Σοκ: Στα 733 ευρώ η MWh η τιμή στις ώρες αιχμής – Πού οφείλονται οι τεράστιες ανισότητες στην αγορά ρεύματος
Οι αυξήσεις στις χονδρικές τιμές του ρεύματος αναμένονται να επηρεάσουν σημαντικά τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του φετινού χειμώνα. Παράλληλα, αναμένεται να έχουν αντίκτυπο και στα κρατικά ταμεία, καθώς η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να προστατεύσει τους καταναλωτές σε περίπτωση νέας αύξησης των τιμών του ρεύματος.
Ωστόσο, το σύστημα διαμόρφωσης των τιμών φαίνεται να έχει καταρρεύσει, καθώς παράγει ακρίβεια και υπερκέρδη για τις εταιρείες παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Παρά την γενναία μετάβαση της Ελλάδας από τον λιγνίτη σε καθαρές πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή, αυτό δεν έχει οδηγήσει σε ανακούφιση των καταναλωτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα η χονδρική τιμή του ρεύματος, είναι στα 183 ευρώ η MWh με την τιμή στις ώρες αιχμής να εκτοξεύεται στα 733 ευρώ η MWh, κάτι που αν μη τι άλλο προκαλεί ιδιαίτερα ανησυχία για την επόμενη ημέρα και ειδικά στην περίπτωση που υποχωρήσουν οι θερμοκρασίες.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα των παθογενειών και της αδυναμίας της Ευρώπης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας. Το ζήτημα της ενιαίας αγοράς ενέργειας στην Ευρώπη έχει προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις, καθώς, παρά την ύπαρξη κοινών αρχών, οι τιμές του ρεύματος παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις, πλήττοντας ιδιαίτερα τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Οι εκρηκτικές αυξήσεις τιμών δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί ξανά σε συγκεκριμένα γεωγραφικά τμήματα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, πλήττονται ιδιαίτερα και αναγκάζονται να αναζητήσουν τις αιτίες αυτής της ανισότητας. Τα συγκεκριμένα κράτη μέλη έχουν υποβάλει κοινό αίτημα στην Ε.Ε. για τη διόρθωση του υπάρχοντος μοντέλου, το γνωστό «target model», και προτείνουν την ίδρυση μόνιμου μηχανισμού ανάκτησης υπερεσόδων από τη χονδρεμπορική αγορά για την υποστήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων σε περιόδους περιφερειακής κρίσης.
Η ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1990, είχε στόχο να προάγει τον ανταγωνισμό και να μειώσει τις τιμές της ενέργειας, με σκοπό την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την ενίσχυση της πράσινης μετάβασης. Ο στόχος ήταν να καταργηθούν τα εθνικά σύνορα και να χρησιμοποιηθούν οι διασυνδέσεις για την παροχή φθηνότερης ενέργειας σε όλη την Ευρώπη. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής έχει δημιουργήσει ανισότητες, με ορισμένες χώρες να ευνοούνται περισσότερο λόγω των μεγάλων διασυνδέσεών τους και του ενεργειακού μείγματος που διαθέτουν.
Η Ελλάδα, ως μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω των περιορισμένων διασυνδέσεων με τις υπόλοιπες αγορές της Ευρώπης και του υψηλού ποσοστού φυσικού αερίου στο ενεργειακό της μείγμα. Το ελληνικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, καθώς βρίσκεται στο άκρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ο ανταγωνισμός εντός της αγοράς είναι περιορισμένος, αφού συμμετέχουν μόνο η ΔΕΗ και τέσσερις ιδιωτικοί παραγωγοί. Αυτές οι αδυναμίες, σε συνδυασμό με τις συνεχείς αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου, δημιουργούν πιέσεις στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
Αυτό το μοντέλο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, που είχε στόχο να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και να μειώσει τις τιμές, φαίνεται ότι ενίσχυσε την ανισότητα μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου. Χώρες με μεγάλες διασυνδέσεις και ανταγωνιστικά μείγματα καυσίμου, όπως οι σκανδιναβικές χώρες και οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, απολαμβάνουν χαμηλότερες τιμές ενέργειας, ενώ οι χώρες του Νότου αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερες τιμές. Η ανάλυση της Eurelectric για το καλοκαίρι του 2024 αποδεικνύει ότι οι τιμές στις σκανδιναβικές χώρες ήταν περίπου 20 ευρώ/MWh, ενώ στις χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης ξεπέρασαν τα 100 ευρώ/MWh.
Επιπλέον, η συνεχιζόμενη κρίση στην Ουκρανία έχει προσθέσει έναν επιπλέον παράγοντα πίεσης στην αγορά ενέργειας. Χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, οι οποίες παραδοσιακά εξήγαγαν ενέργεια, αναγκάζονται σε περιόδους υψηλής ζήτησης να εισάγουν ενέργεια για να καλύψουν τις ανάγκες της Ουκρανίας, με συνέπεια να επηρεάζεται αρνητικά η ελληνική αγορά, που συνδέεται με τη Βουλγαρία.
Το εσωτερικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι οι τιμές χονδρικής συνδέονται άμεσα με τις τιμές λιανικής, ενώ σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές αγορές η επιρροή της χονδρεμπορικής αγοράς είναι περιορισμένη. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) εξετάζει τρόπους αποσύνδεσης των τιμών της ενέργειας, με στόχο να μειωθούν οι επιβαρύνσεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ένα από τα σενάρια που εξετάζονται είναι η αποδέσμευση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) από το χρηματιστήριο, ώστε οι καταναλωτές να επωφεληθούν από τις χαμηλότερες τιμές ενέργειας από ΑΠΕ, χωρίς να επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις των τιμών των ορυκτών καυσίμων.
Η έκθεση Ντράγκι για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων προτείνει επίσης την αποσύνδεση των καθαρών μορφών ενέργειας, όπως οι ΑΠΕ και η πυρηνική ενέργεια, από τις τιμές των ορυκτών καυσίμων, ώστε να μειωθεί το ενεργειακό κόστος και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.