Aπό info-war.gr – Νέο φάρμακο, που προλαμβάνει τη μόλυνση από τον ιό HIV και τον καταστέλλει σε ήδη μολυσμένα άτομα, θα μπορούσε να είναι σωτήριο για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη — μοναδικό εμπόδιο η τιμή του, που ανέρχεται σε πάνω από 40.000 δολάρια ετησίως. Όμως επιστήμονες λένε πως θα μπορούσε να είναι αξιοσέβαστα κερδοφόρο ακόμα και στο ένα χιλιοστό αυτής της τιμής.
Το νέο σκεύασμα της μεγάλης αμερικανικής φαρμακοβιομηχανίας Gilead, που φέρει το όνομα Lenacapavir, χαρακτηρίζεται ως «το κοντινότερο που έχουμε φτάσει σε ένα εμβόλιο κατά του HIV». Το φάρμακο έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να καταστέλλει τον ιό που προκαλεί το AIDS σε ήδη μολυσμένα άτομα, αλλά και να προλαμβάνει τη μόλυνση ενός ατόμου από αυτόν.
Το Lenacapavir λειτουργεί με εξαμηνιαίες ενέσεις και κυκλοφορεί ήδη στις ΗΠΑ, όμως με άδεια ως φάρμακο θεραπείας και όχι ως φάρμακο πρόληψης. Στις κλινικές δοκιμές ως θεραπεία είχε 83% επιτυχία στο να κάνει τον ιό μη ανιχνεύσιμο σε μολυσμένα άτομα μέσα σε ένα έτος, σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα. Σε πρόσφατες κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν σε 5.000 γυναίκες στη Νότια Αφρική και την Ουγκάντα, είχε 100% επιτυχία στην πρόληψη μόλυνσης με τον HIV.
Οι δύο αφρικανικές χώρες είναι από τις πιο ευάλωτες στον ιό, όπως και συνολικά οι χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες, στις οποίες αναλογεί το 95% των νέων μολύνσεων με HIV παγκοσμίως. Οι πληθυσμοί των φτωχότερων χωρών είναι πιο ευάλωτοι για μια σειρά από λόγους, με τη φτώχεια και την έλλειψη πόρων και υποδομών να βρίσκονται στην κορυφή.
Το φάρμακο της Gilead θα μπορούσε να κάνει θαύματα στον «Παγκόσμιο Νότο». Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα — η τιμή με την οποία κυκλοφορεί το φάρμακο στις ΗΠΑ, είναι 42.250 δολάρια για δύο ενέσεις, δηλαδή μονάχα για τον πρώτο χρόνο. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η τιμή του φαρμάκου είναι εξωφρενική ακόμα και για μια υψηλού εισοδήματος χώρα, όπως οι ΗΠΑ. Ένα γιγαντιαίο κομμάτι του αμερικανικού πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να προμηθευτεί το φάρμακο, η τιμή του οποίου είναι υψηλότερη από το διάμεσο εισόδημα των Αμερικανών (37.585 δολάρια το 2022). Στον Παγκόσμιο Νότο, η τιμή είναι πλήρως απαγορευτική.
Όμως μία μελέτη, που παρουσιάστηκε στο 25ο Διεθνές Συνέδριο για το AIDS που διοργανώθηκε την περασμένη Τρίτη στο Μόναχο, υπολόγισε πως η τιμή του φαρμάκου θα μπορούσε να είναι δραματικά χαμηλότερη — 1.000 φορές χαμηλότερη, συγκεκριμένα.
Υπολογίζοντας το κόστος των συστατικών ουσιών του φαρμάκου, αλλά και της παρασκευής του, και εισάγοντας ένα υγιέστατο ποσοστό κέρδους της τάξης του 30%, οι επιστήμονες πίσω από τη μελέτη συμπέραναν πως η τιμή του φαρμάκου θα μπορούσε να είναι μόλις 40 δολάρια για τις δύο δόσεις, δεδομένης της υπόθεσης πως θα το χρησιμοποιούσαν 10 εκατ. άνθρωποι ετησίως. Ο αριθμός είναι συντηρητικά υπολογισμένος — στην ίδια μελέτη, αναφέρεται πως έως και 60 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν την ανάγκη προληπτικής λήψης του, ώστε να μειωθούν σημαντικά τα ποσοστά μόλυνσης με τον HIV.
Πέραν της αποτελεσματικότητάς του, το Lenacapavir προσφέρει και ένα επιπλέον μεγάλο θετικό, και αυτό είναι η συχνότητα λήψης του. Αυτή τη στιγμή, σχεδόν όλες οι λύσεις πρόληψης της μόλυνσης με HIV που διαθέτουμε, απαιτούν καθημερινή συχνότητα, είτε πρόκειται για χάπια είτε για τα λεγόμενα «μέτρα φραγμού», όπως τα προφυλακτικά. Η δυνατότητα να πραγματοποιεί κανείς μία ένεση ανά εξάμηνο και να παραμένει προστατευμένος από τη μόλυνση με HIV (ή να μην τον μεταδίδει, σε περιπτώσεις μολυσμένων ατόμων), θα ήταν κυριολεκτικά σωτήρια για εκατομμύρια ανθρώπους.
Υπάρχει ήδη «διάδρομος» για το χαμήλωμα της τιμής — το πρόγραμμα Δεξαμενής Φαρμακευτικών Πατεντών που στηρίζεται από τον ΟΗΕ και στο οποίο οι κάτοχοι πατεντών για σωτήρια φάρμακα μπορούν να τις δωρίζουν ώστε να παράγονται γενόσημα, τα οποία πωλούνται σε πολύ χαμηλότερες τιμές στις Χαμηλότερου και Μεσαίου Εισοδήματος Χώρες. Για την ώρα, όμως, η Gilead δεν θα εντάξει το Lenacapavir στο πρόγραμμα — έχει υποσχεθεί μια γενικόλογη «στρατηγική για την ευρεία, βιώσιμη πρόσβαση σε παγκόσμιο επίπεδο», χωρίς να δώσει την παραμικρή λεπτομέρεια για το πώς θα επιτευχθεί αυτό.
Το όλο ζήτημα φέρνει και πάλι στην επιφάνεια την άμεση ανάγκη της ανθρωπότητας για απαγκίστρωση των φαρμάκων από τις κερδοσκοπικές φαρμακοβιομηχανίες — είναι κυριολεκτικά εξωφρενικό μια εταιρεία να πουλά ένα φάρμακο που θα μπορούσε να σώσει εκατομμύρια ανθρώπους σε τιμή 1.000 φορές πάνω από μία βιώσιμη και κερδοφόρα τιμή.
(…) Το αντίθετο, η δωρεά δηλαδή της πατέντας ώστε να έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι πρόσβαση σε ένα σωτήριο φάρμακο, δεν είναι κάποιο σοσιαλιστικό «όνειρο θερινής νυκτός», κάποια ουτοπική πρόταση. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ινσουλίνης: οι επιστήμονες που πρώτοι απομόνωσαν την ουσία, πούλησαν την πατέντα της ανακάλυψής τους έναντι συμβολικού τιμήματος ενός δολαρίου, σώζοντας εκατομμύρια ζωές. Ο καπιταλισμός, βέβαια, κατέστρεψε ακόμα και αυτή την ευγενική κίνηση, καθώς σήμερα τρεις κολοσσοί ελέγχουν το 90% της παραγωγής ινσουλίνης παγκοσμίως, ανεβάζοντας με τεχνητό τρόπο την τιμή της και ανανεώνοντας με μικροπαρεμβάσεις τις πατέντες τους.
Οι αυξημένες τιμές δεν είναι, φυσικά, αποτέλεσμα της «χρηματοδότησης στην έρευνα», όπως ισχυρίζονται οι εταιρείες και οι υπερασπιστές τους. Πολύ συχνά, όπως είδαμε και στα εμβόλια κατά του Covid-19, η καπιταλιστική κερδοσκοπία των φαρμακοβιομηχανιών βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δημόσια παραχθείσα γνώση. Η φαρμακοβιομηχανίες φτάνουν στο σημείο να διεκδικούν ως δικές τους, πατέντες που παρήχθησαν με δημόσια χρηματοδότηση ή και από δημόσιους οργανισμούς έρευνας. Και οι δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες τους, όποτε μπορούν πιέζουν ώστε να μην υπάρξουν φτηνές εκδοχές των φαρμάκων — ο Μπιλ Γκέιτς μονάχα, κόστισε στην ανθρωπότητα ένα φτηνό (πώληση στο κόστος) εμβόλιο κατά του Covid-19, αλλά έχει στο παρελθόν αποτρέψει και τα φτηνά φάρμακα κατά του HIV σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Η ίδια η Gilead, έχει κατηγορηθεί ξανά στο παρελθόν για αθέμιτες πρακτικές με τα φάρμακά της. Εδώ και χρόνια, πάνω από 26.000 άνθρωποι έχουν καταθέσει ομαδική μήνυση κατά της εταιρείας. Μεταξύ άλλων, την κατηγορούν πως διέθετε για χρόνια νέα, βελτιωμένη έκδοση ενός δημοφιλούς καθημερινού της χαπιού κατά του HIV, έκδοση που είχε πολύ λιγότερες παρενέργειες. Όμως η εταιρεία, ισχυρίζονται οι μηνυτές, καθυστέρησε επί χρόνια την κυκλοφορία της νέα έκδοσης, ώστε να μεγιστοποιήσει τα κέρδη από την παλαιότερη.