Άρθρα Ιστορία Κόσμος

Ανδρέας Σαγκούνα: Ο Αρμάνος / Βλάχος Άγιος των Ρουμάνων (Μέρος B’) / Γράφει ο Γιώργης Έξαρχος

Εν Ελλάδι: «Άγιος Ανδρέας Σαγκούνα ο Γραικός»

ΜΕΡΟΣ Β’

Eν συντομία τα βιογραφικά του Ανδρέα Σαγκούνα [András Saguna κατά τους Ούγγρους, Andreiu/Andrei Şaguna κατά τους Ρουμάνους] (Miskolc, 1809 – Sibiu, 1881), έχουν ως ακολούθως:

Γεννήθηκε σε Αρμάνικη/Βλαχικη ή Μακεδονοβλαχική κατά τον όρο εκείνης της εποχής οικογένεια, δηλαδή γεννήθηκε ως μετανάστης, «γραικικής εμπορικής οικογένειας». Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τοπικό «γραικικό σχολείο» (κατά την ορολογία της εποχής) και μετά συνέχισε στην Πέστη, όπου εκεί σπούδασε νομικά και φιλοσοφία. Εισήλθε στον ιερατικό κλάδο το 1829, ολοκλήρωσε σπουδές θεολογίας στο Versec και αργότερα εκεί έγινε δάσκαλος. Ταυτόχρονα, έγινε αυλικός ιερέας του Ορθοδόξου επισκόπου. Το 1833, εκάρη μοναχός και άλλαξε το αρχικό του όνομα. (Το Αναστάσιος αντικαταστάθηκε από το Ανδρέας). Η πρόοδός του στην ιεραρχία της εκκλησίας ήταν ραγδαία: έγινε διάκονος το 1834, πρωτοδιάκονος το 1835, σύγκελλος το 1837 και πρωτοσύγκέλλος το 1838. Κατόπιν έγινε γραμματέας του Σέρβου αρχιεπισκόπου Στρατομίροβιτς και δάσκαλος στην σχολή του Κάρλοβατς. Το 1842 ήταν ηγούμενος σε πλούσια μονή, το 1845 ήταν θεολόγος και ηγούμενος στη μονή Κοβίλ. Δεν ήταν ακόμη 40 ετών όταν (το 1848) χειροτονήθηκε επίσκοπος των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας.

Στον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Ουγγαρίας, το 1848, εντάχθηκε στο αντιουγγρικό κίνημα των Σέρβων, και από πλευράς της δικής του εκκλησίας πραγμάτωσε χρήσιμες και σημαντικές δραστηριότητες. Σπουδαίο γεγονός της δουλειάς του στον τομέα της μάθησης και του πολιτισμού ήταν η ίδρυση του ρουμανικού γυμνασίου στο Μπρασόβ (1851), η οποία ακολουθήθηκε από την ίδρυση τυπογραφείου στο Nagy Szeben (1852). Το επόμενο έτος (1852), ξεκίνησε την έκδοση πολιτικής καθημερινής εφημερίδας, η οποία ήταν κι η επίσημη εφημερίδα του Μητροπολίτη του Μεγάλου Σιμπίου. Σημαντική χρονολογία στην ζωή του είναι το έτος 1864, όταν αποσχίστηκε από την Σερβική Εκκλησία και έγινε Μητροπολίτης όλων των Ρουμάνων στην Ουγγαρία και στο Αράντ. Το 1865, ως εκκλησιαστικός αξιωματούχος, ζήτησε σε συνέλευση που έγινε στην πόλη Κλουζ τον χωρισμό της Τρανσυλβανίας από την Ουγγαρία. Το έργο του γενικά αναγνωρίστηκε όχι μόνον από τους Αυστριακούς στην Βιέννη (έλαβε τον βαθμό του βαρόνου το 1852), αλλά και από τους Ρουμάνους στο Βουκουρέστι. Το 1871 εξελέγη επίτιμο μέλος της Ρουμάνικης Ακαδημίας. Την ίδια χρονιά ετοίμασε την διαθήκη του, με την οποία άφησε όλη του την περιουσία και το τυπογραφείο στο Σιμπίου, που το είχε στήσει με δικά του χρήματα, στην εκκλησία. Πέθανε μια δεκαετία αργότερα, το 1881, στο Μέγα Sibiu.

Κύριο έργο του είναι το: Compendin de derectau cononicu alu unei santei sabornicesci si apostolesci bisenci [Σύνοψις κανονικών οδηγιών ενός επισκοπικού και αποστολικού αγίου], Sibiu 1868. Σε αυτόν τον τόμο, παραθέτει το έργο του, που περιέχει 67 δικά του και μεταφρασμένα έργα, δημοσιευμένα όλα μετά το 1852 στο τυπογραφείο του Sibiu.

Ήταν συγγενής με την Οικογένεια Σίνα και την Οικογένεια Γκραμπόβσκι, και ένας από τους πρωτεργάτες ένταξης του Αρντεάλ, του Μπανάτ, της Μπουκοβίνας (γενικότερα της Τρανσυλβανίας) στην τότε (1860) ιδρυθείσα χώρα της Ρουμανίας, και από τους πρωταγωνιστές θεμελίωσης του «Ρουμάνικου Εθνικισμού».

   

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΑΓΚΟΥΝΑ, ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Κατά τη διάρκεια αυτών των σκληρών αγώνων, που η Αναστασία διεξήγαγε με απρόσμενη επιμονή για την σωτηρία των παιδιών της, ο  «τελειωμένος» Ναούμ, τόσο από πλευράς πλούτου όσο και από πλευράς πατρογονικής θρησκείας, δεν είχε πλέον καμιά έγνοια για την οικογένειά του. Έγινε στρατιωτικός, παρατώντας και την σύζυγο και τα παιδιά του, χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί για την τύχη τους.

Όμως η Αναστασία, μένοντας [ζωντο-]χήρα τώρα, ήταν γυναίκα γεμάτη δύναμη και χριστιανική αρετή, την οποία ούτε οι υψηλότερες εντολές δεν μπορούσαν να την πείσουν να απομακρυνθεί από τα αγαπημένα της παιδιά. Με την υπέροχη επιμονή της και τη βοήθεια των φιλεύσπλαχνων και στοργικών συγγενών της, κατάφερε στην αρχή να αντισταθεί σε τέτοιες απάνθρωπες εντολές. Και όταν δεν μπορούσε πια να αντισταθεί, ήταν ωστόσο αρκετά έξυπνη και σοφή, ώστε με την καλοπροαίρετη μητρική της φροντίδα να μπορεί να ματαιώσει όλα τα αμαρτωλά σχέδια και πλάνα κάποιων ακούραστων κυνηγών ψυχών.

Η Αναστασία ταξίδεψε τον Ιούνιο του 1816 στην Βιέννη για να μιλήσει στον αυτοκράτορα σχετικά με την ανατροφή των παιδιών της. Όμως η προσπάθειά της να εμφανιστεί σε ακρόαση ενώπιον του αυτοκράτορα, έμεινε χωρίς αποτέλεσμα.

Ο Ανδρέας Σαγκούνα[ς] στο περιοδικό «Vasárnapi újság», 1865.
 Η παράκλησή της δεν μπορούσε να φέρει επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα ήταν εναντίον της. Έτσι, από το συμβούλιο της χώρας, εστάλη ειδοποίηση στην Αυτού Μεγαλειότητα (στις 25 Ιουλίου 1816) γι’ αυτήν τη γνωστή υπόθεση, ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες ζουν τα τρία παιδιά δεν είναι κατάλληλες για ρίζωμα της καθολικής πίστης στις νεαρές ψυχές τους. Φαίνεται από όλη την συμπεριφορά της Αναστασίας ότι επιμένει με όλη της την καρδιά να παραμείνουν τα παιδιά της στη θρησκεία στην οποία γεννήθηκαν. Από την άλλη μεριά αυτοί οι υψηλοί και σοφοί σύμβουλοι φοβούνται ότι ακόμη και αν τούτα τα παιδιά είχαν τώρα καθολική ανατροφή, οι μεταγενέστερες μηχανορραφίες της μητέρας και του παππού τους θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτήν την ανατροφή, κι έτσι παρακαλούν ταπεινά την Αυτού Μεγαλειότητα, ν’απορρίψει το υποβληθέν αίτημα της Αναστασίας, και να διατάξει να παραδοθούν τα τρία παιδιά στον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο Αγριάς, για ανατροφή και γονική μέριμνα.

Ως επακόλουθο αυτών των προειδοποιήσεων και των ιδιαίτερων προσπαθειών, ακόμη αποτυχημένων από το συμβούλιο της χώρας, δόθηκε από την Βιέννη (30 Αυγούστου 1816) νέα εντολή με την οποία η Αναστασία εντέλετο να δώσει τα παιδιά της μόνο στην φροντίδα του Αρχιεπισκόπου Fischer να ανατραφούν από αυτόν στην καθολική πίστη.

Τι να κάνει τώρα η καημένη γυναίκα; Η ψυχή της ως στοργικής κι ενάρετης χριστιανής μάνας έτρεμε στη σκέψη ότι θα ήταν δυνατό να αρπάξουν τα τρία παιδιά της από το στήθος της μητέρας τους με τη βία και να στερηθεί ξαφνικά τα παιδιά της, που ήταν η μοναδική παρηγοριά της χήρας. Σαν στιλέτο θανάτου, διαπέρασε την καρδιά της αυτή η τρομερή σκέψη.

Ο κίνδυνος ήταν όλο και πιο απειλητικός, μα ίσως η δυσκολία θα μπορούσε να αρθεί. Η Αναστασία αποφασίζει να κάνει άλλη μια προσπάθεια. Αν δεν μπορεί να απομακρύνει εντελώς τον κίνδυνο που απειλεί να σχίσει την τρυφερή καρδιά της μάνας, τουλάχιστον ας τον μειώσει!

Οικία Γκραμπόβσκι στην Πέστη, στην οποία έζησε και κατοίκησε κι ο Σαγκούνα[ς].
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1816, έκανε ένα νέο αίτημα στο Παλάτι της χώρας, στο οποίο, με απλά αλλά συγκινητικά λόγια, δηλώνει ότι θα υπάκουε στην υψηλή εντολή και θα έφευγε με τα παιδιά της στο Μισκόλτς, εφόσον δεν θα ζούσε χωριστά από αυτά. – Λέει ότι αυτή, ως γυναίκα που αγνοεί τους νόμους, αλλά ως στοργική μητέρα των παιδιών της άσκησε όλη της την επιμονή και προσπάθησε να τα κρατήσει τα παιδιά της στη θρησκεία στην οποία γεννήθηκαν. Τώρα όμως που βλέπει ότι όλες οι προσπάθειες κι οι προσπάθειές της ήταν μάταιες, η μητρική αγάπη την προτρέπει να κάνει οτιδήποτε, μόνο και μόνο για να μπορέσει να μείνει πλάι στα παιδιά της, γιατί αλλιώς θα πέθαινε από τον πόνο που θα της προκαλούσε η απομάκρυνσή τους. Παρηγορεί τον εαυτό της ότι το Παλάτι θα την ελεήσει, και θα καταλάβει τον πόνο της, γιατί τα παιδιά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τη μάνα τους, και θα ικανοποιήσει αυτό το αίτημά της, με εφαρμογή πιο ήπιων μέσων και απορρίπτοντας τα σκληρά, που δεν είναι ούτε σε συμφωνία με τον νόμο ούτε με την ανθρώπινη αίσθηση ούτε με τον φυσικό νόμο.

Επίσης, τότε, οι συγγενείς της Αναστασίας, Γεώργιος και Ναούμ Μούτσιου, έκαναν παρόμοια δήλωση, στην οποία υπόσχονται ότι δεν θα προσπαθήσουν πλέον να αποτρέψουν την ανατροφή η οποία ήταν πλέον απολύτως αποφασισμένη να δοθεί σε αυτά τα παιδιά, στην καθολική θρησκεία. Αυτοί αναλαμβάνουν επίσης να βοηθήσουν την Αναστασία με χρήματα, ώστε να φροντίζει η ίδια το φαγητό των παιδιών της, αλλά ισχυρίζονται ότι τα παιδιά δεν θα πρέπει να πάνε στην Αγριά [Agria], μα να παραμείνουν προς ώρας στην Πέστη.

Ωστόσο, το συμβούλιο της χώρας (αναπληρωματικό συμβούλιο) αποφασίζει (στις 17 Σεπτεμβρίου 1816) να μη μείνουν στην Πέστη, αλλά να πάνε στο Μισκόλτς υπό τη φροντίδα του εκεί ιερέα και υπό τον έλεγχο του καθολικού αρχιεπισκόπου Αγριάς, αλλά η μάνα τους. πρέπει να έχει το δικαίωμα να τα φροντίζει στο σπίτι τόσο για την τροφή όσο και για τις άλλες ανάγκες τους.

Τα τρία παιδιά καταλήγουν έτσι εις τα δίχτυα του κατακτητή Καθολικισμού, όπως ήταν το σχέδιο του Αρχιεπισκόπου Fischer και όπως θα ήταν σε στιγμές φτώχειας και πνευματικής αδυναμίας ο πόθος του πατέρα τους, του πεπλανημένου Ναούμ Σαγκούνα.

Αλλά η Αναστασία, ως σοφή και ηρωική μητέρα, ήξερε το πώς θα πρέπει να πράξει για την ανατροφή των παιδιών της –όντας σταθερά μαζί τους– ως μια σταθερή και πολύ πιο αποφασιστική φροντίδα, που δεν είναι αποτέλεσμα οποιασδήποτε εμμονής και μοχθηρίας όπως εκ μέρους των Καθολικών, γνωστών ως πολύ επιδέξιων στο κυνήγι των ψυχών. Ο Μητροπολίτης Σαγκούνα θυμόταν με ευγνωμοσύνη και αγάπη στα γεράματά του ότι στα παιδικά του χρόνια, όταν σπούδαζε στο καθολικό σχολείο στο Μισκόλτς, η μάνα του του δίδασκε στο σπίτι τις διδασκαλίες της ιεράς προγονικής μας εκκλησίας και ότι τον έστελνε τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές με άρτους στον βλαχικό ναό, που για το κτίσιμό του εργάστηκαν σκληρά και θυσιάστηκαν κι οι δύο παππούδες του: ο Evreta Şaguna κι ο Anastasiu Mihail Muciu.

Η λαχτάρα για θυσίες προς την εκκλησία και το γένος που έφτασε στα ύψη με την γόνιμη εκκλησιαστική και εθνικοπολιτική δράση του Μητροπολίτη Σαγκούνα, ήταν βαθιά ριζωμένη στην οικογενειακή παράδοση. Μόνον ο Ναούμ ξέφυγε από τον καλό και ενάρετο δρόμο των προγόνων και των επιγόνων του. Η αξία της Αναστασίας είναι ακόμη πιο μεγάλη, διότι σε ανείπωτα δύσκολες και πολύ δυσμενείς συνθήκες κατάφερε να προστατεύσει τα παιδιά της από την αμαρτία του πεπλανημένου πατέρα και διότι γνώριζε πώς να φυτέψει στις νεανικές τους ψυχές, με τόσο λαμπρό αποτέλεσμα, την πίστη και την αρετή των προγόνων!

Τα καλά αποτελέσματα της θρησκευτικής ανατροφής, που ήξερε η ευσεβής Αναστασία να τα μοιράζεται με τα παιδιά της, δεν άργησαν να φανούν εγκαίρως. Αφού το μεγαλύτερο αγόρι έκλεισε τα 18 έτη, δήλωσε ότι δεν θέλει πλέον να παραμείνει πιστός στην Καθολική Εκκλησία, και ότι επιστρέφει στην πατρογονική του πίστη, στην Ορθόδοξη.

Στάλθηκε μία επιτροπή να διερευνήσει ποιοι λόγοι ωθούν τον νεαρό Εβρέτα να εγκαταλείψει το Καθολικό θρήσκευμα ή μήπως κάποιος από τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας τον αναγκάζει να κάνει αυτό το βήμα. Στη σχετική έκθεση που υποβλήθηκε (στις 29 Δεκεμβρίου 1821) στο Παλάτι της χώρας, η εν λόγω επιτροπή δείχνει ότι ο Εβρέτας δεν έχει ούτε έναν ιδιαίτερο λόγο να εγκαταλείψει την καθολική πίστη, και παραμένει στην θρησκεία της μητέρας του, στην οποία γεννήθηκε, βαφτίστηκε και μεγάλωσε. Σε αυτό τον παρακινεί ιδιαίτερα η ανάμνηση των ευεργεσιών της μητέρας του, καθώς και το γεγονός ότι δεν θέλει να παρασυρθεί να ομολογήσει στην καθολική πίστη. Στην πίστη της Ανατολικής Εκκλησίας δεν τον υποχρέωσε κανείς, και μόνο η δική του πεποίθηση τον προτρέπει να εκτιμήσει αυτήν περισσότερο μέσα στην καρδιά του.

Σε ένα χαρτί που γράφτηκε στα ουγγρικά (12 Ιανουαρίου 1822) και απευθύνεται στο Παλάτι, ο Εβρέτα[ς] δηλώνει ξανά ότι θέλει να παραμείνει στην θρησκεία στην οποία γεννήθηκε, γιατί, αν και του έγινε καθολική διδασκαλία, δεν αισθάνεται καμία έλξη γι’ αυτήν τη θρησκεία. Ελπίζει ότι στο μέλλον θα γλιτώσει από κάθε βιασμό σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και ζητά την υποστήριξη του Παλατιού, ώστε να συνεχίσει να παραμένει στην πίστη των προγόνων του.

Στο διάστημα αυτό ο Εβρέτα[ς] μαθήτευσε στον έμπορο Δημήτριο Διαμάντη [Dumitru Diamandi] απ’την Βούδα. Οι δημόσιοι λειτουργοί προσπάθησαν πάλι να τον ενοχλούν και να του βάζουν εμπόδια. Όμως βλέποντας ότι δεν υπάρχει τρόπος να παρεκκλίνει από την απόφασή του, το συμβούλιο της χώρας, σε έκθεση προς τον ηγεμόνα, εκφράζει την άποψή του ότι ήταν καλό να παραχωρηθεί στον Εβρέτα η ελευθερία της θρησκευτικής άσκησης. – Αυτό συνέβηκε στις 26 Απριλίου 1852 (αρ. 5486).

Στις 15 Νοεμβρίου 1823, προσπαθεί και η αδελφή τού Εβρέτα, η Αικατερίνα, να επιστρέψει στην ορθόδοξη θρησκεία. Σε επιστολή της, από το Μισκόλτς προς τον εκεί καθολικό αρχιδιάκονο Barkóczy, λέει ότι πριν από λίγο καιρό της είχε δοθεί η ευκαιρία να παντρευτεί έναν άντρα ευκατάστατο, αλλά εκείνος ανακαλύπτοντας τη σύγχυση και την ανασφάλεια που της προκάλεσε ο πεπλανημένος πατέρας της Ναούμ, αποτραβήχτηκε. Γι’ αυτό, θέλοντας να παραμείνει στην πίστη στην οποία γεννήθηκε και πλησιάζοντας στην ηλικία των 18 ετών, ζητά από τον αρχιεπίσκοπο να άρει από πάνω της τη συνήθη ένδειξη των 6 εβδομάδων. Οι νόμοι τής τότε εποχής απαιτούσαν ότι όποιος θέλει να περάσει από την καθολική θρησκεία σε άλλη, να μάθει σε 6 εβδομάδες τα θεμελιώδη της πίστης από έναν καθολικό ιερέα και μετά να υποβληθεί σε εξετάσεις να αποδείξει ότι τα ξέρει όλα, αλλά παρ’ όλο που τα γνωρίζει, δεν θέλει να τα ακολουθήσει.

Ο πρωτόπαπας προσπάθησε να την εμποδίσει από αυτό το βήμα. Γι’ αυτό απευθύνθηκε στο Παλάτι της χώρας και θυμίζοντας την περίπτωση του αδελφού της Ευρέτα, που αφέθηκε να παραμείνει στον πατρογονικό νόμο, ζήτησε να της δοθεί το έλεός της Αυτού Μεγαλειότητας. Επιπλέον, δεν αρνήθηκε τον ζήλο της καρδιάς της και παρέμεινε στην πίστη, στην οποία γεννήθηκε. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της εξέτασης των 6 εβδομάδων; Θα ιδωθεί εν συνεχεία.

Το συμβούλιο της χώρας διαβίβασε το αίτημα της Αικατερίνης στον αυτοκράτορα με πρόταση να απορριφθεί, γιατί η Αικατερίνη θα συμπληρώσει νόμιμη ηλικία 18 ετών στις 27 Αυγούστου 1824. Από την Βιέννη, στις 25 Γενάρη 1824, εκδόθηκε με αυτόν τον τρόπο η απόφαση. Τρεις μέρες αργότερα ο Γενικός Εφημέριος Αγριάς [Agria] απευθύνεται στο Παλάτι με καταγγελία στην οποία αναφέρει ότι η Αναστασία και οι συγγενείς της προσπαθούν να μεταστρέψουν την Αικατερίνη, σε αντίθεση με την διακήρυξή τους του 1816. Απαιτεί λοιπόν να τους επιπλήξει. Να πάει η Αικατερίνη στην Αγριά, και ο παππούς της να εξαναγκαστεί να πληρώσει τα έξοδα συντήρησής της, για παραδειγματισμό και των άλλων. Η Αναστασία κι ο Μιχαήλ επιπλήχθηκαν, αλλά η Αικατερίνη παρέμεινε στη φροντίδα τους. Στις 26 Αυγούστου 1824, μια μέρα πριν κλείσει τα 18 έτη, η Αικατερίνη παρακαλεί για άλλη μια φορά το Παλάτι της χώρας, ελπίζοντας ότι τώρα ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε το πρώτο της αίτημα έχει εξαφανιστεί, και ότι θα της επιτραπεί η ελευθερία στην ομολογία της πίστης της, όπως την προτρέπει η καρδιά της, σύμφωνα με την πιο βαθιά της πεποίθηση.

Προτομή του Ανδρέα Σαγκούνα μπροστά στο Colegiului Național „Andrei Șaguna” στο Brașov.

Το αίτημα αυτό της Αικατερίνης υποβλήθηκε (στις 31 Αυγούστου 1824) στον αυτοκράτορα, με την πρόταση να εγκριθεί η θρησκευτική διδασκαλία των 6 εβδομάδων της Αικατερίνης και η νομική εξέταση. Η Αικατερίνη είχε αρχίσει να λαμβάνει οδηγίες από τον καθολικό ιερέα της ενορίας του Μισκόλτς, τον βαρόνο Barkóczy. Αλλά αυτός μετά από λίγο καιρό απαιτεί να πάρουν το κορίτσι από τη μητέρα του και να το πάνε στην Αγριά, γιατί διαφορετικά όλες οι οδηγίες του θα μείνουν χωρίς αποτέλεσμα. Η Αναστασία αντιστέκεται, γράφοντας (στις 7 Μαρτίου 1825) στο Παλάτι, ότι δεν μπορεί να αφήσει την όμορφη κόρη της σε φροντίδα άλλων, που δεν μπορεί να εμπιστευτεί. Αλλά για να αρθεί κάθε υποψία ότι αυτή ή οι συγγενείς της θα προσπαθούσαν να αποτρέψουν την Αικατερίνη από την Καθολική θρησκεία, σχεδιάζει να την πάει στην Πέστη σε γυναικείο μοναστήρι, για να μάθει εκεί ανάμεσα στις γυναίκες από τον κατηχητή Augustin Megele, όντας μακριά από ελληνορθόδοξους, ώστε με αυτόν τον τρόπο να γίνει ακόμη πιο φανερό ότι η ίδια, η Αναστασία ή οι συγγενείς της δεν προσπαθούν να βάλουν κανένα εμπόδιο, ούτε και να περιορίσουν την ελευθερία της Αικατερίνης.

Τελικά, στις 11 Απρίλη 1825, η Αικατερίνη ξεκίνησε την εξέταση  διάρκειας 6 εβδομάδων. Την πρώτη μέρα, αφού της εξηγήθηκε ο σκοπός αυτής της διδασκαλίας, όταν ρωτήθηκε για ποιον λόγο ήθελε να αλλάξει την θρησκεία της, η Αικατερίνη απάντησε: «Δεν θέλω να μολύνω το νερό της βάπτισής μου. Γεννήθηκα στο ελληνικό δίκαιο (δηλαδή Ορθόδοξο-Ανατολικό), στο ίδιο δίκαιο θέλω να πεθάνω. Αν ως τώρα μεγάλωσα με το Καθολικό θρήσκευμα και το ακολούθησα, εξαναγκάστηκα σε αυτό με εντολή του πρίγκιπα. Σε αυτή την εντολή ήμουν υποχρεωμένη να υπακούσω. Αλλά τώρα, ως ενηλικιωμένη, έχω ξεφύγει από αυτόν τον νόμο και μου επετράπηκε να διαλέξω μεταξύ των δύο θρησκειών. Επιλέγω λοιπόν, την ελληνική, η οποία μόνον γλωσσικά διαφέρει από την παπιστανική».

Μετά από αυτό της είπαν, ποιο είναι το θεμέλιο της ηγεσίας της θρησκείας, δηλαδή του Θεού, και αφού της εξηγήθηκε η ύπαρξή του και οι ιδιότητες του, της τέθηκε το ερώτημα: –Τι είναι ο Θεός; Η Αικατερίνη απάντησε: «Καταλαβαίνω τι είναι ο Θεός, μα δεν μπορώ να Τον εξηγήσω, ούτε ξέρω πώς να μετράω τις ιδιότητες Του. Ούτε καν τι επιθυμεί ο αξιότιμος κύριος (δηλαδή ο εξεταστής ιερέας) για να τα μάθω αυτά και ολόκληρη την κατήχηση λέξη προς λέξη, γιατί δεν είμαι ικανή για κάτι τέτοιο».

Προτομή του Ανδρέα Σαγκούνα, στο Astra, 1973, έργο του Gyenge Imre.

Στις άλλες ερωτήσεις, που τέθηκαν, 42 εν συνόλω, μία ερώτηση κάθε μέρα, απαντούσε συνοπτικά ή απλά: «Δεν γνωρίζω».

Αφού τελείωσε τις εξετάσεις, ο ιερέας της ενορίας του Μισκόλτς, Gaşpar Vezerle, της δίνει ένα πιστοποιητικό (30 Μαΐου 1825) που λέει ότι αν και πέρασε τις υποχρεωτικές εξετάσεις, παρέμεινε αποφασισμένη να ακολουθήσει τις διδασκαλίες της ελληνορθόδοξης θρησκείας, γιατί αυτό υπαγορεύει η συνείδησή της και η ορμή της μέσα στην καρδιά της. Γι’ αυτό δεν θέλει να παρεκκλίνει από τον τρόπο λατρείας του Θεού όπως οι πρόγονοί της, ελπίζοντας ότι θα βρει την αιώνια ευτυχία της μελλοντικής της ζωής στη θρησκεία εις την οποία γεννήθηκε και βαφτίστηκε.

Αν και το πιστοποιητικό αυτό ήταν ευνοϊκό για την υπόθεση της Αικατερίνης, ο γενικός εφημέριος της Αγριάς, Iosif Nováky για άλλη μια φορά προσπάθησε να αποτρέψει την επιστροφή της εις τους κόλπους της πατρογονικής εκκλησίας. Στις 29 Ιουνίου 1825, έγραψε στο Παλάτι, ζητώντας-του να απορρίψει το αίτημα της Αικατερίνης, επειδή αυτή δεν έχει κανένα λόγο για να εγκαταλείψει την Καθολική θρησκεία παρά απλώς την ελπίδα ότι μεταβαίνοντας στην Ορθόδοξη θρησκεία, θα μπορέσει να παντρευτεί γρηγορότερα.

Αν η επιθυμία της Αικατερίνης ικανοποιηθεί –γράφει ο εφημέριος–αυτό το γεγονός θα ήταν πολύ επιβλαβές για την Καθολική πίστη. Το αναπληρωματικό συμβούλιο όμως δεν πήρε υπ’ όψιν αυτό το αίτημα του καθολικού εφημέριου, και στην έκθεσή του προς τον βασιλιά (12 Ιουλίου 1825) προτείνει να δοθεί και στην Αικατερίνη η ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών παποιθήσεων.

Με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1825, η πρόταση αυτή του αναπληρωματικού συμβουλίου επικυρώθηκε και στη Βιέννη.

Έτσι, μετά από μακροχρόνιες μάχες και προσπάθειες, επέστρεψε η Αικατερίνη πλέον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην πίστη των προγόνων της. Για την μετέπειτα μοίρα της ζωής της, λόγω έλλειψης εγγράφων, τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Το όνομά της εξαφανίζεται, στο εξής, από τα έγγραφα, πόσο καιρό ήταν με τον αδελφό της, που έγινε ευκατάστατος έμπορος με φήμη στην Πέστη, όπου τον συναντάμε αργότερα: στις 18 Γενάρη 1848 τον βρίσκουμε να βοηθά τον αδελφό του, τότε εφημέριο στην Τρανσυλβανία, με ποσό των 1000 φλορινιών, και σε έγγραφο της 31ης Μαΐου 1848, αναγράφεται το όνομά του ως βουλευτής της πόλης της Πέστης.

Προτομή του Ανδρέα Σαγκούνα, στο Hațeg.

Το 1849, όμως, ούτε αυτός ούτε η Αικατερίνη ζούσαν. Αυτό είναι γνωστό με βεβαιότητα.

Το μικρότερο παιδί, ο Αναστάσιος, που έμελλε αργότερα να γίνει ο επίσκοπος και μητροπολίτης Αντρέας [Andreiu] και του οποίου η μοίρα μας ενδιαφέρει περισσότερο ξεκίνησε τις στοιχειώδεις σπουδές του στο ελληνικό σχολείο του Μισκόλτς, κατόπιν παρακολούθησε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Καθολικό γυμνάσιο εκεί, και το οποίο τελείωσε σε ηλικία 18 ετών, με εξαιρετική επιτυχία, και μετά το γυμνάσιο των Πιαριστών [Ευσεβών] μοναχών στην Πέστη. Στο πιστοποιητικό περάτωσης των δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σπουδών του, αναφέρεται ότι ο Ανααστάσιος Σαγκούνα ήταν στο θρήσκευμα: Καθολικός, αλλά στην εθνικότητα: Ούγγρος, διότι μελέτησε ορθά τα θρησκευτικά εις το σχολείο, παίρνοντας εξέχουσα βαθμολογία στην μελέτη της θρησκείας, και στην ουγγρική γλώσσα, καθώς και «στα γράμματα και στις επιστήμες» υπήρξε ο 17ος διακριθείς μεταξύ των 103 συμμαθητών του, από τους οποίους διακρίθηκαν μόνο οι 32.

Αυτό το τόσο ωραίο αποτέλεσμα σήμαινε παρότρυνση προς όσους ενδιαφέρονταν για την τύχη του ταλαντούχου νέου, ιδιαίτερα προς τον καλό του προστάτη, τον Αθανάσιο Γκραμπόφσκι, που του ήταν πλέον σαν ένας πατέρας, να μη φείδεται θυσιών, και να του παρέχει κάθε βοήθεια που χρειαζόταν να συνεχίσει τις σπουδές του. Αυτό και συνέβη. Μετά δε την ολοκλήρωση των δευτεροβάθμιων σπουδών του, ο Αναστάσιος παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας και νομικής στο «Βασιλικό Πανεπιστήμιο» της Πέστης για τρία χρόνια, κάνοντας σοβαρές σπουδές, η πληρότητα των οποίων γίνεται συχνά αισθητή αργότερα στα γραπτά του, καθώς και σε πολιτικούς λόγους και διάφορα κείμενα-ντοκουμέντα, ακόμα και σε δημόσια έγγραφα.

Μόλις στην αρχή των πανεπιστημιακών του σπουδών έκανε και αυτός το σημαντικό βήμα που είχαν κάνει κι ο αδελφός του Εβρέτας κι η αδελφή του Αικατερίνη. Ως πρωτοετής φοιτητής πανεπιστημίου, 9 ημέρες αφότου συμπλήρωσε την νόμιμη ηλικία των 18 ετών, και αυτός επέστρεψε στους κόλπους της πατρογονικής του εκκλησίας. Σε μια πολύ αποφασιστική δήλωση λέει ότι, μελετώντας με εξαιρετική επιτυχία στα καθολικά γυμνάσια του Μισκόλτς και της Πέστης και ασχολούμενος επιμελώς με την μελέτη της θρησκείας, γνωρίζει τα θεμέλια του καθολικού δόγματος από μέσα και από έξω. Ωστόσο, η εσωτερική του πεποίθηση ή η έμπνευση τον προτρέπει: να ακολουθεί τις ιερές διδαχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επειδή όμως έλαβε βαθμό εξέχοντα στις σπουδές των θρησκευτικών, ζητά να εξαιρεθεί από τις συνήθεις εξετάσεις των 6 εβδομάδων, τις οποίες τις θεωρεί εις την παρούσα υπόθεση ως περιττές.

Το Colegiul Național „Andrei Șaguna” στο Brașov.

Αποστέλλει αυτήν τη δήλωση στο Παλάτι και στο συμβούλιο το αναπληρωματικό της χώρας, συνοδευόμενη από ένα υπόμνημα, στο οποίο, εκτός από τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αναφέρει και το γεγονός ότι ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι την ηλικία των 8 ετών, ως το 1816. Το αναπληρωματικό συμβούλιο έστειλε επιτροπή 3 ατόμων να ερευνήσει την υπόθεση. Αυτή η επιτροπή λέει στις 20 Φλεβάρη 1827, ότι πάνω από όλα προσπάθησε με όλες της τις δυνάμεις να πείσει τον Αναστάσιο να παραμείνει στην καθολική θρησκεία. Παρατηρώντας όμως ότι αυτή η επιμονή δεν έφερνε το ζητούμενο αποτέλεσμα, τον αμφισβήτησε σκληρά, ώστε να μάθει ποιος ή τι τον παροτρύνει να επιστρέψει στον μη ουνιτικό ελληνικό νόμο, ή μήπως του δόθηκαν κάποιες υποσχέσεις ή δελεασμοί από κάπου; Ο Αναστάσιος δήλωσε ενώπιον αυτής της επιτροπής, γραπτά και προφορικά, ότι δεν πιστεύει ότι καλείται να κρίνει αν η ορθόδοξη θρησκεία είναι καλύτερη και πιο σωτήρια από την καθολική, αλλά ότι έχει μόνο μια επιθυμία: να μπορεί να ζήσει και να πεθάνει στη θρησκεία στην οποία γεννήθηκε. Δεν υπήρξε από τους συγγενείς του κανένα είδος υπόσχεσης ή εξαναγκασμού και δεν τον ώθησε κανείς σε αυτή την απόφαση. Γι’ αυτό ζητά από την Αυτού Μεγαλειότητα με τις πιο ταπεινές παρακλήσεις, να ελεηθεί και να του επιτρέψει να ακολουθήσει ελεύθερα τη συνείδησή του χωρίς κανέναν εκβιασμό.

Οι δηλώσεις Σαγκούνα και η έκθεση της εξεταστικής επιτροπής υποβάλλονται από το αναπληρωματικό συμβούλιο (την 1η Μαΐου 1827) στον βασιλιά με την πρόταση ότι όντας προσανατολισμένος πλήρως ο Αναστάσιος Σαγκούνα στις διδασκαλίες της καθολικής πίστης, θα πρέπει να του επιτραπεί η ελευθερία στην άσκηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως επιτράπηκε και στον αδελφό του Εβρέτα, χωρίς δε να προσποιείται και να υποταχθεί στην συνήθη καθολική εξέταση των 6 εβδομάδων. Ωστόσο, δόθηκε διαταγή από την Βιέννη (στις 13 Ιούλη 1827) ότι πριν μεταστραφεί εις την ορθόδοξη θρησκεία, ο Αναστάσιος Σαγκούνα έπρεπε να ακολουθήσει την συνηθισμένη καθολική εξέταση του διάσημου ρήτορα και λόγιου Augustin Popol και για το αποτέλεσμά της να υποβληθεί σχετική γραπτή αναφορά.

Η διαταγή αυτή κοινοποιήθηκε (στις 8 Αυγούστου 1827) από το αναπληρωματικό συμβούλιο στην σύγκλητο του πανεπιστημίου και στον καθολικό εφημέριο από την Αγριά.

Το Μαυσωλείο του Μητροπολίτη Andrei Șaguna.

Η καθολική διδασκαλία ξεκίνησε στις 5 Νοεμβρίου και διήρκεσε ως τις 18 Δεκέμβρη 1827. Θα έπρεπε να γίνει παρουσία τουλάχιστον δύο μαρτύρων, αλλά ο καθηγητής Πόπολ [Popol] λέει στη δήλωσή του στις 23 Δεκέμβρη 1827, ότι είχε να κάνει με πανεπιστημιακό φοιτητή, δεν έκρινε απαραίτητο να καλέσει άλλους μάρτυρες, αλλά θεώρησε την υπόθεση αυτή άκρως εξαιρετική. Το πανεπιστημιακό συμβούλιο έφερε και αυτή την περίσταση σε γνώση του Παλατιού μέσω της επιστολής της 4ης Μαρτίου 1828.

Στο πιστοποιητικό που έδωσε ο Augustin Popol, στις 27 Απρίλη 1828, σε αυτήν την εξέταση, λέγεται ότι ο Σαγκούνα άκουσε σεμνά και προσεκτικά, όπως αρμόζει σε έναν πανεπιστημιακό φοιτητή, την εξήγηση ολόκληρης της Καθολικής διδασκαλίας. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να δηλώσει στο τέλος των 6 εβδομάδων ότι θέλει να μείνει σταθερός στη θρησκεία της μάνας του, πεπεισμένος ότι παραμένοντας σε αυτή τη θρησκεία, που έλκει την καταγωγή της από τον Χριστό, θα πετύχει την αιώνια ευτυχία.

Με βάση αυτό το πιστοποιητικό, στις 6 Μαΐου 1828, το αρμόδιο αναπληρωματικό συμβούλιο υπέβαλε την έκθεσή του στον βασιλιά, προτείνοντας, όπως τ’αδέλφια του Εβρέτας και Αικατερίνα είχαν την ελευθερία να επιστρέψουν στην μη ενωμένη [μη-ουνιτική] ελληνική θρησκεία, έτσι κι ο Αναστάσιος Σαγκούνα έπρεπε να του επιτραπεί να ακολουθήσει και αυτός την δική του πεποίθηση.

Ο βασιλιάς επικύρωσε την πρόταση αυτή με την απόφαση της 23ης Ιουλίου 1828, η οποία κοινοποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1828 από το αναπληρωματικό συμβούλιο, εις τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο Αγριάς, το πανεπιστημιακό συμβούλιο και την κομητεία της Πέστης, προκειμένου να ενημερώσει τους περισσότερο ενδιαφερόμενους για τον διαπρεπή νεαρό πανεπιστημιακό φοιτητή Αναστάσιο Σαγκούνα και τους πιο κοντινούς του ανθρώπους.

Εδώ τελειώνει η οικογενειακή συναισθηματική αναταραχή η οποία τρομοκράτησε τόσο πολύ κατά την περίοδο 1814-1816 την καρδιά της Αναστασίας και την προβλημάτιζε αργότερα, σε όλη τη διάρκεια των 12 ετών όσο χρόνο γνώριζε ότι ο αγαπητός της γιος Αναστάσιος, επίσημα, βρισκόταν σε διαφορετική πίστη από τη δική της.

Είναι σκόπιμο να ανακοινώσουμε με κάθε επιμονή την ιδιαίτερη αξία αυτής της γυναίκας, την οποία το ρουμανικό γένος και η αγία αυτού προγονική εκκλησία θα πρέπει να την τοποθετεί, από εδώ και στο εξής, πλάι στις πιο φωτεινές εικόνες Ρουμανισσών γυναικών και μητέρων του παρελθόντος. Μαζί με αυτές πρέπει και η μνήμη της Αναστασίας να διαφυλάσσεται και να τιμάται με αγιότητα.Γιατί χωρίς την άγρυπνη ψυχή της, την σταθερά ακοίμητη, χωρίς τη φροντίδα της ως φύλακας άγγελος, είναι ένα ερώτημα αν η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Τρανσυλβανία θα μπορούσε να είχε μεταξύ των πηδαλιούχων της έναν μητροπολίτη με το συντριπτικό μέγεθος του Αντρέι Σαγκούνα. Θα μπορούσε να είχε συμβεί να τον χάσει για πάντα, αφού είχε αναγκαστεί από την παιδική του ηλικία να περάσει στον κυρίαρχο καθολικισμό, που για αρκετούς αιώνες έκλεψε από τους Ρουμάνους στο Αρντεάλ πολλούς άξιους άνδρες, τους αποξένωσε από τα ταλέντα τους, αφήνοντάς τους ορφανούς από εκείνους που με την ικανότητα του μυαλού και το μεγαλείο της καρδιάς μπορούσαν να έχουν δώσει στην βασανισμένη ζωή τους στο παρελθόν το σχήμα μιας πνευματικής ζωής, πιο προωθημένης και γαλήνιας.

Το Μαυσωλείο του Μητροπολίτη Andrei Șaguna.

Θα ήταν ένα σημαντικό κέρδος για τον Καθολικισμό, φυσικά, αλλά για την πατρογονική μας εκκλησία θα ήταν ανείπωτη απώλεια, αν μια μοίρα ήθελε να της στερήσει αυτόν τον αξέχαστο ευεργέτη, τον οποίο οι Καθολικοί προσπάθησαν να αρπάξουν με τη βία στο πρόσωπο του Σαγκούνα. Και χωρίς αυτόν, πού θα βρισκόταν σήμερα η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Τρανσυλβανία; Αν έλειπε το σωτήριο έργο αυτού του νομοθέτη «ισχυρού σε πράξεις και λόγια», ποιος θα μπορούσε «να καταδιώξει τους παραβάτες, επιπλήττοντάς τους», ποιος θα μπορούσε να συγκεντρώσει «τους διασκορπισμένους στη φθορά», να τους κυβερνήσει και να τους οδηγήσει στο λιμάνι της σωτηρίας; Θα ήταν δύσκολο να βρεθεί κάποιος άλλος ικανός, που να ανταποκριθεί τόσο λαμπρά σε ένα σημαντικό κάλεσμα, ιστορικό, θρησκευτικό, πολιτιστικό και πολιτικό, όπως συνέβηκε με τον Αντρέι Σαγκούνα.

Η ευγνώμων μνήμη πρέπει λοιπόν να τοποθετήσει την εικόνα αυτής της πιστής κι ηρωίδας μάνας, που ήταν η Αναστασία Σαγκούνα, δίπλα ή και πάνω από την περίφημη Κυρία Δέσποινα, σύζυγο του Νεαγκόε Μπασαράμπ [Neagoe Basarab]. Γιατί αν αυτή υπήρξε καλή χριστιανή και στοργική μητέρα, το ίδιο ήταν και η Αναστασία. Αν ο θρύλος λέει για τη Δέσποινα, ότι το θρησκευτικό της συναίσθημα ήταν τόσο βαθύ και δυνατό, που μπόρεσε να απαρνηθεί τα στολίδια και τα ακριβά της πράγματα, μόνο και μόνο για να δει τον εαυτό της υπό την στέγη του μοναστηριού του Argeş, σε αντίθεση για την Αναστασία οι πράξεις της και οι ιστορικές μαρτυρίες δίνουν την πιο εύγλωττη απόδειξη ότι θυσίασε όλη τη γαλήνη της ζωής της, έβαλε όλη της την ψυχή στο να σώσει τον γιο της για χάρη της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος θα άρχιζε και θα έφερνε σε αίσιο πέρας το έργο της οργάνωσης και απελευθέρωσης αυτής της αγίας εκκλησίας και των πιστών αυτής, δεσμευμένους επί αιώνες.

Η ημέρα της 29ης Δεκεμβρίου 1826, όταν ο Σαγκούνα δήλωσε αποφασιστικά την επιθυμία του να επιστρέψει στους κόλπους της εκκλησίας των προγόνων του, είναι εξίσου σημαντική με τα γενέθλιά του (20 Δεκεμβρίου 1808).

Από εδώ και πέρα, η μοίρα του είναι σχεδόν αποφασισμένη, και αλλάζει προς το καλύτερο και μένει ακλόνητη αυτή η μεταστροφή.

Οι συνεχείς προσευχές της Αναστασίας δεν έμειναν χωρίς κάποια ανταπόκριση, γιατί στις καλές και ευσεβείς ψυχές ο Θεός αφήνει τη χαρά της νίκης. Το υφαντό των αδύναμων ινών, που είχαν απλώσει οι κακές μοίρες στα παιδιά της από τη βρεφική ηλικία, βλέπει τώρα να σκίζεται. Στην ανακουφισμένη ψυχή της αρχίζουν να ανθίζουν μεγάλες ελπίδες, ειδικά για το μέλλον του ταλαντούχου Αναστάσιου, ελπίδες που αυτός στη λαμπρή μετέπειτα διαδρομή του όχι μόνο τις εκπλήρωσε, αλλά μάλλον ξεπέρασε κατά πολύ τα όριά τους. Διότι οι καλές μοίρες, παίρνοντάς-τον υπό την κηδεμονία τους, άρχισαν να του γνέθουν επιδέξια το νήμα της ζωή. Και το έγνεθαν πάντα και όλο και περισσότερο, ώσπου αυτό άρχισε να μπλέκεται με τα νήματα της δικής μας εθνικο-εκκλησιαστικής ζωής σαν μια κόκκινη κλωστή, για να δείξει τα μονοπάτια της σωτηρίας, στα οποία πλέον προχωρούσε ο Τρανσυλβανικός Ρουμανισμός, κατορθώνοντας να εξέλθει από την άβυσσο του σκότους και της σκλαβιάς αιώνων, κατευθύνοντας τα βήματα προς ένα μέλλον καλύτερο, το οποίο μετά από τόσους αιώνες παθών και καταπίεσης, άξιζε πλέον τον κόπο. – Και η συμπεριφορά των δύο μεγάλων παιδιών, του Εβρέτα και της Αικατερίνας, έδωσαν μια μεγάη παρηγόρια στην χήρα Αναστασία. Όμως η καρδιά της από χαρά χοροπηδούσε, ειδικά όταν έβλεπε μέρα τη μέρα την εξυπνάδα, την ευπρέπεια, την υπακοή και την πρόοδο, που έκανε ο αγαπητός της Αναστάσιος, στις πιο υψηλές και πιο δύσκολες επιστήμες.

Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές, το έτος 1829, ο Αναστάσιος Σαγκούνα, ακολουθώντας την προτροπή της καρδιάς του, αλλά φυσικά και ακούγοντας τη συμβουλή της μητέρας του, πήγε στο Vârşeţ να σπουδάσει θεολογία, να γίνει τελικά υπηρέτης αυτής της εκκλησίας και της πίστης του Χριστού, για την οποία με τόσο ιερό πείσμα αγωνίστηκε ακλόνητα κι ηρωικά η μάνα του Αναστασία.

Εδώ του έγινε θερμή υποδοχή στο σπίτι του επισκόπου Maxim Manuilovici, ο οποίος ήταν κι αυτός Ρουμάνος στην καταγωγή και με καλά ρουμανικά αισθήματα. Τις θεολογικές του σπουδές ο Σαγκούνα τις ολοκλήρωσε γρήγορα και με λαμπρά αποτελέσματα. Μέσα από την εξυπνάδα του και τις εμπεριστατωμένες γνώσεις του διακρίθηκε τόσο πολύ μεταξύ των συναδέλφων του και ακόμη και μεταξύ των δασκάλων του, έτσι ώστε όταν περάτωσε τα θεολογικά μαθήματα στο Βάρσετς [Vârşeţ], ο Σέρβος μητροπολίτης εκείνης της περιόδου, Στέφαν Στρατιμιρόβιτσι [Ştefan Stratimirovici], τον κάλεσε αμέσως ως καθηγητή θεολογίας στο Κάρλοβιτς, όπου θα διεκπεραίωνε και τη δουλειά του γραμματέα του μητροπολίτη.

Και από το Βάρσετς και από το Κάρλοβιτς, έγραφε συχνά στην καλή του μάνα, την Αναστασία, πάντα με λόγια γεμάτα παρηγοριά, αγάπη και υιική ευγνωμοσύνη.

Όταν πάλι ήταν 25 ετών –την εποχή των παθών–, αποφάσισε να εγκαταλείψει τις ελκυστικές απολαύσεις που δίνει η ζωή σε αφθονία, ειδικά σε έναν νεαρό προικισμένο με τόσο διακεκριμένες σωματικές και ψυχικές ιδιότητες, όπως ήταν ο Αναστάσιος Σαγκούνα. Για να μην τον κατακλύσουν τα εγκόσμια κύματα με το «να κουβαλάει βαριά φορτία», αποφάσισε να θέσει όλες τις δυνάμεις στην ιερή λειτουργία της εκκλησίας και στην προγονική πίστη, και την 1η Νοέμβρη 1855 μπήκε στο μοναστικό τάγμα, λαμβάνοντας ως μοναχός το όνομα Ανδρέας [Andreiu], που σημαίνει «ο πρωτόκλητος».

Σε αυτό το σημαντικό βήμα, τον συνόδευε, εκτός από την ευλογία της μητέρας του, η ισχυρή πίστη σε ένα θρησκευτικό-εθνικό ιδεώδες και η πεποίθηση ότι μόνο σε αυτόν τον δρόμο, αποκηρύσσοντας παντελώς τις φευγαλέες εγκόσμιες απολαύσεις, θα μπορούσε να εκπληρώσει το ιερό κάλεσμα της ζωής του. Μεγάλης σημασίας είναι και το όνομα που επέλεξε ο Σαγκούνα ως μοναχός. Όσοι παίρνουν την απόφαση να κάνουν αυτό το βήμα, όχι μόνο για να είναι μοναχοί και να μείνουν κλεισμένοι στα τείχη μιας μονής, προστατευμένοι από τους αγώνες και τις πίκρες μιας ταραχώδους ζωής, μα και επειδή νιώθουν καλεσμένοι, –με τα ιμάτια μοναχού, ντυμένοι «με ρούχο της θεάς της δικαιοσύνης και την ασπίδα της πίστεως»–, να μπουν στην αρένα με τους έντονους αγώνες του έθνους τους και της εκκλησίας τους, δεν θέλουν να πάρουν οποιοδήποτε μοναστικό όνομα τυχαία, αλλά θα επιλέξουν ένα σχετικό με τον σκοπό της ζωής τους και που θα δείχνει τον σκοπό αυτής της ζωής. Έτσι, λοιπόν, πιστεύουμε ότι ο Σαγκούνα –ο οποίος σε όλα του τα έργα αναζητούσε πάνω απ’ όλα τη σύνδεση με την καλή και όμορφη αρχαιότητα των αποστολικών χρόνων– όταν επέλεξε το όνομά του Ανδρέας, πρέπει να σκέφτηκε τον ομώνυμο απόστολο, για τον οποίο τα παλιά βιβλία λένε, ότι αυτός πρώτος, κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου σε αυτά τα μέρη τα ανατολικά, φτάνοντας αργότερα στο να κυριαρχήσει στο γένος μας.

Και πετώντας με τη σκέψη του στα φτερά της αγίας ελπίδας του, ο νεαρός 25χρονος μοναχός θα δει τότε, ότι σε μια μακρινή βλεφαρίδα του μέλλοντος, το μαγικό φως που επρόκειτο να τον στολίσει, ξανά και ξανά, στην ευγνώμονα μνήμη ενός ολόκληρου λαού, αυτό το όνομα με μια σημαντική σημασία: Χριστιανική και Ρουμανική.

Η ευσεβής Αναστασία ένιωσε την καρδιά της γεμάτη από τη σοδειά της πιο αγνής χαράς, ξέροντας ότι ο αγαπημένος της γιος, ο μοναχός Ανδρέας, είναι αφιερωμένος με όλη του την ύπαρξη και τη ζωή στην πατρογονική εκκλησία, για την οποία κατάφερε να τον σώσει, μέσα από τόσο σκληρές μάχες γι’ αυτήν, μα τόσο υποδειγματικές για όλους που θέλουν ή μπορούν να κατανοήσουν τη γοητεία της αγιότητάς της.

Στην ηλικία των 51 ετών, με ψυχή γαλήνια, η ενάρετη Αναστασία μετοίκισε στην αιωνιότητα, κηδεύτηκε στις 17 Ιανουαρίου 1856 από τον φωτισμένο ιερέα Ιωάννη Θεοδόροβιτσι [Ioan Teodorovici] στο κοιμητήριο «Kerepesi» στην Πέστη, στην οικογενειακή κρύπτη των Γκραμπόβσκι [Grabovski de Apadia], όπου λίγα χρόνια αργότερα εναποτέθηκαν για αιώνια ανάπαυση. και τα γήινα απομεινάρια του Εβρέτα και της Αικατερίνης.

ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ ΜΗΤΕΡΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΙΜΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΒΡΕΤΑ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΥΚΕΙΑΣ ΤΟΥ Α(ΔΕΛ)ΦΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

ΟΙΚΟΔΟΜΕΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΓΚΟΥΝΑ,

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΡΝΤΕΑΛ. 1849.

Συνέδριο διεξαχθέν εν Sălişte, στις 15/28 Αυγούστου 1910 από τον Ioan Lupaş

[1] Δες το βιβλίο του αείμνηστου Περικλή Παπαχατζή: «Scriitori aromâni în secolul al XVIII-lea», Βουκουρέστι 1909, σελίδα 40.

[2] Γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1805.

[http://vremurivechisinoi.blogspot.com/2016/12/viata-unei-mame-credincioase-anastasia_15.html]

Το όλο θέμα, που αφορά σε πρόσωπα όπως οι Γκραμπόβσκι, Σαγκούνα, Γκόζντου, Σίνα, Δούμπα, Μπέλλιου κ.λπ., τα οποία έχουν και συγγενική σχέση μεταξύ τους, και κοινή καταγωγή από την βλαχοπολιτεία Μοσχόπολη ή Βοσκόπολη και την ευρύτερη περιφέρειά της, είναι άξιο μελέτης θέμα πώς γίνεται να γίνονται όλοι αυτοί φορείς των «τοπικών εθνικισμών» (Ουγγαρίας, Ρουμανίας κ.λπ.), και να εξελίσσονται σε όντως «μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες» (ταυτόχρονα σε Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρουμανία, Σερβία κ.λπ.), και δημιουργοί των αστικών τάξεων τν χωρών της Μεσευρώπης! Από εκεί ξεκινάει το νήμα του λεγόμενου «Βλαχικού Ζητήματος», και όχι από εκεί από όπου το «αποκαλύπτουν» οι συγγραφείς του λεγόμενου «Κουτσοβλαχικού Ζητήματος». Μακάρι να βρεθούν φωτισμένοι μελετητές να φωτίσουν αυτό το φαινόμενο και τα πρωταγωνιστούντα πρόσωπα, το οποίο ούτε καν υποψιάζονται οι εν Ελλάδι και οι σε άλλες χώρες διαβιούντες Αρμάνοι/Βλάχοι, οι οποίοι θέλουν να περηφανεύονται για το παρελθόν «τους», που δεν το γνωρίζουν. Ο Άγιος Ανδρέας Σαγκούνας, αποτελεί συνέχεια στο κείμενό μου για την Οικογένεια Γκραμπόβσκι, εδώ στην ΦΑΡΕΤΡΑ… Και το ερώτημα: Τι ήταν ο Σαγκούνα[ς]; Αρμάνος/Βλάχος; Ρουμάνος; Γραικός;… Εσείς τι λέτε;!… Ιδού η Ρόδος…   

ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΡΟΖΙΑ, 1808

Εν Μισκόλτζη, λοιπόν, το 1808 είναι συνδρομητές του βιβλίου του Γεωργίου Ρόζια, και πέντε μέλη της οικογένειας Σαγκούνα, (Σαγκούνε).

Όσοι ταξιδεύουν στην Μεσευρώπη, και «απολαμβάνουν» την θέα των ωραίων «παραδοσιακών οικιών» και των «Δημόσιων Κτισμάτων» (Πανεπιστήμια, Μουσεία, Ακαδημίες, Στάδια, Ναοί, Ωδεία, Θέατρα, Μέγαρα κ.λπ.), στις πόλεις π.χ. Βιέννη, Βουδαπέστη, Μπρασόβ, Κλουζ, Οράντεα, Ντέβα, Σιμπίου, Βελιγράδι, Τιμισοάρα, Βουκουρέστι, Ιάσι, για να μην επεκταθώ σε δεκάδες άλλες πόλεις αυτού του χώρου, σίγουρα δεν γνωρίζουν ότι στην μέγιστη πλειονότητά τους όλα αυτά τα οικήματα είναι δωρεές Αρμάνων/Βλάχων μεγάλων ευεργετών –κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην Αθήνα μας– ανθρώπων που τα σημερινά κράτη τους «αναφέρουν» κομψά ως δικούς τους «εθνικούς ευεργέτες». – Γι’ αυτό οι τιποτένιοι του σήμερα αποκαλούν τους όμοιους τους… βλαχαδερά!; Γιατί θεωρούν τους Βλάχους σαν τα μούτρα τους!… Αμ δε… «Άι κάρτι;… Άι πάρτι!…» Αλλιώς, έπεα πτερόεντα εθνικιστικά.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ