Τζίνα Ρόουλαντς (19/6/1930 – 14/8/2024)
Ήταν και οι δύο πανέμορφοι. Ωραίοι και όμορφοι. Ξεχωριστά και μαζί, ως ζευγάρι. Ναι, αν κάτι ήταν να τους χαρακτηρίζει είναι η ομορφιά. Μιλάμε για δύο ανθρώπους, με αφορμή τον θάνατο ενός: αλλά πώς να μιλήσεις για την Τζίνα Ρόουλαντς, που «έφυγε» από τη ζωή προχθές (14/8), σε ηλικία 94 ετών, δίχως να αναφερθείς στον Τζον Κασσαβέτη;
Σπουδαία και τρανή ήταν η Ρόουλαντς. Σύζυγος του επίσης σπουδαίου κινηματογραφικού σκηνοθέτη Τζον Κασσαβέτη (που πέθανε πολύ νέος, 59 ετών, το 1989), έγινε γνωστή από τις δικές του ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε. Αν και η ίδια δεν θεμελίωσε την καριέρα της μόνο στις συνεργασίες με τον σύντροφό της, καθώς είχε επιτυχημένη πορεία και πριν και μετά από αυτόν, ωστόσο αυτές οι συνεργασίες ήταν που καθόρισαν το όνομά της στη βιομηχανία του θεάματος: Στις ταινίες «Πρόσωπα» (1968), «Μίνι και Μόσκοβιτς» (1971), «Μια γυναίκα εξομολογείται» (1974), «Νύχτα πρεμιέρας» (1977), «Γκλόρια» (1980) και «Love streams» (1984), η Ρόουλαντς έπαιξε πραγματικά πρωτοποριακούς ρόλους, πέρα ακόμα και από τα κινηματογραφικά στερεότυπα για τους γυναικείους χαρακτήρες, ενσαρκώνοντας ηρωίδες που έρχονταν αντιμέτωπες με έντονα συναισθήματα δίχως μελοδραματικές εξάρσεις, κάτι σπάνιο στον αμερικανικό κινηματογράφο εκείνης της εποχής. Η ίδια το είχε πει εξαιρετικά σε συνέντευξή της το 2001: «Θεωρούνταν ντροπιαστικό για μια μεγαλύτερη γυναίκα να έχει κάτι να πει για συναισθηματικά ζητήματα».
Αυτό το «μη επιτρεπτό», το «έξω από τις νόρμες», το «μη αναμενόμενο» ήταν στοιχείο και του χαρακτήρα της, όπως και του Κασσαβέτη, του ανθρώπου που λάτρεψε και τη λάτρεψε. Τον γνώρισε σε ηλικία 23 ετών, το 1953 (ήταν γεννημένη το 1930 στο Μάντισον του Ουισκόνσιν), κατά την πρώτη της ακρόαση στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών, όπου και σπούδασε. Ο ίδιος φοιτούσε ήδη στη σχολή. Ερωτεύτηκαν κατευθείαν και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο. Κατόπιν συνέχισαν σχεδόν μαζί πάντα, αρχικά στο θέατρο ως συμπρωταγωνιστές. Πέντε χρόνια μετά αποφάσισε ο Κασσαβέτης να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία, ωστόσο πολύ σύντομα και οι δυο τους κατάλαβαν πως οι όροι που έθετε το Χόλιγουντ δεν τους ταίριαζαν. Ετσι γύρισαν την ταινία «Πρόσωπα» το 1968, που αποτελεί σημείο καμπής για το παγκόσμιο σινεμά. Εκεί η Ρόουλαντς υποδύεται μια ιερόδουλη που προσλαμβάνεται από τον δυστυχισμένο σύζυγο, Τζον Μάρλεϊ, καθώς ο Κασσαβέτης επιδιώκει κυρίως μέσα από τον ρόλο της να διερευνήσει την αυτοπαγίδευση του ατόμου στον εαυτό του αλλά και μέσω των αναγνώσεων της κοινωνίας πάνω του και τη μοναξιά αλλά και αλλοτρίωση που προκύπτει από αυτή τη συγκρουσιακή σχέση.
Η Βιρτζίνια Κάθριν «Τζίνα» Ρόουλαντς συνέχισε να πρωταγωνιστεί στις ταινίες του Κασσαβέτη (σε δέκα συνολικά), βραβεύτηκε τρεις φορές με Emmy, δύο φορές με Χρυσή Σφαίρα και δύο φορές ήταν υποψήφια για Οσκαρ («Γκλόρια» και «Μια γυναίκα εξομολογείται»). Εν τέλει, όπως συχνά συμβαίνει με τέτοιες «αντισυμβατικές» για το Χόλιγουντ προσωπικότητες (έτσι έγινε και με τον Τσάπλιν!), η Ρόουλαντς πήρε το Οσκαρ, αλλά για το Σύνολο της Προσφοράς της στον Κινηματογράφο, το 2015. Σιγά μην την ένοιαζαν τα βραβεία, βέβαια. Ο ίδιος ο Κασσαβέτης το είχε πει ξεκάθαρα: «Η Τζίνα είναι πολύ αφοσιωμένη και αληθινή. Δεν την ενδιαφέρει πού είναι η κάμερα, ούτε αν δείχνει όμορφη – τη νοιάζει μόνο να την πιστέψουν».
Καθώς είχε μάθει μαζί με τον Κασσαβέτη τι σημαίνει «ανεξάρτητο σινεμά» (ήταν εξάλλου από τους πρώτους του είδους στην Αμερική), τα τελευταία χρόνια που ο ίδιος όντας άρρωστος δεν μπορούσε να κάνει ταινίες, αλλά και μετά τον θάνατό του, η ίδια συνεργάστηκε με άλλους σπουδαίους σκηνοθέτες: Γούντι Αλεν, Τζιμ Τζάρμους και Τέρενς Ντέιβις. Και οι τρεις τελείως διαφορετικοί και εξαιρετικά μοναδικοί στο κινηματογραφικό τους βλέμμα. Μάλιστα ο Τζάρμους το λέει σχεδόν σε κάθε συνέντευξή του πόσο μεγάλη τιμή ένιωσε σαν δέχτηκε η Ρόουλαντς («Μια νύχτα στον κόσμο», 1991). Τελευταία μεγάλη επιτυχία της ήταν στην ταινία του γιου της, Νικ Κασσαβέτη, «The notebook» (2004). Είχε ακόμη δύο παιδιά, την Αλεξάνδρα και τη Ζόι. Το 2012 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά με τον Ρόμπερτ Φόρεστ.
Στην ιστορία του σινεμά, το όνομά της θα μείνει πανέμορφα γραμμένο δίπλα σε αυτό του Κασσαβέτη, ως η μούσα του και η πιο δυναμική και εκθαμβωτική σταρ του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου. Μια σέξι, έξυπνη και ισάξια με κάθε άντρα γυναίκα. Μια δυνατή και παθιασμένη ηρωίδα, στο πρότυπο των Μπάρμπαρα Στάνγουικ, Μπέτι Ντέιβις και Λορίν Μπακόλ. Οπως πολύ σωστά γράφτηκε για την ίδια: «Η Ρόουλαντς διεκδίκησε το ανδρικό προνόμιο να είναι αισθησιακή, επικίνδυνη και τραυματισμένη· μια φυσική επιζήσασα».
Άφησε το δικό της προσωπικό σημάδι στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη, ωστόσο ήταν ο αληθινός και βαθύς έρωτάς τους με τον Κασσαβέτη που την έκανε εξίσου βαθιά εκθαμβωτική στη μεγάλη οθόνη. Ακόμη κι αν δεν θυμόταν κάτι από όλα τα παραπάνω η ίδια, καθώς πριν από λίγους μήνες ο γιος της είχε ανακοινώσει πως η Ρόουλαντς πάσχει από Αλτσχάιμερ, σίγουρα δεν πρόκειται να ξεχαστούν από κανέναν. Ούτε και η ίδια.