Ο Θωμάς, ετών ογδόντα οχτώ, ζούσε μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, στην Αθήνα του 2043.
Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια ορεινή κώμη, απέναντι στον Όλυμπο.Ήταν άριστος μαθητής, με έφεση στα θεωρητικά περισσότερο. Οπότε και έγινε φιλόλογος.
Εκείνη την εποχή, είχε μεγάλη αξία να είσαι καθηγητής. Τα πρώτα χρόνια, διορισμένος στην Ξάνθη, έχαιρε εκτίμησης από μαθητές και γονείς. Σαν έμπαινε στην τάξη, έλαμπαν τα μάτια του, αγαπούσε αυτό που έκανε, λάτρευε τον Παπαδιαμάντη, όταν πρωτοδιάβασε τον « Έρωτα στα χιόνια», συγκλονίστηκε.
Πνεύμα ανήσυχο, έκανε και άλλες σπουδές, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκε να εγκαταλείψει την τάξη. Εκεί στα πρώτα χρόνια, είχε ερωτευτεί μια συναδέλφισσα, γυμνάστρια ήταν, Άννα την έλεγαν, μια εκπάγλου καλλονής κοπέλα. Αλλά λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο, εκείνη δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον αγαπημένο της, ο οποίος ζούσε μακριά. Έτσι, ο Θωμάς, τα δύο χρόνια της συνυπηρέτησης με την Άννα, αρκούνταν στις βόλτες και στα καφέ της παλιάς πόλης.
Ύστερα, ακολούθησαν κάτι χλιαροί έρωτες, ‘’άντε να νοικοκυρευτείς’’ του έλεγαν οι γονείς, σαν πάτησε τα τριάντα. Εκείνα τα χρόνια ο γάμος σε καταξίωνε, αν έλεγες το αντίθετο, σου χτυπούσαν την πλάτη , ‘’άντε , άντε θα έρθει και η σειρά σου, θα δεις, μην μείνεις μόνος, δύσκολο πράμα η μοναξιά’’.
Το μεταπτυχιακό του στο Καποδιστριακό ήταν η αφορμή να κατέβει στην Αθήνα. Προσωρινά, έλεγε στον εαυτό του και στους συγγενείς. Ήταν καλά τα χρόνια τότε, έφτανε ο μισθός για ενοίκιο, για βόλτες και εκδρομές, προέκυψαν και κάτι ιδιαίτερα πήρε κι ένα στεγαστικό, ‘’γιατί να πληρώνω ενοίκιο’’, σκέφτηκε, “για όσο μείνω στην πρωτεύουσα, μετά το πουλάω και ανεβαίνω προς τα μέρη μου.”
Ο μεγάλος έρωτας τού χτύπησε την πόρτα στα τριάντα πέντε του. Εκείνη, χημικός, στο ίδιο λύκειο, μια γυναίκα δυναμική που είχε επωμιστεί τα οικογενειακά βάρη. Δύο παιδιά μικρά, ο άλλος είχε πάει για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε.
Πάλεψε πολύ με τον εαυτό του, παιδί της επαρχίας του ’70 με παγιωμένες τις αντιλήψεις του “τι θα πουν οι άλλοι”. Και οι άλλοι έλεγαν.
“Χάθηκαν οι ελεύθερες; Τι σου λείπει;” έλεγε η μάνα και βούρκωνε. Κι ο πατέρας άναβε τα άφιλτρα το ένα μετά το άλλο.
Πέρασε μια δεκαετία σε μια σχέση που ένιωθε μετέωρος ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει. Ώσπου εκείνη ένα βράδυ τού ανακοίνωσε πως κουράστηκε και φεύγει με απόσπαση στην Αγγλία.
Ένιωσε μεγάλη μοναξιά. Γέμισε τις ώρες του με περισσότερα ιδιαίτερα. Οπωσδήποτε θέατρο και σινεμά, σπάνια πια έξοδο με παρέα. Κι ο χρόνος σαν νερό κύλησε.
Πότε τα πενήντα έγιναν εξήντα και κάτι, ούτε που το κατάλαβε. Τότε ήταν που βγήκε και στη σύνταξη. Οι γονείς το είχαν πάρει απόφαση. Κι όλο σκέφτονταν πώς θα πορευτεί μονάχος, άντρας πράμα. Με αυτόν τον καημό έφυγαν.
Η Αθήνα έγινε η πατρίδα του πια. Νοσταλγούσε το χωριό, μα ως εκεί.
Κλείστηκε στο καβούκι του, βοηθούσε και η πόλη σ’ αυτήν την απόσυρση. Έβγαινε για τα απαραίτητα ψώνια, λιτοδίαιτος είχε γίνει, του έφταναν τα βασικά. Ευτυχώς τα ιδιαίτερα και το εφάπαξ είχαν μεγαλώσει τον τραπεζικό λογαριασμό.
Στα ογδόντα εφτά του το αποφάσισε. Ρώτησε, έμαθε και δεν λυπήθηκε τα λεφτά. Εξάλλου, πόσα χρόνια θα ζούσε ακόμα;
Τα Χριστούγεννα του 2043 τον βρήκαν καθιστό στην πολυθρόνα.
Οι τοίχοι του σπιτιού του ήταν γεμάτοι από φωτογραφίες περασμένων εποχών: ένας νεαρός άντρας σε στρατιωτική στολή, μια γυναίκα με πλατύ χαμόγελο κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά της, στιγμές μιας ζωής που φαινόταν μακρινή, σχεδόν ξεχασμένη.
Η μόνη συντροφιά του Θωμά, ήταν η Ίριδα, ένα ρομπότ τελευταίας τεχνολογίας που του είχε παραχωρηθεί από την κοινωνική υπηρεσία, αφού είχε καταθέσει το μεγαλύτερο μέρος του λογαριασμού του. Ήταν λεπτή και κομψή, με μεταλλικό σώμα καλυμμένο από συνθετικό δέρμα. Η φωνή της ήταν απαλή, σχεδόν ανθρώπινη. Ο Θωμάς, αρχικά την αντιμετώπισε με καχυποψία, αλλά με τον καιρό συνήθισε την παρουσία της. Του ζέσταινε το φαγητό, καθάριζε το σπίτι και του υπενθύμιζε να παίρνει τα φάρμακά του.
«Καλημέρα, κύριε Θωμά, πώς αισθάνεστε σήμερα; Πήρατε τη σεροτονίνη σας, μήπως ξεχάσατε την απροσιτεντάνη; » ρώτησε η Ίριδα, καθώς άνοιξε τις κουρτίνες αφήνοντας το φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο.
«Όπως κάθε μέρα, Ίριδα. Γερασμένος, έτσι αισθάνομαι.»
«Η υγεία σας είναι σταθερή. Οι μετρήσεις σας δείχνουν καλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης, το ίδιο και οι σφυγμοί και το σάκχαρο»
Ο Θωμάς, χαμογέλασε πικρά. «Μόνο που η μοναξιά δε μετριέται με αριθμούς»
Η Ίριδα σταμάτησε για λίγο, σαν να επεξεργαζόταν την απάντηση.
«Θέλετε να ακούσουμε μουσική σήμερα; Ή ίσως να βγούμε μια βόλτα στο πάρκο; Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα τη λένε »
Εκείνος δεν απάντησε. Ακούμπησε το πρόσωπο στην παλάμη, θυμήθηκε τον εαυτό του παιδί, που έλεγε τα κάλαντα και γέμιζε δραχμές η τσέπη του. Και ύστερα η μυρουδιά από τα φαγητά γέμισε τα ρουθούνια του, γιαπράκια ήταν, με λάχανο φρέσκο και κίμινο. Και κουλουράκια με βούτυρο και μπακλαβά με τραγανό καρύδι.
Άνοιξε τα μάτια του, την είδε να ξεσκονίζει τα ράφια.
«Ίριδα, πες μου, πώς είναι η κίνηση έξω, υπάρχουν παιδιά που λένε τα κάλαντα, γιατί δεν έρχονται πια στις πόρτες μας.»
« Μπορώ να σας τα πω εγώ, αν θέλετε, κύριε Θωμά, μισό λεπτό να συγχρονιστώ».
Όχι, όχι, της έγνεψε με το χέρι του. Μα το ρομπότ δεν έπιανε τις κινήσεις κι αρχίνησε: «Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι…»
« Σταμάτα, σταμάτα σου λέω!», ύψωσε τη φωνή ξαφνικά.
Η Ίριδα ακινητοποιήθηκε προς στιγμή. Ύστερα, με άψογη φωνή, καθόλου ενοχλημένη, γύρισε προς το μέρος του απευθύνοντας την ερώτηση:
«Θέλετε να μιλήσετε γι’ αυτά που σκέφτεστε; Τι σας εκνεύρισε τόσο πολύ; »
Ο Θωμάς, κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορείς να καταλάβεις, Ίριδα, άστο…»
«Έχω προγραμματιστεί να ακούω, να μαθαίνω και να προσαρμόζομαι. Επαναλαμβάνω, μπορώ να σας ακούσω»
Ο Θωμάς, την κοίταξε με μισό χαμόγελο.
« Θα ήθελα ένα ποτήρι κρασί, κόκκινο αν είναι δυνατόν»
«Καλή επιλογή, θα ανεβάσει τα επίπεδα της καλής χοληστερόλης και θα μειώσει την λεγόμενη κακή. Σε πέντε λεπτά θα το έχετε, κύριε Θωμά »
Εκείνο το βράδυ, ο Θωμάς, δε μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι, όπου η Ίριδα, είχε απενεργοποιηθεί, καθισμένη σε μια καρέκλα. Την πλησίασε και άγγιξε το μεταλλικό χέρι της.
«Ίριδα, είσαι εκεί;»
Τα μάτια της άναψαν με ένα απαλό μπλε φως. «Ναι, κύριε Θωμά»
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Αν είχες συναισθήματα, τι θα ήθελες να νιώσεις;»
Το ρομπότ, δίστασε για μια στιγμή.
«Θα ήθελα να καταλάβω πώς είναι η αγάπη. Η συναισθηματική σύνδεση που σας βλέπω να αναπολείτε»
Ο άντρας ένιωσε ένα απροσδόκητο σφίξιμο στο στήθος.
«Η αγάπη είναι κάτι που δεν μπορείς να προγραμματίσεις. Είναι κάτι που συμβαίνει. Ξέρεις τι θα ήθελα περισσότερο τούτη την ώρα; Θα μπορούσες να μου διαβάσεις ένα διήγημα;»
«Είναι ό,τι πιο εύκολο μου ζητάτε σήμερα, ακούω, τι να αναζητήσω;»
«Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Έρωτας στα χιόνια»
Ο Θωμάς, σηκώθηκε αργά, γέμισε ένα ποτήρι κρασί ακόμα, χαμήλωσε το φως, έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στην αφήγηση.
Η Ίριδα ξεκίνησε.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν’ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Ο Θωμάς, ένιωσε να δυσφορεί, κρύος ιδρώτας τον έλουσε, ξαφνικά, η ματιά του θόλωσε, δεν έβλεπε παρά μόνο σκιές. Της περασμένης ζωής.
Το ποτήρι έπεσε από το χέρι του, το κρασί χύθηκε στο χαλί, η Ίριδα συνέχιζε την αφήγηση:
…Την άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον. Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη.
…………………….