Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών ο πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης, επιχειρηματίας και οινολόγος, Γιάννης Μπουτάρης. Άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα το βράδυ σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της πόλης, όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο Γιάννης Μπουτάρης γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου 1942 στη Θεσσαλονίκη. Πτυχιούχος Χημικός του ΑΠΘ, διπλωματούχος Οινολόγος και συνεχιστής της πλούσιας οικογενειακής παράδοσης στα κρασιά, μέσω της εταιρείας «Ι. Μπουτάρης & Υιός», την οποία ίδρυσε ο παππούς του το 1879.
Από την εταιρεία «Μπουτάρη» αποχώρησε το 1996 και ίδρυσε την εταιρεία «Κυρ-Γιάννη» -με τα ομώνυμα κρασιά και τα οινοποιεία σε ιδιόκτητους αμπελώνες, στο Γιαννακοχώρι Νάουσας και στο Αμύνταιο-, την οποία σήμερα διευθύνουν οι δύο του γιοι.
Διετέλεσε πρόεδρος και μέλος διοικήσεων πλήθους φορέων, επαγγελματικών, περιβαλλοντικών και πολιτιστικών. Ενδεικτικά: Διεθνής Ακαδημία Οίνου, Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου, Διεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου & Οίνου, Οργανισμός Τουρισμού Θεσσαλονίκης, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, WWF Ελλάς.
Εξελέγη ως ο 60ος δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 2010 και παρέμεινε στο δημαρχιακό θώκο για δύο διαδοχικές θητείες, έως το 2019. Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του 2023, εξελέγη εκ νέου με την παράταξη του Σπύρου Πέγκα ως πρώτος δημοτικός σύμβουλος, λαμβάνοντας ρεκόρ ψήφων. Υπήρξε πρόεδρος του Μουσείου Ολοκαυτώματος της Ελλάδας.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και του Κέντρου Υποστήριξης Εξαρτημένων «Όασις», καθώς και ιδρυτής του «Αρκτούρου», οργανισμού για την προστασία της καφετιάς αρκούδας και της άγριας ζωής. Τιμήθηκε με πολλές διεθνείς και εθνικές διακρίσεις.
Ο αντισυμβατικός πρώην δήμαρχος περιέγραψε τη ζωή του στο βιβλίο με τίτλο «Εξήντα χρόνια τρύγος»» που κυκλοφόρησε το 2020. Με τη χαρακτηριστική ευθύτητά του, ο Γιάννης Μπουτάρης ανιστόρησε την προδιαγεγραμμένη -λόγω οικογενειακής παράδοσης- ενασχόλησή του με τα κρασιά, τη συλλογική του δράση, τις καινοτομίες και τις συγκρούσεις που σημάδεψαν τον κλάδο στην Ελλάδα από τη μεταπολεμική περίοδο ως τις μέρες μας. Περιέγραψε το τέρας του αλκοολισμού που κατάφερε να νικήσει και τη βοήθεια που αξιώθηκε να δώσει σε άλλους εξαρτημένους.
«Το έζησα, το χόρτασα… Αντίο!»
Οι ατάκες του ήταν χαρακτηριστικές… «Το έζησα, το χόρτασα… Αντίο!» και «Η ιστορία θα κρίνει εάν ήμουν καλός δήμαρχος για τη Θεσσαλονίκη». Έτσι είχε απαντήσει ο Γιάννης Μπουτάρης στις τελευταίες συνεντεύξεις που παραχώρησε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, μετά την οριστική του απόφαση να μην κατέβει εκ νέου υποψήφιος για τη διεκδίκηση, μιας τρίτης θητείας, του δήμου Θεσσαλονίκης και λίγο προτού μαζέψει τα πράγματα του από το δημαρχιακό μέγαρο παραδίδοντας στον επόμενο, τον Κωνσταντίνο Ζέρβα.
Τότε, ο κυρ Γιάννης παρά τον εκνευρισμό που, όπως ανέφερε, του προκαλούσαν οι μετακομίσεις, δεν μετάνιωνε καθόλου για την απόφαση του να μη θέσει υποψηφιότητα. Θεωρούσε πως μέσα από την εννιαετή παρουσία του στον δημαρχιακό θώκο η Θεσσαλονίκη κέρδισε «αναγνωρισιμότητα» χάρη στον «αντισυμβατικό» δήμαρχο της. «’Αρχισαν όλοι να μιλάνε για την πόλη και να υπάρχουν δημοσιεύματα» είχε πει χαρακτηριστικά.
Από τις συναντήσεις που είχε στο γραφείο του, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο θητειών του, ξεχώρισε αυτές με τον Γερμανό πρέσβη, Γενς Πλότνερ, τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, τον ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ και τη Βρετανίδα συγγραφέα ευπώλητων βιβλίων, Βικτόρια Χίσλοπ.
«Το κέρδος είναι πως οι επαφές που είχα με διάφορους ανθρώπους ανέδειξαν τη Θεσσαλονίκη. ‘Αρχισαν να μιλάνε και να υπάρχουν δημοσιεύματα σε όλο τον κόσμο για την πόλη και τον δήθεν «αντισυμβατικό» δήμαρχο της. Εμείς αναδείξαμε το παρελθόν της, καθώς έχουμε πολλά μνημεία ρωμαϊκά, τούρκικα και εξαφανισμένα εβραϊκά. Κανένας δεν έδινε σημασία στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Η Ροτόντα είναι αντίγραφο του Πανθέου της Ρώμης και είναι μοναδική. Αναδείχθηκε η ιστορία και το πακέτο όλο με τον Κεμάλ. Αναδείξαμε την ιστορία των Εβραίων, που ήταν κρυμμένη κάτω από το χαλί», είχε αναφέρει ο Γιάννης Μπουτάρης.
Δήλωνε υπερήφανος ως δήμαρχος για το έργο της δημιουργίας του Μουσείου Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, μια ιδέα για την οποία αγωνίστηκε πολύ και διεκδίκησε οικονομικούς πόρους, υπογραμμίζοντας πως «θα σφραγίσει τη Θεσσαλονίκη και τους επόμενους αιώνες. Θα δώσει άλλη αίγλη στην πόλη, μία διεθνοποίηση».
Στις συνεντεύξεις του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ είχε απαντήσει και στο ερώτημα εάν η άγρια επίθεση που δέχτηκε στο Λευκό Πύργο σε εκδήλωση για τη Γενοκτονία των Ποντίων τον επηρέασε ώστε να αποσυρθεί από τα αυτοδιοικητικά πράγματα. «Καθόλου. Ίσα-ίσα το περιστατικό αυτό με πείσμωσε. Μ΄ έκανε να σκεφτώ πώς θα μπορέσω από τη θέση που βρίσκομαι να εκθέσω αυτούς τους αλήτες. Δεν με τρόμαξε καθόλου», είχε δηλώσει.