Η Τέχνη και τα Όριά της: Ηθική Ευθύνη, Προκλητικότητα, Προσβολή, Λογοκρισία και Βία με Αφορμή τη «Σαγήνη του Αλλόκοτου» / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

// Η τέχνη είναι καθρέφτης του συλλογικού μας προσώπου, αλλά και χώρος όπου δοκιμάζονται τα όρια της ελευθερίας και της ηθικής ευθύνης //
Η τέχνη ανέκαθεν συνάρπαζε ή ενοχλούσε. Σε διάζευξη ή συχνότερα σύζευξη. Βαδίζει στις παρυφές της αισθητικής ελευθερίας και του κοινωνικού πλαισίου, ταλαντευόμενη ανάμεσα στο κάλεσμα του αλλόκοτου και την ανάγκη για ηθική και κοινωνική συνοχή.
Με αφορμή την πρόσφατη έκθεση «Η Σαγήνη του Αλλόκοτου» στην Εθνική Πινακοθήκη και την πράξη βανδαλισμού που πυροδότησε, αναφύονται με ένταση τα ερωτήματα: Έχει η τέχνη όρια και ποιος είναι υπεύθυνος για τη χάραξή τους; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η ευθύνη του καλλιτέχνη; Υφίσταται ηθικό χρέος της Πινακοθήκης ως φιλοξενούντα φορέα και επιμελητή; Και ποιο είναι το όριο ανάμεσα στη θεμιτή πρόκληση και το σοκάρισμα του κοινού και στην προσβολή του λαϊκού αισθήματος και τη διασάλευση της κοινωνικής συνοχής;
Η ιστορία αυτή φέρνει στο προσκήνιο ένα τρίπτυχο ευθύνης: του καλλιτέχνη, του πολιτιστικού θεσμού και της κοινωνίας ως θεατή και κριτή. Όλοι διατηρούν δικαιώματα, όλοι όμως φέρουν ευθύνες. Το δίπολο υποχρέωσης ήτοι ευθύνης και δικαιώματος είναι σύμφυτο με τη δημοκρατία.
Η Ευθύνη του Καλλιτέχνη: Μεταξύ Ελευθερίας και Ενσυναίσθησης
Ο καλλιτέχνης παραδοσιακά και ορθώς απολαμβάνει μια ιδιαίτερη ασυλία που του επιτρέπει απερίσπαστα και άφοβα να δημιουργεί. Θα συμφωνήσουμε όλοι ότι το αντίθετο θα συνιστούσε προλογοκρισία καταστροφική του καλλιτεχνικού δημιουργικού οίστρου και της έκφρασής του. Η δημιουργική του πράξη θεωρείται πεδίο ανεξαρτησίας, χώρος όπου οι κανόνες ανατρέπονται, οι βεβαιότητες αμφισβητούνται, το κατεστημένο προκαλείται. Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά της τέχνης στην κοινωνία: να αφυπνίζει, να ξεβολεύει.
Ωστόσο, η πρόκληση για την πρόκληση -πέραν του ότι στερείται νοήματος και κοινωνικής χρησιμότητας- δεν είναι απαλλαγμένη ευθύνης. Όταν ο καλλιτέχνης επιλέγει να χρησιμοποιήσει σύμβολα βαθιά ριζωμένα στον ψυχισμό ενός λαού —όπως τα θρησκευτικά σύμβολα— γνωρίζει ότι δεν αγγίζει απλώς ιδέες, αλλά αγγίζει βιώματα, ταυτότητες, υπαρξιακές πεποιθήσεις, συναισθηματικές προσδέσεις. Αν η πρόκληση οδηγεί στην ενσυναίσθηση, αν ανοίγει έναν στοχαστικό γόνιμο διάλογο, τότε επιτελεί κοινωνικό έργο. Αν, όμως, εξαντλείται σε ένα ειρωνικό παιχνίδι εις βάρος του «άλλου», αν αδιαφορεί πλήρως για τον αντίκτυπο ή ακόμη χειρότερα επιδιώκει την κοινωνική διασάλευση, τότε δεν είναι απλώς ελεύθερη έκφραση — είναι κυρίως ανεύθυνη πράξη. Και η ελευθερία ενέχει ευθύνη, αλλιώς αυτοαναιρείται.
Η τέχνη, ακόμη και όταν αμφισβητεί, οφείλει να μην αποκόπτεται από τον ηθικό της ορίζοντα. Τέχνη χωρίς ελευθερία δεν υφίσταται. Ελευθερία χωρίς ηθική ευθύνη επίσης. Άρα η τέχνη δεν μπορεί παρά να φέρει ηθική ευθύνη κι αυτό είναι μια θεμελιώδης πτυχή της που την κάνει σημαντική στον ανθρώπινο πολιτισμό καθώς διαπαιδαγωγεί τον Άνθρωπο και του ανοίγει τους ορίζοντες σκέψης και θέασης του κόσμου. Ο Κant, στην «Κριτική της Κριτικής Δύναμης», αντιλαμβάνεται την τέχνη ως πεδίο «ανιδιοτελούς ευχαρίστησης», αποδεσμευμένο από ηθικές σκοπιμότητες.
Ωστόσο, ήδη από τον 20ό αιώνα, φιλοσοφικές προσεγγίσεις όπως του Arthur Danto και της Martha Nussbaum αναδεικνύουν ότι η τέχνη δεν είναι ηθικά ουδέτερη. Η τέχνη συμμετέχει στο κοινωνικό νόημα και εγγράφεται σε πολιτισμικά και ηθικά συμφραζόμενα. Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, έχει μεν το αναφαίρετο δικαίωμα της πρόκλησης, ακόμα και προσβολής, εφόσον αυτή υπηρετεί σκοπό στοχαστικό, κριτικό ή ανατρεπτικό και κοινωνικά ωφέλιμο. Ωστόσο, φέρει ευθύνη να αναλογιστεί κατά πόσο η πρόκληση γίνεται αυτοσκοπός και αντί διαλόγου ανοίγει χώρο για διχασμό, τραυματίζοντας αξίες θεμελιώδεις για την θρησκευτική κοινότητα. Η ενσυναίσθηση του καλλιτέχνη —όχι ως αυτολογοκρισία, αλλά ως ηθική αυτογνωσία— είναι το μέτρο.
Ο φιλόσοφος Paul Ricoeur είχε μιλήσει για την «πολυσημία των συμβόλων». Τα θρησκευτικά σύμβολα δεν είναι ουδέτερα — φέρουν βαρύτητα υπαρξιακή για όσους τα βιώνουν ως πυλώνες ταυτότητας. Η χρήση τους σε καλλιτεχνικό πλαίσιο, ειδικά με προσβλητικό ή αποδομητικό τρόπο, ανήκει στο δικαίωμα του καλλιτέχνη. Όμως η αναπαραστατική ευθύνη απαιτεί να γνωρίζει ότι θίγει κάτι ιερό. Είναι άλλο πράγμα η ειρωνεία ως εργαλείο κριτικής κι άλλο η ωμή περιφρόνηση που μπορεί να ακυρώσει τη δυνατότητα διαλόγου. Ο καλλιτέχνης, χρησιμοποιώντας θρησκευτικά σύμβολα με μεταμοντέρνο, ίσως κυνικό τρόπο, εγείρει ακριβώς αυτή τη συζήτηση. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να τον απαλλάξουμε από την ευθύνη της πρόθεσης: Ήθελε να ανοίξει δημιουργικό στοχαστικό διάλογο ή απλώς να προσβάλει; Σε αυτό οφείλει να απαντήσει ο ίδιος ειλικρινώς.
Η Ευθύνη του Θεσμού: Η Ελευθερία δεν είναι Ασυδοσία
Η Πινακοθήκη, ως δημόσιος φορέας πολιτισμού, φέρει ένα διπλό βάρος. Από τη μία, οφείλει να διασφαλίζει το δικαίωμα του καλλιτέχνη να εκφράζεται ελεύθερα και να μη λειτουργεί ως όργανο λογοκρισίας. Από την άλλη, όμως, διατηρεί μια εξίσου σημαντική αποστολή: να προστατεύει το κοινό από την καλλιτεχνική ιδεοληπτική αυθαιρεσία, να διαφυλάσσει τη συνοχή του δημόσιου διαλόγου και να φροντίζει για την καλλιτεχνική-αισθητική-πολιτισμική ανύψωση του κοινού. Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Πινακοθήκης να επιλέξει έργα που αναπαριστούν θρησκευτικά σύμβολα -αδιάφορο αν διαλέγονται με έργα του Γκόγια- με τρόπο που εύκολα παρερμηνεύεται ως προσβλητικός, χωρίς να προνοήσει για το κοινωνικό πλαίσιο και την αντίδραση που δύναται να προκαλέσει, εκθέτει τον θεσμό. Ο πολιτιστικός φορέας δεν είναι ένας απλός ουδέτερος διαμεσολαβητής· έχει την ευθύνη να επιμελείται όχι μόνο την αισθητική, αλλά και την ηθική και κοινωνική απεύθυνση του έργου. Η επίκληση της καλλιτεχνικής ελευθερίας δεν αρκεί ως άλλοθι.
Η ευθύνη του θεσμού έγκειται ακριβώς στη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης και την κοινωνική ευαισθησία και τον σεβασμό στο λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα. Στη ζυγαριά αυτή βαραίνει η διατήρηση της ευτυχίας των πολλών κατά Bentham και Μill, άρα η έκθεση των έργων ήταν μάλλον, αν μη τι άλλο, μια άστοχη επιλογή της διοίκησης της Πινακοθήκης. Η Εθνική Πινακοθήκη, ως δημόσιος θεσμός, δεν είναι ιδιωτικό πεδίο πειραματισμού. Εξ ορισμού, φέρει τη διπλή ευθύνη: να προστατεύει την ελευθερία της τέχνης και ταυτόχρονα να διασφαλίζει ότι η τέχνη που εκθέτει λειτουργεί ως χώρος δημόσιου διαλόγου κι όχι ως πεδίο διάσπασης του κοινωνικού ιστού.
Στην περίπτωση της «Σαγήνης του Αλλόκοτου», το ΔΣ της Πινακοθήκης επέλεξε να παρουσιάσει έργα με έντονο θρησκευτικό συμβολισμό, γνωρίζοντας το ιδιαίτερα ευαίσθητο θρησκευτικό αίσθημα της ελληνικής κοινωνίας. Ανακύπτει το εύλογο ερώτημα αν εξέτασε επαρκώς τον παιδευτικό χαρακτήρα του έργου ή λειτούργησε απλώς ως μηχανισμός πρόκλησης στο όνομα μιας άκριτης ελευθερίας; Θα ήταν ιδιαίτερα λυπηρό και επικίνδυνο να της αποδώσουμε δόλο και σκοπιμότητα. Εδώ μπορεί να εφαρμοστεί η θεωρία του Jürgen Habermas περί δημόσιας σφαίρας: Ο θεσμός οφείλει να εγγυάται ότι τα μηνύματα που εκθέτει είναι διαυγή, επιτρέπουν τον διάλογο, δεν υπονομεύουν τον ίδιο τον πολιτισμικό διάλογο μέσω αδιαφάνειας ή απλώς σκανδάλου. Το να υποστηρίζεις την ελευθερία της τέχνης δεν σημαίνει να εκθέτεις άκριτα οποιοδήποτε έργο, αδιαφορώντας για το κοινωνικό κόστος.
Η Κοινωνία: Από τη Δυσαρέσκεια στη Βία
Η κοινωνία έχει απόλυτο δικαίωμα να ενοχλείται. Το θρησκευτικό αίσθημα, για πολλούς ανθρώπους, δεν είναι ιδεολογική τοποθέτηση, αλλά συστατικό στοιχείο της υπαρξιακής ταυτότητάς τους, βιωματική πτυχή της καθημερινότητας τους. Όταν η τέχνη φαίνεται να περιφρονεί, αντί να συνομιλεί, με αυτό το αίσθημα, η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι αναμενόμενη. Η κοινωνία έχει απόλυτο δικαίωμα να κρίνει, να διαφωνεί, να εκφράζει δυσαρέσκεια απέναντι σε έργα που αντιλαμβάνεται ως προσβολή της θρησκευτικής ή πολιτιστικής της ταυτότητας. Αυτή η κριτική είναι βασικό στοιχείο της δημοκρατίας.
Ωστόσο, όταν η αντίδραση εκφυλίζεται σε βία, όπως ο βανδαλισμός των έργων από βουλευτή και συνεργό του, τότε το φαινόμενο εισέρχεται στο επικίνδυνο φάσμα του σκοταδισμού που πλήττει κατάφωρα τη δημοκρατία. Ο Mill έθετε το κλασικό όριο: η ελευθερία της έκφρασης τερματίζεται εκεί όπου αρχίζει η βλάβη του άλλου. Η επίθεση σε έργο τέχνης, όσο προκλητικό κι αν είναι, συνιστά βλάβη της ίδιας της δημόσιας σφαίρας και της πολιτιστικής ελευθερίας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι τμήματα θεσμών (όπως η Ιερά Σύνοδος) έσπευσαν να απονομιμοποιήσουν το έργο, δίνοντας, εμμέσως, άλλοθι στη βίαιη πράξη. Η αντίδραση της κοινωνίας, ή συγκεκριμένων εκπροσώπων της, όπως ο εν λόγω βουλευτής, δεν μπορεί να μετατρέπεται σε απόπειρα φίμωσης.
Η πράξη βανδαλισμού των έργων δεν αποτελεί απλώς άρνηση και απόρριψη του έργου αλλά άρνηση του ίδιου του διαλόγου. Η βία, όσο κι αν ντύνεται με τον μανδύα της ηθικής προσβολής, αναιρεί το δικαίωμα της διαφωνίας, διαστρέφοντας τον πολιτισμένο διάλογο σε πράξη αυταρχικής επιβολής. Σε μια ώριμη δημοκρατική κοινωνία, η προσβολή απαντάται με λεκτικά επιχειρήματα κι όχι με καταστροφή. Η κοινωνία οφείλει να αντιδρά με κριτικό λόγο και κινήσεις ειρηνικής διαμαρτυρίας κι όχι με πράξεις βίας όπως είναι η βανδαλιστική αποκαθήλωση των έργων. Εκεί ακριβώς είναι που η κοινωνία, δια του βουλευτή της, χάνει το δίκιο της.
Η Τέχνη ως Καθρέφτης και Οριακό Σημείο
Η περίπτωση της «Σαγήνης του Αλλόκοτου» μάς υποχρεώνει να αναμετρηθούμε με τον πυρήνα της σχέσης μας με την τέχνη. Η τέχνη είναι καθρέφτης του συλλογικού μας προσώπου, αλλά και χώρος όπου δοκιμάζονται τα όρια της ελευθερίας και της ηθικής ευθύνης. Όλοι οι εμπλεκόμενοι —καλλιτέχνης, θεσμός, κοινωνία— φέρουν μερίδιο ευθύνης. Η τέχνη δεν μπορεί να είναι ανεύθυνη· ο θεσμός δεν μπορεί να είναι αδιάφορος· η κοινωνία δεν μπορεί να είναι βίαιη. Σε μια δημοκρατική πολιτεία, η ισορροπία αυτή είναι επισφαλής, αλλά απολύτως αναγκαία. Αν εγκαταλείψουμε την ενσυναίσθηση και τον σεβασμό, κινδυνεύουμε να υποβιβάσουμε την τέχνη σε εργαλείο πρόκλησης για την πρόκληση και την κοινωνία σε όχλο έτοιμο να λογοκρίνει λιθοβολώντας τους καλλιτέχνες και καίγοντας το έργο τους, αναβιώνοντας εφιαλτικές εποχές που βύθισαν στο σκοτάδι τον πολιτισμό μας. Το πραγματικό τίμημα της ελευθερίας είναι η ευθύνη. Χωρίς αυτήν η Τέχνη χάνει το νόημά της και η κοινωνία διαλύεται στο χάος της ασυνεννοησίας.
Η πραγματική σαγήνη του αλλόκοτου δεν είναι το έργο· είναι η ικανότητά μας να διαχειριζόμαστε το ξένο, το ανοίκειο, το ενοχλητικό, το προσβλητικό, το προκλητικό, χωρίς να θυσιάζουμε τις αξίες που υποτίθεται πως υπερασπιζόμαστε. Η ικανότητά μας να αντέχουμε την πρόκληση και να την αντιμετωπίζουμε πολιτισμένα και διαλογικά χωρίς να καταφεύγουμε στην ωμότητα της βίας. Ώσπου να φτάσουμε εκεί…ο δρόμος μακρύς με μια …σαγήνη αλλόκοτου.
……………………
εικόνα 1: Σαλβαδόρ Νταλί “Ο Άγιος Αντώνιος και ο πειρασμός”
εικόνα 2: Χριστόφορος Κατσαδιώτης “Ο Άγιος Χριστόφορος”
εικόνα 3: Μαουρίτσιο Κατελάν «Ενατη Ωρα». Κέρινο ομοίωμα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ να χαροπαλεύει χτυπημένος από έναν μετεωρίτη
εικόνα 4: Χριστόφορος Κατσαδιώτης “Ο Άγιος Γεώργιος”
………………………