Κώστας Γεωργουσόπουλος: Η παρακαταθήκη και η εποχή που αφήνει πίσω του
Βασίλης Κεχαγιάς
Φεύγοντας από τη ζωή ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, θαρρείς φεύγει μια εποχή.
Ήταν τα χρόνια που η κριτική των τεχνών (ιδιαιτέρως του θεάτρου και του κινηματογράφου) είχε για όπλο της την πένα. Δίπλα στον πολιτικό λόγο, ιδιαιτέρως καυστικό και μαχητικό, ο κριτικός λόγος τον παρακολουθούσε και τον συμπλήρωνε.
Αρχές του ‘60 και οι απαιτήσεις ενός καλύτερου κόσμου, μιας πιο μεστής δημοκρατίας καταλάμβαναν τα πεζοδρόμια ολόκληρης της Ευρώπης -ακόμη περισσότερο της Αθήνας- έκτιζαν μια αντιστοίχη κριτική σκέψη.
Ο κινηματογράφος και το θέατρο δεν ήταν απλώς χώροι ψυχαγωγίας, αλλά ακονίσματος απόψεων και ιδεολογιών.
Αρχικά, ο Μάριος Πλωρίτης, από τα τέλη του ‘50, που καθώς ασκούσε με επάρκεια την κριτική και των δύο αυτών τεχνών, αποκάλυπτε και τη συγγένειά τους, όπως και έναν τρόπο γραφής τον οποίον μπορούσαν να ασκήσουν μόνον πεπαιδευμένοι και καλλιεπείς γραφιάδες.
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος υπήρξε ένας από αυτούς, ικανοποιώντας με το παραπάνω τις προϋποθέσεις. Όχι μόνον αυτό, αλλά τις άπλωσε και σε άλλους δημιουργικούς χώρους της γραφής, πραγματοποιώντας μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, που δοκιμάστηκαν πολλάκις με επιτυχία στις θεατρικές σκηνές, επιφυλλίδες καθημερινής κριτικής της πολιτικής και της σκέψης, ισορροπημένους λογοτεχνικούς ακροβατισμούς. Κρυμμένοι κάτω από τους τελευταίους, υπάρχουν στίχοι, που όλοι ακούσαμε, όλοι σιγοτραγουδήσαμε και λίγοι γνωρίζουν ότι του ανήκουν: ο Κ.Χ. Μύρης, ψευδώνυμο δανεισμένο από το κυνήγι του ιδανικού και του ωραίου στην τέχνη ( όπως το περιγράφει και ο Κ.Π. Καβάφης, τον οποίον ανέλυε και τον λάτρευε) μας πήγε από την Οδύσσεια στο «χίλια μύρια κύματα» μακρινό Αϊβαλί. Τραγούδια που άφησαν στίγμα ποίησης και στιχουργικής μουσικότητας.
Με σπουδές φιλολόγου, βρέθηκε σε τάξεις, δίδαξε νέους, έριξε τους σπόρους της γνώσης και της μοναδικότητας της ελληνικής γλώσσας. Αυτή υπήρξε και η σημαντικότερη παρακαταθήκη που άφησε πίσω του: τα έγγραφα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την άμεση σύνδεση της ελληνικής γλώσσας με την κριτική σκέψη. Σε διάφορες εκδοχές, η γλώσσα του τόπου μας και η μακραίωνη συνέχειά της, έγινε στα κείμενα του Κώστα Γεωργουσόπουλου ζωντανός παράγοντας διαμόρφωσης σκέψης. Τίμησε το ίδιο λαϊκή δημοτική και λόγια γλώσσα, υφαίνοντάς τες με περίτεχνες ραφές. Εν τέλει, υπήρξε δάσκαλος μιας γενιάς, που διάβαζε εφημερίδες, η γλώσσα διαπότιζε την καθημερινότητά της κι ο Γεωργουσόπουλος δεν αρνήθηκε αυτήν την εφήμερη προσφορά, έτσι που να διαπλαστεί ένας νέος, ζωντανός ιστός αγάπης της ελληνικής γλώσσας. Κι όταν, κάποια στιγμή, τον πέτυχα ως συνταξιδευτή σε μια πολιτιστική αποστολή στην Τροία, τον είδα, σε μεγάλη ηλικία, να μαθητεύει με προσοχή σε αυτά που έβλεπε και άκουγε από τον ξεναγό.
Έτσι είναι. Τω καιρώ εκείνω αυτή ήταν η διαδρομή της γνώσης και της σκέψης, γιατί πριν απ’ όλα, ο Γεωργουσόπουλος υπήρξε κριτικός: θεάτρου, αλλά και γλωσσικού ήθους. Στα ίδια χρόνια, δίπλα, στην κριτική μιας άλλης τέχνης, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος και ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Κύτταρα του ίδιου ιστού, που φοβούμαι ότι τον σιγοτρώει ο διαδικτυακός ιστός.
—-