, υπήρχαν και οι γυφτότουρκοι, οι δούλοι του τσιφλικιού. Και εφόσον πήραν και αυτοί χωράφια, και καλούτσικοι εμπόροι έγιναν, με τα αυτοκίνητά τους γυρίζουν στα χωριά και πουλάνε προϊόντα. Σιγά, σιγά έχει αλλάξει και το επίπεδό τους, έχουν βγάλει αξιόλογα παιδιά και σε λίγα χρόνια μονάχα το χρώμα θα είναι το κριτήριο. […]. Υπάρχει και κάτι που μονάχα στην Ηράκλεια απαντάται, οι βλαχοντόπιοι.

     Η τσιγγάνικη:

     Δεν μας θέλουν (για τους Ρομά). Εμείς παίρνουμε μουσικούς από αυτούς. Για τους γάμους. Κλαρίνα αρμόνια. Είναι πολύ καλοί. Αυτοί ντόπιοι αλλά και σαν και μας. Είναι σαν τους άλλους δεν είναι σαν και μας που γυρνάμε. Αυτοί δουλειές έχουνε, σπίτια δικά τους έχουνε.»

Με τα ανωτέρω κατατεθέντα, φρονώ πως δίνεται όλο το αναγκαίο χωρικό, ιστορικό και εθνολογικό πλαίσιο, στο οποίο κινούνται και δρουν τα πρόσωπα της «Ομηρίας» της Φανής Κεχαγιά, ενός μυθιστορήματος στο οποίο η μαεστρία της πένας της «έπλασε» έναν αλλόκοτο έρωτα μιας χριστιανής Βλάχας και ενός Μουσουλμάνου Τούρκου της Τζουμαγιάς, για να αποκαλύψει την Βουλγαρική βαρβαρότητα, και για αναδείξει την δύναμη της αγάπης, που είναι πέρα από γλώσσες και θρησκείες, πέρα από «εθνότητες» και επαγγελματικές ιδιότητες και αξιώματα. Η ισορροπημένη δόση αλήθειας και μυθοπλασίας είναι πανταχού παρούσα. Δίκαια προκαλεί συγκίνηση…

Να μου επιτραπεί να καταθέσω ολόκληρο το κεφάλαιο, που ουσιαστικά αναδεικνύει την προσωπικότητα της Όπης, και δι’ αυτής τον αρχέγονο και αρχαϊκό ρόλο της Βλάχισσας γυναίκας, που κρύβει πανάρχαιες αρετές και αξεπέραστες ηθικές αξίες.

Ιούλιος 1914, Τζουμαγιά

«Άλλο κακό να μη μας εύρει»

«Παιδί μου, σπλάχνο μου, κουζούμ… Σάντρο μου, Ασλάν λιοντάρι μου…»

 Τέσσερα μερόνυχτα έλιωνε η Αννού στον πυρετό κι η Όπη άκουγε φαρμακωμένη το κορίτσι της να κοπανιέται και να σπαθίζει αόρατους εχθρούς. Καρφωμένη στο προσκεφάλι της θυγατέρας της, πάλευε μέσα απ’ τα παραλογισμένα παραμιλητά να πιάσει άκρη απ’ το κουβάρι, να βγάλει νόημα, να καταλάβει τι έγινε κι ήρθε το παιδί της σε τέτοιο άραχλο χάλι, τι κακό μεγάλο συνέβηκε, πού ήταν τόσα χρόνια…

Επτά χρόνια είχε να δει την Αννού της η Όπη από τότε που… Από τότε που μες στη νύχτα το ’σκασε μ’ εκείνον τον ασίκη τον Φουρκάν Ντεμίρογλου και διαλύθηκε το σπιτικό τους. Δεν την κατηγόρησε ούτε στάλα. Ένα κομμάτι της λύγισε απ’ το σεκλέτι που έχασε το παιδί της, πώς γινόταν να μην; Αλλά ήταν κι εκείνο τ’ άλλο το κομμάτι της -το καλά κρυμμένο- που άγρια χαρά πλημμύρισε. Η κόρη της κατάφερε αυτό που εκείνη δεν μπόρεσε να χαρεί στα νιάτα της, τότε που… Τότε που λιγωνόταν η καρδιά της για τον Ελαζάρ Μιζραχή, τον δάσκαλο του Παρθεναγωγείου με τα ονειροπόλα μάτια. Μα τα γονικά της την ανάγκασαν να πάρει τον Σάντρο. Τον Αλέξανδρο Ράσκο, τον μεγαλογιό και μεγαλέμπορο αλφίτων της γνωστής οικογενείας των Ράσκων απ’ τη Ράμνα.

«Εβραίο χαραμοφάη η κόρη του Πάζη, ποτές!» βρόντηξε ο πατέρας της, όταν έμαθε για τον Ελαζάρ.

«Δεν είν’ χαραμοφάης. Δάσκαλος είναι», τόλμησε να αντιμιλήσει η Όπη πριν φάει το σκαμπίλι.

«Γραμματιζούμενος ίσον χαραμοφάης!»

Βλάχοι Αβδελλιώτες, περήφανοι και ξιπασμένοι, παλαιοί χρυσικοί τις καλές εποχές πίσω στην Αβδέλλα οι Πάζηδες, σαν ήρθαν, από έναν αιώνα πίσω, στην Τζουμαγιά, πήραν κοπάδια, τ’ αβγάτεψαν κι έκαναν περιουσία ως μεγαλοκτηνοτρόφοι από πάππο προς πάππου. Την είχε ακούσει χίλιες φορές η Όπη την ιστορία απ’ όταν ήταν μικρή.

Πήρε να σιγανοτραγουδά, για να γειάνει το παιδί της -«Όλοι γειάνουν με το τραγούδηγμα», έλεγε η ντάντα της -, μα το μυαλό της ξεστράτιζε στα περασμένα.

Όταν ακόμη οι Πάζηδες είχαν την κασεριά[1] πάνω στο βουνό και πριν εγκατασταθούν μόνιμα στην Τζουμαγιά, τα καλοκαίρια ανέβαιναν στα θερινά βοσκοτόπια, στον Λαϊλιά. Άνοιξη μετά τον Άι Γιώργη ανέβαιναν, φθινόπωρο μετά τον Άι Δημήτρη κατέβαιναν. Έξι μήνες στο βουνό, έξι μήνες στον κάμπο. Μαζί με τους κτηνοτρόφους, ραφτάδες -που ’ταν μαζί και κεντητές- για τις φορεσιές, πετράδες για το χτίσιμο και το μερεμέτισμα, αλμπάνηδες, σαμαράδες, αραμπατζήδες, ως και παπάς και δάσκαλος, για να μη σταματά το παιδομάνι το σχολειό απ’ την άνοιξη. Μια κοινωνία ολόκληρη ραβόταν και ξηλωνόταν κατά τις εποχές του χρόνου για χάρη του ετήσιου κτηνοτροφικού κύκλου.

Βλάχισσες Τζουμαγιάς

Θυμόταν η Όπη την ανακατωσούρα που ’χε το σπίτι κάτω στην Τζουμαγιά μέρες πριν. Τότε ζούσαν όλοι μαζί, η ντάντα Βασιλική, ο παππούς Θύμιος, οι θειοι με τις οικογένειές τους – δεκαεφτά ψυχές όλοι μαζί. Οι γυναίκες σήκωναν όλο το νοικοκυριό, έβαζαν τα καζάνια και τα κατσαρολικά σε μεγάλους μάλλινους ντορβάδες, έψηναν ψωμιά και πίτες για να ’χουν να τρώνε τα παιδιά στον δρόμο – τους έβγαινε η ψυχή. Οι άντρες κούρευαν τα πρόβατα, το μαλλί θα το ανέβαζαν στο βουνό να το βάλουν οι γυναίκες στο αδράχτι, να στρίψουν έπειτα μ’ αυτό στον αργαλειό τον φλόκο και να φτιάξουν βελέντζες φλοκάτες και γιάμπουλες[2].

«Λουάτσβι νταντούνου σι γκρουάσι στράνι, κ’ φάτσι αρκουάρι του μούντι»,[3] φώναζε η ντάντα Βασιλική κι έπιανε ύστερα το τραγούδι:

Μέσα στο κάστρο στ’ αψηλά σεράγια του βεζύρη
Οπούχε χίλιες πέρδικες κλεισμένες κι ελαλούσαν,
Εφέραν και μια πέρδικα, πέρδικα πλουμισμένη
οπού την εκυνήγησαν στις στάνες του Λιακάτα.
Κι όλες οι πέρδικες λαλούν, κι εκείνη δε λαλούσε.
– Δέσπω, γιατί δε μας μιλάς, γιατί ’σαι κακιωμένη;
Έμπα και στρώσε τον οντά, άλλαξε τα στρωσίδια,
να ’ρθω κι εγώ για να σε διω και να σε κουβεντιάσω.
– Εγώ, πασά μ’ δεν κάκιωσα, εγώ, πασά μ’ δεν ξεύρω
πώς στρώνουνται τα στρώματα, πώς βάνουν τα στρωσίδια,
γιατί ’μια τσιούπρα απ’ τα μαντριά και μοναχά γνωρίζω
να βόσκω αρνιά και πρόβατα, το γάλα τους ν’ αρμέγω,
να πλέκω χοντροτσούρουπα, να φκιάχνω και γιαούρτι.

Έπειτα, κινούσαν οι άντρες με τα κοπάδια μπροστά, ζαλώνονταν οι γυναίκες και τα ζωντανά το νοικοκυριό κι ακολουθούσαν – γυναίκες και παιδιά πίσω. Μια στάση για διανυκτέρευση στον δρόμο και την άλλη μέρα πρωί πρωί έφταναν στα Καλύβια. Εκεί άρχιζε άλλο πανηγύρι μέχρι να μερεμετιστούν και να σουλουπωθούν τα σπίτια κι οι στάνες. Όλοι μοχθούσαν, αλλά για τα παιδιά ήταν γιορτή. Το σπίτι στο βουνό το είχαν για κανονικό σπίτι τους, ταίριαζε τόσο με την ελεύθερη ψυχή του Βλάχου που ήταν ένα με το βουνό…

Τη μέρα τα σπίτια ήταν σαν βιοτεχνίες. Οι γυναίκες κοπανούσαν τα βούτυρα κι έγνεθαν, οι άντρες φευγάτοι στα βοσκοτόπια και στα τυροκομεία που ’φτιαχναν τα μοσχοβολιστά κασέρια. Αλλά τις δροσερές νύχτες που μοσχοβολούσαν οι φτέρες κι οι νυχτερίδες πετούσαν αθέατες στα χαμηλά φυλλώματα, κάθονταν οι γυναίκες πολλές μαζί στις αυλές κι έλεγαν ιστορίες κάτω απ’ τα άστρα.

Εκεί άκουσε η Όπη πώς δραπέτευσαν οι Αβδελλιώτες απ’ τον αβάσταχτο ζυγό του Αλή πασά προσποιούμενοι πως μεταφέρουν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά μέχρι να βγουν από την επικράτεια του δυνάστη, είκοσι και τριάντα οικογένειες μαζί∙ πώς πέρασαν το Βέρμιο∙ πώς έφτασαν μετά στην κοιλάδα της Τζουμαγιάς. Οι Πάζηδες, από αιώνες έμποροι και τεχνίτες χρυσικοί, δεν άντεξαν τον φόρο του πασά, ακολούθησαν τα καραβάνια των κτηνοτρόφων προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Αλλά ήταν ξύπνιοι. Είδαν νωρίς την ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα, παράτησαν το ασήμι και τον χρυσό και πήραν κοπάδια.

«Εγώ καθαρό κούτελο κληρονόμησα απ’ τον πατέρα και τη μούμα[4] μ’, καθαρό κούτελο θα δώκω στα παιδιά μ’. Μήτε χρήματα μήτε τίποτες, η προίκα σ’ είναι τ’ όνομα σ’ και το καθαρό κούτελο», έλεγε ο πατέρας της.

Που πα’ να πει, έναν δικό τους θα ’παιρνε η Όπη, τελεία και παύλα. Εδώ οι Αβδελλιώτες θεωρούσαν τους εαυτούς τους τόσο ανώτερους, που καλά καλά κορίτσι τους δεν έδιναν σε Γραμμουστιάνο (Αγριόβλαχους τους έλεγαν, επειδή ήταν νομαδοκτηνοτρόφοι οι περισσότεροι), σε μη Βλάχο θα το ’διναν και μάλιστα σ’ Εβραίο;

«Απ’ τον Οβριό, κάλλιο ακόμα και Τούρκο, στην ανάγκη. Μόνος χειρότερος ο Βούργαρος», ωρυόταν ο γερο-Πάζης, σαν πέταξε η Όπη την οβίδα πως ήθελε ο Ελαζάρ να ’ρθει να τη ζητήσει.

Όχι πως κι ο Ελαζάρ δεν βρήκε σκάλωμα απ’ τους δικούς του. Εβραίος με Βλάχα πού ακούστηκε; Οι Εβραίοι μόνο μ’ Εβραίους. Βλάχοι, Εβραίοι, όλοι ίδια μυαλά. Η θρησκεία και η ράτσα το χέρι που έγραφε τη μονοκοντυλιά της καθαρότητας του αίματος, οτιδήποτε έξω απ’ τα δεδομένα ήταν λεκές στην υπόληψη.

Τι τα θες; Έτσι είν’ οι ανθρώποι… Όπως μάθουν αναντάν μπαμπαντάν, μόν’ έτσι νιώθουν σιγουριά, σκεφτόταν η Όπη, για να δικαιολογεί τ’ αδικαιολόγητα.

Κακία δεν κράτησε του γερο-Πάζη, ούτε της μάνας της που δεν μίλησε –και σάματις, ποια γυναίκα μίλαγε τότες; Και, αλήθεια, ο Σάντρος Ράσκος ήταν τσελεμπής ομορφάντρας, νοικοκύρης και με κύρος στην κοινωνία της Τζουμαγιάς, και στην Όπη τίποτε δεν έλειψε, ακόμα ακόμα ούτε η αγάπη. Μα να, ο Σάντρος ήταν άντρας καρφωμένος στη γη ίδιος νταμάρι, ορθολογιστής και τετράγωνος, κι εκείνα τα μάτια του Ελαζάρ Μιζραχή τα συννεφένια υπόσχονταν πετάγματα σε ουρανούς που η Όπη ονειρεύτηκε και δεν μπόρεσε να γευτεί, δεν τόλμησε… Νου τι τουάρνι ναπόι,[5] έλεγε στον εαυτό της, αλλά εκείνο το δεν κότεψα και τα ονειροπόλα μάτια του Ελαζάρ, το αγκάθι που κατά καιρούς τσίμπαγε κεντιές στα σωθικά της.

Οικογένεια Βλάχων Τζουμαγιάς

Γι’ αυτό κι όταν η Αννού της έφυγε με τον Φουρκάν -σηκώνοντας μπαϊράκι στην πατρική βούληση να πάρει τον Ρίζο Αρόση, τον Βλάχο χανιτζή με ψωμωμένο δικό του χάνι-, η Όπη σ’ ένα μυστικό λιβάδι της καρδιάς της, ξέχωρα από την ανησυχία για τη μονάκριβη θυγατέρα της και τον καημό που ποιος ήξερε πότε θ’ αξιωνόταν να την ξαναδεί –μα, διες που όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος-, γεύτηκε ανείπωτη χαρά και καμάρι για το κορίτσι της. Η Αννού της τόλμησε! Αυτή όχι, αλλά η Αννού της τόλμησε να βατσινωθεί απέναντι στην πατρική προσταγή και να ξεδιπλώσει φτερά για κείνα τα πετάγματα που η Όπη κάποτε λαχτάρησε.

Μα τώρα… Τώρα η Αννού «Παιδί μου, σπλάχνο μου, κουζούμ, Σάντρο μου, Ασλάν λιοντάρι μου», παραμίλαγε στην κάψα του πυρετού της κι η Όπη κατάλαβε πως έχει εγγόνι. Το κορίτσι της έγινε μάνα, αλλά…

Πού ’ναι το και τι ν’ απόγινε τώρα τούτο το έρμο το πουλάκι μ’ και η μάνα του ψυχομαχά να το φωνάζει μέσ’ απ’ τα φλογισμένα σωθικά της σαν ξεσπιτωμένος γκιώνης; Κι ο Φουρκάν; Τι ν’ απόγινε κείνος ο ασίκης ο Φουρκάν; Άραγες θα ’πρεπε να στείλω τη Βελίκα στον τουρκομαχαλά να δώσει χαμπέρι στην Ελίφ χανούμ; Μάνα είναι κι αυτούνη…

Αλλά πάλι, πώς να κάνει κάτι τέτοιο κρυφά απ’ τον Σάντρο που, απ’ όταν γύρισε η Αννού, βλαστήμαγε θεούς και δαίμονες και γύρναγε σαν το θεριό το ανήμερο μες στο κλουβί; Ανάθεμα αν έκλεισε μάτι τέσσερα μερόνυχτα κι αυτός. Τον ένιωθε η Όπη που φιδογύριζε στο κρεβάτι ολονυχτίς και θα ’θελε να ήταν από έγνοια για το κορίτσι τους που χαροπάλευε. Αλλά έτσι καλά που τον κάτεχε πια τον Σάντρο, ήξερε αυτή που όλο τούτο ήταν από οργή και μένος άσβεστο για την κόρη που λέρωσε το άσπιλο ως τα τότε μες στους Βλάχους τ’ όνομα των ξακουσμένων Ράσκων.

Αχάραγα το πέμπτο πρωινό, άνοιξε τα μάτια απύρετο το κορίτσι.

«Μάνα…»

«Ψυχή μου», τινάχτηκε η Όπη που λαγοκοιμόταν πλάι της.

Βάλθηκε να φιλάει την καταπονημένη κόρη της, να τη θωπεύει παντού μήπως και χορτάσει η καρδιά της τη στέρηση επτά χρόνων, κυρίως μπας κι απαλύνει κάπως τα ορύγματα που έβλεπε πως χάραζαν το παιδί της ως τα βάθια του.

«Αχ, θεια μου, άλλο κακό να μη μας εύρει», σταυροκοπήθηκε η Βελίκα, μόλις είδε πως η Αννού συνήλθε.

«Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί! Νου χάσκι ασίτσι κα αχμάκα,[6] τράβα να ξυπνήσεις τον θειο σου να του πεις πως το παιδί σώθηκε».

«Τρέχω, τρέχω».

Παράτησε η Βελίκα στον κομό τη λεκάνη με το δροσερό νερό και τα καθαρά πανιά κι έκανε να βγει φουριόζα απ’ το δωμάτιο, αλλά η ασθενική φωνή της Αννούς τη σταμάτησε.

«Στάσου, ξαδέρφη… Πρώτα σύρε στον τουρκομαχαλά να μηνύσεις στην Ελίφ χανούμ να ’ρθει, που ’χω να της πω. Προτού ξυπνήσει ο πατέρας».

Η Βελίκα κοίταξε έντρομη την Όπη.

«Θεια…»

«Κάμε όπως σε λέγει».

«Ναι, μα… Άμα ξυπνήσει ο θειος και βρει την Τουρκάλα εδώ μέσα, θα γένει φονικό».

«Εσύ, δουλειά σου. Τσακίσου να φέρεις την Ελίφ χανούμ. Τον θειο σου άφ’κε τον σε μένα».

Μόλις έφυγε η Βελίκα, η Όπη στράφηκε στην Αννού. Την ξαναχάιδεψε, τράβηξε τρυφερά μια μουσκεμένη τούφα από το ιδρωμένο της μέτωπο και κράτησε την ανάσα της.

«Κόρη μου… Σκούμπα αμιά…[7] Θες να με πεις τι γένηκε;»

«Όχι, μάνα. Σχώρα με. Στην Ελίφ χανούμ μόνο χρωστώ να πω για τον Φουρκάν. Μάνα είναι και πρέπει να ξεύρει», είπε, κι έστρεψε το βλέμμα στο παράθυρο.

«Τι απέγινε ο Φουρκάν, ψυχή μου;»

Η Αννού μόρφασε κι έκλεισε τα μάτια. Ο Φουρκάν… Είχε μέρες να τον σκεφτεί. Λες και ήταν σε μια άλλη ζωή. Τα μελένια μάτια του Φουρκάν τής χαμογέλασαν και σφάχτηκε η καρδιά της.

«Κρυώνω…» είπε μόνο, και το κορμί της άρχισε να τρέμει.

Η Όπη χούφτιασε τα μηλίγγια της, Θε μου, κάμε μην ανεβάζει πάλι θέρμες. Όχι, ήταν δροσερή. Τα ρίγητα της κόρης της ήταν απ’ αλλού. Μπορεί το κορμί της να γιατρεύτηκε, αλλά η ψυχή της βολόδερνε χάρβαλο σε θάλασσες άγριες.

«Παιδί μου, σπλάχνο μου, Σάντρο, Ασλάν μου…» βογκούσε η θυγατέρα της στο βαθύ ψυχομαχητό της και ούτε τολμούσε να βάλει με το νου της η Όπη τι απόγινε το έρμο το πουλάκι, το εγγόνι της, ο Σάντρος… Κι ο Φουρκάν; Να πήρε το παιδί και ν’ απόδιωξε την Αννού; Λες να κομματιάστηκε η αγάπη τους; Γι’ αυτό να ’θελε η Αννού, άμα συνήλθε, πρώτη πρώτη να μιλήσει στην Ελίφχανούμ; Ή μήπως…

Βλάχος αστός Τζουμαγιάς

Αχ, κακόχρονη Όπη, πάψε, μη βάνεις πάντα με το νου σου το χειρότερο, ύψωσε φράχτη στο μαύρο μυαλό σου, θάψε τις σάπιες σκέψεις, βάστα να συνέλθει το παιδί κι άφηκέ το να σε τα πει όταν θέλει… Τι έχει περσότερο βάρος τούτη τη στιγμή, να μάθεις τα κρυμμένα ή που ’χεις το παιδί σου ξανά ύστερα από τόσους χρόνους, πάνω που νόμιζες πως δε θα το ματαδιείς ποτές;

Η Όπη πήρε μια βαθιά ανάσα κι άφησε τον αέρα να βγει αργά. Κάμε, Θε μου, άλλο κακό να μη μας εύρει από δαύτο, ευχήθηκε.

«Μάνα, κρυώνω», επανέλαβε η Αννού και τα δόντια της κροτάλισαν μες στη σιγαλιά.

«Θα περάσει, φεγγάρι μου, θα περάσει και τούτο, όλα περνούν κάποτες, έλα, πιε λίγο νεράκι».

Η Όπη πήγε στη μεσάντρα να φέρει μια βελέντζα να ξεγελάσει το τρέμουλο της Αννούς και βλαστήμησε τον εαυτό της για το ψέμα που ξεστόμισε.

Όχι, δεν περνούν όλα. Είναι κάποια ρημαδοπράματα που γλιτσιασμένη λάσπη κατακάθουνται και βδέλλες και μολύσματα γεννούν, ύπουλα και σιωπηρά τη σούφλιτου[8] και την ίνιμα[9] ροκανίζουν απ’ τα κάτου και δεν τη ματαφήνουν να ορθωθεί τέτοια που κάποτες στέκουνταν.

Έξω λάλησε ο πρώτος πετεινός. Η Όπη απίθωσε στο εικονοστάσι το Τετραβάγγελο που διάβαζε πάνω απ’ το προσκέφαλο της Αννούς, συμπλήρωσε λάδι στην καντήλα κι άνοιξε το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Απόμεινε να κοιτάζει τον ορίζοντα στο γλυκοχάραμα.

Τι κι αν ο πόλεμος ήταν στο κατώφλι τους; Τι κι αν έλεγαν πως οι Βούλγαροι απ’ το ταμάχι τους μανικά ξεπάστρευαν και με λύσσα λεηλατούσαν ελληνικά χωριά και τιμωρούσαν με θάνατο όσους λογάριαζαν πως βοήθησαν τα ελληνικά σώματα στον Μακεδονικό Αγώνα; Πως απ’ το μένος τους δεν άφηναν απ’ έξω ούτε τους παπάδες; Η Τζουμαγιά ήταν κεφαλοχώρι τρανό. Αιώνες τώρα ένα χαρμάνι Ρωμιοί, Τούρκοι, Ρομ κι Εβραίοι συμβίωναν δίχως να ενοχλούν ο ένας τον άλλο. Ακόμη και απ’ τον πρώτο πόλεμο ο τόπος βγήκε ανέγγιχτος. Τόπος προικισμένος απ’ το χέρι του Θεού και οι άνθρωποι, πάνω απ’ τους μισούς Βλάχοι φερμένοι αιώνες πριν απ’ αλλού – Ήπειρο, Κρούσοβο, Νέβεσκα, Μοσχόπολη, Μοναστήρι -, άξιοι και νοικοκυραίοι.

Χαρά Θεού τούτος ο Ιούλιος στην Τζουμαγιά και οι μυρωδιές του πρωινού βάλσαμο. Οι ήχοι απ’ τα ζωντανά που ξυπνούσαν αργοσαλεύοντας και ρουθουνίζοντας στους στάβλους έκαναν την Όπη να νιώσει ευλογημένη που είναι ζωντανή.

 

Κηδεία Βλάχου Τζουμαγιά

Στράφηκε και κοίταξε τη θυγατέρα της. Έμοιαζε να κοιμάται. Δυο κηλίδες σταχτιές και βαθουλωτές κάτω απ’ τα κλειστά βλέφαρα έδειχναν σαν φιδότρυπες στο ωχρό πρόσωπο με τα ρουφηγμένα μάγουλα, τα μαλλιά της, θαμπά απ’ την απλυσιά και κολλημένα ίδια πλοκάμια απ’ τον ιδρώτα τόσα μερόνυχτα, χύνονταν απ’ το μαξιλάρι πάνω στα στρωσίδια. Αλλά, αν δεν ήταν αυτό, το κορίτσι της κοιμισμένο ξανά στο παιδικό –ορφανεμένο κι έρημο επτά χρόνια τώρα– κρεβάτι του, αν δεν ήταν αυτό ευλογία για να υμνείς τον Πανάγαθο, τότε τι;

Θε μου, δόξα σοι! Άλλο κακό να μη μας εύρει…

Η Βελίκα πρόβαλε το κεφάλι της απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα.

«Η Ελίφ χανούμ», είπε χαμηλόφωνα.

Ταυτόχρονα έτριξαν οι σανίδες απ’ το πάνω πάτωμα.

«Αχού, γλήγορα, γλήγορα, φέρ’ τη μέσα, πριχού κατεβεί ο Σάντρος και τη διει κι έχουμε άλλα, ποιος μας σώζει άμα διει Τούρκο στο σπίτι του, γλήγορα να προλάβουμε τη συφορά πρωινιάτικα».

Η Βελίκα εξαφανίστηκε και σε δευτερόλεπτα έμπασε στο δωμάτιο την κατάχλομη από την αγωνία Τουρκάλα.

«Ψυχή μου… Η Ελίφ χανούμ είναι εδώ».

Η Αννού αναδεύτηκε, άνοιξε τα μάτια κι ένα θλιμμένο βογγητό βγήκε απ’ τα ξεραμένα χείλη της. Πέταξε τη φλοκάτη από πάνω της και ανακάθισε με κόπο. Η Όπη κατάλαβε πως τόση ώρα που έκανε την κοιμισμένη απλώς μάζευε δυνάμεις. Έκανε να τη βοηθήσει, μα αυτή ύψωσε το χέρι και την ανέκοψε.

Μοιριολογιούν οι Βλάχισσες στην Τζουμαγιά

«Μάνα… Αφήκετέ μας μόνες με την κυρα-Ελίφ».

«Μα, παιδί μου…»

«Κάμε μου τη χάρη. Αυτούνη τη χάρη μοναχά κι άλλο δε σου ζητώ. Όταν έρθει η ώρα, θα τα μάθεις κι εσύ».

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βαριά βήματα να κατεβαίνουν την ξύλινη σκάλα. Η Όπη και η Βελίκα κοιτάχτηκαν έντρομες. Αμέσως ο Σάντρος βρόντηξε την εξώπορτα.

«Άντε, Βελίκα μ’, πέρασε ο κίντυνος. Πάμε ’μείς στην κουζίνα να ψήσεις καφέδες να στυλωθούμε, να φέρεις έναν και στην Ελίφ χανούμ που θα ’χουν κάμποσα να πουν με την Αννού. Κόπιασε, κυρα-Ελίφ. Σα στο σπίτι σου».

Τράβηξε μια καρέκλα κι ένευσε στην Τουρκάλα να κάτσει. Αυτή πλησίασε δειλά και κάθισε τρέμοντας, χωρίς να πάρει τα μάτια της απ’ την Αννού. Η καρδιά της Όπης σφίχτηκε. Δεν θα ’θελε να ήταν στη θέση της. Ποιος ήξερε τι θ’ άκουγε η δύστυχη.

«Κοκόνα μου, άμα χρειαστείς τίποτες, βάνε φωνή, ναι; Εδώ απ’ όξω στο περβόλι θα βγούμε, να πιούμε τον καφέ μας στον ήλιο. Βάνε φωνή κι εγώ απ’ το παραθύρι θα σ’ ακούσω, ναι;»

«Φχαριστώ, μάνα».

Η άψυχη φωνή της τσάκισε την Όπη, που βγήκε άρον άρον μην τύχει και την πάρουν κλάματα μπροστά στην ξένη γυναίκα. Πόσο κακό είδαν τα μάτια του παιδιού της κι έχασε την ψυχή του; Θα το μάθαινε άραγε κάποτε; Έκλεισε την πόρτα μαλακά και τη σταύρωσε απ’ έξω, Κάμε, Θε μου, άλλο κακό να μη μας εύρει.

Η Βελίκα την περίμενε δυο βήματα μπροστά.

«Καλέ, θεια, τι λες να ’παθε το κορίτσι μας;»

«Σους και σύρε στην κουζίνα να ψήσεις τους καφέδες. Πάγαινε ύστερα να ταΐσεις τις κότες κι έλα στο περβόλι να τους πιούμε ομού, που δε βαστώ να μείνω μοναχιά μ’. Μετά ξανατράβα στο κοτέτσι να σφάξεις μια ζουμπουρλή, εγώ θα πάγω στο μαγεριό να βάνω το καζάνι. Λέγω να μαγειρέψουμε κοτόσουπα σήμερα να φάγει το παιδί να στυλώσει η καρδιά και το κορμί τ’, έτσι που ’ναι ξενηστικωμένο και τυραγνισμένο».

«Καλά το σκέφτηκες, θεια. Τσορμπά να φκιάσουμε. Χάιντε, βγες εσύ να σε διει λίγο ο ήλιος που ’σαι μανταλωμένη τόσες μέρες, κι εγώ φέρνω τους καφέδες».

Η Όπη έσυρε τα βήματά της ως το περιβόλι κι άφησε το κορμί της να πέσει στο πεζούλι βαρύ, με όλη την κούραση απ’ την ένταση των τεσσάρων μερόνυχτων. Μπροστά απ’ το σπίτι, ο τελάλης φώναζε τα νέα απ’ τα Σέρρας – κάτι με τους Βούλγαρους πάλι -, ο γαλατάς διαλαλούσε το γάλα, η Βαγγελή απ’ απέναντι κάτι τον ρωτούσε, αλλά η Όπη δεν είχε αυτιά ν’ ακούσει στα σωστά. Ο νους της ήταν όλος στο παράθυρο, μην τύχει και τη χρειαστεί η Αννού και την καλέσει.

Έπειτα, είχε και την άλλη μεγάλη έγνοια. Πώς θα ’φερνε τον Σάντρο στα νερά της να τον φιλιώσει με την κόρη του. Τόσος καιρός πέρασε…

  • Στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»στο φύλλο της 31/10/1916 διαβάζουμε: «Ὁ ἰατρός κ. Δ. Πάζης, ὁ γνωστός και πολιτευόμενος του Ν. Σερρῶν, ἐξέδραμε προχθές κατόπιν εἰδικῆς ἀδείας τοῦ Ἀγγλικοῦ Στρατηγείου, μέχρι Κάτω Τζουμαγιᾶς, ἐκκενωθείσης ὡς γνωστόν ἐσχάτως ὑπό τῶν Βουλγάρων. Ὁ κ. Πάζης ὡς μᾶς ἐνεκοίσωσεν, εἰσελθών εἰς την κωμόπολιν εὗρεν αὐτήν πανέργμον και σχεδόν τελείως κατεστραμμένην. Εἰς τάς ὁδούς δεν διέκρινε ψυχήν ζῶσαν. Οἱ κάτοικοι, αἱ ἀρχαί και ἡ χωροφυλακή ἀπήχθησαν ὑπό τοῦ Βουλγάρικου στρατοῦ εἰς Πετρίτσι. Ἡ νέα αὓτη μορφή τῆς Βουλγαρικῆς κακουργίας, ἐφηρμόσθη ἢδη και εἰς ἂλλα ὑπό τῶν Βουλγάρων ἐκκενωθέντα μέρη τῆς Ἀν. Μακεδονίας, τῶν ὁποίων οἱ κάτοικοι και αἱ ἀρχαί ἠναγκάσθησαν να συνακολουθήσωσι τον ἀποχωροῦντα Βουλγάρικον συτατόν, ἐγκαταλείψαντες τάς περιουσίας των εἰς την ἁρπαγήν και λεηλασίαν. Αἱ πλεῖσται τῶν οἱκιῶν τῆς Τζουμαγιᾶς ἐπυρπολήθησαν ὑπό τοῦ ἀποχωρήσαντος στρατοῦ, μεταβληθεῖσαι εἰς ἐρείπια, ἐνῶ αἱ διασωθεῖσαι ἐκ τοῦ πυρός ἐλεηλατήθησαν ἀγρίως.

(από το βιβλίο του Κώστα Ασλανίδη, Ηράκλειας Χρονολόγιον, Διάσπαρτα ιστορικά αποτυπώματα, Ηράκλεια 2013)

  • Με Διάταγμα (Φεκ Α! 55/9-2-1926), η Κάτω Τζουμαγιά ονομάζεται Ηράκλεια.

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Το καταρτισθέν σχετικόν τούτο Νομοσχέδιον, συζητηθέν υπό της Βουλής και ψηφισθέν, έθεσε εν ισχύ τον Νόμον 4278 περί της εκδόσεως δανείου 700 εκατομμυρίων δι’ αποζημίωσιν των υποστάντων ζημίας εκ του Ευρωπαϊκού πολέμου. Εις τον Νόμον αυτόν περιελήφθη και το άρθρο 11, δυνάμει του οποίου επετράπη ως δια την στέγασιν των απόρων αστέγων πολεμοπαθών, των οποίων αι οικίαι κατεστράφησαν υπό των Βουλγάρων, διατεθώσιν ομολογίαι μέχρις 60 εκατομμυρίων. Ούτως ελύθη και το πρόβλημα της στεγάσεως και ανοικοδομήσεως της Ηρακλείας, μετά παρέλευσιν δέκα τριών περίπου ετών από της λήξεως του Ευρωπαϊκού πολέμου.

ΦΑΝΗ ΚΕΧΑΓΙΑ

Η Φανή Κεχαγιά είναι φιλόλογος και επιμελήτρια κειμένων. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στηΝ Δημιουργική Γραφή του ΠΔM και απόφοιτος των Εργαστηρίων Διόρθωσης και Επιμέλειας του Ιανού. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια, άρθρα και θεατρικά. Έργα της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικές εκδόσεις και λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει συμμετάσχει στην 8η Λογοτεχνική Σκηνή του περιοδικού Εντευκτήριο, σε Πανελλήνια και Διεθνή Συνέδρια και δύο θεατρικά έργα της έχουν παρασταθεί από ερασιτεχνικούς θεατρικούς συλλόγους (2018 και 2020). Είναι υπεύθυνη για τις στήλες «Ελληνική πεζογραφία και… κάτι» και «Literaturae memoria» του λογοτεχνικού περιοδικού Culture Book. Κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Ήθελα μόνο να με αγαπήσεις (Εκδόσεις Έξη, 2018) και ΟμηρίαΗ ανείπωτη ιστορία ξεριζωμού της Τζουμαγιάς (Εκδόσεις Έξη, 2023), το παραμύθι της Τα φυγοπούλια (Εκδόσεις Ψυχογιός, 2021) και η συλλογή διηγημάτων Είμαι… (Εκδόσεις Μετρονόμος, 2025).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες είναι όλες από το αρχείο του Κώστα Ασλανίδη από την Ηράκλεια (Τζουμαγιά), και τον ευχαριστώ για την ευγενική παραχώρηση για δημοσίευσή τους στο σημερινό Βιβλιοφιλικό Ταξίδι μας.

[1].Τυροκομείο.

[2].Τάπητες.

[3]. Πάρτε μαζί σας και χοντρά ρούχα, γιατί έχει κρύο στο βουνό (βλάχικα).

[4].Μάνα (βλάχικα).

[5]. Μη γυρίζεις πίσω (βλάχικα).

[6].Μη χάσκεις έτσι σαν τη χαζή (βλάχικα).

[7]. Ακριβή μου (βλάχικα)

[8].Ψυχή (βλάχικα).

[9]. Καρδιά (βλάχικα).

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ