Άρθρα

“Η Ελληνικότητα το 2025: Παράδοση, Ταυτότητα και η Πρόκληση της Αυτογνωσίας” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Η ελληνικότητα, στην οικουμενική της διάσταση το 2025, μοιάζει να βρίσκεται σε μια παράδοξη κατάσταση: ενώ παραμένει σημείο αναφοράς για τον

παγκόσμιο πολιτισμό, αδυνατεί να παράξει νέα δυναμική που να συναρπάζει και να εμπνέει. Είναι σαν ένα παλιό, νοσταλγικό, αγαπημένο τραγούδι που όλοι αναγνωρίζουν, όλοι εχουν χιλιοακούσει όλοι εχουν θαυμάσει, σιγοτραγουδήσει και χορέψει στους ρυθμούς του αλλά λίγοι πια ακούνε με προσοχή. Κι αυτό διότι η ελληνικότητα πλέον συχνά λειτουργεί ως μουσειακό κατάλοιπο αντί ως ζωντανή πολιτισμική δύναμη. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η τέχνη, η πολιτική σκέψη και η κλασική πολτιστική κληρονομιά εξακολουθούν να διδάσκονται σε πανεπιστήμια και να επηρεάζουν διανοητικά ρεύματα, όμως σπάνια αποτελούν αφορμή για νέα δημιουργία. Η Ελλάδα προβάλλεται ως τουριστικός προορισμός, ένας τόπος μνημείων και ιστορίας, αλλά όχι ως κόμβος σύγχρονης σκέψης. Η ελληνικότητα γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, αλλά όχι ανανέωσης.

Επιπλέον, έχει εθιστεί σε έναν αμυντικό ρόλο: διεκδικεί τη μοναδικότητά της χωρίς να την εμπλουτίζει. Συχνά η εθνική αφήγηση επικεντρώνεται σε μια διαρκή αίσθηση αδικίας, είτε απέναντι στην Ευρώπη, είτε απέναντι στις παγκόσμιες δυνάμεις, αντί να αναρωτηθεί τι μπορεί να προσφέρει εκ νέου στον κόσμο. Αυτή η στάση αποδυναμώνει τη δημιουργική της πνοή, καθώς αναλώνεται σε άγονες μεμψιμοιρίες και παράπονα για τους κακούς ξένους που δε μας καταλαβαίνουν.

Ωστόσο, η ελληνικότητα δεν είναι καταδικασμένη στον λήθαργο. Αν πάψει να είναι αυτοαναφορική και στραφεί στην ενεργή συνδιαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου, μπορεί να ξαναβρεί τη θέση της ως δύναμη πολιτισμού, σκέψης και πράξης. Το μείζον είναι αν υπάρχει η βούληση να αφυπνιστεί.

Η ελληνικότητα, ως έννοια, υπήρξε ανέκαθεν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο φαινόμενο, ένα αμάλγαμα ιστορίας, πολιτισμού και συλλογικής αυτοεικόνας. Η έννοια της ελληνικότητας ήταν ανέκαθεν ρευστή, μια διαρκής διελκυστίνδα ανάμεσα στην ιστορική παρακαταθήκη και την κοινωνική πραγματικότητα. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι Έλληνες επαναπροσδιόριζαν την ταυτότητά τους μέσα από τις ιστορικές συγκυρίες, άλλοτε με δυναμικό τρόπο, άλλοτε με μια αίσθηση παθητικής αποδοχής. Σήμερα, το 2025, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: τι σημαίνει να είσαι Έλληνας;

Είναι η ελληνικότητα ένα σύνολο πολιτιστικών συμβόλων, μια κοινή ιστορική αφήγηση ή κάτι βαθύτερο, μια στάση απέναντι στον κόσμο και στην ίδια την ύπαρξη;

«Η ελληνικότητα του 2025 δεν μπορεί να είναι μια απλή αναπαραγωγή παραδοσιακών μοτίβων. Αν θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να γίνει ένα ενεργό πρόταγμα ζωής, μια ταυτότητα που θα αναζητά την ουσία και την αυθεντικότητα»

Το 2025, η ελληνικότητα δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε μονοσήμαντη. Βρίσκεται σε μια κατάσταση αμφιθυμίας, ανάμεσα στην υπερηφάνεια για το παρελθόν και την αμηχανία απέναντι στο παρόν και το μέλλον. Στη μετανεωτερική εποχή, όπου η παγκοσμιοποίηση διαλύει παραδοσιακές ταυτότητες και οι εθνικές αφηγήσεις αποδομούνται, η ελληνικότητα μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση. Η Ελλάδα του 2025 δεν είναι η χώρα της εθνικής αυτοπεποίθησης· είναι η χώρα της διαρκούς αμφιβολίας. Από τη μία, υπάρχει η επιθυμία να αντλήσουμε κύρος από το παρελθόν, από την άλλη, μια απουσία στρατηγικής για το μέλλον.   Ζούμε ανάμεσα στη μνημειακή Ελλάδα που προβάλλεται ως τουριστικό προϊόν και στη σύγχρονη Ελλάδα, που συχνά φαίνεται αμήχανη απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό. Η παγκοσμιοποίηση, η πολιτική κρίση, οι κοινωνικές αλλαγές και η τεχνολογική επανάσταση δημιουργούν ένα περιβάλλον ρευστότητας, όπου η εθνική ταυτότητα δεν μπορεί να παραμείνει στατική.

Η πολιτική κουλτούρα της χώρας αντανακλά αυτή την κρίση. Η ελληνική πολιτική σκηνή εξακολουθεί να στερείται ηγετών με όραμα προόδου και πειθώ. Οι πολιτικοί αν κάποτε ήταν φορείς εθνικού σχεδίου, πλέον είναι αναμφίβολα μόνο διαχειριστές καταστάσεων. Παρά την εκτεταμένη απαξίωση του πολιτικού προσωπικού, η κοινωνία δεν αντιδρά δυναμικά. Η αίσθηση της αναπόδραστης μοίρας έχει εδραιωθεί· η πολιτική φαντάζει σαν μια υπόθεση «των άλλων», όπου οι πολίτες συμμετέχουν παθητικά, αποδεχόμενοι έναν φαύλο κύκλο ανικανότητας και συμφεροντολογίας. Αυτό γεννά ένα βαθύτερο ερώτημα: η ελληνικότητα είναι μια ταυτότητα ενεργής συλλογικής συμμετοχής ή ένας μηχανισμός πολιτιστικής αναπαραγωγής χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στη δημόσια ζωή; Στον 19ο αιώνα, η ελληνικότητα ήταν επαναστατική· στον 21ο, μοιάζει να έχει γίνει αδρανής.

Η ελληνικότητα λοιπόν μοιάζει να έχει απολέσει τη δυναμική της. Η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται απογοητευμένη από το πολιτικό της προσωπικό, το οποίο αδυνατεί να πείσει ή να εμπνεύσει. Οι πολιτικοί δεν λειτουργούν ως φορείς οράματος, αλλά ως διαχειριστές μιας στασιμότητας, εγκλωβισμένοι σε μια ρητορική που ανακυκλώνει τις ίδιες υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα. Οι πολίτες, παρότι συχνά εκφράζουν δυσαρέσκεια, σπάνια προβαίνουν σε ουσιαστική αμφισβήτηση ή σε κινήσεις ανατροπής του κατεστημένου. Η ελληνικότητα, που άλλοτε είχε συνδεθεί με την επαναστατικότητα και την αναζήτηση της ελευθερίας, δείχνει σήμερα περισσότερο προσανατολισμένη σε μια στάση αναμονής και αδράνειας.

Στην κοινωνική σφαίρα, η ελληνικότητα παραμένει μια ταυτότητα που αντλεί από την παράδοση, αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Η Ελλάδα του 2025 είναι μια χώρα που καλείται να διαχειριστεί τη συνύπαρξη του εθνικού αφηγήματος με τις σύγχρονες προκλήσεις της πολυπολιτισμικότητας και της τεχνολογικής προόδου.

Η ελληνική γλώσσα, η ιστορία και η Ορθοδοξία εξακολουθούν να διαμορφώνουν ένα βασικό συνεκτικό πλαίσιο αναφοράς, αλλά η πραγματικότητα της μετανάστευσης, της κοινωνικής κινητικότητας και της διάχυσης ξένων πολιτισμικών στοιχείων διαμορφώνει νέες συνθήκες. Πολλοί Έλληνες νέας γενιάς δεν βιώνουν την ελληνικότητα με τους όρους των προηγούμενων γενεών. Για αυτούς, η ταυτότητα δεν ορίζεται αποκλειστικά από την εθνική κληρονομιά, αλλά από τις προσωπικές εμπειρίες, τις τεχνολογικές και πολιτισμικές επιρροές και την αλληλεπίδραση με τον υπόλοιπο κόσμο. Η ελληνική κοινωνία το 2025 ισορροπεί μεταξύ της παράδοσης και της ανάγκης προσαρμογής σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Η ιδέα της ελληνικότητας παραμένει συνυφασμένη με την ιστορία, τη γλώσσα και την Ορθοδοξία, αλλά αυτές οι σταθερές δεν αρκούν για να δώσουν απαντήσεις στις σύγχρονες προκλήσεις. Το ερώτημα του αν η Ελλάδα μπορεί να είναι ένας ανοιχτός, πολυπολιτισμικός χώρος παραμένει διχαστικό. Από τη μία, ο ελληνισμός έχει παράδοση κοσμοπολιτισμού και φιλοξενίας· από την άλλη, υπάρχει ένα ρεύμα φοβικότητας απέναντι στο διαφορετικό. Η νεότερη γενιά Ελλήνων βρίσκεται σε έναν ενδιάμεσο χώρο: συνδεδεμένη με την παγκόσμια κουλτούρα, αλλά ταυτόχρονα εγκλωβισμένη σε μια εθνική αφήγηση που δεν φαίνεται να την εμπνέει. Δεν είναι τυχαίο ότι η φυγή στο εξωτερικό συνεχίζεται· η ελληνικότητα βιώνεται συχνά πιο έντονα στη διασπορά παρά στην ίδια τη μητροπολιτική χώρα.

Η κρίση της ελληνικότητας δεν είναι μόνο πολιτική ή κοινωνική· είναι βαθιά φιλοσοφική. Ανέκαθεν, οι Έλληνες ορίζονταν από την αναζήτηση του νοήματος, από την ανάγκη να θέτουν ερωτήματα για την ύπαρξη, την ελευθερία, την ηθική. Η ελληνικότητα του 2025 φαίνεται να έχει χάσει αυτή την εσωτερική υπαρξιακή διάσταση. Έχει μετατραπεί περισσότερο σε ένα σύνολο εξωτερικών συμβόλων παρά σε ένα βιωματικό και στοχαστικό φαινόμενο. Το ερώτημα «τι σημαίνει να είσαι Έλληνας» αντιμετωπίζεται συχνά επιφανειακά, μέσα από στερεότυπα και αναφορές στο παρελθόν, αντί να γίνεται αντικείμενο μιας γνήσιας διαλεκτικής αναζήτησης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται ένα κρίσιμο ερώτημα: η ελληνικότητα είναι μια παθητική κληρονομιά ή μια ενεργή επιλογή; Αν είναι κάτι που απλώς μας δίνεται, τότε κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε ένα μουσειακό κατάλοιπο, μια νοσταλγική αφήγηση χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Αν, όμως, την προσεγγίσουμε ως μια ζωντανή διαδικασία, ως μια στάση ζωής που απαιτεί διαρκή αναστοχασμό και δράση, τότε μπορεί να αποκτήσει νέα δυναμική. Η ελληνικότητα δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε μνήμες, αλλά πρέπει να είναι μια δημιουργική πράξη, μια συνεχής αναδιαπραγμάτευση του εαυτού μας μέσα στον κόσμο.

Το 2025, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Μπορεί να συνεχίσει να βλέπει τον εαυτό της μέσα από το παρελθόν, υιοθετώντας μια αμυντική στάση απέναντι στις εξελίξεις, ή μπορεί να επινοήσει μια νέα ελληνικότητα, που δεν θα είναι φοβική ούτε εσωστρεφής, αλλά ανοιχτή, δυναμική και διαλεκτική. Μια ελληνικότητα οικουμενική που δε θα φοβάται να αναμετρηθεί και να συνδιαλλαγεί γόνιμα με το νέο και το διαφορετικό. Μια ελληνικότητα που δεν θα αναλώνεται σε μεγαλοστομίες, αλλά θα εκφράζεται μέσα από την ποιότητα της σκέψης, την αισθητική, την ηθική στάση και τη συλλογική υπευθυνότητα.

Η ελληνικότητα του 2025 δεν μπορεί να είναι μια απλή αναπαραγωγή παραδοσιακών μοτίβων. Αν θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να γίνει ένα ενεργό πρόταγμα ζωής, μια ταυτότητα που θα αναζητά την ουσία και την αυθεντικότητα. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, η μόνη σταθερά είναι η ικανότητα να επαναπροσδιορίζεις τον εαυτό σου. Και ίσως, η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα σήμερα δεν είναι να διατηρήσει την ελληνικότητά της ανέπαφη, αλλά να την κατανοήσει σε όλη της την πολυπλοκότητα και να τη μετατρέψει σε δύναμη δημιουργίας, αντίστασης και εξέλιξης, προσφέροντας μια πρόταση βίου στην οικουμένη.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ