Ψηφιακή ανάσταση νεκρών – Μια απόπειρα ανθρώπινης παρέμβασης μέσω τεχνητής νοημοσύνης στην αιωνιότητα και την αθανασία / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

«Προσδοκώ ανάσταση νεκρών»: Η ψηφιακή εκπλήρωση
Ουδείς χριστιανός θα μπορούσε να φανταστεί ότι, απαγγέλοντας από το «Πιστεύω» τη ρήση περί προσδοκίας για ανάσταση νεκρών, θα βρισκόταν στην αυγή της 2ης χιλιετίας μπροστά σε μια πρόκληση αναμέτρησης με την «αθανασία». Η τεχνητή νοημοσύνη, ως άλλος «Θεός» της σύγχρονης μεταεποχής, έρχεται να εκπληρώσει την προσδοκία της «ανάστασης» των νεκρών, όχι φυσικά κυριολεκτικά, αλλά σε επίπεδο ψηφιακής αναπαράστασης, δίνοντας ψηφιακή σάρκα και οστά στους αγαπημένους μας εκλιπόντες. Ιερόσυλη βλασφημία ή μορφή ανακούφισης εν αναμονή της αληθινής ανάστασης που ευαγγελίζεται η χριστιανική διδασκαλία;
Η «προσδοκία ανάστασης» που εκφράζεται στο «Πιστεύω» ενσωματώνει την ελπίδα για μια ζωή πέρα από τον θάνατο, μια ενέργεια που συνδέεται με την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τα όρια του θνητού σώματος. Ωστόσο, η ψηφιακή ανάσταση, με την τεχνολογική της εφαρμογή, θέτει υπό αμφισβήτηση το ίδιο το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και της αποδοχής του θανάτου, καθώς η τεχνολογία επιτρέπει την κατασκευή και αναπαραγωγή της ανθρώπινης ταυτότητας χωρίς πραγματική σύνδεση με το πνεύμα και τη συνείδηση του ατόμου. Η ηθική διάσταση αυτής της τάσης για «ψηφιακή ανάσταση» επισημαίνει τη σημασία της αποδοχής του θανάτου και της φύσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Η δυνατότητα να επαναφέρουμε ψηφιακά το πρόσωπο του αγαπημένου μας προσώπου μπορεί να προσφέρει μια πρόσκαιρη ανακούφιση, αλλά τίθεται το ζήτημα του κατά πόσο αυτό εξυπηρετεί ή, αντίθετα, καθυστερεί τη διαδικασία του πένθους και της αποδοχής του αναπόφευκτου του θανάτου και της θνησιγενούς φύσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να αναστήσει πραγματικά τους νεκρούς, αλλά αναδεικνύει τις αντιφάσεις και τις ηθικές προκλήσεις που γεννιούνται από την επιθυμία μας να διαμορφώσουμε έναν κόσμο όπου η θνητότητα παρακάμπτεται. Η πραγματική ανάσταση παραμένει ένα θεολογικό, υπαρξιακό και μεταφυσικό ζήτημα, ενώ η ψηφιακή ανάσταση των νεκρών είναι μια πρόκληση για την κατανόηση της σχέσης του ανθρώπου με τη ζωή, το θάνατο και τη μνήμη.
Όπως και να ‘χει, η ψηφιακή επικοινωνία με ψηφιακά προσομοιώματα νεκρών αποτελεί μία από τις πιο καινοτόμες και αμφιλεγόμενες εφαρμογές της τεχνολογίας στην εποχή μας, με την τεχνητή νοημοσύνη να καταλαμβάνει κεντρική θέση σε αυτή την εξέλιξη. Μια εξέλιξη ανατριχιαστικά μακάβρια για κάποιους και δελεαστικά ενδιαφέρουσα για άλλους.
Οι ψηφιακές αναπαραστάσεις αποθανόντων(deathbots ή griefbots ή avatars), οι οποίες μπορούν να αναδημιουργηθούν μέσω της χρήσης δεδομένων όπως βίντεο, ηχογραφήσεις ή φωτογραφίες, επιτρέπουν στους ζωντανούς να «αλληλεπιδρούν» με τα ψηφιακά προσομοιώματα των αγαπημένων τους προσώπων που έχουν πεθάνει. Αυτή η νέα μορφή πένθους ή αποφυγής του και μνήμης αλλά και τρόπον τινά παράτασης της ζωής διά της ψηφιακής ανάστασης ανοίγει έναν διάλογο γύρω από τη ηθική του ψηφιακού πένθους, της απώλεια και του θανάτου, θέτοντας σοβαρές προκλήσεις για την ανθρώπινη συνείδηση, την κοινωνία και την τεχνολογία.
Ένα από τα κύρια ηθικά ζητήματα που ανακύπτουν είναι το κατά πόσο η επικοινωνία με τα ψηφιακά προσομοιώματα αποθανόντων μπορεί να θεωρηθεί «πραγματική» ή αν πρόκειται για μία «ψεύτικη» και τεχνητή εμπειρία. Τα avatars, τα οποία δημιουργούνται από δεδομένα του αποθανόντος, ενδέχεται να αναπαράγουν τις εκφράσεις του προσώπου, τη φωνή ή τις αντιδράσεις του, όμως τα avatars αυτά δε διαθέτουν συνείδηση ή αυθεντική προσωπικότητα. Πρόκειται για υπολογιστικούς αλγόριθμους που αναπαράγουν την εικόνα και τη φωνή του αποθανόντος χωρίς να έχουν καμία πραγματική αντίληψη ή εμπειρία. Αυτό εγείρει ανησυχίες για την παραπλάνηση των ζωντανών, οι οποίοι ενδέχεται να αποπροσανατολιστούν και να πιστεύουν ότι επικοινωνούν με τον πραγματικό άνθρωπο. Η πραγματικότητα του θανάτου και της απώλειας μπορεί να «θαμπωθεί» από την ψευδαίσθηση μιας συνεχιζόμενης σχέσης, γεγονός που θολώνει τη διαδικασία του πένθους.
Αυτό το φαινόμενο δημιουργεί τον κίνδυνο της αποφυγής της αναγκαίας συναισθηματικής αποδοχής του θανάτου και της βίωσης του πένθους. Η επικοινωνία με ένα ψηφιακό avatar, παρά τη φαινομενική του αληθοφάνεια, δεν προσφέρει μια αυθεντική αλληλεπίδραση, καθώς η πραγματική εμπειρία του αποθανόντος είναι αδύνατη. Ο πενθών μπορεί να εξαρτηθεί από τη ψευδαίσθηση ότι συνεχίζει τη σχέση του με τον αποθανόντα, γεγονός που ενδέχεται να παρατείνει τον πόνο και να εμποδίσει την αποδοχή του θανάτου.
Ένα άλλο σημαντικό ηθικό ζήτημα που εγείρεται από τη χρήση ψηφιακών προσομοιωμάτων νεκρών είναι το ζήτημα της συναίνεσης του αποθανόντος για τη χρήση των προσωπικών του δεδομένων. Όταν δημιουργούνται ψηφιακά avatars από δεδομένα του αποθανόντος, όπως βίντεο, φωτογραφίες ή ηχογραφήσεις, τίθεται το ερώτημα εάν ο ίδιος είχε συμφωνήσει για τη χρήση αυτών των δεδομένων μετά τον θάνατό του. Η απουσία μιας σαφούς και εκ των προτέρων εκφρασμένης συναίνεσης δημιουργεί σοβαρές ηθικές ανησυχίες σχετικά με την εκμετάλλευση της εικόνας, της φωνής και των προσωπικών δεδομένων του αποθανόντος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η χρήση των προσωπικών δεδομένων του αποθανόντος χωρίς τη συγκατάθεσή του αποτελεί παραβίαση της προσωπικής του ιδιωτικότητας, αυτοδιάθεσης και αξιοπρέπειας.
Η ιδέα του «ψηφιακού αποθανόντος», δηλαδή της δημιουργίας ενός ψηφιακού αντιγράφου κάποιου που έχει πεθάνει, μπορεί να προκαλέσει ηθικές ανησυχίες σχετικά με το αν οι ζωντανοί δικαιούνται να εκμεταλλεύονται τα δεδομένα ενός προσώπου που δεν μπορεί πια να αποφασίσει για τη χρήση τους. Η δυνατότητα να επικοινωνούν οι ζωντανοί με ένα ψηφιακό προσομοίωμα του αποθανόντος μπορεί να έχει ψυχολογικές συνέπειες, καθώς ενδέχεται να εκμεταλλευτεί την ευάλωτη ψυχική κατάσταση των πενθούντων. Η αρχική επικοινωνία με το ψηφιακό avatar μπορεί να προσφέρει ανακούφιση, προσφέροντας μια αίσθηση συνέχειας της σχέσης με τον αποθανόντα. Ωστόσο, για πολλούς πενθούντες, αυτή η ανακούφιση μπορεί να μετατραπεί συν τω χρόνω σε συναισθηματική εξάρτηση. Ο πενθών μπορεί να αναπτύξει μια ψυχολογική σύνδεση με το avatar, το οποίο μπορεί να τον παγιδεύσει σε μια συνεχιζόμενη ψευδαίσθηση ότι ο εκλιπών είναι ακόμα ζωντανός. Αυτό το είδος «ψηφιακής αθανασίας» μπορεί να καθυστερήσει την κανονική διαδικασία του πένθους, η οποία απαιτεί την αποδοχή του θανάτου και την επεξεργασία της απώλειας. Η τεχνολογία, με την αναπαραγωγή των χαρακτηριστικών του αποθανόντος, μπορεί να παρατείνει τη συναισθηματική αναστάτωση και να δυσκολέψει τη συνειδητοποίηση της απώλειας, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε υπερβολική ψυχολογική εξάρτηση από το ψηφιακό προσομοίωμα.
Η ψηφιακή επικοινωνία με ψηφιακά προσομοιώματα νεκρών δημιουργεί νέες αντιφάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαχειρίζονται την απώλεια και το πένθος. Η επικοινωνία με το ψηφιακό avatar του αποθανόντος μπορεί να παρέχει προσωρινή ανακούφιση και να επιτρέπει στους πενθούντες να συνεχίσουν μια «σχέση» με το αγαπημένο τους πρόσωπο. Ωστόσο, αυτή η επικοινωνία μπορεί να εμποδίσει την αποδοχή της πραγματικότητας του θανάτου και να καθυστερήσει την αναγκαία διαδικασία πένθους. Το πένθος δεν αφορά μόνο την προσωπική θλίψη, αλλά και την κοινωνική αποδοχή του θανάτου. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική τελμάτωση, παραμορφώνοντας την αναγκαία διαδικασία αποδοχής και αποχαιρετισμού.
Η εμφάνιση των ψηφιακών προσομοιωμάτων των αποθανόντων επηρεάζει όχι μόνο τα άτομα αλλά και την κοινωνία στο σύνολό της. Η δυνατότητα να επικοινωνούν οι ζωντανοί με ψηφιακά avatars των αποθανόντων μπορεί να οδηγήσει σε έναν επαναπροσδιορισμό της αντίληψης για τον θάνατο, τη μνήμη και την απώλεια. Επιπλέον μπορεί να προκαλέσει μια πιο εμπορευματοποιημένη αντίληψη του θανάτου, καθώς η μνήμη των αποθανόντων μπορεί να μετατραπεί σε προϊόν που πωλείται στην αγορά της ψηφιακής τεχνολογίας. Οι τεχνολογικές εταιρείες που ασχολούνται με την ψηφιακή ανάσταση των νεκρών θα μπορούν να εκμεταλλεύονται οικονομικά τη συναισθηματική ευαλωτότητα και ψυχολογική εξάρτηση των συγγενών καθιστώντας την μια άκρως επικερδή βιομηχανία. Η τάση αυτή εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το αν η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί την ιδέα της ψηφιακής «αθανασίας», και αν αυτή η τεχνολογική εξέλιξη είναι ηθικά αποδεκτή.
Η σύνδεση του θανάτου με την τεχνολογία μπορεί να οδηγήσει σε μια ψυχρή, αφηρημένη αντίληψη για τον θάνατο, η οποία απομακρύνει τους ανθρώπους από τις παραδοσιακές αξίες και τελετουργίες που συνδέονται με τον θάνατο, το πένθος και τη μνήμη. Οι ψυχολογικές συνέπειες της ψηφιακής επικοινωνίας με τα προσομοιώματα των αποθανόντων μπορεί να είναι ποικίλες και να διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Για κάποιους, αυτή η επικοινωνία μπορεί να τους βοηθήσει να ολοκληρώσουν τη διαδικασία του πένθους και να διαχειριστούν την απώλεια με έναν τρόπο που τους παρέχει συναισθηματική ανακούφιση. Για άλλους, ωστόσο, η συνεχιζόμενη επικοινωνία με το ψηφιακό avatar μπορεί να εντείνει τον πόνο και να εμποδίσει την αναγκαία ψυχική ανάκαμψη, δημιουργώντας μία συναισθηματική εξάρτηση που τους κρατά νοσηρά προσκολλημένους στο παρελθόν. Η διαδικασία του αποχαιρετισμού και της αποδοχής του θανάτου είναι μια φυσική ανάγκη για τον άνθρωπο και απαραίτητη συνθήκη για να προχωρήσει στη ζωή του, και η παρατεταμένη επαφή με ψηφιακές αναπαραστάσεις των αποθανόντων μπορεί να καθυστερήσει αυτή τη διαδικασία. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι μια αίσθηση προσκόλλησης σε έναν κόσμο που δεν είναι πλέον πραγματικός, εμποδίζοντας την αληθινή συναισθηματική θεραπεία.
………………..