Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ο Αντώνης, ένας από τους πιο έμπειρους σφάχτες του χωριού, που πήγαινε από σπίτι σε σπίτι έχοντας τυλιγμένο σε μια φαρδιά πάνινη θήκη ένα μεγάλο κοφτερό μαχαίρι, πέρασε φουριόζος την αυλόπορτα.
Ο Κώστας, μαζί με τους δυο καλούς του φίλους, μετά τα καλωσορίσματα και τις ευχές, μπήκαν χωρίς καθυστέρηση στο κουμάσι, με το γουρούνι να γυρίζει νευρικά γύρω γύρω τρομαγμένο από την απρόσμενη παρέα που είχε παραβιάσει τον χώρο του.
Με ένα χοντρό σχοινί έκαναν μια θηλιά, την πέρασαν στον λαιμό του ζώου και αμέσως άρχισαν να το σέρνουν έξω βάζοντας όλη τους τη δύναμη, καθώς το ζωντανό στύλωνε γερά τα μπροστινά του πόδια, λες και ήξερε τι το περίμενε.
Ήταν δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα και από το ξημέρωμα εκείνης της μέρας δεν ακουγόταν τίποτα άλλο στο χωριό πέρα από τις στριγκλιές των γουρουνιών που τα έσερναν για τη σημαντικότερη «θυσία» της χρονιάς. Αυτής που θα εξασφάλιζε για μήνες το φαγητό της οικογένειας.
Στο σπίτι του Κώστα όλοι ήταν στο πόδι από νωρίς το πρωί. Ξύλα για τη φωτιά, καζάνια γεμάτα νερό, πράσα, κρεμμύδια, αλάτι και μυρωδικά, όλα τα είχε έτοιμα η Πανάγιω για τη γουρουνοχαρά και τα αντέτια που συνόδευαν τη σφαγή.
Μόλις οι τρεις φίλοι που έσερναν το γουρούνι πάτησαν σε καθαρό και στεγνό μέρος, έπιασαν τα δυο πόδια της μιας πλευράς και με μια γρήγορη κίνηση το ξάπλωσαν καταγής με την πλάτη στο παγωμένο χώμα. Καλοταϊσμένο καθώς ήταν με χόρτα, καλαμποκίσιο ζυμάρι και μπόλικο τζέρο είχε περάσει τις εβδομήντα οκάδες, όπως το υπολόγιζε με το μάτι ο Αντώνης.
«Σωστό θηρίο το έκανες Κώστα», του είπε, καθώς τρόχιζε με σταθερές κινήσεις το μαχαίρι με την ακονόπετρα που κουβαλούσε στην τσέπη. Καμάρωνε κι εκείνος, καθώς όπως πίστευαν τότε, όσο πιο παχύ το γουρούνι, τόσο καλύτερος κι ο νοικοκύρης που το έτρεφε.
Έτσι ανάσκελα καθώς ήταν ριγμένο, καβάλησαν την κοιλιά του και έπιασαν γερά τα τέσσερα πόδια, κάνοντας νόημα με το κεφάλι τους στον σφάχτη πως όλα ήταν έτοιμα. Εκείνος, έσφιξε δυνατά στο χέρι του το τροχισμένο μαχαίρι και, πριν το μπήξει, χάραξε με την άκρη της λεπίδας πάνω στον λαιμό του ζωντανού τρεις φορές το σχήμα του σταυρού. «Καλοφάγωτο», είπε, ενώ η Πανάγιω απομάκρυνε γρήγορα τα παιδιά μην τρομάξουν τα μάτια τους από το ματωμένο θέαμα.
Σε λιγότερο από ένα λεπτό οι δυνατές στριγκλιές του ζώου είχαν σβήσει. Μόνο τα πόδια τινάχτηκαν μερικές φορές σπασμωδικά δηλώνοντας την παράδοση στη μοίρα του. Τότε, ζύγωσε η Πανάγιω βαστώντας στα χέρια ένα φτυάρι γεμάτο αναμμένα κάρβουνα. Στάθηκε πάνω από το αποκεφαλισμένο ζώο κουνώντας μερικές φορές το φτυάρι δεξιά κι αριστερά, όπως θυμιατίζει ο παπάς. Έθιμο παμπάλαιο, για να είναι καλοξόδιαστο το σφάγιο, όπως πίστευαν.
Και πριν γυρίσει την πλάτη για να φύγει, έβαλε συνωμοτικά στο χέρι του Κώστα ένα αβγό. Εκείνος, αφού το κοκκίνισε καλά καλά, στριφογυρίζοντάς το στον ματωμένο λαιμό του ζώου, το έχωσε κρυφά κάτω από την ουρά του γουρουνιού και φώναξε τα παιδιά να ζυγώσουν. «Για κοιτάξτε τι βρήκα εδώ. Ένα αβγό. Το γουρούνι μας γέννησε ένα κόκκινο αβγό!», είπε γελώντας. Κι εκείνα ξακαρδίζονταν και χοροπηδούσαν γύρω του επαναλαμβάνοντας χαρούμενα: «Το γουρούνι μας γέννησε ένα κόκκινο αβγό! Το γουρούνι μας γέννησε ένα κόκκινο αβγό!»
Με το ματωμένο αβγό στο χέρι, ο Κώστας έκανε μια κόκκινη βούλα στο μέτωπο του κάθε παιδιού. «Για να μην σας τσιμπούν τα κουνούπια το καλοκαίρι», είπε κι εκείνα άρχισαν πάλι να τρέχουν και να χοροπηδούν δείχνοντας με το δάχτυλο το ένα στο άλλο το κόκκινο σημάδι που είχαν στο μέτωπο.
Μετά το γδάρσιμο που έκαναν με προσοχή και τέχνη, μην τύχει και γινόταν καμιά τρύπα στο τομάρι και δεν έβγαιναν καλά τα τσαρούχια που θα έφτιαχναν, κρέμασαν το σφαχτό από ένα δέντρο, για το τεμάχισμα.
Κομμάτιασαν πρώτα το λίπος σε φασκιές για να βγάλουν τη λίγδα, που θα ήταν το πολύτιμο λάδι για το μαγείρεμα και τις πίτες της χρονιάς. Ύστερα, έκοψαν το ψαχνό κρέας σε μικρά κομμάτια που, μετά το καβούρδισμα που θα έκαναν στη συνέχεια, θα το έβαζαν σε τενεκέδες παραγεμισμένους με το λίπος του ζώου. Παλιός και δοκιμασμένος τρόπος που συντηρούσε με ασφάλεια το κρέας για μήνες.
Πριν το πάστωμα όμως, ήταν η στιγμή που θα έβγαζαν τα εντόσθια του ζώου. Και ο Αντώνης, με την εμπειρία του παλιού σφάχτη, έχωσε τα δυο του χέρια στην ανοιχτή κοιλιά του σφαχτού και με πολλή προσοχή έκοψε και τράβηξε έξω πρώτα τη σπλήνα, που από τα αρχαία ακόμα χρόνια πίστευαν πως έφερε πάνω της τα σημάδια για τα μελλούμενα.
Δίπλα του στεκόταν ο Κώστας. Αν και δεν έδινε πολλή σημασία σ’ εκείνα που, καθώς έλεγαν, προμήνυαν το μέλλον των ανθρώπων, περίμενε με περιέργεια, ίσως και κάποια αδιόρατη αγωνία, την επικείμενη «προφητεία». Ήταν οι βαθιά ριζωμένες απόψεις για τη μαντεία, που είχαν πάντα τη δύναμη να νικούν τη λογική των ανθρώπων και τους έκαναν, σε κάθε γουρουνοχαρά, να κρέμονται από τα χείλη του «οιωνοσκόπου».
Κι εκείνος, που ήξερε καλά τον ρόλο του και των αγωνία του κόσμου, σοβαρός και αμίλητος, σαν άλλος αρχαίος μάντης, έφερε κοντά στα μάτια του τη σπλήνα και την εξέτασε προσεκτικά. Έψαξε να βρει αν στην άκρη της είχε κάποια διπλωματάδα, που σήμαινε πως θα δίπλωναν τα καλά του σπιτιού ή αν έχει καμιά στριμπάδα που προμήνυε δυστυχία.
Όμως αυτός, θες από συνήθεια, θες από καλοσύνη, αν έβλεπε κάτι που δεν του άρεσε, πάντα είχε στα χείλη του μια δικαιολογία ή ένα αστείο για να μην στενοχωρήσει τον νοικοκύρη, χρονιάρες μέρες που ήταν.
«Ρίξτο βρε Πανάγιω μαζί με τον γκούργκουλα στα κάρβουνα», είπε δίνοντας στα χέρια της την σπλήνα. «Και μέχρι να ψηθούν, ετοιμάστε κανένα τσίπουρο, για το καλό του χρόνου».
Και η γουρουνοχαρά συνεχιζόταν, με τα παιδιά να περιμένουν με αγωνία δίπλα στο ξεκοιλιασμένο γουρούνι να τους δώσει ο Αντώνης τη φούσκα. Να την ρίξουν στη στάχτη για να στεγνώσει, να τη φουσκώσουν και να αρχίσουν να την πετούν και να την κλωτσούν, κάνοντας την ουροδόχο κύστη του ζώου το καλύτερο παιχνίδι τους. Μέχρι να μαραθεί από τα ανελέητα χτυπήματα και στο τέλος να ξεφουσκώσει τελείως, ξεφουσκώνοντας μαζί και η χαρά των παιδιών.
Όση ώρα τα παιδιά έπαιζαν γεμίζοντας την αυλή με γέλια, πειράγματα και μαλώματα, οι άντρες χτυπούσαν πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο, με την ανάποδη του τσεκουριού, το φρεσκοκομμένο κρέας. Να μαλακώσει καλά, για τα λουκάνικα που θα έφτιαχναν αργότερα και θα τα διάβαζε ο παπάς την ημέρα των Φώτων που περνούσε από όλα τα σπίτια του χωριού.
Και λίγο παραπέρα, η Πανάγιω με την φίλη της την Κατίνα, σκυμμένες πάνω από τη φωτιά, τηγάνιζαν κρέας και ανακάτευαν το καζάνι με τις ευωδιαστές τσιγαρίδες που ήταν ο καλύτερος χειμωνιάτικος μεζές.
Και όταν κατά το μεσημέρι τέλειωσαν οι περισσότερες δουλειές, έστρωσαν εκεί έξω στην αυλή το τραπέζι και, με φρεσκοψημένο κρέας, ψωμί, κρεμμύδια, μπόλικο τσίπουρο και τις ευχές για τη νέα χρονιά να δίνουν και να παίρνουν, έπιασαν όλοι μαζί το ρουμλουκιώτικο τραγούδι που, περισσότερο απ’ όλα τα άλλα, ταίριαζε στη μέρα:
Ξενι μ’ του σπίτι μ΄ χτύπισις κι έλα να σι φιλέψου.
Έχου γουρούνι στι φουτιά, ρακί μιταβρασμένη.
Ν΄ έχου πιδί στου Ντούναβι κι στης Βλαχιάς τα μέρη.
Χριστούγιννα τουν καρτιρώ, Φώτα τουν προυβουδίζου.
Κι φέτους δεν μας φάνηκιν, δεν έστειλιν χαμπέρι.
Έτσι, με κρασί, φαγητό, γέλια και τραγούδι έφταναν ως αργά το βράδυ εκείνης της πρώτης μέρας της γουρουνοχαράς.
Διονύσης Διαμαντόπουλος
*Απόσπασμα από το υπό έκδοση ιστορικό μυθιστόρημα του συγγραφέα