Αργυρώ Χιώτη. Η σκηνοθέτιδα της παράστασης “Κνοκ” του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας μιλά για το έργο και το δικό της θεατρικό σύμπαν / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε οι άνθρωποι αποζητούν το θέατρο, το έχουν ανάγκη. Ίσως ακριβώς επειδή στο θέατρο γίνεται μια στροφή στον άνθρωπο, στα βάθη του, στην ύπαρξη του. (Αργυρώ Χιώτη)
Δεν είναι γνωστή στο πλατύ επαρχιακό κοινό, αλλά στην Αθήνα η Αργυρώ Χιώτη είναι και γνωστή και καταξιωμένη εδώ και χρόνια.
Με σπουδές θεατρικές στην Ελλάδα και τη Γαλλία, κινείται ανάμεσα στις δύο χώρες διευρύνοντας τους καλλιτεχνικούς της ορίζοντες και καταθέτοντας τη δική της ματιά στο Θέατρο.
Με διακρίσεις και βραβεύσεις να την ακολουθούν, έχει ανεβάσει πλήθος παραστάσεων που συζητήθηκαν. Στη Βέροια, στο ΔΗΠΕΘΕ της πόλης, ανέλαβε τη σκηνοθεσία του έργου του Jules Romains «ΚΝΟΚ ή ο θρίαμβος της Ιατρικής», μια διαχρονική σάτιρα που αγγίζει το πρόβλημα της χειραγώγησης με ιδιαίτερο τρόπο. Ιδιαίτερη είναι και η ματιά της σκηνοθέτιδας, που του δίνει ζωή και το αντιμετωπίζει με τον καθαρά δικό της τρόπο.
Στο Φουαγιέ της Αντωνιάδειας Σέγης Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, όπου το ερχόμενο Σάββατο το “Κνοκ” έχει πρεμιέρα, η συνάντηση εξελίχθηκε σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, που αποτελεί κι ένα μικρό πορτρέτο της Αργυρώς Χιώτη, ικανό να προσανατολίσει τον αναγνώστη και ως προς την καλλιτεχνική σκευή της σκηνοθέτιδας, αλλά και ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει το έργο που ανεβάζει το ΔΗΠΕΘΕ.
Μια παράσταση, που μετά τον καθορισμένο αριθμό παραστάσεων στην πόλη, θα κατέβει στην Αθήνα, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Τα σχετικά συμπεράσματα μόνο ευοίωνα μπορεί να είναι!
……………………
Κινείστε ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Υποκριτική στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Θεατρικού Οργανισμού Μορφές – Θέατρο Εμπρός (2000) και στη συνέχεια κάτοχος πτυχίου Θεατρικών Σπουδών και μεταπτυχιακού τίτλου (Master 2) πάνω στη σκηνοθεσία και τη δραματουργία από το Πανεπιστήμιο της Provence στη Γαλλία (2006). Διδάσκετε υποκριτική και σκηνοθεσία σε δραματικές σχολές και μέσω σεμιναρίων. Πόσο αυτό το δίπολο, Ελλάδα – Γαλλία, σας καθόρισε καλλιτεχνικά;
Σε τεράστιο βαθμό θα έλεγα. Λειτούργησε από πάντα και συνεχίζει να λειτουργεί ανανεωτικά για την σκέψη μου, διευρύνει την αντίληψη μου σε σχέση με το πώς ζούμε, πώς διαμορφώνονται τα πράγματα κοινωνικά, αλλά και καλλιτεχνικά, σε σχέση με τις ανάγκες, την πρακτικότητα, αλλά και τα όρια της εκφραστικότητας μέσω του θεάτρου. Το δίπολο αυτό με βοηθά να επαναπροσδιορίζω τη σχέση μου με το θέατρο και να παίρνω τις αναγκαίες αποστάσεις που με βοηθούν να βλέπω τα πράγματα πιο καθαρά.
Συνιδρύτρια της θεατρικής ομάδας VASISTAS όχι απλά φέρατε κάτι καινούριο στα θεατρικά πράγματα, αλλά η ομάδα VASISTAS έλαβε για την παράσταση “Spectacle” (παραγωγή Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου 2011) την Τιμητική Διάκριση Νέων Δημιουργών το 2011 από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Χορού. Δυο χρόνια μετά, το 2013, εσείς προσωπικά τιμηθήκατε με το βραβείο «Ελευθερία Σαπουντζή» για το σκηνοθετικό και καλλιτεχνικό σας έργο. Σε τι καινούριο ανταποκρίνονται αυτές οι διακρίσεις;
Δεν θα έλεγα ότι ανταποκρίνονται σε κάτι καινούριο, ούτε και ποτέ ήταν ζητούμενό μου αυτό. Ίσως έχει να κάνει με κάτι στη δουλειά μου που θα ονόμαζα ιδιαίτερο, με την έννοια μιας προσωπικής ματιάς και μιας προσπάθειας για αρτιότητα στην εκτέλεση, και στη συνολική δημιουργία κάθε παράστασης. Η προσωπική σκηνική γλώσσα που αναζητούσαμε πάντα με την ομάδα, -μέλος της οποίας σχεδόν από την αρχή είναι και ο Ευθύμης Θέου, ηθοποιός και δραματουργός, ο Κνοκ της παράστασής μας- διαμορφώθηκε ακριβώς μέσα από μια ελευθερία στα σκηνικά μέσα που χρησιμοποιούσαμε – κειμενικά, κινησιολογικά, μουσικά, εικαστικά…–, αλλά και μέσα από επίμονη δουλειά πάνω σε κάθε λεπτομέρεια.

Γράφτηκε πως κινείστε σκηνοθετικά σ’ έναν χώρο, όπου η ποίηση συνυπάρχει με έντονη χορικότητα και σωματικότητα, δημιουργώντας συχνά μουσικές χορογραφίες σε παρόντα χρόνο, με θέμα τον άνθρωπο και τον τρόπο που υπάρχει μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Επομένως χαράζετε μια καινούρια σκηνοθετική γραμμή, που αυτοί οι τρεις άξονές την καθορίζουν;
Ποίηση, χορικότητα και σωματικότητα, ναι, νομίζω πως απασχολούν βαθιά κάθε μου θεατρική παράσταση. Η ποίηση έχει να κάνει με μια γλώσσα και έναν τρόπο αφήγησης που σπάνια πλησιάζει στον ρεαλισμό ή το θέατρο χαρακτήρων. Η χορικότητα έχει να κάνει με τη διαχείριση συνόλων επί σκηνής που –σχεδόν πάντα– θέτουν το ερώτημα του πώς υπάρχει κανείς σε σχέση με ένα κοινωνικό σύνολο, το εγώ και το εμείς, δηλαδή, όπως εκφράζονται μέσα από μια μουσικότητα στην παρουσία, στον λόγο, στην κίνηση. Η σωματικότητα έχει να κάνει με τον τρόπο έκφρασης, την εξω-λεκτική επικοινωνία και την μεγέθυνση της συν-κίνησης.

Και ναι, βέβαια, όταν το θέμα επιτρέπει την ποιητική ματιά, που θα συνυπάρξει με την μουσική διάσταση και την κίνηση, όπως για παράδειγμα στον “Χαλεπά” που ανεβάσατε, ή στον “Ερωτόκριτο” ή στο “Αναψυκτήριο”, (την τελευταία μεγάλη επιτυχία σας), αυτά είναι εφαρμόσιμα. Τι γίνεται όμως με την κωμωδία για παράδειγμα; Γιατί στην αρχαία κωμωδία υπάρχουν τα χορικά. Στη σημερινή κωμωδία υπεισέρχονται αυτά τα τρία χαρακτηριστικά;
Η κωμωδία, είναι το θεατρικό είδος που κατεξοχήν απαιτεί διαχείριση του ρυθμού, προ(σ)καλεί την μεγέθυνση των πραγμάτων, παίζει με δίπολα και αντιθέσεις, ζητάει έντονη μουσικότητα και «ανέχεται» κάθε είδους ελευθερίας στα εκφραστικά μέσα. Οπότε θέλω να πιστεύω ότι και εκεί υπάρχει χώρος για ποίηση, και για ανατροπή των δεδομένων.
Και ας δούμε το «ΚΝΟΚ ή ο θρίαμβος της Ιατρικής» του Jules Romains, την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας που σκηνοθετείτε φέτος, με πρεμιέρα το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου. Είναι ένα κείμενο γραμμένο το 1923. Είναι διαχρονικό; Γιατί;
Αν και γραμμένο το 1923, η μετάφραση από τον έμπειρο στο είδος Έκτορα Λυγίζο φέρνει ένα έργο εξαιρετικά επίκαιρο, το οποίο εκθέτει τεχνικές κοινωνικής χειραγώγησης και θέτει διλήμματα σε σχέση με την ηθική της ανάπτυξης. Ο Ρομαίν σκιαγραφεί στη σάτιρα του κάποιους χαρακτήρες που λειτουργούν ως αρχέτυπα. Παρουσιάζει, δηλαδή, μια σειρά από κοινωνικές ιδιότητες που τότε, όπως και σήμερα, αποτελούν κάποιους από τους βασικούς πυλώνες του κοινωνικού μας ιστού, όπως: ο/η γιατρός, ο/η δάσκαλος/α, ο/η αγρότης/ισα, κ.λπ. Θέλω να πιστεύω πως μέσα από την πρωτότυπη μουσικότητα (μουσική Γιαν Βαν Αγγελόπουλος) με την οποία δουλέψαμε, αλλά και το ιδιαίτερο εικαστικό σύμπαν που δημιουργείται επί σκηνής (Μπάμπης Χιώτης και Άγγελος Μέντης) η παράσταση επικοινωνεί καθαρά την αλληγορική αυτή διάσταση του έργου.

Ποια από τα τρία χαρακτηριστικά σκηνοθετικά σας στοιχεία συνυπάρχουν εδώ;
Και τα τρία θα έλεγα. Αν και η σκηνική γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι πιστή στο έργο: προέρχεται από τη μουσικότητα που δημιούργησε με τον λόγο του ο ίδιος ο συγγραφέας ακολουθώντας τους γρήγορους διαλόγους, τις σύντομες σκηνές και τις λογικές αντιπαραθέσεις των χαρακτήρων.
Οι περισσότερες κωμωδίες ή οι σάτιρες που σήμερα ανεβαίνουν βγάζουν “χοντρό γέλιο”, χωρίς να διαθέτουν έξυπνο κείμενο, υποβιβάζοντας μοιραία και σταδιακά το αισθητήριο του θεατή. Εδώ, στο ΚΝΟΚ, υποστηρίζει το κείμενο τη σκηνοθετική ματιά και την υποκριτική του εκφορά;
Ο “Κνοκ” του Jules Romains, και με τις δικές μας μικρές προσθήκες, έχει ένα λεπτό χιούμορ, μια αθωότητα στην αντιμετώπιση της δράσης και μια λοξή ματιά στις καταστάσεις και το αστείο. Δεν υπάρχει τίποτα το χοντρό σ’ αυτό. Νομίζω πως είναι θέμα αισθητικής. Πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι που φτιάχνουμε το έργο να γελάμε με αυτό που συμβαίνει επί σκηνής, δεν γίνεται αλλιώς.
Το έργο, μετά τις παραστάσεις του στη Βέροια, μεταφέρεται στο Θέατρο Τέχνης. Πιστεύετε πως αυτό είναι ένα καλό εισιτήριο για το ΔΗΠΕΘΕ μας στη μεγάλη αθηναϊκή σκηνή;
Η πρεμιέρα γίνεται στη Βέροια μετά από πρόσκληση της καλλιτεχνικής διευθύντριας Καλλιόπης Σίμου στην Αντωνιάδειο Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ένα από τα ιστορικότερα θέατρα της πόλης. Είναι μια ευτυχής για μας σύμπραξη και μια μια ιδανική, θα έλεγα, σύσταση της δράσης του ΔΗΠΕΘΕ και στην Αθήνα, μέσα από μια συμπαραγωγή με εμάς αλλά και με το επίσης ιστορικό Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν της Αθήνας, όπου και θα κατέβει η παράσταση μετά τη Βέροια.

Ας κλείσουμε, όμως, με μια συνηθισμένη ερώτηση, αλλά πολύ ουσιαστική για τα χρόνια που ζούμε. Ποιος είναι ο ρόλος του Θεάτρου σήμερα; Πάντα επίκεντρό του ήταν ο άνθρωπος. Οι αγωνίες του, οι αγώνες του, τα πάθη, τα όνειρά του. Η εποχή μας είναι σκληρότερη από ποτέ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκόσμια.Ο άνθρωπος σιγά-σιγά και χωρίς να το συνειδητοποιεί απανθρωποποιείται. Αναπνέει σε μια κοινωνία χωρίς οξυγόνο. Λοιπόν, πώς λειτουργεί το Θέατρο σήμερα;
Νομίζω, κυρίως σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε, οι άνθρωποι αποζητούν το θέατρο, το έχουν ανάγκη. Ίσως ακριβώς επειδή στο θέατρο γίνεται μια στροφή στον άνθρωπο, στα βάθη του, στην ύπαρξη του. Ίσως ακριβώς επειδή στο θέατρο συμβαίνει μια συνάντηση –συχνά ουσιαστική– των ανθρώπων. Είτε λειτουργεί σαν καθρέφτης, είτε διεγείρει ερωτήματα, είτε προκαλεί αισθήματα και συγκινήσεις, σε κάθε περίπτωση –στην καλή του έκφανση–, αποτελεί μοναδική προσωπική και κοινωνική εμπειρία που κάτι αφήνει. Κάτι λίγο ίσως μετακινεί, κάτι απελευθερώνει.
……………….
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Αργυρώς Χιώτη
………………..