“Η απειλή της πνευματικής και συναισθηματικής φτώχειας στην εποχή μας” / γράφει η Νικολέτα Θάνου
Η φτώχεια είναι εκείνη η επίμονη απειλή που οι ανθρώπινοι μηχανισμοί άμυνας λόγω των πολλαπλών προκλήσεων που βιώνουμε καθημερινά την έχουν εκτοπίσει ως ανεπιθύμητη.
Η φτώχεια κατατρέχει θα έλεγα τον Έλληνα σαν ένα κακό δαιμόνιο που δεν τον αφήνει να ησυχάσει, είναι το κακό που θέλει να ξορκίσει, η δυστοπία που φοβάται να αντιμετωπίσει, ο εφιάλτης από τον οποίο θέλει να ξυπνήσει. Η φτώχεια, αυτή η παρείσακτη, η εξορισμένη από τις κοινωνίες της ευμάρειας και της παραισθησιογόνας ευφορίας και παράλληλα -ως ένα άλλο παράδοξο της αντιφατικής εποχής που διάγουμε- το κυρίαρχο στίγμα τους, το ορόσημό τους.
Αν μη τι άλλο, οι σύγχρονες μορφές φτώχειας έχουν αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού . Δημιουργούν πλάνες – και πλάνα – εφησυχασμού και παραίτησης από διεκδικήσεις πνευματικές, συναισθηματικές, ψυχικές, οι οποίες καλύφθηκαν από τα μυθεύματα της επάρκειας σε υλικά αγαθά, που και αυτά αρχίζουν να φθίνουν σε σημείο ανησυχητικό. Η σημερινή ένδεια είναι δεσμευτική σε σημείο ασφυκτικό, αλλά ο άνθρωπος εθελοτυφλεί σαν μεθυσμένος εραστής που ζει τη στιγμιαία χωρίς να υπολογίζει τι θα φέρει το αύριο…
Η πνευματική φτώχεια είναι από τις χειρότερες εκδοχές της, το ίδιο και η συναισθηματική. Συμπτώματα μιας εποχής που μαζί με την δυστοκία της έκφρασης, συνιστούν ένα κοκτέιλ θανατηφόρο, ανασταλτικό για κάθε είδους εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η μεγαλύτερη απειλή της ανθρωπότητας στις μέρες μας δεν είναι η υλική ένδεια, που στοιχειώνει την ύπαρξη και οδηγεί σε εξαντλητικά ωράρια εργασίας τα οποία κρατούν σε ύφεση τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου, αλλά η πτώχευση του νου σε αυτό το άνυδρο περιβάλλον της τηλεοπτικής κυριαρχίας.
Είναι αξιοσημείωτη η αύξηση των μαθησιακών δυσκολιών και η δυστοκία στην έκφραση των παιδιών που μεγάλωσαν εναγκαλιζόμενα με τα μέσα της τεχνολογίας σε αυτό το στείρο σε πνευματικά ερεθίσματα τοπίο. Οι καιροί απαιτούν να μην βλέπουμε τα τρωτά, κι αν τα βλέπουμε να μην τα λέμε με το όνομά τους, να μην τα κατονομάζουμε. Είναι και η σιωπή, μια σιωπή προσεκτικά – αλλά και προκλητικά – σκηνοθετημένη σε θέματα που δε μας αγγίζουν άμεσα , ένας τρόπος άμυνας απέναντι στη διαφαινόμενη φθορά. Ειδικά σε έναν κόσμο που η επιβίωση απαιτεί σιωπές και φτηνές μορφές αλληλεγγύης χωρίς κανείς να εγκύπτει ουσιαστικά στο πρόβλημα. Η πνευματική φτώχεια δεν υπονομεύτηκε από την οθόνη ή από την εικόνα αλλά από την υποτίμηση της δύναμής της αφενός και από την υπερεκτίμηση της δικής μας αφετέρου, χωρίς όμως έρεισμα. Το βιβλίο πετάχτηκε, μαζί με την αναγκαιότητά του για τη ζωή και τις αλήθειες του. Οι μαθητές βγήκαν από τα κάτεργα της ανάγνωσης στο φως της εικόνας, που κι αυτή, όμως, ήθελε άλλου είδους δύναμη για να αποτιμηθεί. Και εκεί υπήρξε η πλάνη.
Αυτή η αυτοεγκατάλειψη φτώχυνε το λόγο και κατ’ επέκταση τη σκέψη, σε σημείο απογοητευτικό και συνάμα τρομακτικό. Ίσως η χειρότερη μορφή ένδειας, γιατί ευαγγελίζεται την ανελευθερία. Ίσως η χειρότερη μορφή ένδειας, γιατί προοιωνίζει και κάτι ακόμα χειρότερο: την απουσία μιας γενικότερης καλλιέργειας από αυτές που δεν αφήνουν την ψυχή να μαραζώσει ωθώντας της στην αναζήτηση του Ωραίου, στην ενατένιση της ομορφιάς, στην επιδίωξη του Αληθινού, που αποτελούν εφαλτήρια δημιουργίας. Μια φτώχεια που πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας να την αναγνωρίζουν, να την αποκηρύσσουν, ώστε να μπορούμε μελλοντικά να τους δώσουμε τη σκυτάλη της πνευματικής αυτάρκειας, ώστε να κατατροπώνουν χίμαιρες – πραγματικές ή εικονικές.
Όσο για τη συναισθηματική ένδεια, αποτελεί τη μάστιγα μιας εποχής που έχει παγώσει από τις αποτυχίες, έχει κλειδώσει συναισθηματικά και έχει πετάξει το κλειδί. Δεν υπάρχουν πλέον ούτε ξόρκια ούτε μαγικές συνταγές που να κάνουν τον άνθρωπο να ενδιαφερθεί για το συνάνθρωπό του σε κοινωνίες όπου υποκρισία περισσεύει και η αγάπη δεν προσφέρεται απλόχερα, γιατί, όχι μόνο δεν περισσεύει, αλλά δεν επαρκεί ούτε για τον εαυτό. Και στις περιπτώσεις που επαρκεί, ο άνθρωπος του σήμερα βρίσκει τρόπο να την αυγατίζει μόνο για τον ίδιο μέχρι να οδηγηθεί στην αυτολατρεία. Και εκεί σταματά. Γίνεται ο ήρωας του εαυτού του εκπληρώνοντας τον ανώτερο σκοπό της ύπαρξης και εισπράττοντας την ικανοποίηση της συναισθηματικής και ψυχολογικής εξουδετέρωσης του άλλου κατά το πρότυπο των video games. Ο θάνατός σου, η ζωή μου και η ανθρωπιά χαμένη στα πεδία των μαχών. Ανθρωπιά και αγάπη ιδέες βιασμένες στους στίχους της μεταμοντέρνας παρακμιακής τραπ κουλτούρας, ενώ εσωτερικά κενά και αδιέξοδα στήνουν χορό σε ένα γαϊτανάκι του παραλόγου την ίδια στιγμή που η οικογένεια απορρυθμίζεται μετατρεπόμενη σε πεδίο μάχης. Ο συναισθηματικός ακρωτηριασμός είναι σύμπτωμα μη υγιούς οργανισμού, είναι γάγγραινα που εξαπλώνεται και μολύνει με πολύ γρήγορους ρυθμούς όλο το κοινωνικό σώμα, υποδαυλίζοντας κάθε έννοια αρμονικής συνύπαρξης και συναναστροφής δημιουργώντας παράλληλα θύλακες μοναξιάς τόσους που μακροπρόθεσμα η έννοια κοινωνία θα αποχρωματιστεί από το βαθύτερο νόημά της , την ουσία της . την συμμετοχή, το μοίρασμα.
Κλείνοντας, θα δανειστώ μια πολύ όμορφη ιδέα από αυτές που θαυμάζει κανείς, που απολαμβάνει να αναλύει και χαίρεται να διδάσκει, αλιευμένη από κείμενο του Οδυσσέα Ιωάννου, το οποίο έχει σταχυολογηθεί στην τράπεζα θεμάτων για το μάθημα της Έκθεσης. Μια τοποθέτηση που δε δείχνει την φτώχεια, αλλά τον πλούτο όσων έχουν μάθει να μοιράζονται ακόμα και με την προοπτική να χάσουν τα πάντα ή να απογοητευτούν:
«Καθένας βέβαια αποφασίζει για το πού και πώς θα διοχετεύσει τη μαχητικότητά του. Υπάρχουν πολλοί γοητευτικοί ήρωες και μύθοι από όπου μπορούμε να ψωνίσουμε χαρακτήρα. Και η παλέτα είναι ανοιχτή τόσο προς μία συλλογική συνείδηση όσο και προς τη θεωρία της μονοθέσιας βάρκας που χωράει μόνο τον εαυτό μας. Μαχητές και οι δύο. Με διαθλάσεις αυταπάτης και οι δύο. Ο πρώτος ότι θα σώσει τον κόσμο και ο δεύτερος ότι μπορεί να σωθεί μόνο αυτός σε έναν κατεστραμμένο κόσμο. Ούτε παρέα για τάβλι δεν θα έχει. Το παράδοξο βέβαια είναι πως, συνήθως, οι πρώτοι είναι εκείνοι που κάποια στιγμή στα στερνά αποτιμούν πως η ζωή τους πήγε χαμένη. Λογικό, οι ονειροπόλοι είναι οι καλύτεροι πελάτες της απογοήτευσης. Αλλά τα περάσματά τους ακόμη τα θυμούνται. Δεν ήταν πιο «ήρωες». Απλά, πιο έξυπνοι. Γιατί είχαν την «ιδιοτέλεια» να προσπαθήσουν να σώσουν έναν κόσμο που περιελάμβανε και αυτούς, και γιατί μοιράστηκαν. Στην ενεργητική και στην παθητική. Μοιράστηκαν.».
Αυτή την ομορφιά, την ομορφιά της ανάγνωσης όχι μόνο του κειμένου ή της εικόνας, αλλά του ανθρώπου και του κόσμου ολάκερου έχουμε αμετάθετο χρέος να την αναδείξουμε. Δεν είναι μόνο ευθύνη αλλά και προορισμός η μετατροπή της φτώχειας σε πλούτο. Πλούτο εσωτερικό. Πλούτο σε ιδέες, σε συναισθήματα, σε ψυχικά αποθέματα. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο αγωνιστή. Αυτό αναδεικνύει το μεγαλείο του.