Οι σκελετοί στη ντουλάπα της Ιστορίας | Μέρος 1ο – γράφουν Μίκα Αγραφιώτου & Δημήτρης Ρόκκος
Φωτ. πηγή: Δήμος Νεάπολης Συκεών
Αντίσταση, Εμφύλιος, Εκτελέσεις. Έξι ομαδικοί τάφοι στο Γεντί Κουλέ… τη «Βαστίλη» της Θεσσαλονίκης. Ένα αφιέρωμα σε τρία μέρη για τους σκελετούς στη ντουλάπα της Ιστορίας.
«Γεμίσατε τις φυλακές και στείλατε στο θάνατο
Αγνούς ονειροπόλους μονάχα που θελήσανε
Να ζήσουν και οι φτωχοί και δίκια τ’ αγαθά της γης
Να μοιραστούνε σ’ όλους»
Γιώργος Κοτζιούλας
Στην ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «Οι Κυνηγοί», μια παρέα που αποτελεί τον ορισμό της καθεστηκυίας τάξης θα βρεθεί τον Δεκέμβριο του 1977 σε ένα ξενοδοχείο κοντά στη λίμνη Παμβώτιδα για την αλλαγή του χρόνου. Σε μία από τις εξορμήσεις τους στην ύπαιθρο, αυτοί οι «κυνηγοί» θα βρουν θαμμένο μέσα στο χιόνι το πτώμα ενός αντάρτη από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο μαζί με το νεκρό σώμα του αντάρτη, καθένας από αυτούς θα ξεκινήσει μια ιδιόμορφη ανάκριση προς τον εαυτό του αναφορικά με εκείνα τα ταραγμένα χρόνια, καταλήγοντας πως «έχουμε τελειώσει πια με αυτά». Αλλά, όσο η ταινία ξεδιπλώνει τις πολλαπλές πτυχές του σεναρίου της, η μνήμη παρουσιάζεται επίμονη και επίπονη. Ειδικά όταν πρόκειται για μια αιματοβαμμένη μνήμη που παραμένει αδικαίωτη, για τραύματα που έμειναν ανοιχτά για δεκαετίες και κακοφόρμισαν.
Το σώμα του νεκρού αντάρτη που εμφανίζεται για να στοιχειώσει τους «Κυνηγούς» στην ταινία του Αγγελόπουλου δεν διαφέρει και πολύ από τους 33 σκελετούς εκτελεσμένων αγωνιστών που εντοπίστηκαν σε περιοχή πλησίον της φυλακής του Γεντί Κουλέ στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης πριν από λίγους μήνες. Σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά, η πρόσφατη ιστορία του τόπου μας δεν παύει να «κυνηγάει» ακόμα όσους θεώρησαν πως την έθαψαν μια και για πάντα, πως «τελείωσαν, πια, με αυτά».

Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων, όπως την είχε ονομάσει ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ. Από τις εβραϊκές συνοικίες που καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν ολοσχερώς από τους Ναζί, τους ντόπιους συνεργάτες τους και τους μαυραγορίτες, τους χιλιάδες Θεσσαλονικιούς Εβραίους που εξοντώθηκαν στα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης μέχρι τους χιλιάδες αγωνιστές του λαού μας που κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και πολλοί από αυτούς βρέθηκαν αντιμέτωποι με το εκτελεστικό απόσπασμα. Αλλά και ο ίδιος ο λαός της πόλης, που για χρόνια βασανίστηκε και ο ίδιος κάτω από τον γερμανικό ζυγό και από τους ταγματασφαλίτες και τους δωσίλογους που είχαν επιβάλλει ένα κλίμα βίας και τρομοκρατίας, όπως ο διαβόητος Αντώνιος Δάγκουλας -ο επονομαζόμενος και ως ο «Δράκος της Θεσσαλονίκης»– και η συμμορία του.
Και έπειτα, το ίδιο το «Γεντί Κουλέ», οι «Επτά Πύργοι», η «Βαστίλη» της Θεσσαλονίκης, μια από τις σκληρότερες φυλακές του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος. Τόπος βασανιστηρίων, τόπος πόνου και θανάτου. Ένας τόπος όπου η μνήμη παραμένει επίμονη και αναμοχλεύεται διαρκώς, τοποθετώντας τη σύγχρονη ιστορία και τα δρώντα υποκείμενά της, εμάς δηλαδή, αντιμέτωπους με το παρελθόν.
Έτσι ακριβώς όπως αναμοχλεύτηκαν και τα χώματα του Πάρκου της Εθνικής Αντίστασης στις Συκιές, πλησίον του Επταπυργίου, μέσα στο πλαίσιο ανάπλασης της περιοχής. Λόγια από χώμα και αίμα, τα πικρά λόγια των νεκρών που θα βρίσκουν πάντα μια διέξοδο στο φως, ειδικά όταν αυτοί μένουν αδικαίωτοι, ανώνυμοι, αποκομμένοι από το κοινωνικό και πολιτικό τους συγκείμενο. Σώματα που δεν έλαβαν ποτέ τον τελευταίο ασπασμό από τους αγαπημένους τους, που δεν τιμήθηκαν ποτέ όπως τους έπρεπε, πλέον αποσαρκωμένοι σκελετοί στη ντουλάπα της Ιστορίας όπου οι παράξενοι καιροί επέλεξαν να τους φέρουν στην επιφάνεια για να διαρρήξουν μια και καλή την ιστορική Λήθη.

«Οι νεκροί περιμένουν»: Η ιστορική και πολιτική βαρύτητα των ομαδικών τάφων του Επταπυργίου
Παρακολουθώντας την εξέλιξη των ανασκαφών στο Πάρκο Εθνικής Αντίστασης στις Συκιές Θεσσαλονίκης, αντιληφθήκαμε από κοινού πως οι ομαδικοί τάφοι που βρέθηκαν στην περιοχή θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα καθοριστικό κλειδί για να ανοίξουν πολλές πόρτες τις οποίες το επίσημο κράτος επιλέγει, εδώ και οχτώ περίπου δεκαετίες, να κρατάει κλειστές.
Οι δύο πρώτοι ανθρώπινοι σκελετοί εντοπίστηκαν τις παραμονές των Χριστουγέννων του 2024, όταν άρχισαν οι εργασίες ανάπλασης της περιοχής του μνημείου Εθνικής Αντίστασης στις Συκιές. Στις 26 Φεβρουαρίου 2025 το συνεργείο του δήμου έφερε στο φως τον δεύτερο ομαδικό τάφο στον οποίο και εντοπίστηκαν τα οστά από έντεκα εκτελεσμένους.
Με την πλήρη επίβλεψη, πλέον, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και τις επόμενες εβδομάδες, ανεβάζοντας σε έξι τους ομαδικούς τάφους, μέσα στους οποίους ανασκάφηκαν 33 σκελετικά κατάλοιπα.

Αξίζει να σημειωθεί πως, αρχικά, η Εφορεία Αρχαιοτήτων η οποία κλήθηκε στο σημείο από τον δήμαρχο Νεάπολης-Συκεών, Σίμο Δανιηλίδη, έκρινε ότι τα σκελετικά κατάλοιπα δεν παρουσιάζουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον καθώς προέρχονται από νεότερη εποχή. Υπήρξε καθοριστική η στάση του δημάρχου Δανιηλίδη, ο οποίος έκρινε πως υπάρχει τεράστιο ιστορικό και πολιτικό ενδιαφέρον για τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας, ζητώντας τη συνδρομή της αρχαιολογικής υπηρεσίας ώστε να ανασκαφεί η ευρύτερη περιοχή του πάρκου σε περίπτωση που υπάρχουν θαμμένα και άλλου τέτοιου είδους ευρήματα.
Ο Δήμαρχος αιτήθηκε οι σκελετοί, οι οποίοι είχαν ήδη παραδοθεί στην Αστυνομική Διεύθυνση για έλεγχο και προσδιορισμό της ηλικίας, του φύλου και του χρόνου εκτέλεσης, να επιστραφούν έτσι ώστε:
1) Να είναι στη διάθεση συγγενών και απογόνων προκειμένου να πραγματοποιήσουν έλεγχο και διασταύρωση DNA.
2) Με πρωτοβουλία του Δήμου να κατασκευαστεί μνημείο στο σημείο όπου βρέθηκαν οι σκελετοί.
3) Να τοποθετηθεί μνημείο σε άλλο σημείο ως φόρος τιμής στους εκτελεσθέντες.
4) Σε συνεννόηση με τη Μητρόπολη Νεαπόλεως-Σταυρουπόλεως να ψαλεί εξόδιος ακολουθία για τους νεκρούς.
Τη βαρύνουσα σημασία, όμως, της ανεύρεσης των ομαδικών τάφων, ανέδειξε άμεσα και το ΚΚΕ, το οποίο ξεκίνησε μια πολύπλευρη προσπάθεια σε θεσμικό και επιστημονικό επίπεδο έτσι ώστε να υπάρξει επαρκής χρηματοδότηση για τη συνέχιση των ανασκαφών αλλά και διασταύρωση -μέσω της εξέτασης DNA συγγενών τους– της ταυτότητας των νεκρών. Αντίστοιχα κινήθηκε και σε ιστορικό και πολιτικό επίπεδο με αποκατάσταση της μνήμης τους μέσα από μία σειρά εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν ήδη ή είναι προγραμματισμένες για το επόμενο διάστημα.
Παράλληλα, εκδηλώσεις και ιστορικούς περιπάτους στην περιοχή πραγματοποιούν έκτοτε δημοτικές κινήσεις όπως η «Πόλη Αλλιώς», αλλά και οργανώσεις της αριστεράς, ενώ εκτεταμένο διακρίνεται και το ενδιαφέρον ιστορικών και δημοσιογράφων εντός και εκτός χώρας, οι οποίοι με σχετικά άρθρα στρέφουν για ακόμα μια φορά τα βλέμματα στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.
Αυτοί οι σκελετοί που ήρθαν στην επιφάνεια για να στοιχειώσουν ξανά τις ημέρες μας, στην συντριπτική πλειονότητά τους, αν όχι στο σύνολο τους, ανήκουν σε λαϊκούς αγωνιστές, μέλη του ΚΚΕ και των οργανώσεών του την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, οι οποίοι εκτελέστηκαν από το μεταπολεμικό αστικό κράτος, με όρους που ούτε οι ξένοι κατακτητές δεν επέβαλλαν μέχρι τη φυγή τους από τη χώρα το 1944.
Είχαμε ήδη στον νου μας, από τις πρώτες σχετικές ανακοινώσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας, πως το φορτίο αυτής της είδησης θα είχε ειδικό και πολλαπλό βάρος, κάτι που επιβεβαιώσαμε στην πρώτη εκδήλωση-επίσκεψη που οργάνωσε το ΚΚΕ στις 19 Μαρτίου μαζί με συγγενείς των εκτελεσμένων, οι οποίοι 80 χρόνια μετά ζητούν να βρουν και να θάψουν τους νεκρούς τους.
Η μαζική προσέλευση συγγενών εκτελεσμένων της περιόδου 1946-1949, οι προσωπικές ιστορίες που μοιράστηκαν για πρώτη φορά, οι μαρτυρίες κατοίκων της γειτονιάς για τις «σκιές» ανθρώπων που εδώ και δεκαετίες πήγαιναν να ανάψουν ένα καντήλι -πολλές φορές στα κρυφά- γνωρίζοντας πως σε αυτό τον τόπο έχει συμβεί κάτι φρικιαστικό, το δέος που νιώσαμε καθώς η Ιστορία ξεδιπλωνόταν μπροστά μας με ωμότητα και χωρίς φτιασίδια, συστήνοντάς μας εκ νέου την πόλη μας, δεν μας επέτρεψαν να έχουμε ένα άμεσο ρεπορτάζ.
Πολλά από αυτά που ακούσαμε και καταγράψαμε τα ακούσαμε και τα καταγράψαμε κλαμένοι. Και άλλα, ίσως να μην τα καταγράψαμε ποτέ, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, νιώθοντας για μια ακόμα φορά τα ασφυκτικά όρια που θέτει μπροστά μας η περιβόητη «αντικειμενική» δημοσιογραφία.
Ένας γρήγορος καφές μετά την εκδήλωση αλλά και η επικοινωνία της κοινής πεποίθησης πως, τόσο γενικά όσο και ειδικά σε αυτή την περίπτωση, η δημοσιογραφία μπορεί να επιτελεί τον πραγματικό της ρόλο μόνο όταν υπηρετεί τον λαό και τους αγώνες του, αλλά και όταν τολμά να έρθει σε ρήξη με την επίσημη κρατική «ομερτά», δημιούργησαν το έδαφος για να ερευνήσουμε και να δημοσιεύσουμε, μαζί, όσα οι κυβερνήσεις των τελευταίων 80 χρόνων κράτησαν στην αφάνεια.

Αυτό που θέλουμε, στον βαθμό που μας αναλογεί, είναι, μαζί με τα κόμματα, τις οργανώσεις, τους ιστορικούς και τους δημοσιογράφους που ασχολούνται με τα ευρήματα αλλά και με την ιστορική/πολιτική σημασία που τα συνοδεύει, να σηκώσουμε τα βαριά πέπλα της λήθης πάνω από κάποια από τα μεγαλύτερα κρατικά εγκλήματα που έχουν συντελεστεί σε αυτό τον τόπο και μέσα από αυτή τη διαδικασία να προσπαθήσουμε να αγγίξουμε και να επουλώσουμε το μεγάλο συλλογικό τραύμα των συγγενών των άταφων εκτελεσμένων κομμουνιστών αλλά και του ίδιου του λαού μας.
Του λαού μας που, μετά από οχτώ χρόνια μαχών και διώξεων με εκατοντάδες χιλιάδες εκτελεσμένους, πολιτικούς πρόσφυγες, φυλακισμένους, εξορισμένους, άλλαξε ουσιαστικά πληθυσμιακή σύσταση και έτσι μία σειρά «κόκκινων» πόλεων, χωριών, γειτονιών ερήμωσαν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Του λαού μας, που πλήρωσε έναν τόσο βαρύ φόρο αίματος στον αγώνα του εναντίον του φασισμού, έτσι ώστε τις επόμενες δεκαετίες να μην μπορεί να συγκροτήσει, χωρίς φόβο αλλά και χωρίς ενοχές, τη δική του εκδοχή, τη δική του αλήθεια, τη δική του Ιστορία, με το αστικό κράτος να έχει, όπως άλλωστε συνηθίζεται, το μονοπώλιο όχι μόνο στη βία, αλλά και στην καταγραφή των ιστορικών γεγονότων.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και πριν φτάσουμε στο σήμερα και στις απαντήσεις που ψάχνουμε, ας γυρίσουμε τους δείκτες των ρολογιών μας 125 χρόνια πριν, ξεκινώντας με το, χωρισμένο σε τρία μέρη, αφιέρωμα που ετοιμάσαμε για το Κοσμοδρόμιο το οποίο θα δημοσιευθεί τις επόμενες ημέρες.

Κλείνοντας την εισαγωγή θέλουμε να τονίσουμε πως αυτή η σειρά άρθρων δεν θα μπορούσε να δημοσιευθεί χωρίς τη συνδρομή μιας σειράς ανθρώπων που οφείλουμε να αναφέρουμε, αλλά και να ευχαριστήσουμε καθώς είτε άμεσα, είτε έμμεσα μας έδωσαν τα ερεθίσματα και το περιεχόμενο του άρθρου μέσα από τις κουβέντες ή/ και το συγγραφικό τους έργο για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το τί έχει συμβεί στο Γεντί Κουλέ αλλά και στις εκτάσεις γύρω από αυτό πριν από 80 χρόνια.
Έχοντας την ανάγκη να μάθουμε για όλα όσα γράψαμε, συζητήσαμε με συγγενείς εκτελεσμένων, με κατοίκους της περιοχής που βρέθηκαν οι ομαδικοί τάφοι, με τον Ιστορικό και συγγραφέα των βιβλίων των εκδόσεων ΔΙΑΔΟΣΗ «Οι αντάρτες δεν προσκυνούν | Μάχες του Ε.Λ.Α.Σ. και της Ο.Π.Λ.Α. στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη (1941-44)» & «Μια απόφαση… Μάχομαι μέχρι το τέλος | Θεσσαλονίκη 1946-47», Τάσο Κατσαρό και με τον αγωνιστή της Αριστεράς Μόρφη Στεφούδη.
Πυξίδα στα χέρια μας για την ιστορική ιχνηλάτιση που πραγματοποιήσαμε υπήρξε η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου «Γεντί Κουλέ | Η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης» του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σπύρου Κουζινόπουλου από τις εκδόσεις IANOS που αποτελεί την πιο πλήρη καταγραφή της ιστορίας των φυλακών του Επταπυργίου, συγκεντρώνοντας, άγνωστο μέχρι σήμερα, αρχειακό και ιστορικό υλικό, τα βιβλία των εκδόσεων ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ «Θεσσαλονίκη | Μήτρα ταξικής πάλης» της Επιτροπής περιοχής Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ και ο Β2 τόμος του «ΔΟΚΙΜΙΟΥ IΣTOPIAΣ ΤΟΥ ΚΚΕ | 1939-1949».
Σημαντικές πηγές για όποιον θα ήθελε να ασχοληθεί περαιτέρω με το θέμα μπορούν να αποτελέσουν τα βιβλία «Tο κόκκινο και το γκρίζο | Φτώχεια και πολιτική στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου» του Κώστα Τζιάρα από τις εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, «Πτώματα, πτώματα, πτώματα…» του Ηλία Πετρόπουλου από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, «Πτώματα και φαντάσματα στη Θεσσαλονίκη του Εμφυλίου» του Σάκη Σερέφα από τις εκδόσεις Κέδρος, «Η δίκη της Στενής Αυτοάμυνας» του Χρήστου Κανελλόπουλου από τις εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, «Σε άνιση μάχη…» του Γιώργου Φαρσακίδη.
Φωτογραφίες καθώς και αποκόμματα εφημερίδων της εποχής βρήκαμε, μεταξύ άλλων, από την Ομάδα Προφορικής Ιστορίας Επταπυργίου, από την ιστοσελίδα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης», από την ιστοσελίδα «Ο Φάρος του Θερμαϊκού», από το διαδικτυακό φωτογραφικό Παράρτημα του βιβλίου «Γεντί Κουλέ. Η Βαστίλη της Θεσσαλονίκης» του Σπύρου Κουζινόπουλου, εκδόσεις IANOS, ενώ οι φωτογραφίες από τα ευρήματα στο σημείο των ανασκαφών είναι της αρχαιολόγου Σταυρούλας Τζεβρένη.





