Άρθρα Θέματα Παιδείας Κοινωνία Πολιτική

Ορισμένες σκέψεις με αφορμή τη συζήτηση για τη νεανική βία

Γι’ αυτό φάνηκε πολύ γρήγορα ότι μέτρα όπως η απαγόρευση των κινητών ή η πλατφόρμα για το bullying, δεν μπορούν και δεν θέλουν να λύσουν το πρόβλημα, που έχει πολύ βαθύτερες αιτίες και οι ρίζες του «ποτίζονται» από τις σάπιες «αξίες» που αποθεώνει το σημερινό εκμεταλλευτικό σύστημα

Ο άγριος ξυλοδαρμός της 14χρονης στη Γλυφάδα, το περασμένο Σάββατο, από συνομήλικές της, πυροδότησε εκ νέου τη συζήτηση για τη βία και την παραβατικότητα των νέων, που αναπόφευκτα εμπλέκει μέσα της το σχολείο και τον ρόλο του.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2023, το φαινόμενο παρουσιάζει αυξητικές τάσεις ειδικά μετά την πανδημία, ξεκινάει στις ηλικίες 8 με 14 ετών, ενώ η παραβατικότητα εκδηλώνεται κυρίως μετά την ηλικία των 15 ετών.

Αυξητικές τάσεις καταγράφει στατιστικά η ένταξη κοριτσιών σε ομάδες συνομηλίκων, όπου κάποια εμφανίζουν βίαιη συμπεριφορά απέναντι σε άλλα κορίτσια, με την παθητική ή την ενεργητική συμμετοχή όλης της ομάδας. Τέτοιο ήταν το περιστατικό στη Γλυφάδα.

Και μόνο το γεγονός ότι το φαινόμενο αντιμετωπίζεται με κατασταλτικούς – αστυνομικούς όρους (τα στατιστικά «κρατιούνται» από τις υποθέσεις που διαχειρίστηκε η ΕΛ.ΑΣ. και δεν υπάρχει κάποιος άλλος κρατικός φορέας αρμόδιος να μελετήσει κοινωνικά το πρόβλημα και να προτείνει λύσεις) εξηγεί και γιατί τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για τα σχολεία έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά.

Tο κράτος μεταθέτει το πρόβλημα στην ατομική – οικογενειακή ευθύνη και με τιμωρητικά μέσα (π.χ. πρόστιμο στους γονείς σε περίπτωση φθορών στο σχολείο) προσπαθεί να το διαχειριστεί και να το κουκουλώσει, μαζί και τις δικές του τεράστιες ευθύνες.

Έχουν μάλιστα το θράσος να τσουβαλιάζουν κάτω από τον όρο «παραβατικότητα» κάθε είδους συμπεριφορές και αντιδράσεις των νέων, που τα όνειρα, οι προσδοκίες και οι ανάγκες τους ασφυκτιούν και συνθλίβονται από την οικονομική και κοινωνική βαρβαρότητα που ζουν καθημερινά.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι εξαγγελίες για «το κινητό στην τσάντα», οι οποίες διαφημίστηκαν ως μέτρο για την πάταξη φαινομένων bullying και έκθεσης ανθρώπων στο διαδίκτυο, εκπαιδευτικών και μαθητών. Η κοροϊδία γονιών, μαθητών και εκπαιδευτικών πάει σύννεφο! Αναμφισβήτητα, τέτοια φαινόμενα πρέπει να κόβονται στη ρίζα τους… Ομως το κινητό δεν είναι η αιτία, αλλά το μέσο με το οποίο εκφράζονται μέχρι τώρα τέτοιες κοινωνικές παθογένειες.

Γι’ αυτό φάνηκε πολύ γρήγορα ότι μέτρα όπως η απαγόρευση των κινητών ή η πλατφόρμα για το bullying, δεν μπορούν και δεν θέλουν να λύσουν το πρόβλημα, που έχει πολύ βαθύτερες αιτίες και οι ρίζες του «ποτίζονται» από τις σάπιες «αξίες» που αποθεώνει το σημερινό εκμεταλλευτικό σύστημα.

Αλλωστε, από το ίδιο κινητό που μένει στην τσάντα (ή στον φοριαμό…) τις ώρες του σχολείου, ο νέος και η νέα εκτίθενται όλη την υπόλοιπη μέρα σε κάθε λογής σαβούρα που παράγει και αναπαράγει η βιομηχανία του «περιεχομένου» (content), αναδίδοντας την μπόχα του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, της κακοποίησης, της εκμετάλλευσης, της υποκουλτούρας.

Ειδικά τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είναι γεμάτα από βίντεο και φωτογραφίες απ’ όλο τον κόσμο όπου νέοι άνθρωποι λύνουν βίαια τις διαφορές τους, αγόρια και κορίτσια διαπομπεύονται από συνομήλικούς τους «δι’ ασήμαντον αφορμή» κ.λπ. Υπάρχουν μάλιστα και λογαριασμοί που αναπαράγουν ή πουλάνε τέτοιο περιεχόμενο, συμβάλλοντας στη γρήγορη διάδοση και ενθαρρύνοντας τον μιμητισμό.

Αποκρουστικές εικόνες της κοινωνίας που σαπίζει…

Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι αιτίες των δυσλειτουργικών και παραβατικών συμπεριφορών των νέων συνδέονται με δυσκολίες στην οικογένεια, στο σχολείο, στην παρέα, με την ανία, το άγχος, την ανασφάλεια, τη μοναξιά, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, την αδυναμία έκφρασης συναισθημάτων, με ελλείμματα στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους.

Υπάρχουν εντάσεις, άγχη και αγωνίες μέσα στα λαϊκά σπίτια οι οποίες δημιουργούν όρους επιθετικότητας στα παιδιά, είτε ως μίμηση είτε ως διέξοδο, ενώ παράλληλα το ίδιο το περιεχόμενο της αστικής ιδεολογικής παρέμβασης και στο πλαίσιο του διαδικτύου ευνοεί την αναπαραγωγή της σαπίλας, της βίας, της εμπορευματοποίησης του ανθρώπου, του γυναικείου σώματος κ.λπ. Και, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βία και η καταπίεση στους χώρους εργασίας, ακόμα και η ψυχολογική καταπίεση, εκφράζονται και μέσα στην οικογένεια.

Παραπέρα, γνωρίζουμε ότι βασική ανάγκη του παιδιού και γενικότερα του ανθρώπου είναι αυτή της αναγνώρισης. Μια σειρά μελετών έδειξαν πως η αδυναμία υλοποίησης αυτής της ανάγκης οδηγεί τα παιδιά και στην επιθετικότητα. Το ίδιο και η ματαίωση της ανάγκης για επικοινωνία με τους ενήλικες μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση της επιθετικότητας.

Να λοιπόν ένα πρώτο σημαντικό ζήτημα: Ποιος είναι αυτός που δεν αναγνωρίζει τον νέο άνθρωπο; Ποιος του στερεί την αναγνώριση; Αλλά και ένα άλλο ζήτημα: Σε ποια πρότυπα και αξίες πρέπει να προσαρμοστεί ο νέος άνθρωπος για να αναγνωριστεί; Μήπως βασικές ιδέες και αξίες της κυρίαρχης τάξης δεν είναι ο ανταγωνισμός και ο ατομικισμός;

Ειδικά σε ό,τι αφορά το οικογενειακό περιβάλλον, ως «υπόβαθρο» της νεανικής παραβατικότητας και βίας αναφέρονται η έκθεση σε κακοποιητική συμπεριφορά, οι τεταμένες γονεϊκές σχέσεις, η απουσία γονέα (ουσιαστικά ή μεταφορικά, π.χ. παραβατικοί γονείς, γονείς με ψυχικές διαταραχές), η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια κ.ο.κ.

Ολα αυτοί οι παράγοντες όμως δεν διαμορφώνονται «στο κενό», αλλά στο έδαφος της σημερινής ταξικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, που επιδρά καθοριστικά σε γονείς και παιδιά, ενώ παράλληλα λείπει και οποιαδήποτε ουσιαστική στήριξη από το κράτος, που θα μπορούσε να παρέμβει κυρίως προληπτικά – υποστηρικτικά.

Μπορούμε λοιπόν να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα, που βοηθούν να προσεγγίσουμε καλύτερα το ζήτημα και τις πραγματικές αιτίες του, πίσω από τη σκόνη που σηκώνει η προβολή του από τα κυρίαρχα αστικά ΜΜΕ, η οποία σε πολλές περιπτώσεις γίνεται ακόμα και με όρους «κλειδαρότρυπας».

Ενάντια όμως και στην προσπάθεια του αστικού κράτους να αξιοποιήσει αυτά τα φαινόμενα για να εντείνει συνολικά την καταστολή απέναντι στους νέους.

Γιατί κανείς δεν πρέπει να κλείνει τα μάτια στη βία και την παραβατικότητα, αλλά η υπερπροβολή τέτοιων περιστατικών, με τη συνοδεία αντιεπιστημονικών – καφενειακών ερμηνειών και αναλύσεων, χωρίς να λαμβάνεται κανένα ουσιαστικό μέτρο από την κυβέρνηση, όχι μόνο δεν βοηθάει αλλά χειροτερεύει την κατάσταση.

Και μία επισήμανση: Αλλα παραδείγματα αγωνιστικής – μαχητικής στάσης ζωής της νεολαίας, που αγκαλιάζουν μάλιστα πολύ περισσότερους νέους σε σύγκριση με την παραβατικότητα, θάβονται από τα ΜΜΕ, λοιδορούνται από το κυρίαρχο σύστημα και καταστέλλονται από τους μηχανισμούς του κράτους, ενώ αποτελούν υπόδειγμα και αντίβαρο για το τι μπορεί να δώσει σήμερα διέξοδο στους νέους.

Ο ρόλος του (απαξιωμένου) σχολείου

Απέναντι στις πραγματικές αιτίες που οδηγούν στα φαινόμενα αύξησης της βίας και της παραβατικότητας από νέους, τα μέτρα της κυβέρνησης για το σχολείο όχι μόνο δεν απαντούν, αλλά τις εντείνουν, με ευθύνη του κράτους.

Οι έρευνες τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι οι έφηβοι δεν βρίσκουν ενδιαφέρον στο σχολείο, βαριούνται, δεν βρίσκουν νόημα σε αυτό που κάνουν, δεν βρίσκουν χαρά στο σχολείο, ή καλύτερα βρίσκουν χαρά όταν κάνουν κάτι που δεν έχει σχέση με αυτό που έχουν στο μυαλό τους ως σχολείο: Βαθμοί, εξετάσεις, παπαγαλία, άγχος.

Αν και έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους και «το αίμα τους βράζει», δεν βλέπουν και πολύ ρόδινο το μέλλον τους και σκοντάφτουν από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, ως συνέπεια της ταξικής πολιτικής που τα αναπαράγει.

Και όταν οι εκπαιδευτικοί καταφέρνουν να κινητοποιήσουν «τον νου και την ψυχή» των εφήβων είναι όταν έχουν κάτι να τους πουν που βρίσκεται σε αντίθεση με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις του προγράμματος διδασκαλίας και των σχολικών βιβλίων. Όταν βγαίνουν εκτός πλαισίου, για να μπορέσουν να ανοίξουν στους μαθητές παράθυρα στο φως.

Πόσο καταφέρνουν όμως οι εκπαιδευτικοί να σκύψουν πραγματικά πάνω από κάθε μαθητή, να αφουγκραστούν τις ανάγκες του και να τον βοηθήσουν; Οταν αντιμετωπίζουν οι ίδιοι ζητήματα επιβίωσης, αξιολογούνται από την «υπηρεσία» με κριτήρια κόντρα στον πραγματικό παιδαγωγικό τους ρόλο;

Ακόμα πιο πέρα: Από τα σχολεία λείπει το απαραίτητο υποστηρικτικό προσωπικό. Οι κοινωνικοί λειτουργοί καλούνται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και αφού εκδηλωθούν περιστατικά όπως αυτό της Γλυφάδας. Οι σχολικοί ψυχολόγοι δεν υπάρχουν σε όλα τα σχολεία, και σε όποια υπάρχουν πηγαίνουν μόνο μία φορά τη βδομάδα (γιατί μοιράζονται σε πέντε σχολεία ο καθένας) και είναι ζήτημα αν καταφέρνουν να περάσουν από όλα τα τμήματα μέχρι τα μέσα της χρονιάς.

Τα Κέντρα Πρόληψης, που θα μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο και για την αντιμετώπιση της βίας και της παραβατικότητας των ανηλίκων, είναι δραματικά υποστελεχωμένα. Οι σχολές γονέων και η στήριξη και πληροφόρηση των οικογενειών, που παίζουν καθοριστικό ρόλο ειδικά για τα πρώτα χρόνια ανάπτυξης των παιδιών, επίσης δεν υπάρχουν. Επιπλέον, δεν έχει παρουσιαστεί από το υπουργείο Παιδείας ούτε μία μελέτη αποτίμησης των επιπτώσεων της πανδημίας στα παιδιά που είναι οι σημερινοί έφηβοι, και, φυσικά, δεν έχουν συζητηθεί μέτρα για την άμβλυνση αυτών των συνεπειών.

Απέναντι λοιπόν στην κρατική πολιτική του δήθεν «νέου» σχολείου, που συμπιέζει στα όρια του μικρότερου κόστους τις μορφωτικές και παιδαγωγικές ανάγκες των παιδιών, είναι επιτακτική ανάγκη να διεκδικήσουμε ένα σχολείο που θα προσαρμόζεται στα όνειρα, στις ανάγκες των μαθητών, και όχι οι μαθητές να προσαρμόζονται στην καταθλιπτική πραγματικότητα του ανταγωνισμού, του «ο θάνατός σου η ζωή μου» μέσα και έξω από το σχολείο.

Σε αυτόν τον δρόμο, η ύπαρξη ειδικών επιστημόνων και άλλων δομών υποστήριξης μπορεί να συμβάλει, θέτοντας στο επίκεντρο της προσοχής τις ευρύτερες κοινωνικές αιτίες αλλά και την εκπαιδευτική πολιτική που παράγει και αναπαράγει την περιθωριοποίηση, το πρόσθετο άγχος, την ανασφάλεια στους μαθητές, τον ανταγωνισμό, τις διάφορες ακυρώσεις της προσωπικότητάς τους.

«Αντίπαλο δέος» μια άλλη στάση ζωής

Απέναντι στις σάπιες «αξίες» του συστήματος που από τα σπάργανα σου μαθαίνει να «κοιτάς την πάρτη σου» και να «πατάς επί πτωμάτων για να ανελιχθείς», απέναντι σε όλα αυτά που γεννούν και αναπαράγουν τη βία ως πρότυπο συμπεριφοράς για μερίδα των νέων, μπορούν να δώσουν απάντηση οι έννοιες της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, το «μαζί είμαστε πιο δυνατοί», που κάνουν πράξη οι σύλλογοι, τα σωματεία, τα όργανα των γονιών και των ίδιων των μαθητών.

Η διεκδίκηση για τη στήριξη προς τους μαθητές και τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε πρόβλημα (οικονομικό, υγείας κ.λπ.), η απαίτηση μέτρων πρόληψης στο σχολείο, στους αθλητικούς και πολιτιστικούς φορείς, η διεκδίκηση μέτρων προστασίας απέναντι στην κακοποίηση, απέναντι στη φτώχεια, είναι ο δρόμος για να τεθούν σε πρώτη προτεραιότητα τα παιδιά και οι ανάγκες τους, αμβλύνοντας και τα φαινόμενα της νεανικής παραβατικότητας.

Και με τη δράση μας, με τις ιδέες μας, εκπαιδευτικοί και γονείς στέλνουμε μήνυμα στις νέες και τους νέους: Για να αντέξεις στη σημερινή σκληρή κοινωνία πρέπει να είσαι και ευαίσθητος και σκληρά διεκδικητικός, να συμπονάς με τον πόνο του άλλου, που τον βλέπεις σαν ίσο και όχι σαν «καημένο», να κοντοστέκεσαι και να ερμηνεύεις, να προσπαθείς να μπεις στη θέση του διεκδικώντας το δίκιο σου, όχι μόνο το δικό σου αλλά όλων.

Το προσωπικό «αυτοσυναίσθημα» εξυψώνεται παλεύοντας για τη ζωή όλων και όχι μειώνοντας και εξευτελίζοντας τους άλλους!

Γ.
banner-article

Ροη ειδήσεων

τίΠοτα