Φώτης Σιμόπουλος, “Κάπου στη Μακεδονία”, Πνοή 2021 – Μυθιστόρημα / γράφει ο Ηλίας Τσέχος

‘’ Αχ αυτός ο χρόνος, αυτό το τίποτα, αυτός ο αέρας που μας κυβερνά, που ζούμε μέσα του χωρίς να τον λογαριάζουμε και που όταν μας στέλνει τον λογαριασμό του, τα χάνουμε…’’, σελ. 443
‘’ Ένας κύκλος η ζωή κι εμείς μέσα της στροβιλιζόμαστε, πότε εδώ και πότε εκεί, αθύρματα στις απότομες ανηφοριές και κατηφοριές, στις κλειστές στροφές, στις αναπάντεχες αναταράξεις, στις απρόσμενες θύελλες, στις αβυσσαλέες χαράδρες. Πλέκεται η μοίρα μας στη δίνη της πολιτικής των μικρών και των μεγάλων, που σβήνει με μια μονοκονδυλιά έθνη ολόκληρα και τα ξεριζώνει απ΄ τη γη των προγόνων, οδηγώντας τα στο άγνωστο…’’ σελ. 81
‘’ Ανέβαιναν τα εφόδια στο βουνό με τα μουλάρια, έφταναν και στα μέρη των εβραίων που αγνάντευαν τον κάμπο και την πόλη με τη σκέψη τους στην αποκλεισμένη χάβρα. Πως θα μπορούσαν να δουν τη βία που είχε ξεσπάσει στα αρχοντικά της Μπαρμπούτας; Ποιος άνεμος θα μπορούσε να μεταφέρει στ΄ αφτιά τους τις κραυγές και τις οιμωγές των δικών τους, απ΄ τα αλύπητα χτυπήματα του υποκόπανου των ξανθών ανθρωποειδών; ‘’ σελ. 331
‘’Τίποτα δεν λογαριάζουν τα νιάτα, τίποτα δεν μπορεί να ξεστρατίσει τα θέλω τους, τραβούν μπροστά σ΄ αυτό το άγνωστο που τους ορίζει η μοίρα, σ΄ αυτό το υπέροχο άγνωστο που γεμίζει την ψυχή τους. Δεκάρα δεν δίνουν για προκαταλήψεις και συμβάσεις…’’ σελ. 207
‘’ Τι ήταν αυτό, να γκρεμίζονται τόσο γρήγορα τα παλιά αρχοντικά; Ευτυχώς υπήρχαν και κάποιοι λιγοστοί φωτογράφοι που είχαν προλάβει να αποθανατίσουν τα σπίτια, την παλιά αγορά, και τις γέφυρες του ποταμιού. Η Βέροια στέναζε…’’
Είναι ο χρόνος που γράφει το βιβλίο τής ζωής του καθενός μας, το οποίο όσο και να διαβάζεται, όσο και να ανατρέχουμε στις σκονισμένες σελίδες του, πάντα αυτό κρατά κρυφές και μυστικές παραγράφους που μας ξαφνιάζουν και μας τρελαίνουν, που φέρνουν τα πάνω κάτω στην καθημερινότητά μας. πρώτες 100 σελίδες του βιβλίου
” Πιο πολύ με Επιτάφιο έμοιαζε η Ανάσταση εκείνη τη χρονιά του 1943… ” σελ. 263
” Την πατρίδα μ΄ έχασα, έκλαψα και πόνεσα ” σελ. 83
” Κρεμασμένοι απ΄ τα τσιγκέλια του χρόνου μπήκε βιαστικά ο χειμώνας, κόβοντας γρήγορα τις ελπίδες για ένα φθινοπωριάτικο καλοκαίρι. Η ιστορική πόλη βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στα τερτίπια των ανέμων, η βροχή έπεφτε αργά, βασανιστικά, ασταμάτητα… Στις παράγκες οι πρόσφυγες δεν ήξεραν πως να εμποδίσουν τον αέρα και τον κρύο δυνάστη. Έψαχναν όλοι για ξύλα, έκοβαν στα κρυφά καλλωπιστικά δέντρα τις νύχτες, αδιαφορώντας για την απαγόρευση, άλλοι τραβούσαν για το Βέρμιο να φέρουν κούτσουρα, να ανάψουν τα τζάκια, να γίνει θράκα, να ζεσταθούν. Επέστρεφαν κατάκοποι κι αναμαλλιασμένοι και έπεφταν στα ντιβάνια να ξαποστάσουν ” σελ. 289
” Τι αδιάβαστο βιβλίο είναι αυτή η ζωή και πως μας τα φέρνει τόσο απρόσμενα και τόσο ξαφνικά! Ποιο αόρατο χέρι κουνά τα νήματα της δικής μας ζωής κι εμείς τραμπαλιζόμαστε από δω κι από κει σαν μαριονέτες; ” Σελ. 375
” Πόσο μπορεί να προσέξει ο άνθρωπος – ακόμη κι αν αντιστέκεται στα ντουζένια του – όταν άλλες δυνάμεις, αυτές της φύσης και πιο πολύ τω ανθρώπων, έχουν συμφωνήσει μυστικά για το κακό; Πως αποφεύγει τις κακοτοπιές και τα δόκανα που στήνουν οι άλλοι; Πως αντιμετωπίζεται τούτη η μύχια δύναμη αυτοκαταστροφής που βρίσκεται κρυμμένη στα κιτάπια της ψυχής και περιμένει υπομονετικά να ξεδιπλωθεί και να σκορπίσει τα πάντα; ” σελ. 409
…Χαριτολογώντας , σας έχω διαβάσει όλο το βιβλίο τού Φώτη Σιμόπουλου ‘’ Κάπου στην Κεντρική Μακεδονία’’, των 495 σελίδων, με 26 κεφάλαια και 10 δροσερές πηγές κατονομασμένες, άντλησης ή διασταυρώνοντας στοιχεία, πληροφορίες, ευχαριστώντας τις πηγές, κυρία Αναστασία Καρατζόγλου, κυρίους Μαρμαρά Μιχάλη, Πολυχρονιάδη Θεόδωρο, Βέρρο Αντώνη.
Χαρακτηριστικά στοιχεία που διασχίζουν και οραματίζουν το βιβλίο, το θεμελιώνουν κι αναπνέει νόστιμα, δαιδαλώδη, ευαίσθητα, εμπνευσμένα, αγαπησιάρικα, όλα δεξιοτήτων αναφωνήματα, που με οδήγησαν γερά στο τιμόνι, διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα κάθε σελίδας, που αγάπησα. Ας αναφερθούμε σ΄ αυτά, αφού επισημάνθηκαν, αφού πολέμησαν, τραγούδησαν, ερωτεύτηκαν καμπίσια και βουνίσια, αληθινά, θέλοντας και μη, μαζί μου:
α) Λέξεις, λέξεις, λέξεις… Λεξιλόγιο ιστορικών χρόνων του βιβλίου, από το 1912 έως το 1964, χρωματίζοντας και κινηματογραφώντας εποχές εκείνων των καιρών, στο σύνολο 129 παλαιές λέξεις ντοπιολαλιάς, που εύστοχα στο τέλος κάθε σελίδας δίνεται η ερμηνεία τους στη νεοελληνική γλώσσα.
Μπουντουβάγιες = Αυλάκια με μη πόσιμο νερό από αυλή σε αυλή, Κασκαρίκες = Φάρσες, Μπιστικός = Μισθωτός τσοπάνος, Μουστερήδες = Υποψήφιοι, Αντράλα = Ζάλη, Ξαστοχησμένος = Χαμένος, εκτός πραγματικότητας, Κυρατζής = Καβαλάρης που μεταφέρει αγαθά, Οι Γλαβανές = Τα σιδερένια ρολά, Αστόησες= Ξέχασες, λησμόνησες, Κεσάτια = Αναδουλειές Πεσκήρια = Πετσέτες, Φτιάκα = Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά, Ταρατατζούμ = Τυμπανοκρουσίες, Ντασματζίδικο = Υφασματοπωλείο, Δεν είναι για λείσιμο = Δεν είναι να λέγεται, Πατλάτισε = Δεν αντέχει άλλο και άλλες κι άλλες, 129 σύνολο στις αφηγήσεις!!!
β) Μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας πως το 30% των γεγονότων είναι πραγματικότητα και το 70% μυθοπλασία, που αν το δήλωνε και γραπτά, υποψιάζομαι πως δεν θα άλλαζαν οι γνώμες αναγνωστών σε προσλήψεις ύφους, περιεχόμενου, θεμάτων, διαφοροποιώντας κάτι ή ακυρώνοντας κάτι στο βιβλίο.
γ) Στο βιβλίο έχουμε, πάνω κάτω, δύο δεκάδες αναφορές στο όρος Βέρμιο, τρεις με τέσσερις ματιές στη Νάουσα, υποδεικνύοντας το γεωγραφικό δέσιμο των ηρώων με την Ημαθία, όπου όλα εξελίσσονται.
δ) Δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές, συμπρωταγωνιστές υπάρχουν! Εικοσάδες ονομάτων, δεκάδες ονοματεπώνυμα περνούν ξαναπερνούν στις σελίδες του βιβλίου, που δυσκολεύουν, διακριτικά θα έλεγα, τους αναγνώστες στη μνήμη.
ε) Σε ένα σημείο του βιβλίου υποκρύπτεται, ηθελημένα, άθελα ή ο δαίμων του τυπογραφείου, δεν αλλάζει η ιστορία έτσι κι αλλιώς, θα κυνηγάει πάντα τις αμαρτίες μας – στην απελευθέρωση της Βέροιας από τους Γερμανούς, με κατακόκκινες σημαίες και πανό να γεμίζουν πλατείες, δρόμοι, σοκάκια, να κατακλύζεται η πόλη και να αποσιωπάτε το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, να μην αναγράφεται, να μην αναφέρεται!
στ) Παρά την ανδρική κυριαρχία στα κεφάλαια του βιβλίου, γυναικεία ονόματα νυχθημερόν μπαινοβγαίνουν στις σελίδες και τις παραγράφους, έρχονται και πάνε σαν αγέρα που περνά και δεν τον πιάνεις.
ζ. Τέσσερα χρόνια πήρε να γραφτεί ” Κάπου στην Κεντρική Μακεδονία ” από τον συγγραφέα, μου το εκμυστηρεύθηκε, τέσσερις μέρες πήρε να το διαβάσω, τέσσερις φορές το ξαναδιάβασα, τέσσερες φορές το νυμφεύθηκα!!!
“Κάπου στην Κεντρική Μακεδονία” του Φώτη Σιμόπουλου, αξιαγάπητο βιβλίο, γραφή γλαφυρότητας, ασύλληπτης ζωγραφικής απεικόνιση, σπουδαίας μουσικής αποκάλυψη, τρανταχτή ικανότητα, βαθύς θησαυρός αρχείου συναισθημάτων, ένα εργαλείο γλώσσας και ύφους πανελλαδικά εορταστικός ωφέλιμα λόγος ανάγνωσης, εμπλουτισμένος φιλοσοφιών, μύθων, ροής υπάκουης κανόνων, σε ένα εξαιρετικό εργοτάξιο του συγγραφέα, ένα βιβλίο αξιών να διαβαστεί ως γλωσσική επάρκεια και ποίηση, όπως η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη, η ενθρονισμένη στο στοχασμό, στην ιστορία, στο ερωτικό ζητούμενο χρόνου μηδέν, απελευθερωτικά!