Η κυβέρνηση της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία όχι απλώς τήρησε τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την ελληνοαμερικανική συμφωνία, μετατρέποντας τη χώρα σε κρίσιμο κόμβο για τη μεταφορά στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο, αλλά εμφανίστηκε βασιλικότερη του βασιλέως
Οι πληροφορίες για τις επιλογές των προσώπων που θα στελεχώσουν τις κρίσιμες θέσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης έχουν μπει στο μικροσκόπιο κυβερνήσεων και υπηρεσιών παγκοσμίως, προκειμένου να διερευνηθούν οι προθέσεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ για μια σειρά από μείζονα ζητήματα που αφορούν στις επικείμενες εξελίξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Εύλογη είναι η ανησυχία και της Αθήνας περί των διαθέσεων του νέου «πλανητάρχη», καθώς η Ελλάδα αποτελεί κρίσιμο εξάρτημα και χρήσιμο εργαλείο που εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ για τη διαχείριση των δύο πιο καυτών σημείων της υδρογείου αυτήν την περίοδο: της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής.
Αλλαγή πλεύσης
Κατά τα φαινόμενα και σύμφωνα με τις δημόσιες τοποθετήσεις του ίδιου του Τραμπ αλλά και προσώπων που αναμένεται να τοποθετηθούν σε καίριες θέσεις, πρόθεση του νέου Προέδρου των ΗΠΑ είναι η αποκλιμάκωση της κατάστασης στην Ουκρανία. Από την άλλη πλευρά και εφόσον ευοδωθεί η περίπλοκη (και χρονοβόρα) προσπάθεια τερματισμού του πολέμου στη Γηραιά Ήπειρο, βάσιμη είναι η εκτίμηση πως το αμερικανικό ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα θα αναδειχτεί ως μείζον στόχος η συντριβή του Ιράν και των τοπικών «πελατών» του, δηλαδή των οργανώσεων Χαμάς, Χεζμπολάχ και Χούθι. Με άλλα λόγια, το κέντρο βάρος της αμερικανικής υπερδύναμης θα προσαρμοστεί στον στόχο της δημιουργίας μιας «νέας κατάστασης» στη Μέση Ανατολή, την οποία δηλώνει πως επιδιώκει η κυβέρνηση Νετανιάχου.
Ελληνικό εξάρτημα
Το πρόβλημα για την ελληνική κυβέρνηση είναι πως η χώρα – ως εξάρτημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής – εμπλέκεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και επηρεάζεται από κάθε αλλαγή των επιλογών της Ουάσιγκτον. Κι αυτό γιατί οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις έχουν ως θεσμικό υπόβαθρο τη Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας (συμφωνία για τις βάσεις, υπάρχουσες και μελλοντικές), η οποία μάλιστα προβάλλεται ως εθνική επιλογή (διαπραγματεύτηκε την εν λόγω συμφωνία η κυβέρνηση Τσίπρα και την υπέγραψε η κυβέρνηση Μητσοτάκη).
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη στην περίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία όχι απλώς τήρησε τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την ελληνοαμερικανική συμφωνία, μετατρέποντας τη χώρα σε κρίσιμο κόμβο για τη μεταφορά στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο, αλλά εμφανίστηκε βασιλικότερη του βασιλέως σε ό,τι αφορά στην παροχή οπλισμού και διπλωματικής υποστήριξης στην κυβέρνηση του Κιέβου, πληρώνοντας μάλιστα μεγάλο κόστος:
-
Την πλήρη διάρρηξη των ελληνορωσικών σχέσεων.
-
Την εγκατάλειψη των ομογενών στην Ουκρανία, που βρίσκονται πια υπό ρωσική «κατοχή».
-
Τον σχετικό αφοπλισμό της αεράμυνας των ελληνικών νησιών με την προσφορά τού εν λόγω οπλισμού στο Κίεβο.
Είναι προφανές πως η όποια αλλαγή στάσης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας θα αφήσει την ελληνική κυβέρνηση αντιμέτωπη με το βαθύ τραύμα που προκάλεσε η ίδια στις ελληνορωσικές σχέσεις.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την επιθετική γραμμή που η νέα αμερικανική διοίκηση φαίνεται ότι επιλέγει κατά της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή, η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι θα πρέπει αγόγγυστα να ικανοποιήσει τις πρόσθετες ανάγκες της Ουάσιγκτον, σύμφωνα με όσα προβλέπει η ελληνοαμερικανική Συμφωνία Στρατηγικής Συνεργασίας.
Από… σπόντα
Παράλληλα και ταυτόχρονα, μια πιο επιθετική αμερικανική επιλογή στη Μέση Ανατολή υπέρ του Ισραήλ και σε βάρος του Ιράν αναμένεται να περιπλέξει την εξίσωση των αμερικανοτουρκοελληνικών σχέσεων. Κι αυτό γιατί η όποια κλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής στη Μέση Ανατολή προϋποθέτει την ανοχή, αν όχι τη συνεργασία της Τουρκίας, η οποία ουδέποτε παρέχεται χωρίς ανταλλάγματα.
Είναι προφανές ότι όσο η αμερικανική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να παζαρεύει με την Άγκυρα τόσο η πίεση θα μεταφέρεται προς την Αθήνα και την ελληνική κυβέρνηση για την παροχή ανταλλαγμάτων που θα ικανοποιούσαν την Τουρκία και θα εξασφάλιζαν την απρόσκοπτή λειτουργία του ΝΑΤΟ.
Καθώς για τον Τραμπ και γενικότερα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική ο χώρος του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου αντιμετωπίζεται ως «ενιαίος» κάτω από την αμερικανοΝΑΤΟϊκή ομπρέλα, οι χρόνιες εκκρεμότητες που δημιουργούν οι πάγιες τουρκικές αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ελάχιστη σημασία έχουν…
Δεδομένων τούτων και με τον ελληνοτουρκικό διάλογο να βρίσκεται και επισήμως αντιμέτωπος με την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και ό,τι αυτό συνεπάγεται (ζητήματα κυριαρχίας επί νησιών και νησίδων που αμφισβητούν οι Τούρκοι), η ελληνική κυβέρνηση αναμένει το σήμα των προθέσεων της κυβέρνησης Τραμπ και κυρίως την εξέλιξη του αμερικανοτουρκικού παζαριού, το οποίο στην τελική θα κρίνει και τις παραχωρήσεις προς την Τουρκία που θα ζητηθούν από την Ελλάδα.
ΥΓ.: Αν υπάρχει κάποιο ψήγμα αισιοδοξίας που προκύπτει από τις αλλαγές στην κορυφή της αμερικανικής αυτοκρατορίας, είναι πως η μεταβολή κατεύθυνσης της υπερδύναμης δεν μπορεί να γίνει αυτόματα. Οι διαθέσεις του Τραμπ μπορεί να είναι σαφείς για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και την κονιορτοποίηση του Ιράν, ωστόσο ισχυρές παραμένουν και οι δυνάμεις εντός των ΗΠΑ που έχουν επενδύσει στη διαιώνιση του πολέμου στην Ευρώπη και εξακολουθούν να αναζητούν κάποιου είδους συμβιβασμό με την Τεχεράνη. Υπό αυτό το πρίσμα η επιδίωξη διευθέτησης των ελληνοτουρκικών χαμηλώνει ταχύτητα…