Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: ««—Și eu sboresc arămănește, dar sunt grecos…»…»
Η ιστορική πολίχνη Συρράκον Ιωαννίνων, γενέτειρα του Ι. Κωλέττη!
ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ
««—Și eu sboresc arămănește, dar sunt grecos…»…» [“—Και εγώ μιλάω αρμάνικα, αλλά είμαι Γραικός…”]
Στις 29 Ιουνίου 1821 ο Χουρσίτ Αχμέτ πασάς (; – 1822), με ισχυρές δυνάμεις Οθωμανών ενώνεται με Αλβανούς του Ισμαήλ Πρεμέτη, και εισέρχονται όλοι μαζί στις επαναστατημένες βλάχικες πολίχνες Συρράκον και Καλαρρύτες της Ηπείρου, στα Τζουμέρκα, οι οποίες είχαν εξεγερθεί από τους γηγενείς πρωταγωνιστές τους Ιωάννη Κωλέττη (το Συρράκον) και Γεώργιο Τουρτούρη (οι Καλαρρύτες), μεταξύ των συγγενείς, καθότι ο Τουρτούρης ήταν εξάδελφος της μητέρας του Κωλέττη (ως απογόνοι από κόρες του Βλάχου δημογέροντα του Ασπροπόταμου Δημάκη, όπως ήταν ξάδερφός τους και ο στρατηγός της Επανάστασης του 1821 Χριστόδουλος Χατζηπέτρος).
Υπήρχαν σε αυτήν την Επανάσταση των δύο Βλαχοχωρίων και λιγοστές δυνάμεις του κλεφταρματολού Γιαννάκη Ράγκου, οι οποίες νωρίς κάμφθηκαν και υπέκυψαν, και άφησαν στο έλεος του Θεού ανυπεράσπιστους τους εξεγερμένους. Κατόπιν τα εχθρικά στρατεύματα εισήλθαν στα δύο ορεινά κεφαλοχώρια, τα πυρπόλησαν, τα κατάστρεψαν ολοκληρωτικά, και πάνω από τρεις χιλιάδες κάτοικοί τους για να σωθούν, πήραν τον ρου στην κοιλάδα του ποταμού Αχελώου (Ασπροπόταμος), και διασκορπίστηκαν κατηφορίζοντες σε χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, ενώ πάρα πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Μεσολόγγι, ή μετοίκισαν σε περιοχές του Άργους και του Πάρνωνα ή και σε άλλες περιοχές του Μοριά.
Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αιτία «καθόδου» του Ιωάννη Κωλέττη, πρώτα στο Μεσολόγγι και μετά στον Μοριά – του συγγραφέα της περίφημης Ελληνικής Νομαρχίας (όπως μαρτυρεί πειστικά ο Παύλος Λάμπρος και διασώζει εγγράφως ο Κων/νος Σάθας στα έργα του, και όχι όπως εικάζουν οι μετέπειτα «μελετητές» και «γραμματολόγοι» επί τη βάσει «φιλολογικών κριτηρίων» ότι τάχα είναι άλλος ο συγγραφέας της Νομαρχίας), και ενός εκ των σπουδαιότερων πέντε πρωταγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, όπως είναι γνωστό σε όλους τους ασχολούμενους με τα θέματα της Παλιγγενεσίας μας.
Σε κυκλοφορούντα τόμο με τίτλο «Ιώάννης Κωλέττης, Πολιτική δράση και απεικονίσεις (Επιμέλεια: Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος, Λάμπρος Α. Φλιτούρης, Σπύρος Χ. Νταλαούτης), Εκδ. Σύνδεσμος Συρρακιωτών Πρέβεζας – Εκδοτικός Οίος Κ & Μ Σταμούλη, Θερσσαλονίκη 2023» (Σχ. 24Χ17, σελ. 410), ο βιβλιόφιλος και φιλίστωρ αναγνώστης θα «συναντήσει» κείμενα σύγχρονων ιστορικών, με πλήθος γραπτών τεκμηρίων από ξένες και ελληνόγλωσσες πηγές, που θα τον πείσου ότι όσα γνωρίζει περί Ι. Κωλέττη και είναι κυρίαρχα στην «συντηρητική» και στην «προοδευτική» νεοελληνική ιστοριογραφία, αποτελούν πολύ απλά «συστημικές μπούρδες», εδραιωμένες όμως καλά στην πλατιά «λαϊκή συνείδηση», από (τρομάρα τους) έγκριτους και έγκυρους… ιστορικούς και ιστοριοδίφες. Για όλους τούτους, ο κακός δαίμων του Νέου Ελληνισμού από συστάσεως του (Νέου) Ελληνικού Κράτους είναι ο Ιωάννης Κωλέττης!… Πώς τους διέφυγε και δεν του καταλογίζουν… ευθύνη για τον θάνατο των γονιών τους, για την Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, για τους Παγκόσμιους Πολέμους, τον Εμφύλιο, το Κυπριακό!;… Άβυσσος η ψυχή των τοιούτων «ιστορούντων»! Βρίθει το διαδίκτυο και από ανοηταίνοντα κείμενα, όπως και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης από… λήμματα (που είναι λύματα) στις περίφημες Βικιπαίδειες (δες λήμμα Κωλέττης στην ελληνική γλώσσα). Διαβάζει κανείς τα πιο ατεκμηρίωτα, ανυπόστατα, χυδαία και απρεπή, από ποικιλώνυμους, που «έχουν άποψη», αλλά δεν έχουν γνώση ούτε κανένα τεκμήριο των ισχυρισμών τους. Σε όλους αυτούς, η προαναφερόμενη έκδοση προσφέρει πλούσιο και ανέκδοτο υλικό, από ξένες και ελληνόγλωσσες πηγές, που τουλάχιστον βάζουν τον κάθε κατεργάρη στη θέση του. Δίνω τον Πίνακα Περιεχομένων, για να γίνει κατανοητό το τι περιέχει ο σπουδαίος αυτός τόμος:
–Εισαγωγικές επισημάνσεις, –Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΡΩΤΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: –Παναγιώτης Νούτσος / Ιωάννης Κωλέττης: “Στιγμές” πολιτικής αλληλογραφίας για το “Εικοσιένα” και τη σύσταση του ελληνικού κράτους, –Robert Bertsch, “Αν ζούσε, θα ήταν ο σωτήρας της Ελλάδας”. Άντον Πρόκες φον Όστεν και Ιωάννης Κωλέττης. Ιχνηλάτηση μέσα από ανέκδοτο αρχειακό υλικό, –Στέργιος Λαΐτσος, Πολύτροπος νους, ευέλικτος πραγματιστής. Ιωάννης Κωλέττης κι αυστριακή πολιτική (1843-47). Συμβολή στην έρευνα μέσα από το ανέκδοτο αρχειακό υλικό του Οίκου, της Αυλής και του Κράτους της Αυστρίας, –Γρηγόριος Ε. Αυδίκος, Τα ελληνικά Συντάγματα και ο Ιωάννης Κωλέττης, –Άννα Μανδυλαρά, “Η κοινωνία της οθωνικής αυλής”: ο Κωλέττης μέσα από τις επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας, –Ευστάθιος Πουλιάσης, Ο Ιωάννης Βαπτιστής Θεοτόκης στο στενό περιβάλλον του Ιωάννη Κωλέττη, -Δημήτριος Κατηνιώτης, Λεωνίδας Παλάσκας και Ιωάννης Κωλέττης. Η συμβολή τους στην αναμόρφωση του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας, –Ευάγγελος Σήτος, “Ο νεκρός δεδικαίωται;” Ο θάνατος του Ιωάννη Κωλέττη μέσα από τον Τύπο της εποχής, –Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ ΚΑΙ Η “ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ”: –Ελπίδα Κ. Βόγλη, Ο “πατέρας” της Μεγάλης Ιδέας: Τα “πρόσωπα” του πολιτικού στην Ελλάδα του Όθωνα, –Γιάννης Κουμπουρλής – Μυρτώ Λάμπρου, Ο Κωλέττης και οι “μεγάλες” ιδέες, –Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ “ΑΛΛΟΙ”: –Ηλίας Σκουλίδας, “Ενδοβαλκανισμοί” ή λόγοι για τον “άλλον” ο Κωλέττης και οι Αλβανοί, Μερικές Σκέψεις, –Λεωνίδας Μοίρας, Από “ληστής” οραματιστής της “Μεγάλης Ελλάδας”: Η προσωπικότητα και η πολιτική δράση του Κωλέττη μέσα από τις οθωμανικές πηγές, –Λίνα Λούβη, Ο Ιωάννης Κωλέττης και το Εθνικό ή Γαλλικό κόμμα, –Στέφανος Καβαλλιεράκης, Ιωάννης Κωλέττης – ο Γαλλικός σύνδεσμος, –Λάμπρος Λ. Φλιτούρης, Ο Ιωάννης Κωλέττης και η ίδρυση της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, –Δημήτρης Τσιλιβερδής, Ο Ιωάννης Κωλέττης και οι σχέσεις του με τεκτονικά και παρατεκτονικά δίκτυα, –Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΩΡΟ: Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος, “Εδώ τελειώνει ο μύθος κι αρχίζει η Ζωή”. Απεικονίσεις I. Κωλέττη, –Ελένη Μάργαρη, Από ήρωας πρωθυπουργός. Τα πρόσωπα του Ιωάννη Κωλέττη στην τέχνη του 19ου αιώνα, –Χάρης Αθανασιάδης, ΚΩΛΕΤΤΗΣ. Η Μετωνυμία του Καραϊσκάκη, –ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ: ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΡΡΑΚΟ: Γιώργος Βαΐτσης, Επιχειρηματικές Δραστηριότητες του Ιωάννη Κωλέττη κατά την Προεπαναστατική Περίοδο. Επιρροή στην κοινωνία και την οικονομία του Συρράκου, –Σπύρος Νταλαούτης, Η Επανάσταση του 1821 στο Συρράκο: Μια ανάγνωση μέσα από το Αρχείο του Ιωάννη Κωλέττη και τη Συρρακιώτικη μνήμη
- Αναδημοσιεύω τώρα «μέρος» από το άρθρο/εισήγηση του Daniel Bertsch, Διδάκτορος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μύνστερ της Βεστφαλίας, Γερμανία: «ΑΝ ΖΟΥΣΕ, ΘΑ ΗΤΑΝ Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1. Άντον Πρόκες φον Όστεν και Ιωάννης Κωλέττης. Ιχνηλάτηση μέσα από ανέκδοτο αρχειακό υλικό. – Πρόκειται για άγνωστη μέχρι τώρα «ύλη», μιας πηγής –μη ιδιαίτερα φίλα προσκείμενης προς τον Ιωάννη Κωλέττη– που ανατρέπει σαφώς και εύγλωττα τα όσα οι εν Ελλάδι «ιστορούντες» ακουσίως ή εκουσίως στρεβλώνουν, με σκοπό να μειώσουν το μέγεθος του ανδρός, και κατ’ επέκταση να μειώσουν τον ρόλο του στην Επανάσταση του 1821, και στα μετέπειτα έτη, ως τον θάνατό του:
Ο αυστριακός διπλωμάτης, ταξιδιωτικός συγγραφέας και οριενταλιστής Άντον Πρόκες φον Όστεν (1795-1876) σημείωσε σε ένα „Σημειωματάριο“ στις 12 Σεπτεμβρίου 1847, το οποίο ονόμασε «το Ημερολόγιό μου» και στο οποίο κατέγραψε σημαντικά γεγονότα της ζωής του με χρονολογική σειρά: «Ο Ι. Κωλέττης πεθαίνει, Αθήνα, 6 π.μ.». Με την πρώτη ματιά, αυτή η σημείωση φαίνεται σαν μια συνοπτική καταχώρηση. Δεν είναι ωστόσο συνοπτική, γιατί σε αυτό το «Σημειωματάριο» ο Πρόκες καταχωρούσε μόνο πρόσωπα τα οποία είχε ο ίδιος σε μεγάλη εκτίμηση και με τα οποία διατηρούσε φιλική σχέση. Αν αναζητήσει κανείς άλλες πηγές για τον Κωλέττη από την πλούσια γραπτή κληρονομιά του Πρόκες φον Όστεν, τότε ξεχωρίζει μια επιστολή προς τη Μαρία Άννα φον Σβάρτσενμπεργκ, τη χήρα του Καρόλου Φιλίππου πρίγκιπα του Σβάρτσενμπεργκ. Σε αυτή γράφει ο Πρόκες:
«Αν κοιτάξετε σε όλο τον κόσμο, πρέπει να προσμετρήσετε στους τυχερούς αυτούς που δεν έζησαν για να δουν την εποχή μας. Πώς θα υπέφερε μια ευγενής και μεγάλη καρδιά σαν τη δική του [αυτή του πρίγκιπα Σβάρτσενμπεργκ], στη γενική σύγχυση που ξεσπά σαν κατακλυσμός, απαξιώνοντας κάθε τι ευγενές και αληθινό! […] Πραγματικά, όταν κάποιος αναλογιστεί την αυξανόμενη ταχύτητα της ανατροπής, όταν συγκρίνει τον κόσμο του έτους 1820 με τον κόσμο του σήμερα, δεν μπορεί παρά να τρομοκρατηθεί. Αυτός ο κόσμος δεν χωρίζεται πλέον σε δύο στρατόπεδα. Βλέπω μόνο κάτι περισσότερο, και από την άλλη πλευρά μεμονωμένους μάρτυρες να πεθαίνουν χωρίς παρηγοριά για την πίστη τους.
Αλλά όλα τα παράπονα είναι μάταια. Εδώ στην Ελλάδα αμυνόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε ενάντια στους φοροεισπράκτορες και στους φαρισαίους, στους θρασείς εγγράμματους και στους παραχαράκτες διπλωματικούς. Όλα τα κακά έρχονται απ’ έξω. Κάποιος κεραυνός όμως μας χτυπάει και από το χέρι του Θεού. Τον ισχυρότερο και καλύτερο άνθρωπο της χώρας, τον Κωλέττη, μας τον άρπαξε η αρρώστια. Μια ήρεμη, αξιοπρεπής, μεγαλειώδης φύση, ένας άνθρωπος του Πλούταρχου, αληθινός και δυνατός, ένας άνθρωπος του λαού και όμως της τάξης, ένας άνθρωπος με φιλελεύθερο τρόπο σκέψης και γνήσια ανθρώπινο συναίσθημα, ένα αναντικατάστατο στήριγμα του θρόνου, που εδώ είναι αναπόσπαστος από την ανεξαρτησία της χώρας. Αυτός είναι ο άνθρωπος εναντίον του οποίου πολέμησε ο διπλωματικός όχλος της Ευρώπης με ψέματα, δόλο και βία, κοιτώντας τον με θράσος αφ’ υψηλού, αυτοί, οι περισσότεροι από τους οποίους, ως άνθρωποι, δεν ήταν άξιοι να λύσουν τα κορδόνια του. Αλλά αυτό είναι το σημάδι τέτοιων καιρών παρακμής όπως οι δικοί μας, όπου, μόλις εμφανίζεται ένας ανώτερος άνθρωπος, όλη η μετριότητα, καθοδηγούμενη από ένστικτο, πέφτει πάνω του».
Ο «άνθρωπος του Πλούταρχου, αληθινός και δυνατός, άνθρωπος του λαού και όμως της τάξης», όπως τον περιέγραφε τώρα ο Πρόκες, είκοσι χρόνια νωρίτερα, του είχε κάνει πολύ διαφορετική εντύπωση. Ο Πρόκες χαρακτήριζε την πρώτη συνομιλία που είχε με τον Κωλέττη ως «παράξενη». Το 1825 μάλιστα τον χαρακτήριζε «τρομοκράτη.
Το πώς αναπτύχθηκε η σχέση τους κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών θα παρουσιαστεί παρακάτω, κυρίως με βάση αδημοσίευτες πηγές από το Haus-, Hof-und Staatsarchiv (Αρχείο του Οίκου, της Αυλής και του Κράτους, Βιέννη). Εκεί σώζονται επιστολές του Κωλέττη προς τον Άντον Πρόκες φον Όστεν, βιογραφικές και πολιτικές σημειώσεις του Πρόκες για τον Κωλέττη και συνομιλίες μαζί του καθώς και μεγάλος αριθμός εγγράφων πολιτικής προς την Κρατική Καγκελαρία στη Βιέννη8. Και οι δύο άνδρες άλλαξαν την άποψή τους για την Ελλάδα στα έτη 1825-1847 και πέρασαν από ένα σκληρό πολιτικό «σχολείο». Και οι δύο υπέφεραν από τη βρετανική εξωτερική πολιτική απέναντι στην Αθήνα και μερικές φορές χρειάστηκε να υπομείνουν βίαιες επιθέσεις από τον Βρετανό πρέσβη. Δυσκολίες από πραγματιστικές πολιτικές (Realpolitische), δύσκολες διπλωματικές προκλήσεις, ίντριγκες, φήμες και συνωμοσίες διαμόρφωσαν το έργο τους στην Αθήνα.
Οι διάφορες πηγές, από και για τον Κωλέττη, από τα κατάλοιπα του Πρόκες Όστεν δεν παρέχουν μόνο πληροφορίες για την πολιτική εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους, αλλά και για μια σταδιακά αναπτυσσόμενη φιλία μεταξύ Πρόκες και Κωλέττη. Σε μια δύσκολη πολιτικά εποχή, αναπτύχθηκε και η προσωπική φιλική τους σχέση. Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη του συνάντηση με τον Κωλέττη, ο Πρόκες ήταν σίγουρος ότι ο Ιωάννης Κωλέττης ξεχώριζε ανάμεσα στους πρώην αγωνιστές της ελευθερίας και τους νέους πολιτικούς της Ελλάδας: «Ο Κωλέττης είναι ο μόνος. Όλοι οι άλλοι έχουν δοκιμαστεί και βρέθηκαν ανεπαρκείς»9.
Ο αυστριακός Άντον Πρόκες ήταν πολιτικός παρατηρητής και πολεμικός ανταποκριτής, για λογαριασμό του Μέττερνιχ, στην ανατολική Μεσόγειο από το 1824 έως το 1830. Με αυτή την ιδιότητα πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια στα πολεμικά θέατρα του ελληνικού αγώνα για την ελευθερία, συμπεριλαμβανομένων ειδικών αποστολών στην Αίγυπτο, προκειμένου να πάρει μια ιδέα για τη δύναμη του αιγυπτιακού στόλου, ο οποίος υπό τον Ιμπραήμ Πασά επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο στην καταστολή της ελληνικής εξέγερσης. Από το 1831 έως το 1833, ο Πρόκες στάλθηκε σε διπλωματικές αποστολές στο Παπικό κράτος και την Αλεξάνδρεια. Τον Ιούλιο του 1834, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Α’ τον διόρισε Αυστριακό απεσταλμένο στον βασιλιά Όθωνα Α’ στην Αθήνα, όπου εκπροσωπούσε τα αυστριακά συμφέροντα μέχρι τον Φεβρουάριο του 1849 και επρόκειτο να χρησιμεύσει ως υποστηρικτής της νέας μοναρχίας. Στο διάστημα αυτό έγραψε το κύριο ιστορικό του έργο, την εξάτομη «Ιστορία της Αποστασίας των Ελλήνων από την Τουρκική Αυτοκρατορία το 1821 και της ίδρυσης του Ελληνικού Βασιλείου από διπλωματική άποψη».
Ούτε ο Κωλέττης πέρασε όλη του τη ζωή στην πατρίδα του. Πριν γίνει γιατρός, ταξίδεψε στην Ιταλία (Πίζα, Φλωρεντία, Μιλάνο, Παβία) και σπούδασε ιατρική στην Παβία μέχρι το 1808. Μετά από θέσεις στην Αυλή του Αλή Πασά Ιωαννίνων, όπου εργάστηκε ως γιατρός, στράφηκε στη Φιλική Εταιρεία και έγινε μέλος αυτής της πολιτικής μυστικής εταιρείας. Χρόνια πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού βασιλείου γνώρισε διάφορους τόπους του ελληνικού αγώνα για ελευθερία, τόσο στην ηπειρωτική χώρα όσο και στα νησιά. Στη δεκαετία του 1830 κατείχε διάφορες υπουργικές θέσεις στην Αθήνα, πριν γίνει πρεσβευτής στη Γαλλία το 1835. Μετά την εξέγερση εναντίον του βασιλιά Όθωνα, τον Σεπτέμβριο του 1843, επέστρεψε στην ελληνική πρωτεύουσα με παρότρυνση του Ανδρέα Μεταξά. Με τη συγκατάθεση του βασιλιά για συντακτική εθνοσυνέλευση, σχημάτισε προσωρινό υπουργικό συμβούλιο μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Αθήνα.
Μετά τους απελευθερωτικούς πολέμους κατά του Ναπολέοντα και θέσεις ως καθηγητής μαθηματικών στη σχολή εφέδρων του Ölmütz (1816), ως υπολοχαγός μηχανικού στο γενικό επιτελείο (1819-1820) και ως στρατιωτικός χαρτογράφος στα Άνω Ουγγρικά Καρπάθια (1821), ο αξιωματικός Άντον Πρόκες και το σύνταγμά του ήρθαν στην Τεργέστη το 1823. Ο πολυδιαβασμένος φιλέλληνας και στρατιωτικός Πρόκες μετέφρασε τον «Κουρσάρο»14 του Μπάυρον από τα λεγόμενα «Τουρκικά παραμύθια» του Μπάυρον μαζί με την Καρολίνα Πίχλερ το 1819. Μέχρι τότε, υποκινούμενος από τον πατριό του Julius Schneller, είχε διαβάσει μια τεράστια ποσότητα γνώσεων από τους Έλληνες κλασικούς μέχρι τους Πατέρες της Εκκλησίας. Από το 1823 και μετά άκουγε πολλά στην Τεργέστη για όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα και για τη συμμετοχή του Μπάιρον στον αγώνα για την ελευθερία. Ο Πρόκες ήθελε να φύγει από αυτή τη βαρετή φρουρά αυτή την περίοδο και εκμυστηρεύτηκε στον μέντορά του, τον συνταγματάρχη von Kavanagh, σύμβουλο του Πολεμικού Συμβουλίου της Αυλής, ότι ήθελε να δει την Ανατολή με τα μάτια του. Εκείνος στη συνέχεια τον αδειοδότησε για τον επί πλέον λόγο ότι η Βιέννη ήθελε επίσης να προσλάβει περισσότερους γερμανόφωνους αξιωματικούς στο Αυστριακό Ναυτικό, στο οποίο κυριαρχούσαν Ιταλοί. Έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον Πρόκες να επιβιβαστεί δοκιμαστικά για ένα χρόνο και να ταξιδέψει στην ανατολική Μεσόγειο16 όπου επιθυμούσε. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1824 ήρθε στη Σμύρνη, το λιμάνι-βάση του αυστριακού στόλου στην ανατολική Μεσόγειο17. Από εκεί ταξίδεψε στην Τροία και την Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε έναν άλλο σημαντικό μέντορα στο πρόσωπο του βαρόνου φον Ότενφελς, μεταβατικό απεσταλμένο της Αυστρίας στην Υψηλή Πύλη. Ο Ότενφελς αναγνώρισε γρήγορα την τεράστια δεκτικότητα, την ικανότητα πολιτικής ανάλυσης και το κίνητρο του νεαρού αξιωματικού. Μεσολάβησε στην πιο σημαντική αποστολή του Πρόκες μέχρι εκείνη τη στιγμή: να υποβάλλει την αναφορά του απευθείας στον αυτοκρατορικό καγκελάριο Μέττερνιχ στη Βιέννη18 σχετικά με την πρόοδο του ελληνικού αγώνα για την ελευθερία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τρεις τομείς ευθύνης για τον Πρόκες:
1.Την έναρξη επικοινωνίας με προσωπικότητες με πολιτική επιρροή.
2.Την παρακολούθηση19 των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου και
3.Την υποβολή αναφοράς στον αυτοκρατορικό καγκελάριο πρίγκιπα Μέττερνιχ, τον πρόεδρο του Πολεμικού Συμβουλίου της Αυλής, τον Στρατάρχη Κόμη φον Μπελεγκάρντ και, εάν χρειαστεί, στον Φρίντριχ φον Γκεντς και τον μεταβατικό Απεσταλμένο Ότενφελς στην Κωνσταντινούπολη.
Με την εντολή του, ο Πρόκες εξουσιοδοτήθηκε να μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πλοίο του αυστριακού στόλου στην ανατολική Μεσόγειο. Η εντολή να ενημερώνεται τακτικά η καγκελαρία του κράτους για την πορεία του ελληνικού αγώνα για την ελευθερία έβαλε τη σφραγίδα επίσημης αποστολής στα ταξίδια του. Στις αρχές του 1827 ο Πρόκες διορίστηκε παρά τον ναύαρχο Dandolo (Δάνδολο), διοικητή της Escadre (αυστριακού στόλου στην ανατολική Μεσόγειο), ως αξιωματικός του γενικού επιτελείου και σύντομα προήχθη σε ταγματάρχη και αρχηγό του επιτελείου. Από αυτή τη θέση ηγήθηκε των επιχειρήσεων κατά των πανίσχυρων Ελλήνων πειρατών «και ήξερε πώς να κάνει την αυστριακή σημαία δημοφιλή σε φίλο και εχθρό σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα με έξυπνη στάση και κάποιες τολμηρές πράξεις20. Ταυτόχρονα, ως άνθρωπος της προσωπικής εμπιστοσύνης του Μέττερνιχ, βρέθηκε στο επίκεντρο της διπλωματικής δραστηριότητας του αγώνα για την ελευθερία σε μια θέση που ξεπερνούσε κατά πολύ τη θέση του στην ιεραρχία.
Τα έτη 1825 έως 1830 ήταν καθοριστικά για την μετέπειτα καριέρα του Πρόκες ως διπλωμάτη. Από τις 3 Ιουνίου 1825 αναφερόταν με οξυδέρκεια στις εξελίξεις στον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του αναζήτησε επαφή με τους αρχηγούς των διαφόρων φατριών του πολέμου, οι οποίοι βρίσκονταν συχνά σε αντιπαράθεση επειδή καθοδηγούνταν από διαφορετικούς στόχους. Στο έργο του «Ιστορία της αποστασίας των Ελλήνων από την Τουρκική Αυτοκρατορία το 1821», περιγράφει ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί κανείς να μιλήσει καθόλου για «κόμματα», γιατί προσωπικά συμφέροντα, ζήλια, οικογενειακό μίσος και δυσπιστία συχνά καθιστούσαν αδύνατη, για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, τη συνεργασία των αγωνιστών της ελευθερίας: «Το αδέσμευτο χαρακτήριζε μέχρι και τον τελευταίο άνθρωπο του λόχου, ο οποίος σήμερα υπηρετούσε τον έναν ένοπλο αρχηγό και αύριο τον άλλο».
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1825, ο Πρόκες συνάντησε για πρώτη φορά στο Ναύπλιο τον Ιωάννη Κωλέττη. Στο συμπλήρωμα της 19ης έκθεσης της 18ης Οκτωβρίου 1825 σχετικά με την πρόοδο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, ο Πρόκες συμπεριέλαβε μια περιγραφή των ηγετών του πολέμου που ήταν πιο σημαντικοί για αυτόν. Σε αυτή την αναφορά, ο Πρόκες περιέγραψε τον αγωνιστή της ελευθερίας Κωλέττη και κατέγραψε κατά λέξη δηλώσεις από συνομιλία που είχε μαζί του στο Ναύπλιο:
«Κωλέττης: εντελώς παρηκμασμένος και αναμφίβολα προορισμένος για τη φυλακή στην περίπτωση που ο Μαυροκορδάτος αποκτούσε περισσότερη δύναμη23. Με δεδομένο ωστόσο το γεγονός, ότι έλαβε την εντολή του εκπροσώπου των Ρουμελιωτών καπεταναίων, αυτό τον καθιστά πολύ ισχυρό για να ανατραπεί, και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται από τον Μαυροκορδάτο με προσοχή. Στο μεταξύ, πληθαίνουν τα στοιχεία εναντίον του. Επιπλέον σε αυτά που ανέφερα σε προηγούμενες εκθέσεις, υπάρχει και μια άλλη επιστολή του Κωλέττη προς τους καπεταναίους από τις 27 Σεπτεμβρίου, που γνωστοποιήθηκε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με την οποία τους καλεί να διαλυθούν. Η επιστολή στάλθηκε στην κυβέρνηση. Αρέσκονταν ο ίδιος να μου μιλάει στο πνεύμα του ρόλου του.
[Απόσπασμα Κωλέττη:] «Η συνέχιση του πολέμου είναι επιθυμητή. Η ειρήνη θα βύθιζε την Ελλάδα στην ατυχία. Είπα επίσης ότι είμαστε μόνο στην αρχή της επανάστασής μας. Δεν μπορεί να υπάρξει σκέψη ειρήνης με τον Σουλτάνο, έως ότου όλοι οι Έλληνες, που κατοικούν στις χώρες της ευρωπαϊκής Τουρκίας, ενσωματωθούν στην Ελληνικό Κράτος. Ο Σουλτάνος είναι ανίκανος να μας αναγκάσει. Αυτός είναι ανίκανος να μας αντισταθεί εφόσον εμείς βάλουμε σε τάξη τις δυνάμεις μας. Ο πόλεμος βλάπτει τα άτομα και ωφελεί το σύνολο. Όσο περισσότεροι χάνουν τα υπάρχοντά τους, τόσο περισσότερους στρατιώτες κερδίζουμε εμείς. Μόλις έχουμε 20.000 Έλληνες άνδρες και 12 φρεγάτες, πάμε στην Κωνσταντινούπολη. Όλη η Ρούμελη (εννοεί το βιλαέτι, την ευρωπαϊκή Τουρκία) θα ξεσηκωθεί για μας».
«Είμαστε σε άμυνα. Αλλά κατέχουν οι Τούρκοι τις χώρες που μας παίρνουν; Ο Έλληνας σπέρνει και τρυγά πίσω από την πλάτη τους, και όπου δεν υπάρχει ένας Τούρκος άρχοντας, δεν είναι αυτοί κυρίαρχοι. Βεβαίως χρειαζόμαστε Ευρωπαίους εκπαιδευτές. Ωστόσο, η συντήρηση των καπεταναίων είναι η πιο απαραίτητη ανάγκη της Ελλάδας. Αυτοί και μερικά τακτικά στρατεύματα αρκούν προς το παρόν. Δυσανασχετεί κανείς για τις απαιτήσεις των καπεταναίων. Αλλά αν η κυβέρνηση πει: πληρώνω 2000 άνδρες για να υπερασπιστούν αυτή ή την άλλη διάβαση, και ένας καπετάνιος αναλαμβάνει και εκτελεί την άμυνα – δεν είναι φτηνό να τον πληρώσουν για 2000 άνδρες, ακόμα κι αν αυτός είχε μόνο 50; Το κόστος του πολέμου φέτος είναι το πολύ 50 εκατομμύρια. Τι σημασία έχουν μερικά εκατομμύρια παραπάνω; Δεν υπάρχει τίποτα να ανησυχείτε. Εμείς μπορούμε να συντηρήσουμε τον πόλεμο για πολλά ακόμη χρόνια».
Αργότερα, ο Πρόκες έγραφε για τον Κωλέττη στο „Σημειωματάριο“ «Επαφές και σχέσεις μέχρι τις αρχές του 1830», στο οποίο χαρακτήριζε συγχρόνους με τους οποίους συναντήθηκε μέχρι το 1830:
«Κωλέττης, από τη Ρούμελη. Γιατρός του Αλή Πασά. Το 1825 ένας από τους πέντε που είχαν την εκτελεστική εξουσία στα χέρια τους και μακράν ο πιο ικανός εκείνη την εποχή στο Ναύπλιο. Η ψυχή των Ρουμελιωτών. Εχθρός του Κολοκοτρώνη και του Μαυροκορδάτου. Ο ίδιος μεταξύ των Ελλήνων ένας εξαιρετικός ραδιούργος, κάτι που λέει πολλά. Μέσω αυτού έλαβα διαβατήρια και συστάσεις για το ταξίδι από το Ναύπλιο στην Αθήνα μέσω ξηράς και για είσοδο στον Ακροκόρινθο. Η πτώση του εξαρτάται χρονικά από την αντίδραση του Μαυροκορδάτου. Αλλά ο τελευταίος τον αντιμετώπιζε με προσοχή και μάλιστα με προσοχή για μεγάλο διάστημα. Και οι δύο έπεσαν σχεδόν ταυτόχρονα. Το 1826, καθώς η ηπειρωτική χώρα φάνταζε να έχει χαθεί, ο Κωλέττης, βουλευτής στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, επέτρεψε στον εαυτό του την αλληλογραφία με τον κεχαγιά του Σερασκέρη της Ρούμελης και προέβη σε επιχείρηση εναντίον της Αταλάντης προορισμένης να αποτύχει. Αν και η προδοσία ήταν εμφανής, κανείς δεν τόλμησε να τον αγγίξει. Κατά τη διάρκεια των ταραχών στο Ναύπλιο το 1827, ο Κωλέττης φιγουράρει ανάμεσα στους Λεγγίστες. Πολύ εμφανίσιμος, ρητορική ικανότητα, οξεία κρίση, ψυχρή απιστία, τρομοκράτης».
Σε πολλά σημεία του «Σημειωματαρίου», η αντίθεση του Κωλέττη με άλλους ηγέτες του αγώνα για την ελευθερία γίνεται ξεκάθαρη. Το πολιτικό περιβάλλον στην Ελλάδα ήταν πολύ τοξικό τη δεκαετία από το 1821 έως το 1831. Λίγο μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης κατά της οθωμανικής κυριαρχίας, τα μέτωπα των μεμονωμένων ομάδων (Ρουμελιώτες, Υδραίοι, Μοραΐτες) σκλήρυναν και οι Έλληνες επαναστάτες φιλονικούσαν για την ηγεσία. Οι οικογενειακοί δεσμοί, ιδίως μεταξύ των Ρουμελιωτών, αλλά και η προοπτική τεράστιων κεφαλαίων φαίνεται ότι είχαν μεγάλη σημασία. Ο Πρόκες έγραφε το 1825:
«Όταν κάποιος βρίσκεται επί τόπου, βλέπει ανθρώπους, μέσα και επιχειρηματικές δραστηριότητες, και δύσκολα μπορεί να καταλάβει πώς έχει επιβιώσει η ελληνική εξέγερση μέχρι τώρα. Κυβέρνηση χωρίς βάρος, χωρίς κύρος. Οι άνθρωποι στο τιμόνι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χωρίς ταλέντο, γνώσεις, εμπειρία και εκπαίδευση· ανάμεσα στις λίγες εξαιρέσεις, ούτε ένας άνθρωπος με αποδεδειγμένη ικανότητα. Ο λαός στη μεγαλύτερη δυστυχία, χωρίς θάρρος και εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Όλη η αντίσταση βασίστηκε στην επιρροή λίγων τοπικών αρχόντων και καπεταναίων, οι οποίοι είχαν ως κίνητρο τα χρήματα και την άσκηση εξουσίας. Τίποτα οργανωμένο, και πουθενά η δύναμη που θα επέτρεπε την εισαγωγή οργάνωσης. Χωρίς στρατό, χωρίς εθνική ναυτική δύναμη, χωρίς διοίκηση, χωρίς μισθούς. Κάθε καπετάνιος στην περιοχή του27[…].
Το πόσο ισχυρή ήταν η διαμάχη μεταξύ των αντίστοιχων ομάδων στον αγώνα για ελευθερία, πόσο συχνά αφορούσε χρηματικές απαιτήσεις, φαίνονταν από τις ενέργειες των μεμονωμένων ηγετών. Έτσι σημείωνε ο Πρόκες για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο στήριζαν οι Μοραΐτες, το στρατόπεδο των ενόπλων εργατών αγροτικής γης της Πελοποννήσου:
«Κολοκοτρώνης, Αρχηγός των Μοραϊτών: τραχύς, ωμός άντρας, δυνατό σώμα, ζωηρή έκφραση, πολύ ομιλητικός. Είχε πολλές φορές στα χέρια του τη μοίρα της Ελλάδας, αλλά η φιλαργυρία του τον έκανε να χάνει την ευκαιρία. Οι Γκούρας και Κωλέττης ήταν οι κύριοι αντίπαλοί του. Ο πρώτος τον νίκησε το 1824 στην Κόρινθο και τον ανάγκασε να παραδοθεί στους αντιπάλους του. Ο άλλος ήθελε να τον εκτελέσουν για να παραδειγματίσει την Ελλάδα και ο Μαυροκορδάτος συμφώνησε με αυτή την απόφαση, υπέρ της οποίας εκφράστηκε κι ο Γκούρας με ζήλο. Η απόβαση του Ιμπραήμ Πασά στο Μοριά το 1825 και η πτώση του Ναβαρίνου ήταν καθοριστικοί παράγοντες για την απελευθέρωσή του, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αφυπνιστούν οι Μοραΐτες από το να τοποθετηθεί επικεφαλής τους ο Κολοκοτρώνης. Από τη φυλακή του στην Ύδρα μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο (Μάιος 1825) και διορίστηκε Αρχιστράτηγος. Εκείνη την εποχή μπορούσε να είχε γίνει δικτάτορας της Ελλάδας, αλλά έκανε λίγα. Τον είδα τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς όταν είχε έρθει στο Ναύπλιο για να ζητήσει χρήματα. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμα αρκετά σημαντικός ώστε να πρέπει κανείς να του δώσει υποσχέσεις τις οποίες, φυσικά, είχε αποφασίσει ενδομύχως να μην τηρήσει. Μιλούσε έξυπνα και μου άρεσαν τα λόγια του. Το 1826 δεν έκανε τίποτα. Το 1827, όταν η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι η Ελλάδα χάθηκε, προσπάθησε πρώτα να καταλάβει το Ναύπλιο και μετά την Κόρινθο με δωροδοκία και προδοσία. Πιθανώς μόνο για να μπορέσει να συνάψει μερική ειρήνη με τους Τούρκους. Αλλά απέτυχε και στις δύο περιπτώσεις, καθώς λίγο πριν τον πρόλαβαν οι Ρουμελιώτες. Παρεμπιπτόντως, θεωρούνταν υποστηρικτής του αγγλικού κόμματος και το 1825 μάλιστα κάλεσε τον Γκούρα να υπογράψει την πράξη υποταγής, αν και μάταια».
Τα προσωπικά υπάρχοντα και η ανεξαρτησία τους ήταν συχνά πιο σημαντικά για πολλούς ηγέτες του αγώνα για την ελευθερία από την «αγάπη για την πατρίδα». Αψήφησαν καταστατικά που είχαν συντάξει ο Μαυροκορδάτος και ο Κωλέττης. Ο Ιωάννης Γκούρας, Ρουμελιώτης και φίλος του Κωλέττη, ενήργησε με τόλμη και βάναυσο τρόπο αυτή την περίοδο:
[………………………………………………………………]
Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν είχαν σταματήσει μετά το Ναβαρίνο. Και τα δύο αντιμαχόμενα μέρη προσπάθησαν να ενισχύσουν τις θέσεις τους με βάναυσα μερικές φορές μέτρα. Αυτό περιλάμβανε την πώληση αιχμαλώτων πολέμου ως σκλάβων στο σκλαβοπάζαρο της Αλεξάνδρειας. Την άνοιξη του 1828 ο Πρόκες πέτυχε, για λογαριασμό του Ιωάννη Καποδίστρια που ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκλεγεί πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, να απελευθερώσει αιχμαλώτους πολέμου από τα χέρια του Ιμπραήμ Πασά, κάτι που ήταν πολύ επωφελές για την ελληνική πλευρά.
[…………………………………………………….]
Ο Καποδίστριας προσπάθησε, όπως πολλοί Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας, να αποκτήσει πλεονεκτήματα από την παρουσία των Ευρωπαίων. Αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο «όταν ο ευρωπαϊκός χρυσός, και άμεσα ο αγγλικός χρυσός, άρχισαν να ρέουν στην Ελλάδα, κι ήρθαν με τα όπλα στα χέρια, να μοιραστούν αυτή τη λεία»37. Ο Πρόκες ήταν πεπεισμένος ότι τα κονδύλια από την Ευρώπη «έχουν κάνει περισσότερο κακό παρά καλό, ακόμη και με φιλανθρωπικούς όρους. Γέμιζαν τα πουγκιά των καπεταναίων, αύξαι-ναν τις αλαζονικές απαιτήσεις των στρατιωτών και τροφοδοτούσαν την εσωτερική αναταραχή».
Ο ελληνικός λαός είχε κουραστεί μετά από χρόνια πολέμου και τις παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ο Καποδίστριας είχε, με τα αυστηρά ρυθμιστικά μέτρα τάξης και ταχείας αναδιοργάνωσης, επιβαρύνει πολλούς Έλληνες και οι οπαδοί του ήταν λιγότερο σταθεροί στις θέσεις τους απ’ ό,τι φαίνεται. Σε μια από τις τελευταίες του αναφορές για την Ελλάδα, ο Πρόκες έγραψε ότι στην Ελλάδα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί να βάλει τον Μαυροκορδάτο ή τον Κωλέττη επικεφαλής μιας ένοπλης αντιπολίτευσης:
«Το ζήτημα αν οι «Καποδιστριακοί» (τα στελέχη του κυβερνήτη Καποδίστρια) διατηρηθούν ή όχι, θεωρείται συνώνυμο με αυτό της εξάρτησης ή της ανεξαρτησίας, και αυτή πάλι για τον ένα και τον ίδιο λόγο με την άλλη, από το αν η Ρωσία θα συνεχίσει ή όχι την επιρροή της στην Ελλάδα. Οι «Καποδιστριακοί» , εγκαταλειμμένοι από όλους τους επώνυμους, παρουσιαζόμενοι από τα όργανα της αγγλικής κυβέρνησης ως ασύμβατοι με την ευημερία της Ελλάδας και διόλου αρεστοί στο υπουργικό συμβούλιο του Λονδίνου, το λιγότερο από τους Γάλλους ούτε στο ελάχιστο σεβαστοί, ενώ από όλους μαζί χαρακτηρίζονται ως Ρώσοι, δεν έχουν καμία ρίζα στη χώρα. Εάν η μεγάλη μάζα του λαού, που είναι παντού ανέμελη, και στην Ελλάδα εξαιρετικά κουρασμένη, δεν αμφισβητεί την υπακοή της, είναι επειδή δεν μπορεί να βρει έναν άνθρωπο στον οποίο να ακουμπήσει και λόγω της πίστης για το επικείμενο τέλος του καθεστώτος των «Καποδιστριακών». Εκκλήσεις να τεθούν επικεφαλής μιας ένοπλης αντιπολίτευσης έγιναν στον Μαυροκορδάτο, ακόμη και στον Κωλέττη»
Ο κόμης Άρμανσμπεργκ, ο επικεφαλής της αντιβασιλείας, κατά τη διάρκεια συνομιλίας τους του εξέφρασε τη γνώμη του για τον Μαυροκορδάτο, τον Τρικούπη, τον Ψύλλα, τον Γλαράκη, τον Σχινά όπως επίσης και τον Κωλέττη και άφησε στον Πρόκες να εννοηθεί ότι θα ήταν καλό για τον βασιλιά Όθωνα αν ο Πρόκες στέλνονταν στην Αθήνα. Πράγματι, το 1834 αποφασίστηκε στη Βιέννη να σταλεί ο Πρόκες στην Αυλή του βασιλιά Όθωνα ως εκπρόσωπος της Αυστρίας.
Μετά από ένα ταξίδι στα γερμανικά κρατίδια με τη σύζυγό του Ειρήνη τον Σεπτέμβριο του 1834, ο Πρόκες άφησε τη Βιέννη στις 18 Οκτωβρίου. Η πρώτη του επίσκεψη στον Βασιλιά Όθωνα στην Αθήνα χρονολογείται στις 21 Δεκεμβρίου 1834. Από εκείνη τη χρονική περίοδο μέχρι τον Φεβρουάριο του 1849 εκπροσωπούσε τα αυστριακά συμφέροντα στην Αθήνα.
Κατά τα πρώτα χρόνια της πρεσβείας του Πρόκες φον Όστεν στην Αθήνα, ο Ιωάννης Κωλέττης εργαζόταν επίσης ως διπλωμάτης: είχε διοριστεί απεσταλμένος στο Παρίσι το 1835 και επέστρεψε στην Αθήνα μόλις το 1843 κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κατά του βασιλιά Όθωνα43. Από αυτό το χρονικό σημείο μέχρι τον θάνατο του Κωλέττη το 1847, αναπτύχθηκε μια προσωπική φιλία μεταξύ των δύο.
«Οποιαδήποτε δύναμη μπορεί να συγκεντρώσει αυτή η χώρα σε έναν άνθρωπο, συγκεντρώνεται στον Κωλέττη».
- Ολόκληρο το κείμενο του Daniel Bertsch, για τις σχέσεις του Άντον Πρόκες φον Όστεν με τον Ιωάννη Κωλέττη, είναι εξόχως διαφωτιστικό για την πολιτική ιχνογράφηση του πορτρέτου του Συρρακιώτη αγωνιστή του 1821, και πρώτου συνταγματικού πρωθυπουργού της σύγχρονης Ελλάδας. Οι φιλίστορες μπορούν να συνεχίσουν τη μελέτη του συγκεκριμένου άρθρου-κειμένου καθώς και των άλλων εισηγήσεων, στον αναφερόμενο τόμο. – Κρίνω όμως σκόπιμο να δώσω κάποια στοιχεία ακόμα «βιογραφικού χαρακτήρα» για τον Ιώάννη Κωλέττη, και είναι δάνειο από τη μελέτη: «Κλέφτες και αρματολοί κατά της Οθωμανοκρατίας (1495-1878) – Η διαχρονική παρουσία ελληνόβλαχων επαναστατών».
Ο Ιωάννης Κωλέττης καταγόταν από το βλαχοχώρι Συρράκο της Ηπείρου, υπήρξε πρωταγωνιστής στη μεγάλη Επανάσταση του 1821, (ΑΝΩΝΎΜΟΣ) συγγραφέας της περίφημης Ελληνικής Νομαρχίας, επί σειρά ετών βουλευτής και διπλωμάτης, πρώτος συνταγματικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της Ελλάδας (1844-1847), μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη 1843, και ο πνευματικός πατέρας της Μεγάλης Ιδέας, έτσι όπως την εξέφρασε στον σημαντικό πολιτικό λόγο «περί αυτοχθόνων και ετεροχθόνων», στη Βουλή, στις 15 Γενάρη 1844. Ο λόγος αυτός θεωρείται υπόδειγμα ρητορικής και απόδειξη εθνικής ευαισθησίας, και –μαζί με τον λόγο του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα– αποτελεί ένα από τα πιο άρτια υποδείγματα πολιτικού λόγου στη χώρα μας, που μέχρι σήμερα αναλύεται και προσεγγίζεται από ποικίλους αναλυτές, διότι από τότε ο λαός της Ελλάδας ψάχνει να βρει την εθνική του ταυτότητα!…
Ο λόγος αυτός προκάλεσε τεράστια εντύπωση και συζητήθηκε ή σχολιάστηκε από τον λαό για πολλές βδομάδες, συνεχίζει να συζητιέται και σήμερα, διότι σε αυτόν πρωτοδιατυπώνεται το όραμα της Νέας Ελλάδας, με το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας. Οι σχολιαστές εκείνης της εποχής έγραψαν εγκώμια και διθυράμβους, απ’ αφορμή αυτή την ομιλία. Δίνω κάποια δείγματα:
«Η αγόρευσις αυτού είναι μνημείον ρητορικής, πυκνότητος επιχειρημάτων, προθέσεων αγνών και πατριωτικών· […] Ομολογουμένως, κατάπληξιν επήνεγκεν ο λόγος αυτού. Επί μίαν και πλέον ώραν άπαντες οι πληρεξούσιοι διετέλεσαν υπό την δύναμιν της στωμυλίας, υπό το κράτος αγορεύσεως πατριωτικής, υπό το γόητρον φωνής μεταλλικής αντιχούσης μέχρι των εγκάτων της καρδίας. Έν προς έν κατέπιπτον τα επιχειρήματα των αντιθέτων· κατέρρεον αλληλοδιαδόχως οι φραγμοί των τοπικών και επαρχιακών διαιρέσεων και ενώπιον της Εθνοσυνελεύσεως ηνοίγετο εις έν ευρύ πανόραμα ολόκληρος η Ελλάς, η Ελλάς της Κωνσταντινουπόλεως, η Ελλάς της Τραπεζούντος, η Ελλάς της Κρήτης και της Σάμου, η Ελλάς της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μικράς Ασίας. Ο λόγος ούτος αποτελεί την ωραιοτέραν στιγμήν του πολιτικού βίου του Κωλέττου. Μετά σθένους απαραμίλλου έσχε την γενναιότητα ν’ ανταπεξέλθη και επί θυσία της δημοτικότητος αυτού κατά του ρεύματος του αυτοχθονι-σμού· …» (Επαμεινώνδας Κυριακίδης (1861-1939), ό.π., σ. 493-494).
«Φέρνω στη μνήμη μου την τόσο ένδοξη για τον μακαρίτη εκείνη μέρα, όταν στο αμφιθέατρο της Συνέλευσης του 1843, με ρητορική δεινότητα αντρός αρχαίου Έλληνα ή Ρωμαίου, μίλησε για πατρίδα, για εθνική τιμή και δόξα. Ήμουν ένας από τους ακροατές του. Όραμα αισθητό στα μάτια μας, άνθιζαν στα χείλη του λέξεις και ιδέες. Δεν παίρναμε αναπνοή για να τον ακούμε.» (Γεώργιος Τερτσέτης [1800-1874]).
«Εύγε γηραιέ Κωλέττη! Εύγε Ηπειρώτη Πύρρε!
Εις την γην αυτήν ιδέας ελευθέρας και συ σπείρε!
Ανεδείχθης την δεκάτην πέμπτην Ιανουαρίου
υψηλός ως μία στήλη του Διός του Ολυμπίου.
Εις σε άλλοτε Κωλέττη, ως εις πλάτανον λειμώνος
η μεγάλη εχειμάσθη γενεά η του αγώνος.
Ιδού έρχεσαι και φέρων Νέστορος την βακτηρίαν
την απλήν αυτήν προφέρεις και καλή δημηγορίαν.»
(Αλέξανδρος Σούτσος: 1803-1863).
«Ακόμα σήμερα έχω στ’ αυτιά μου τη φωνή του. Είχε ανεβεί στο βήμα, σεμνός στο ήθος, μεγαλοπρεπής στη στάση, θερμός στον λόγο, αυτός που συνήθως ήταν λιγόλογος κι απαθής και παράσερνε το χρέος μας προς τους σκλαβωμένους αδελφούς. Σπινθήρες ενθουσιασμού πετούσαν τα μάτια τους.» (Νικόλαος Δραγούμης: 1809-1879).
«Μακάρι να μη σταματούσε ποτέ.» (Δ. Πλαπούτας: 1786-1864).
Με αυτόν τον λόγο ο Ιωάννης Κωλέττης αποδείκνυε ακόμα μια φορά ότι: «Τα μόνα ελαττώματα του Κωλέττου ήσαν ο πατριωτισμός και ο μέγας ζήλος αυτού προς απελευθέρωσιν και ανεξαρτησίαν της όλης Ελλάδος και προς το μεγαλείον της Ελληνικής φυλής. Εις τα ελαττώματά ταύτα ουδέν ατομικόν συμφέρον και ουδεμία ετέρα επιθυμία ή ευχαρίστησις ανεμιγνύετο.» (M. François Guizot: [1787-1874]).
Ο σοφός Γιάννης Κορδάτος (1891-1961) έχει αποφανθεί ορθά και δίκαια: «Ο Ιωάννης Κωλέττης, ήτο ξυπνός, δημοκρατικών φρονημάτων και οξείας αντιλήψεως…» Βέβαια, το κυρίαρχο σύστημα στρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας αποδίδει στον Ιω. Κωλέττη όλα τα κακά επί της γης, με βάση –κυρίως– τους ανυπόστατους συκοφαντικούς ισχυρισμούς των αντιπάλων του, αλλά και του Γιάννη Μακρυγιάννη, παρ’ όλο που ο Κωλέττης υπήρξε νονός πολλών παιδιών του!…
Ο Ιω. Κωλέττης με Διάταγμα της 23ης Μαρτίου 1846 όρισε την 25η Μαρτίου εκάστου έτους «ως ημέρα μνημοσύνου των υπέρ της αυτονομίας της πατρίδος αποθανόντων Ελλήνων και Φιλελλήνων και να εκφωνήται λόγος επιτάφιος εις τιμήν της μνήμης των μακαρίων εκείνων ανδρών.»
Κάτι που δεν είναι ευρέως γνωστό για τον Ιω. Κωλέττη, από την εποχή που ήταν πρέσβης της Ελλάδας στη Γαλλία – στο Παρίσι (1835-1843): συνάντησε το 1835 στο Παρίσι τον Ion Ghica (1816-1897), που βρισκόταν τότε στη γαλλική πρωτεύουσα για σπουδές. Γράφει σε επιστολή ο Ion Ghica προς τον λόγιο Vasile Alecsandri (1821-1890), τον Γενάρη του 1881, ότι σε συνάντησή του, του ιδίου του νεαρού «Βλάχου» Γκίκα (εκ Μολδοβλαχίας, αλλά Μοσχοπολίτικης προγονικής ρίζας) με τον Έλληνα «Βλάχο» Κωλέττη (τον εκ Συρράκου), όπου έγινε και η γνωριμία τους, υπήρξε διάλογος και ειπώθηκαν πολλά και ποικίλα. Ιδού σε μετάφρασή μου η σχετική επιστολή, άγνωστη ακόμα για τους ιστορικούς μας, τους «Κωλεττιστές» ή «Κωλεττολόγους», τους «βλαχολόγους» και τους φίλους Συρρακιώτες, που δίκαι καμαρώνουν για την γενέθλια πατρίδα τους:
Κάποιο βράδυ ο Δρ Μιχαηλίδης, ο πρώην καθηγητής μου των Ελληνικών [elinește] στο Βουκουρέστι, που ήταν μαθητής του λόγιου Νεόφυτου Δούκα [Neofit Duca], ο οποίος έγινε διδάκτορας της ιατρικής τότε που εγώ έπαιρνα το πτυχίο μου [gradul de bacalaureat], με πήγε κάποια βραδιά στη φημισμένη φιλέλληνα [filelenă] κυρία de Champy, αδελφή του συνταγματάρχη Φαβιέρου [Favier], ενός από τους μεγαλύτερους αγωνιστές για την ανεξαρτησία της Ελλάδας [pentru independența Greciei]. Εκεί συνάντησα τον ακαδημαϊκό Palin, καθηγητή στη Σορβόννη, ο οποίος πριν κάμποσες μέρες νωρίτερα, με είχε εξετάσει στην ελληνική γλώσσα [limba elenă] και μου χάρισε μια άσπρη μπάλα μόνο και μόνο επειδή, διαβάζοντας το απόσπασμα που μου είχε επισημάνει από τον Ξενοφώντα [din Xenofon], είχα προφέρει: Έπεί δέ ήρηντο ήμέρα δέ σχεδόν ύπέφαινε καί είς … αντί να διαβάσω: Epeï dè erentò emerà te schedon ipefaïnè caï eïs… Με όλη την εσωτερική μου θέρμη, εξηγώντας του ότι δεν ήμουν Γραικός [grec] και ότι ήμουν από γένος Λατινικό, μιλώντας του για τον Τραϊανό, για τις αποικίες τις μεταφερμένες από τον ίδιο στη Δακία κ.λπ., δεν μπορούσα να τον κάνω να κατανοήσει ότι δεν ήμουν ούτε Τούρκος ούτε Μοσχοβίτης [Ρώσος], ούτε μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν ένιωθα μεγάλη τιμή να ονομάζομαι Γραικός [grec]… Και πιστεύω ότι παρέμεινε, όσο έζησε, πάντα μπερδεμένος για την εθνικότητα μας.
Στο σαλόνι της κυρίας de Champy, συγκεντρώνονταν μια φορά την εβδομάδα ό,τι στο Παρίσι υπήρχε ως Έλλην [elin], Ελληνιστικός [elenist] και Φιλέλλην [filelin]· όλοι οι Γάλλους οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στους αγώνες του Μισολογγίου [Misolunghi], της Άρτας και του Ναυαρίνου, όλοι όσοι είχαν γράψει ένα βιβλίο, ένα φυλλάδιο [broșurică] ή ένα άρθρο σε εφημερίδα ή που είχαν πει δύο λόγια στο Κοινοβούλιο υπέρ των Γραικών [în favoarea grecilor]· αρκετοί φοιτητές: οι αδελφοί Γεώργιος και Νικάκης Μαυροκορδάτος, ο Κορομιλάς, ο Σκαλιστήρας [George και Nicachi Mavrocordat, Coromila, Scalistira] κ.λπ. είχαν γίνει δεκτοί σε αυτό το σαλόνι ως άμεσοι απόγονοι των τραγουδισμένων ηρώων από τον Όμηρο. Σε ένα από τα βράδια η κυρία de Champy βρισκόταν σε κατάσταση μεγάλης ταραχής· στέκεται με τα μάτια καρφωμένα προς την πόρτα, και κάθε φορά που ο υπηρέτης ανακοίνωνε έναν φιλοξενούμενο, η αφεντιά της πηδούσε πάνω, σαν να περίμενε κάποιον. όταν ξαφνικά ανοίγουν και οι δύο πόρτες του σαλονιού και μια περήφανη και ηχηρή φωνή αναγγέλλει:»
«Son excellence le general Coletti, envoye extraordinaire de sa majesti le roi des grecs», και αμέσως εμφανίζεται ένας ψηλός, εύσωμος άνδρας, όμορφα ντυμένος με φουστανέλα, με ένα κοντό αμάνικο παλτό και ένα λευκό βογιάρικο πανωφόρι με γαλάζια γαϊτάνια. Όλων τα βλέμματα στράφηκαν στον νεοφερμένο· οι οικιακοί βοηθοί ψιθύριζαν ο ένας στον άλλο: «C’est l’ ambassadeur du roi Othon!» Όλοι και όλες τον περικύκλωσαν, υποκλίνονταν σ’ αυτόν. Ο μέντοράς μου, ο Δρ Μιχαηλίδη, εκμεταλλεύεται μια στιγμή, πλησιάζει τον επιφανή καλεσμένο και του λέει:
—Άρχηγέ (generale / στρατηγέ), επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τον νεαρό Γκίκα [Ghica] από το Βουκουρέστι. Ο στρατηγός Κωλέττης [generalul Coletti], αφού με ρώτησε για την οικογένεια των Γίκα [Ghiculesti], μου είπε:
—Και η αφεντιά σας είστε οπωσδήποτε Γραικοί [Și dumneavoastră sunteți tot greci]. Όταν όμως, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του μέντορά μου, άρχισα να διαμαρτύρομαι για το γραικικό όνομα [numelui de grec], εξηγώντας του με θέρμη την καταγωγή των Ρουμάνων, ο Κωλέττης [Coletti] με άκουγε όλο και πιο προσεκτικά και, προς μεγάλη έκπληξη του γιατρού Μιχαηλίδη, μου είπε:
—Și eu sboresc arămănește, dar sunt grecos… [Και εγώ μιλάω αρμάνικα, αλλά είμαι Γραικός...]. Αν και δεν καταλάβαινα τις λέξεις sboresc και arămănește, η φράση όμως ήταν ρουμανική, πήρα το ελεύθερο και του είπα στη γλώσσα μου:
—Escelență, poți fi grec prin sentimente și prin religie, dar după vorbă și după chip ești rom}n. [Εξοχότατε, μπορείς να είσαι Γραικός ως προς τα αισθήματα και ως προς τη θρησκεία, αλλά από πλευράς λόγου και κατατομής προσώπου είσαι Ρουμάνος].
Ο Κωλέττης είχε την πιο ρουμανική φιγούρα που μπορείτε να δείτε· θα έλεγες ότι είναι ένας Μοκάνος [mocan] από το Μπρασόβ. Με κοίταξε με αγάπη όταν μιλούσα ρουμανικά και με έναν αναστεναγμό στη φωνή του μου είπε:
—Parintili a mei sboresc mași arămănește și mi pare ghine că tini la miletea a noastră; him simpatrioti. Stăruința de a nu voi să fiu de alt neam decît rom}n l-a făcut să uite toate prevenințele de cari era încunjurat, s-a pus la vorbă cu mine și mi-a povestit viața lui la curtea lui Ali-pașa Tebedelen de la Ianina, unde petrecuse anii copilăriei împreună cu alți tineri creștini, între cari un fiu al dibaciului Voia, un nepot al crudului Națu și un tricaliot, fiul unui ciorbagiu, cu care Coletti locuia într-o odaie. Odată pașa era foarte supărat, tuna și fulgera; nimeni nu-i mai putea intra în voie. Furia lui provenea din cauză că fugise tînărul Marco Botzari, pe care-l avea otagiu de la tată-său Kiciu Botzari, beiul de Sulli; îl ținea la Ianina ca o garanție de pace din partea vitejilor sulioți. Ali-pașa bănuia că tînărul tricaliot, tovarășul de cameră a lui Coletti, înlesnise fuga lui Botzari, și într-o dimineață, cînd bietul băiat îi aducea cafeaua, îl tratase răstit de ghiaur hain; băiatului îi tremură mîna și vărsă cafeaua pe feregeaua pașei. În cinci minute, iataganul gealatului îi zbură capul. [Οι γονείς μου μιλάνε μόνο αρμάνικα, και μου φαίνεται καλό που εσύ [ανήκεις] στο γένος [la miletea] το δικό μας· είμαστε συμπατριώτες. Η επιμονή να μη θέλω να είμαι άλλου γένους παρά Ρουμάνος τον έκανε να ξεχάσει όλες τις υπάρξεις που τον περιστοίχιζαν, συνέχισε να μιλάει με μένα και μου διηγήθηκε τη ζωή του στην αυλή του Αλή Πασά Τεπελενλή στα Γιάννινα [Ali-pașa Tebedelen de la Ianina], όπου είχε περάσει τα χρόνια της παιδική ηλικίας μαζί με άλλους νεαρούς Χριστιανούς, μεταξύ των οποίων ήταν ένας γιος του πανέξυπνου Βόια [Voia], ένας ανιψιό του σκληρού Νάτσου [Națu] και ένας τρικαλιώτης/τρικαλινός, γιος ενός τσιορμπατζή, με τον οποίο ο Κωλέττης συγκατοικούσε σε ένα δωμάτιο. Κάποια φορά ο πασάς ήταν πολύ θυμωμένος, βρόνταγε και άστραφτε. κανείς δεν μπορούσε να εναντιωθεί στη θέλησή του. Ο θυμός του προήλθε από το γεγονός ότι έφυγε/την κοπάνησε ο νεαρός Μάρκος Μπότζαρης, που τον κρατούσε όμηρο από τον πατέρα του, τον Κίτσιο Μπότζαρη, τον μπέη από το Σούλι· τον κρατούσε στα Γιάννινα ως εγγύηση ειρήνης εκ μέρους των γενναίων Σουλιωτών. Ο Αλή Πασάς υποψιάστηκε ότι ο νεαρός τρικαλιώτης, συγκάτοικος του Κωλέττη, είχε διευκολύνει τη φυγή του Μπότζαρη και ένα πρωί, όταν το καημένο το αγόρι του έφερνε τον καφέ, του φέρθηκε σκληρά σαν σε γκιαούρη σκύλο· το χέρι του αγοριού έτρεμε και έχυσε τον καφέ στον μανδύα του πασά. Σε πέντε λεπτά, το γιαταγάνι [jatagan] του δήμιου [gealat], του έκοψε το κεφάλι του.
Αυτή το περιβάλλον έκανε τον Κωλέττη να προσπαθήσει να ξεφύγει και αυτός όπως ο Μπότζαρης, αλλά δεν τα κατάφερε! Πιάστηκε και μεταφέρθηκε στην έπαυλη του πασά, κι αυτός πίστεψε ότι είχε χαθεί.
Ευτυχώς όμως που τα βήματά του ξεπέρασαν το εμπόδιο, και όπως πάντα μετανόησε, ή προσποιήθηκε ότι μετανοούσε για τον θάνατο του τρικαλιώτη, λέγοντας με αναστεναγμό: «Κρίμα τό παλληκάρι!». (Păcat de voinici). Όπως συνήθως, καταλάγιασε τον πόνο του με αυτά τα λόγια: «Καλύτερα που τον πήρε ο Θεός, γιατί ποιος ξέρει πόσα κακά θα έκανε εάν ζούσε».
Ο Κωλέττης αρρώστησε από τύφο και ο Αλή Πασάς, μαθαίνοντας ότι πέθαινε, πήγε και τον είδε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν και, για να τον παρηγορήσει, του είπε ότι, μόλις αναρρώσει, θα τον έστελνε μαζί με τον γιο του Voia να σπουδάσει ιατρική. Κράτησε τον λόγο του, τον έστειλε στην Πίζα, όπου ο Κωλέττης απέκτησε το δίπλωμα του γιατρού – στην ιατρική. Στο τέλος της βραδιάς, όταν ήταν έτοιμος να αναχωρήσει, ο Κωλέττης, βλέποντάς-με σε μια γωνία πίσω από την πόρτα, ήρθε κοντά μου και μου έπιασε το χέρι λέγοντάς-μου:
—Voi aveți singrafizi?… Vream să diavasesc și eu una carte arămănească, un piitis. Care este singrafizul vostru? [Εσείς έχετε συγγραφείς;… Θα ήθελα να διαβάσω και εγώ ένα αρμάνικο βιβλίο, έναν ποιητή. Ποιος είναι ο συγγραφέας ο δικός σας;]
Του μίλησα για τον Văcărescu και τον Alexandrescu και την επόμενη Κυριακή του έφερα μια μπροσούρα που περιείχε τα πρώτα ποιήματα του Alexandrescu· του έφερα επίσης και την μικρότερη έκδοση στο l2° των ποιημάτων του Iancu Văcărescu, στην οποία είχε τυπώσει την Άνοιξη της Αγάπης, τον Θλιμμένο Ποιμένα και το Δεξιόστροφο ρολόι. Αργότερα μου ζήτησε να του βρω την Ιστορία του Φωτεινού. Εξασφάλισα τον τόμο Β’ από έναν βιβλιοπώλη κοντά στο Ινστιτούτο της Γαλλίας και του τον έστειλα.
Ο Κωλέττης ήταν από την πόλη Σαράκο [Saraco], 12 ώρες από τα Γιάννινα· η οικογένειά του υπάρχει εκεί ακόμα και σήμερα. Σε εμάς [ενν. στη Ρουμανία] υπάρχουν πολλές οικογένειες, όπως είναι οι Φιλίττη [Filiti] από το Μπούκοφ [Bucov], οι Κανδύλη [Cantili] κ.λπ., οι οποίοι έχουν συγγένεια με την οικογένεια Κωλέττη.
Οι Κουτσόβλαχοι [Cuțovlahii], έχοντας φτάσει σε μια ανώτερη κατάσταση, όπως ο Σίνας, όπως ο Τοσίτζας κ.λπ., οι περισσότεροι αυτοαποκαλούνται Γραικοί [greci], αλλά η καρδιά τους χτυπά όσες φορές ακούνε να γίνεται λόγος για τους Ρουμάνους, τη Ρουμανία και τη ρουμανική γλώσσα, την οποία αποκαλούν αρμάνικη [arămănească.].
Ο Κωλέττης, σαν όλους τους Κουτσοβλάχους Ρουμάνους από την Μακεδονία, πολέμησε σαν ένας ήρωας για την ανεξαρτησία της Ελλάδας [independența Greciei]· υπήρξε κυβερνήτης των Ανατολικών Κυκλάδων με τον τίτλο του: έκτακτος διοικητής των ανατολικών Κυκλάδων (guvernator extraordinar al Cicladelor orientale). Αυτός άφησε ένα όνομα αθάνατο στα νησιά και άσκησε μια πολύ μεγάλη επιρροή σε όλο το Αρχιπέλαγος, κάτι που δεν άρεσε πολύ στον Κόμη Άρμανσμπεργκ [Armansberg,], ούτε στον βασιλιά Όθωνα· η αποστολή του ως πρεσβευτή στο Παρίσι ήταν σαν ένα είδος μεταμφιεσμένης εξορίας. Τι ήμασταν εμείς οι Ρουμάνοι τότε; Ποιος μας έδινε σημασία; Ποια εφημερίδα, ποιο περιοδικό ή ποιος συγγραφέας ασχολούνταν μαζί μας; Από τον Ντελ Κιάρο [Del Chiaro] και τον Γουίλκινσον [Wilkinson], δεν γράφτηκε ούτε καν μια γραμμή για τους Ρουμάνους.
Το 1836 έγινε ένα πραγματικό γεγονός όταν ο αείμνηστος Chochelet, ο Γάλλος πρόξενος, πήγε να ενημερώσει τον Alexandru Ghica-vodă ότι ήταν να περάσει από το Βουκουρέστι ένας λόγιος Γάλλος, ένας καθηγητής από τη Σορβόννη, ονόματι Saint-Marc de Girardin. Λέγοντας στον ηγεμόνα ότι αυτός ο τουρίστας επρόκειτο να γράψει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις, ότι ερχόταν να επισκεφθεί τις όχθες του Δούναβη για μελέτες αρχαιολογικές, ο Γάλλος πρόξενος ζήτησε για τον ταξιδιώτη διευκολύνσεις μεταφοράς στη χώρα. Αμέσως εκδόθηκαν παντού τρομερές εντολές για άμαξες, ταχυδρομικά άλογα και αρχοντικά, βάζοντας όλους τους νομάρχες και τους αξιωματικούς στα σύνορα του Δούναβη στη διάθεση του επιφανούς τουρίστα. Εκείνη την εποχή ελάχιστοι αξιωματικοί, πολύ λίγοι διοικητές ή αρχηγοί μιλούσαν γαλλικά.
Φτάνοντας στο Islaz, ο Saint-Marc de Girardin βρίσκει έναν εντυπωσιακό και μικροκαμωμένο υπολοχαγό που του λέει σε καλά γαλλικά: «Εξοχότατε, έχω εντολή από τον αφέντη μου να είμαι στη διάθεσή σας». Ο ταξιδιώτης, χαρούμενος που βρήκε έναν άντρα με τον οποίο μπορεί να τα πάει καλά, του λέει με τη λεπτή και διαπεραστική φωνή που όλοι ακούγαμε στα νιάτα μας στη Σορβόννη, από την αίθουσα διαλέξεων ή κατά τη διάρκεια των εξετάσεων για το απολυτληριο: —Vous parlez trés bien τα έσπασα? vous Pavez appris au collége, n’est-ce pas? —Όχι, κύριε — του απαντά ο αξιωματικός — je l’ai appris tout seul. -Αχ! je vous en fais non compliment. Εγώ ταξιδεύω – του λέει ο περιηγητής – για την μελέτη των ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. Μήπως γνωρίζεις εγώ κοντά τίποτα παλιές επιγραφές; Θα ήθελα να μάθω πώς λεγόταν αυτό το μέρος παλιά. Ο αξιωματικός του απάντησε ότι βρισκόταν ακριβώςστο αρχαίο Anasamum, την σημερινή Νικόπολη [Nicopoli], κοντά στον Utus, και ότι στην άλλη όχθη του Olt μπορούσε να επισκεφτεί το οχύρωμα του Τραϊανού. Ο περιχαρής ταξιδιώτης του λέει: «Έχετε ασχοληθεί με την ιστορία και την αρχαία γεωγραφία, κύριε, σίγουρα τα έχετε σπουδάσει στο κολέγιο;». – Όχι, κύριε, τα μελέτησα μόνος μου, απαντά ο αξιωματικός. -Αχ! je vous en fais mon κομπλιμέντο» (Ion Ghica, Letters to V. Alecsandri, Humanitas, Memorialistica & Diaristica…Humanitas, Βουκουρέστι 2004, σ. 119-124).
[Παρενθετικά ενημερώνω: 1) Το κείμενο στην έκδοση μου: Κλέφτες και αρματολοί κατά της Οθωμανοκρατίας (1495-1878), Η διαχρονική παρουσία ελληνόβλαχων επαναστατών Προσθήκη στη σύγκριση Κλέφτες και αρματολοί κατά της Οθωμανοκρατίας (1495-1878)… δίνεται μόνο στη ρουμανική γλώσσα, και εδώ για πρώτη φορά μεταφρασμένο στην Νεοελληνική μας. 2) Απαιτείται προσοχή στις βλάχικες λέξειες που χρησιμοποιεί ο Ι. Κωλέττης, π.χ. piitatzi, sigrafatzi, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι «Γραικοβλάχοι», αντί των νεολογισμών από την «λατινική» που οι νεόκοποι «ομιλητές της βλάχικης» νομίζουν ότι είναι οι σωστές λέξεις! – Το κείμενο της επιστολής του από την Μοσχόπολη καταγόμενου Ι. Γκίκα, εκρουμανισμένου ηγεμόνα και λόγιου (από τον κορμό αυτής της οικογένειας Γκίκα, καταγόταν και η μακαρίτισσα Μαρίκα Μητσοτάκη, κατά δήλωσή της σε συνένετευξη στην Ελευθεροτυπία, στη δεκαετία του 1990, οπότε υπ’ αυτήν την έννοια και ο νυν πρωθυπουργός της χώρας, έχει στις φλέβες και αρτηρίες του και «βλάχικο αίμα»)! – Τα υπογραμμισμένα είναι αυτούσια από την πρωτότυπη έκδοση, ήτοι γραμμένα στην ελληνική.]
«—Și eu sboresc arămănește, dar sunt grecos…»
Συνοψίζω το βιογραφικό του Ιω. Κωλέττη, αφού επισημάνω ότι κυκλοφορούν «μονογραφίες» για τον Κωλέττη (αναφέρω π.χ. αυτή του Γιάννη Γ. Μπενέκου, 19611, 19802), που βρίθουν ιδεοληψιών και επιδίδονται σε δήθεν προοδευτικές αερολογίες «μαρξιστικής ανάλυσης», με στρέβλωση των πηγών που επικαλούνται και συχνή εμφάνιση λεκτικών σχημάτων του τύπου: «ο πονηρός Κουτσόβλαχος», «πονηρός ο Βλάχος», και μειωτικές εκφράσεις για τους Βλάχους, που δείχνουν την ρηχή σκέψη τους. Συνεχίζω…
Ο Ιωάννης Κωλέττης, γεννήθηκε στο βλαχοχώρι Συρράκο των Ιωαννίνων, από κτηνοτροφική οικογένεια η οποία ξεχείμαζε στο Δελβινάκι, όπου είχε γεννηθεί ο παππούς του Ιωάννης Δήμου. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Ιωάννου Δήμου και μάνα του η Ξάνθη Τσομάγκα, από το Χαλίκι Ασπροποτάμου, εγγονή του προεστού του Ασπροποτάμου Δημάκη, αδελφή της μητέρας του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου (1799-1869) και δεύτερη εξαδέλφη του Γεωργίου Τουρτούρη (1747-1750). Αδέλφια του: ο (μεγαλύτερος) Χρήστος, η Αικατερίνη (μετέπειτα Αικατερίνη Μασκλαβάνη) και η Μαρία. Φοίτησε στο σχολείο του χωριού του και μετά στους Καλαρρύτες. Κατόπιν πήγε στα Ιωάννινα, όπου εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του θείου του Κώστα Δήμα ή Δήμου, ενώ φοιτούσε και στην Καπλάνειο Σχολή, επί σχολαρχίας του συγχωριανού του Αθανάσιου Ψαλίδα. Με προτροπή και οικονομική ενίσχυση του Γεωργίου Τουρτούρη πήγε στην Πίζα της Ιταλίας, στη Φλωρεντία, στο Μιλάνο, στην Παβία, από το Πανεπιστήμιο της οποίας πήρε το δίπλωμα της Ιατρικής το 1808. Σε αυτοβιογραφικό σημείωμά του αναφέρει ότι συνέστησε εκεί μυστική πατριωτική εταιρεία, της οποίας προστάτης εμφανιζόταν ο Μέγας Ναπολέων. Εκεί συνδέθηκε με στενή φιλία με τον λόγιο κληρικό Θεόφιλο Καΐρη, τον οποίο αργότερα υπερασπίστηκε σθεναρά στις έναντίον του διώξεις. Στην Πίζα έγραψε και τύπωσε την σπουδαία Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος, που εκδόθηκε το 1806, και μπορεί να συναχθεί αυτό αβίαστα από επιστολή του που έγραψε στον πατέρα του, και δημοσιεύτηκε από τον αείμνηστο Γεώργιο Πλατάρη, συγγραφέα βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών. Περί το 1810 γύρισε στα Γιάννινα και ξεκίνησε την άσκηση της ιατρικής.
Η καλή φήμη του οδήγησε τον γιο του Αλή πασά των Ιωαννίνων, Μουχτάρ, να τον προσλάβει, μετά και από σχετική σύσταση του θείου του Τουρτούρη, ως προσωπικό του γιατρό, και έτσι μπήκε στην Αυλή του Αλή πασά, κι απόχτησε μεγάλη περιουσία, νοικιάζοντας γεωργικές εκτάσεις στις περιοχές Ιωαννίνων, Άρτας, Τρικάλων και Πραστού Πελοποννήσου και τοποθετούσε χρήματα σε πλοία των Σπετσών. Επίσης δάνειζε χρήματα με τόκο, και το 1819 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και μυήθηκε στο επαναστατικό εγχείρημα των Ελλήνων στρατιωτικών, που υπηρετούσαν στις δυνάμεις του Αλή πασά. Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, πήγε στο Συρράκο και μαζί με τον Γιάννη Ράγκο, τον Γεώργιο Τουρτούρη και άλλους, κήρυξε την επανάσταση στα βλαχοχώρια Συρράκο και Καλαρρύτες, η οποία απέτυχε, με συνέπεια την καταστροφή των δύο κωμοπό-λεων και την καταφυγή του Κωλέττη στο Μεσολόγγι. Μετά εμπλέκεται στα της Επανάστασης με πρωταγωνιστικό ρόλο, συμμετέχοντας στις Εθνοσυνελεύσεις, παίρνοντας διάφορα αξιώματα, και φτάνοντας πριν το τέλος της ζωής του να γίνει και ο πρώτος συνταγματικά εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας.
Καταχωρίζω –στη συνέχεια– την Ωδή, που έγραψε γι’ αυτόν ο Σάντος Κ. Καρύδης (ΩΔΗ, Ο Ιωάννης Κωλέτης. Υπό Σάντου Κ. Καρύδη. Αθήνησι, την 16 Οκτωβρίου 1847), λίγο καιρό μετά τον θάνατό του. Δεν πρόκειται για κάποιο αριστούργημα ως ποίημα, μα αποτελεί δείγμα της στάσης των πολλών Ελλήνων απέναντι στην προσωπικότητα του μεγάλου Συρρακιώτη.
«[…] Τον μέγαν μου όθεν της ευγνωμοσύνης φόρον αποδίδων και εγώ ο ελάχιστος τω αειδίμω, διά του μικρού μου τούτου ποιηματίου, έλαβον την ελευθερίαν να τον κοσμήσω με τα ονόματα των ειλικρινεστέρων αυτού φίλων, την Υμετέραν Εκλαμπρότητα.
Δέχθητε όθεν, Εκλαμπρότατοι,[1] την προσφοράν μου ταύτην, ούσαν, ελάχιστον μεν, αλλ’ ειλικρινές τεκμήριον της βαθυτάτης αφοσιώσεώς μου.
Ω Δ Η
Ο
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΛΕΤΤΗΣ
Α’
Ελλάς πατρίς μου! έκπαλαι της οικουμένης φάρος!
Ελλάς! εις ης ο βάρβαρος την τόλμην και το θάρρος
Ριγών και τρέμων έρριπτε τα όπλα του χαμάδις,
Κ’ ευρύ τον ήτον άσυλον ο αδηφάγος άδης,
Πελώρια υψόνουσα τα τρόπαιά σου γύρω,
Δαφνοστεφή τον κάθε σου περιεώρεις ήρω·
Εδώ τον Λεωνίδα,
Εκεί τον Μιλτιάδην σου με στιβαράν ασπίδα.
Β’
Αλλ’ αίφνης πώς της δόξης σου της τόσης εστερήθης!
Πώς εις δουλείας λήθαργον τοσούτον εκοιμήθης!
Κ’ ως επί Αίτνης έβαινον επάνω σου σβεσθείσης
Τοσαύτα έθνη βάρβαρα και άνανδρα επίσης.
Κ’ η τύχη σε επέβλεπεν ως μητροιά μακρόθεν,
Και κύματα σε έπληττον ως βράχον πανταχόθεν·
Κ’ οι κλέοντες υιοί σου
Τριγύρω αθροιζόμενοι συνέπασχον μαζή σου.
Γ’
Αλλ’ ‘όταν όμως ο σεισμός, Ελλάς, της υφηλίου
Σ’ εξύπνησε, και είδες φως εκ νέου του Ηλίου,
Και εκραγείσ’ εξέμεσεν η Αίτνη τον Τυφώνα,
Όστις σκορπίζων πέριξ πυρ εξήλθεν εις αγώνα,
Αναζητών τας Πλαταιάς, Μυκάλας, Σαλαμίνας,
Και Μαραθώνας, και αυτάς με στέμμα τας Αθήνας,
Τον πίπτοντ’ ήρωά σου
Δακρύουσα ή χαίρουσα εώρεις εμπροστά σου;
Δ’
Ναι, μειδιώσα πίπτοντα τον Καραΐσκον είδας·
Τον συνθανόντα Βότσαρην εις τας αυτάς ελπίδας.
Τον δε Ζαΐμην έκλαυσας και τον Κολοκοτρώνην·
Κ’ εις Μαυσωλείον έθεσας την ιεράν των κόνιν.
Δάκρυα χύνεις, ω Ελλάς, και σήμερον στοργής σου,
Δι’ άνδρα χάσασα σοφόν και μεγαλοφυή σου.
Κ’ ατρόμητόν σου στύλον
Εις τας τριγύρω του φωνάς των υλακτούντων σκύλων.
Ε’
Επέπεσε και ήρπασεν ο θάνατος μ’ αγώνα
Ανέρα μεγαλόσχημον, ως σβύσας έν’ αιώνα.
Μας ήρπασε σωτήρα μας, πιστόν μας χορηγέτην,
Και αριστάρχην μας κλεινόν, τον ένδοξον Κωλέττην·
Ο θάνατός του έσεισε την πόλιν της Παλάδος,
Και πένθους πέπλον ήπλωσεν εφ’ όλης της Ελλάδος.
Κ’ αυτή σχεδόν η φύσις
Πενθηφορούσα κατηφής εφαίνετο επίσης.
ΣΤ’
Το βήμα σου καιρούς λαμπρούς εκάλει και ωραίους,
Την εποχήν του Σόλωνος και την του Περικλέους.
Πιστόν του τον ανέδειξεν και φίλτατον ο Όθων,
Το έθνος του προάγοντα με ζήλον και με πόθον.
Και τι θα ήτον η Ελλάς μετά ολίγους χρόνους,
Αν έζη, θα το έδειχνεν ανήρ ο μεγαλόνους.
Πώς ήθελεν αυξήσει·
Και πού τον μέγαν θρόνον του ο Βασιλεύς μας στήσει.
Ζ’
Κωλέττην έθνος τι σαπρόν επάσχισε να ρίψη,
Ενώ παρεσκευάζετο να το κατασυντρίψη.
Ενώ αυτόν εφώπλιζεν η Νέμεσις η θεία,
Και πέριξ επαιάνιζεν η των Μουσών χορεία·
Ο Άρης τυρανολογεί και αιχμηράν ρομφαίαν,
Η Δόξα τον προσέφερε της νίκης την σημαίαν,
Και άνω εκ του Πλάστου
Θεία ισχύς εχύνετο εις τους βραχίονάς του.
Η’
Ναι, ο Κωλέττης έθανεν, ω βάρβαρη Τουρκία,
Πλην των οστών του τον καιρόν εκείνον η κονία
Ως φάσμα θε ν’ αναφανή, και ως με κεραυνόν του
Τον κατά σου λεόντιον και μέγαν βρυχηθμόν του
Θέλει σε δείξει και νεκρός πώς φόβον σοι εμπνέει·
Ναι, βλέπεις, βλέπεις πόσον πυρ την κεφαλήν σου καίει.
Απέθανεν εκείνος,
Πλην θάλλει ό,τι έσπυρεν ως μοσχοβόλος κρίνος.
Θ’
Προσέλθετε, αντίπαλοι, εις το νεκρόν του σώμα·
Ο πλοκαμός του σείεται ως λέοντος ακόμα·
Ως κεφαλήν τον τρέμετε Γοργόνος να ιδήτε.
Τον φεύγετε φωνάζοντες, ακόμα ζη, κινείται,
Τους οφθαλμούς του έκλεισε ν’ αναπαυθή προς ώραν,
Της Κυβερνήσεως κρατών την πρύμνην και την πρώραν.
Πολλά θα ζήση έτη·
Δεν έθανεν ο γεραρός Κωλέττης των εισέτι.
Ι’
Απέθανεν μοχθών υπέρ του έθνους του του φίλου.
Καταφρονών τας απειλάς του Τούρκου του βεβήλου·
Και τάφον του καταστροφής τελείας υποσκάπτων·
Κ’ υπέρ πατρίδος του λαού τα πνεύματα εξάπτων·
Την γιγαντώδη χείρα του εξέτεινε δεικνύων
Τω Βασιλεί τα πέρατα Ελληνικών ορίων·
Την Κρήτην, Θεσσαλίαν,
Την Θράκην και την Ήπειρον και την Μακεδονίαν.
ΙΑ’
Εκεί υπό τον Όλυμπον εζήτει ν’ αποθάνη.
Εκεί, Κωλέττα, ηύχεσο, ω ένδοξ’ Ιωάννη!
Εκεί, εις ελευθέραν γην της φίλης Σου Πατρίδος·
Και άνωθεν του τάφου Σου το άσμα της ελπίδος
Με την χορείαν των Μουσών παρά του μουσηγέτου
Να ψάλληται, και ν’ αντηχή το όνομα Κωλέττου.
Ναι, ούτως επεθύμει,
Και εις Αθήνας θάπτεται πλησίον του Ζαΐμη.
ΙΒ’
Διά παντός ως Ήλιος εκρύβη εις νεφέλας,
Πλην όπισθέν του άφησε λαμπρόν να λάμπη σέλας.
Ως κυβερνήτης έμπειρος εν μέσω δεινού σάλου
Την κεφαλήν συνέτριψεν εκάστου αντιπάλου.
Και αταράχως οδηγών του έθνους του το σκάφος
Ως άλλος ήρως Περικλής· τον έκραξεν ο τάφος·
Και προς τον Ρήγαν τείνων,
Τον είπε, φίλε . . . . έσχατον χαιρετισμόν αφίνων.
ΙΓ’
Φωνάξατε, αν έχετε φωνήν, ω Παυσανίαι,
Και τώρα που απέθανεν, αν είν’ εις σας καρδίαι!
Κακόβουλοι, επίβουλοι, και Θρόνου και Πατρίδος,
Υπό ζυγόν να σύρετε ζητείτε τυραννίδος
Τον απελεύθερον λαόν! Αγγλία διπλωμάτις!
Και συ πώς συνετέλεσες να θραύση τα δεσμά της,
Ποσώς δεν ενθυμείσαι!
Αλλά κακά διά αυτήν περί πολλού ποιείσαι!
ΙΔ’
Α! ελευθέραν άφες την, Ευρώπη διπλωμάτις!
Να ανορθώση άφες την το μέγ’ ανάστημά της!
Μη σβύνεται τους κεραυνούς όπου κρατεί εις χείρας.
Αφήσατε, τους ποταπούς να καύση ολετήρας.
Έν έθνος, σαθρόν, βάρβαρον, τυφλόν νοός και φώτων.
Αφήσατ’ εις τον πρώτον της χαμαί να πέση κρότον.
Γην δος της να πατήση,
Και τα γοώντα τέκνα της να τα εναγκαλίση!
ΙΕ’
Κωλέττ’, επί του τάφου σου ακούεις ποίος ψάλλει!
Εγέρθητι! προσήγγικεν η δεινοτάτη πάλη,
Και δράξ’ ασπίδα στιβεράν κ’ ηκονισμένον δόρυ,
Κ’ ως άλλοτε εις δύσβατα, ω άνερ, τρέξε όρη,
Υπέρ πατρίδος της σεπτής, μ’ ανάστημα Ανταίου,
Και προπορεύου του λαού, και του λαμπρού κ’ ωραίου
Φανέντος μέλλοντός μας,
Αναφανού ο ένδοξος γενναίος αρχηγός μας.
Η λαϊκή μούσα, πολύ πιο εκφραστική, έχει συνθέσει το δικό της άσμα, το CXI. Ο Κολέττης (1810) (σ. 89) της συλλογής Πασσόβ· είναι τραγούδι –μεταγενέστερο του 1810– στις μέρες του μεγάλου και ιερού αγώνα, κατά την Επανάσταση, διότι αναφέρεται στις «μάχες» του Ιω. Κωλέττη να υπάρξει «Σύνταγμα» στην αναγεν-νημένη Ελλάδα, όντας πάντα πιστός στις ιδέες της γαλλικής επα-νάστασης και στα δημοκρατικά ιδεώδη.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε ’πό μες από τ’ Ανάπλι,
Μέρα και νύχτα περπατεί, μέρα και νύχτα πάγει·
Και στην στράτα που πήγαινε, στον δρόμο που πηγαίνει,
Αντρέας Ίσκος τόπιασε και το συχνορωτάει·
–Πες μας, πες μας πουλάκι μου κανέν’ καλό χαμπέρι.
–Τι να σας ’πώ μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω,
Εψές, προψές εδιάβαιν’ απ’ το σπίτι του Κολέττη
Κ’ ήκουσα τον μουσαβερέ και μια κρυφή κουβέντα.
Ο κυρ Κολέττης έλεγε κι ο κυρ Κολέττης λέγει·
«Παιδιά, να γένη σύνταγμα».
Τι και ποιος ήταν τελικά ο Κωλέττης; Ο Γ. Βλαχογιάννης γράφει ότι ήταν ο πρώτος που μάντεψε το σπάνιο στρατηγικό μυαλό του Καραϊσκάκη:
«Ο περίφημος πολιτικός του Αγώνα Γιάννης Κωλέττης, πρώτος φαίνεται μάντεψε τον σπάνιο νου του Καραϊσκάκη, καθώς θα φανή και σε πολλά μέρη της μελέτης αυτής. Ύστερ’ από τον θάνατο του Ήρωα, ο Κωλέττης λάτρεψε τη μνήμη του και πρόσφερε ξεχωριστές τιμές σ’ αυτή, να γράψη όμως καθόλου δεν είχε καιρό. Ως τα 1847, που πέθανε πρωθυπουργός, ποτέ δεν ηύρε ημέρα ησυχίας γράφοντας. Ήταν από τους πιο μεγάλους πολυγράφους πολιτικούς και ίσα – ίσα τούλειψε η ψυχική γαλήνη αχώριστη και απαραίτητη στην ιστορικήν αναδρομή και συγγραφή.» (Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών. Βλαχογιάννης. 2 Καραϊσκάκης, Ιστορικά Σημειώματα, Αθήνα 1966, σ. 47).
Μετά τη δολοφονία του Χρήστου Παλάσκα από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (25 Μαΐου 1822), ο Ιω. Κωλέττης είχε «μορόζα» (ερωμένη /αγαπητικιά) τη Μαρία χήρα Χρ. Παλάσκα, και μεγάλωσε σαν παιδιά του τα δύο της παιδιά: την Ανθούσα, που νυμφεύτηκε τον Γάλλο Αλέξανδρο Ρουζιού, και τον Λεωνίδα, που τον έστειλε ο Κωλέττης στη ναυτική σχολή της Βρέστης, και ο οποίος μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε αξιωματικός του Γαλλικού πολεμικού ναυτικού, κι όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1844, ανέλαβε σημαντικές θέσεις στο Πολεμικό Ναυτικό, ενώ το 1877 διορίστηκε υπουργός των Ναυτικών στην κυβέρνηση του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη (26.2.1877-19.5.1877).
Ο Συρρακιώτης αγωνιστής και πολιτικός στον καιρό της θητείας του ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη Γαλλία (στο Παρίσι: 10.8.1835-Σεπτέμβριο του 1843), είχε ερωμένη τη Μαρκησία ντε Πουϊζερόν, και καρπός αυτής της σχέσης ήταν η γέννηση μιας κόρης (Μαρία Ξάνθη), που την αναγνώρισε ως κληρονόμο του.
Στο διάστημα αυτό, ως πρέσβης, βοήθησε οικονομικά πλήθος νέων Ελλήνων που σπούδαζαν τότε στο Παρίσι, και οι οποίοι μετά την περάτωση των σπουδών τους οι περισσότεροι εξελέγησαν καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μεταξύ αυτών και ο Βλάχος εκ Κρουσόβου σπουδαίος καθηγητής στο ΕΚΠΑ, φιλόλογος-ομηριστής και ακαδημαϊκός Ιωάννης Πανταζίδης (1827-1900), και ο επίσης μέγας νομικός καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ Νικόλαος Ι. Σαρίπολος (1817-1887) (το αρχικό επίθετο: Σαρίπογλου), θεμελιωτήςς του Δημοσίου Δικαίου στην Ελλάδα, και από τους βασικούς δικηγόρους-υπερασπιστές των ληστών και ληστάρχων, «βασιλέων των ορέων» στα μετεπαναστατικά χρόνια.
- Να καταθέσω και ένα δημώδες άσμα, που αφορά στον Καλαρρυτινό αγωνιστή της Επανάστασης Συρράκου και Καλαρρυτών, στον Ιωάννη Λάμπρο, πατέρα του Παύλου Λάμπρου και παππού του καθηγητή και πρωθυπουργού Σπυρίδωνος Λάμπρου. Είναι καταχωρισμένο στη σελ. 45 της μελέτης του Καρατζένη, ο οποίος το δανείστηκε από το σπουδαίο περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων», τόμος 17, σελ. 65.
Ο Ιωάννης Λάμπρος/Λάμπρου, εκ Καλαρρυτών. Εγεννήθη εις Καλαρρύτας το 1791 ή 1792 και ήτο εκ των προκρίτων του χωριού του. Επρωτοστάτησε εις την εξέγερσιν των κατοίκων και εις τον περιορισμόν της τουρκικής φρουράς την 1ην Ιουλίου 1821 εις τα πέντε σπίτια των Καλαρρυτινών. Όταν την 7ην Ιουλίου εισέβαλον εις το χωρίον του τα στρατεύματα του Ισμαήλ Πλέσια, ο Λάμπρου συνελήφθη αιχμάλωτος κατά την γενομένην μάχην και μετά τινας ημέρας απηγχονίσθη μαζί με άλλους χωριανούς του εις τα Ιωάννινα. Ήτο πάππος του Σπυρ. Λάμπρου, καθηγητού και πρωθυπουργού της Ελλάδος.
Τον τοιούτον τραγικόν θάνατον του προύχοντος Ιωάννου Λάμπρου εθρήνησεν η δημώδης μούσα της Πίνδου διά του εξής μοιρολογίου:
Στους Καλαρρύταις τα βουνά σκώνονται μοιρολόγια,
Κι εκεί σιμά στα Γιάννινα μεγάλα ξόδια ακούω.
Οτζάκι των Καλαρρυτών, πραγματευτήν μεγάλον,
Τον Γιάννη Λάμπρο ξακουστόν, τον τρανοξακουσμένον,
Στα Γιάννινα στη φυλακή τον έχουνε ρεέμι,
Κι αποφασίσαν τα σκυλιά τον δόλιο να κρεμάσουν.
Ένα πουλί, σαν τ’ άκουσεν, επέταξε κι επήγε
Στα κάγκελα της φυλακής και τώδωσε χαμπέρι.
Πουλί πετούμενο ήτανε κι ανθρώπινα λαλούσε:
-Γιάννο μ’ αν έχεις κρίματα, αν έχεις κι αμαρτίαις,
Για κράξε τον πνευματικό για να σε ξαγοράση,
Κι αν έχεις και μηνύματα από ταϊρί σου να στείλης,
Πες τα μου εμένα, Γιάννο μου, παγαίνω και τα λέω…
- Να μου επιτραπεί να «κλείσω» τούτο «Ταξίδι» με έναν προβληματισμό μου που εκκινεί από πολλαπλές διαπιστώσεις, και αφορά στην μελέτη και την κατανόηση του ιστορικού υλικού, και από εκεί στην εν συνεχεία μεταλαμπάδευσή του σε αναγνώστες ή ακροατές και θεατές ως γραπτό κείμενο, δημόσια διάλεξη κ.λπ.
Είναι πασιφανής η «στάση» των περισσότερων ιστορικών και ιστοριογραφούντων να μνημονεύουν εκτενώς ποικίλες πηγές, τις οποίες –υποτίθεται ότι– έχουν μελετήσει προσεκτικά και άρα έχουν τις κατανοήσει πλήρως. Ο προσεκτικός όμως μελετητής μπορεί να διαπιστώσει εύκολα ότι γίνεται από τη μέγιστη πλειονότητα των ιστορικών συγγραφέων επιλεκτική χρήση αποσπασμάτων πηγών όχι με σκοπό να αναζητήσουν και να αποκαλύψουν την αλήθεια, αλλά για τη διαστρεβλώσουν. Τα πρόσκαιρα οφέλη είναι σαφή: εύνοια από αναγνώστες ή ακροατήρια, ταύτισή τους με συστημικά στερεότυπα και ακαδημαϊκά κατεστημένα, ενσυνείδητη πλύση εγκεφάλου, ιδίως με τις συνεχείς επαναλήψεις έωλων απόψεων, και εξ αυτού του λόγου τις «καθιστούν» (ευελπιστούν) αξιόπιστες, ενώ είναι πασιφανής η μεροληπτικότητά τους και η έλλειψη της αξιοπιστίας. Η μονόπλευρη και επιλεκτική χρήση των πηγών εξ ορισμού επιβεβαιώνει την μεροληψία του ιστορούντος, και έτσι καθίσταται το όποιο «ιστορικό πόνημα» του «ανώφελος διήγησις». Πολλές φορές, όσοι έωλα πράττουν αυτό και συμπράττουν σε τέτοιες ιστορήσεις, πάντα χρησιμοποιούν γνώμες «αυθεντιών» και ελπίζουν πως έτσι αυξάνουν το κύρος τους σε μεγαλύτερο τμήμα αναγνωστών ή ακροατών, και πιστεύουν ακόμα ότι θα «κερδίσουν» και σε βαθμό επιστημονικής εγκυρότητας. Είναι καταπληκτικό να διαπιστώνει κανείς το πώς οι λανθασμένες πληροφορίες ή οι λανθασμένες αναγνώσεις και ερμηνείες αποκτούν κύρος –αν και είναι οφθαλμοφανή τα ατοπήματά τους– και συνάμα το πώς διευρύνουν τον κύκλο των επιρροών τους. Αν οι εκφραστές τέτοιων «παρεκτροπών» κατέχουν και «υψηλές θέσεις» στον κρατικό μηχανισμό ή στον ακαδημαϊκό χώρο, και έχουν «υψηλό βήμα» δημόσιας έκφρασής τους, τότε το κακό και η ζημιά που μπορεί να γίνει, παρά είναι μεγάλο και δύσκολα να… διορθωθεί. Μοιάζει σαν λαίλαπα πυρκαγιάς, που αφήνει πίσω της αποκαΐδια και… αντί να παρέμβει η «σωφροσύνη» για «αναδασώσεις» κ.λπ., παρατηρεί ότι αμέσως μετά «φυτρώνουν φουρφούρια» παραγωγής αιολικής ενέργειας… βράσε όρυζα!
Η Ιστορία είναι επιστήμη και τέχνη μαζί, αλλά δεν μπορεί να εκφυλιστεί σε παντός είδους «Μυθιστοριογραφία» ντυμένη με τον μανδύα της «Κλειώς», τάχα μου για να πείσει. Και οι του «ιστορικού μυθιστορήματος» συγγραφείς, δεν μπορούν στο «βρακί» της φαντασίας τους να κλείσουν πρόσωπα που σημάδεψαν τοπικές ή εθνικές ή παγκόσμιες φυσιογνωμίες, οι οποίες άφησαν «ντορό» και «χνάρια» (τώρα τα λένε αποτύπωμα!), που και με όλο τους το σώμα αν μπουν σε τέτοιον «ντορό», ούτε καν το νυχάκι του «πραγματικού ιστορικού προσώπου» (ήρωά τους), δεν μπορούν να… καλύψουν. Και οι μεροληψίες και οι προπαγάνδες έχουν τα όριά τους… Πάντως η Ιστορία, αν και λέγεται ότι γράφεται από τους «νικητές» ή κατ’ άλλους γράφεται από τους «ηττημένους», φρονώ ότι μπορεί να μη γράφεται ούτε από τους μεν ούτε από τους δε αλλά από τους… ανιστόρητους (και εννοώ του καιρού μας)…
[1] [Οι Εκλαμπρότατοι και Ευγενέστατοι στους οποίους ο Σ. Κ. Καρύδης αφιερώνει την Ωδή είναι: α) η Βασιλική Μπασκλαβάνου, «Κυρία της τιμής εν τοις Ελλ. ανακτόροις» (ανεψιά από αδελφή του Ιω. Κωλέττη, σύζυγος του Δ. Χατζίσκου, βουλευτή Λαμίας και υπουργού, ανεψιού από αδελφή του Χρ. Χατζηπέτρου), β) ο Ρήγας Παλαμήδης, υπουργός «επί των Εσωτερικών του Βασιλείου της Ελλάδος», γ) ο Πισκατόρης, πρεσβευτής της Γαλλίας στην Αθήνα.]