«Η Ρένα της γειτονιάς μας, δε θα είναι εδώ τα Χριστούγεννα…» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη
Η Ρένα έφυγε για πάντα…
Κηδεύτηκε την Τρίτη στις 17 Δεκεμβρίου.
Δεν γνώριζα τίποτα για την απουσία της.
Μία φωτογραφία ενός κηδειόχαρτου που μου έδειξε ο άντρας μου, με πληροφόρησε για το συμβάν
Την έκλαψα τη Ρένα
Πριν μια εβδομάδα της είχα τηλεφωνήσει
Ήθελα να της πω να βγάλει από την αποθήκη τα πατάκια που βάζουμε για να ξαπλώνει η Μπούκα μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου ήταν το διαμέρισμα της.
Δεν μου απάντησε.
Απασχολημένη με τις δικές μου υποχρεώσεις δεν ξαναπήρα
Όμως μία μέρα πριν πεθάνει τη σκέφτηκα.
Ήθελα να της τηλεφωνήσω, και μετά πάλι το ξέχασα…
Ευγενική ψυχή, ευαίσθητη και τρυφερή σαν παιδιού…
Χρυσοχέρα μοδίστρα, άφησε το στίγμα της στη γειτονιά.
Πόσες δημιουργίες για γάμους και βαφτίσεις δεν πέρασαν από τα βελόνια της!
Περνώντας τα χρόνια κυρίως μεταποιούσε ρούχα, έναντι ολίγων χρημάτων…
Τη Ρένα τη γνώρισα ως μία μορφή ιδιαίτερη της γειτονιάς που πάντα με συγκινούσε για την αγάπη της προς τα ζώα.
Χρόνια κάθε πρωί και κάθε βράδυ, με σακούλες γεμάτες φαγητά, κονσέρβες και άλλα καλούδια, γύριζε τη γειτονιά ταΐζοντας τις αδέσποτες γάτες κυρίως, αλλά και τα σκυλιά του Βούρστ όπως τα αποκαλούμε εμείς τώρα…
Αισθάνθηκα την παρουσία της πρώτη φορά, ένα πρωινό που ακουγόταν απέξω φωνές και φασαρίες.
Πολλά χρόνια πριν…
Κάποιοι από τη γειτονιά, της έκαναν επίθεση με πολύ άσχημο και άδικο τρόπο, γιατί έριχνε τροφή απέναντι στο πεζοδρόμιο, εκεί που είναι οι κάδοι των σκουπιδιών…
Μέχρι και βρωμιάρα την είχαν αποκαλέσει…
Αυτό ήταν που με έκανε να ανοίξω το παράθυρο και να την υποστηρίξω.
«Και να τα πάρεις σπίτι σου της έλεγαν …
Άμα θέλεις να ταΐζεις!»
Διεκδικητική και αγωνιστική υπεράσπιζε με πάθος τη συμπεριφορά της και τα ζώα που τόσο αγαπούσε!
Δεν πτοούνταν από τέτοια!
«Δεν απαγορεύεται να ταΐζω τα αδέσποτα, φώναζε!»
Και κάθε μέρα έκανε τις ίδιες διαδρομές!
28ης Οκτωβρίου, Έλλης , απέναντι από τον Άγιο Στέφανο στο έρημο σπίτι όπου έβρισκαν καταφύγιο τον χειμώνα κυρίως οι γάτες…
Κατέβαινε ως ένα σημείο και την Κοντογεωργάκη.
Περνούσε την Ελιάς απέναντι και πήγαινε και στην Παστέρ …
Όσο περνούσαν τα χρόνια και βάραινε, μίκραιναν οι αποστάσεις και προς το τέλος έβγαινε μόνο κάθε πρωί…
Βέβαια άλλοι αναπλήρωσαν το κενό…
Μόλις τη βλέπανε οι γάτες, έτρεχαν και χαϊδεύονταν ευτυχισμένες στα πόδια της , χαιρετίζοντας την με νιαουρίσματα όλο νάζι και χαρά!
Ερχόταν και ο Λύκος , ένα από τα σκυλιά της γειτονιάς και τον μάλωνε να φύγει…
«Τώρα σου έδωσα , βρε…
Άσε τις γάτες να φάνε!»
Του έριχνε κάτι κι αυτουνού κι έμενε μέχρι να φάνε το φαΐ τους οι γατούλες!
Του είχε αδυναμία και τον αποκαλούσε χαϊδευτικά, Λουλό.
Μαγείρευε αυτή τα εδέσματα τους.
Ούτε λόγος για ξηρή τροφή…
Αυτή ήταν και η διένεξή μας!
Τα ονομάτιζε κιόλας!
«Ο Γκριζούλης, ο γάτος, Ειρήνη, είναι άρρωστος .»
«Τον Σπίθα έχω μέρες να τον δω!
Τον έχασα…»
Όσα αρσενικά τα αγαπούσε ιδιαίτερα τα ονομάτιζε Σπίθας…
«Ο Νέγκρο κουτσαίνει, Ειρήνη».
«Πάει η Παρδαλή!
Σήμερα την πήρε σβάρνα ένα αυτοκίνητο.
Επίτηδες το έκανε.
Τον είδα.»
Κι έκλαιγε αληθινά κάθε φορά που κάποιο ζώο χανόταν άδικα!
Όλο της το πρόσωπο, η προσωποποίηση του ανείπωτου πόνου…
Δεν αντέχω!
Δεν αντέχω!
Τόσα χρόνια…
Δε με καταλαβαίνουν
Με κοροϊδεύουν κιόλας!
«Ειρήνη , Ειρήνη!»
Φώναζε να βγω έξω, όταν ήθελε να πάρω ένα ζωάκι να το πάω στον γιατρό.
«Πήγαινε το εσύ.
Δεν αντέχω!
Και θα σου δώσω τα χρήματα μετά.»
Ήμουν πάντα για τη Ρένα αυτή που θα αναλάμβανε την ιατρική περίθαλψη τους, όταν θα ήταν απαραίτητο.
Τα φάρμακα τα έδινε πάντα αυτή …
Όσες μέρες κι αν χρειάζονταν.
Και στα σκυλιά και στις γάτες.
«Εγώ θα τα δώσω!
Αφού κατεβαίνω κάθε πρωί και βράδυ!»
Τον χειμώνα έκανε αγώνα να μένουν τα πατάκια έξω, στην είσοδο της πολυκατοικίας, στην άκρη δεξιά της πόρτας, για να μην κοιμάται η Μπούκα στο κρύο μάρμαρο της εισόδου
Πολλές φορές τα πατάκια εξαφανίζονταν κι εμείς τα ξανά αγοράζαμε..
Άφηνε το βράδυ αργά, επίτηδες, ελάχιστα ανοιχτή την πόρτα, για να μπαίνει μέσα η Μπούκα στα μεγάλα κρύα!
Κάθε πρωί κατέβαινε και καθάριζε το σκουπιδαριό που άφηναν αποβραδίς οι θαμώνες των μαγαζιών φαγάδικων κι άλλων καταστημάτων τυχερών παιγνίων.
Πολλοί της κάναν παρατήρηση και για τις τρίχες που άφηναν το καλοκαίρι τα σκυλιά που από μόνα τους επέλεξαν το μέρος της διαμονής τους.
Δεν τα κουβάλησε η Ρένα!
Κι αυτή τις μάζευε πρωί πρωί, σκουπίζοντάς τες, πριν έρθουν οι μόνιμοι σχεδόν θαμώνες και πιάσουν καρέκλα…
Κάθε Κυριακή, η Ρένα, στην εκκλησία!
Στο ίδιο πάντα στασίδι…
Κομψή με τα καλοραμμένα ρούχα της.
Λεπτή η Ρένα και ψηλή για γυναίκα της Μεσογείου…γύρω στο 1.68…
Το πρόσωπο της με έντονα ζυγωματικά, μάτια βαθιά και θλιμμένα και χείλη σαρκώδη…
Όμορφη θα ήταν, σίγουρα!
Μία μέρα, πριν 3 χρόνια περίπου, τη ρώτησα πόσων χρονών είναι …
Ήταν στον νάρθηκα του Αγίου Στεφάνου με την εκκλησάρισσα και 2 άλλες γυναίκες.
Το καλοκαίρι εκεί την έβγαζε.
Κάθε απόγευμα σχεδόν, τα τελευταία 4 – 5 χρόνια!
Αν τη γύρευες, ήταν σίγουρο ότι θα τη βρεις εκεί!
Πόσο με κάνεις; Με ρώτησε.
70 το πολύ της λέω!
Φωτίστηκε το πρόσωπο της.
Χαμογελώντας, είπε…
«Μεγάλη είμαι!»
Δεν παντρεύτηκε
Έμενε μόνη της .
Αγαπούσε όμως ιδιαίτερα τον αδερφό της, και τα παιδιά του…
Τα ανίψια της.
Είχε ένα σπίτι ο αδελφός της, μονοκατοικία, έξω από την πόλη.
Κάθε Σαββατοκύριακο ερχόταν και την έπαιρνε!
Ήταν η μεγάλη της χαρά!
Αυτή η μεγάλη χαρά έγινε λύπη βασανιστική όταν ο αδερφός της χτύπησε θανάσιμα σε κάποια εργασία που έκανε στο σπίτι του.
Χτύπησε στο κεφάλι και δεν τα κατάφερε.
Πριν από 2 χρόνια περίπου.
Αυτό ήταν!
Από εκείνη τη μέρα , τα πόδια της είχαν βαρίδια, το πρόσωπο έγερνε προς τα κάτω και παρέσερνε αργά και σταθερά την πλάτη της…
Όλο και πιο πολύ σκέβρωνε…
Το «φάρμακό» της ήταν η αγάπη της για τα ζώα.
Κατέβαινε το πρωί, μόνον το πρωί τώρα, για να τα ταΐσει…
Δεν έμενε όμως .
Έβαζε την τροφή, την έβαζε , ποτέ δεν την έριχνε, κι έφευγε με σκυμμένο κεφάλι.
Φώναζε υποτονικά στα σκυλιά
«Φύγετε, βρε!
Αφήστε τις γάτες.
Τώρα σας έδωσα…»
Αλλά, τα άφηνε στην τύχη τους μην αντέχοντας άλλο τις … διαπραγματεύσεις!
Τον Δεκέμβριο μία φορά την είδα …
Αποχαιρέτισε τα αγαπημένα της πλάσματα. βρίσκοντας το κουράγιο, παρά το πρόβλημα που είχε η υγεία της, να τα φιλέψει για τελευταία φορά…
Έμαθα την ηλικία της από το κηδειόχαρτο!
Θυμήθηκα το τραγούδι που τραγούδησε η Ρένα Βενετσάνου.
«Με λεν Μαριάνθη κι είμ’ από τρελή γενιά
Μισώ του κόσμου τη βία κι απονιά
Χιλιάδες μάτια με κοιτούν από μακριά
Και μου μετράνε της ζωής μου τα κεριά!»
Ρένα μου, το Σάββατο το πρωί, πάνω από μισή ώρα βούρτσιζα τον Τζίνο.
Τον άσπρο άρχοντα όπως έλεγες, με τα ανθρώπινα μάτια.
Γέρος πια, γεμάτος τζίβες…
Είχα μήνες να τον βουρτσίσω.
Μεγάλωσα κι εγώ, Ρένα.
Έχω και τα εγγόνια μου.
Δεν προλάβαινα να σκεφτώ.
Συγνώμη που άργησα!
Μου το είχες πει τον Οκτώβριο…
Θυμάμαι!
«Έχει πολύ τρίχα αυτός…Χάλια έγινε!
Δεν είναι σαν τον λουλό τον Λύκο.»
Ρένα, αιωνία σου η μνήμη!
Σίγουρα είσαι στον Παράδεισο τώρα!
καλή εβδομάδα με υγεία και καλά Χριστούγεννα!
Ει. Δα.