Είχα περάσει προ πολλού την πρώτη μου νεότητα και βρισκόμουν στη φάση του μεσήλικα. Αυτοί που με γνώριζαν και ιδίως η μητέρα μου, περίμεναν πως λόγω της ηλικίας θα ηρεμούσα και θα έχανα τον σχεδόν εφηβικό αυθορμητισμό, τον οποίο είχα σαν πρωτεύον χαρακτηριστικό μου.
Πολλές φορές η μητέρα μου σε σοβαρές συζητήσεις αναρωτιόταν (σχεδόν με απελπισία) πότε θα βάλω μυαλό και πότε θα ηρεμήσω. Εγώ χαμογελούσα και της έλεγα το διαχρονικό: «Έτι καιρός!»
Ήμουν γι αρκετά χρόνια μάλλον επιτυχημένος κατασκευαστής έτοιμων ενδυμάτων, όταν αποφάσισα κι έκανα μια στροφή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες κι άρχισα να εμπορεύομαι οτιδήποτε είχε σχέση με textile.
Τότε ήταν που ανακάλυψα τις βαμβακερές πετσέτες της Συρίας. Άρχισα να εισάγω μικροποσότητες στην αρχή με πετσέτες εξαιρετικής ποιότητας σ’ εξευτελιστική τιμή για τα δεδομένα της δικής μας αγοράς. Αν και μεταπωλούσα τις πετσέτες σε πολλαπλάσια τιμή από την αρχική τιμή κτήσης, τα εισαγόμενα εμπορεύματα ήταν πάμφθηνα σε σχέση με τα ντόπια, η δε ποιότητα τους εξαιρετική! Η ζήτηση είχε αρχίσει να γίνεται επιτακτική και οι δυνατότητες να εξυπηρετήσω την αγορά μηδαμινές.
Τότε, χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα,αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι «αστραπή» και να επισκεφτώ τη Λατάκια (αρχαία Λαοδίκεια) και να παραγγείλω, αφού διαπραγματευτώ, σημαντικές ποσότητες από τα προϊόντα του εργοστασίου με το οποίο συνεργαζόμουν αρχικά. Αφού εφοδιάστηκα μ’ εγγυητικές επιστολές τράπεζας, χωρίς ιδιαίτερο προγραμματισμό και σκέψη πήρα το F/B από τον Βόλο με προορισμό τη Λατάκια. Το ταξίδι ευχάριστο και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα κιόλας!
Προσγειώθηκα απότομα σε μια «αραβική» πραγματικότητα, όταν των κυπριακών συμφερόντων γραφείο που μ’ εξυπηρετούσε μ’ ενημέρωσε πως για ένα τριήμερο τα πάντα θα ήταν κλειστά, γιατί γιόρταζαν το «κουρμπάν μπαϊράμ», μεγάλη γιορτή του Ισλάμ. Απελπισμένος μ’ αυτή την αναποδιά έψαχνα να βρω διέξοδο ν’ αντιμετωπίσω όσο καλύτερα μπορούσα την ατυχία μου. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, ζήτησα απ’ τον υπεύθυνο του γραφείου να μου νοικιάσει ένα αυτοκίνητο, για να μπορέσω να επισκεφτώ μια περιοχή στα νότια της χώρας. Όταν είδα την έκπληξη στα μάτια του εμπορικού αντιπροσώπου που μ’ εξυπηρετούσε, κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με υπομονή μου εξήγησε ότι δεν ήταν εύκολο οι ξένοι να ταξιδεύουν ελεύθερα στο εσωτερικό της χώρας.
Εκείνο το χρονικό διάστημα η κυβέρνηση του Μπασάρ Αλ Άσαντ και του γιου του αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη καχυποψία τους ξένους και ιδίως τους «δυτικούς». Ωστόσο το γραφείο μ’ εξυπηρέτησε εξασφαλίζοντας μου άδεια να ταξιδέψω, με την προϋπόθεση να νοικιάσω αυτοκίνητο από συγκεκριμένο γραφείο με συνοδό οδηγό. Δέχτηκα χωρίς δεύτερη σκέψη και σε λίγο ταξίδευα στην ακτογραμμή της Συρίας με κατεύθυνση προς τα σύνορα του Λιβάνου.
Ο οδηγός «μου» ο Ομάρ μιλούσε τα ελληνικά με έντονη Κυπριακή προφορά και όπως μου είπε, είχε εργαστεί για πολλά χρόνια στην Κύπρο. Χωρίς ιδιαίτερο τακτ προσπάθησε να με «ψαρέψει» και να μάθει τον λόγο του ταξιδιού μου προς τα νότια. Εγώ απέφευγα να του απαντήσω (ίσως γιατί μέσα μου αμφέβαλα για την ορθότητα του ταξιδιού) και περιοριζόμουν να χαμογελώ και ν’ απαντώ με αοριστίες.
Περάσαμε απ’ την αρχαία Αμρίτ και κοντά στην Ταρτούς, στο δεύτερο μεγάλο λιμάνι μαζί με την Λατάκια, ο Ομάρ άρχισε να μου εκθειάζει τις δυνατότητες που είχε η περιοχή για να κάνει κάποιος πετυχημένες δουλειές λαθρεμπορίου κι άλλες «ζόρικες» βρωμοδουλειές. Μου ήταν γνωστό ότι κάθε παραβατικό στη νοτιοανατολική Μεσόγειο ξεκινούσε από την Ταρτούς. Χαμογέλασα και δεν έδειξα ενδιαφέρον προς μεγάλη απογοήτευση του οδηγού μου. Προφανώς βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και ήθελε διακαώς να φανεί χρήσιμος στους προϊσταμένους του. Εντύπωση μου έκαναν στη διαδρομή οι απέραντες ανεκμετάλλευτες παραλίες, που διακόπτονταν με συχνές χωματερές γεμάτες από μη ανακυκλώσιμα πλαστικά ή γυάλινα μπουκάλια και τενεκεδένια κονσερβοκούτια. Ήταν φανερό πως η χώρα βρισκόταν σε μια κακώς εννοούμενη ανάπτυξη. Έριχναν το βάρος σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες χωρίς πρόβλεψη για κανένα περιβαλλοντικό μέτρο!
Το τοπίο όσο προχωρούσαμε νότια άλλαζε και το κιτρινομπέζ φόντο άρχισε να μεταλλάσσεται και να γίνεται όλο και πιο πράσινο! Από κάποιο σημείο και μετά μου θύμιζε τον κάμπο της Βέροιας των παιδικών μου χρόνων με τους απίστευτα όμορφους μπαξέδες. Συναντούσαμε στον δρόμο διάφορα υποζύγια φορτωμένα με ζαρζαβατικά που πιθανόν τα προόριζαν για τοπικές αγορές. Παρακολουθούσα με προσοχή όλες τις πινακίδες ( παρ´ όλο που οι περισσότερες ήταν με αραβική γραφή) ιδίως όσες ήταν γραμμένες στην αγγλική. Ο Ομάρ μάταια προσπαθούσε να καταλάβει τον τελικό μας προορισμό και ήταν φανερά ενοχλημένος που απέφευγα να του δώσω εξηγήσεις.
Τεντώθηκα απότομα όταν είδα μια πινακίδα που τράβηξε όλη μου την προσοχή. Η πινακίδα έγραφε στ’ αραβικά: «الحميدي »κι ακριβώς από κάτω «Al Hamidia». Ο Ομάρ πρόσεξε την αντίδραση μου κι έσμιξε τα φρύδια με απορία! «Εδώ θα σταματήσουμε», του είπα αδιάφορα και του έδειξα τη μικρή πόλη που ήταν μπροστά μας. Υπάκουσε χωρίς να σχολιάσει οτιδήποτε. Η πόλη παραθαλάσσια και απ’ ότι υπολόγισα είχε πληθυσμό 6-7 χιλιάδες κατοίκους. Οι δρόμοι της σε πλειοψηφία χωματόδρομοι ή καλντερίμια! Τα σπίτια πέτρινα, μονώροφα, με αυλή ( κατά τη μουσουλμανική συνήθεια) περιτειχισμένα με πέτρινο φράχτη που δεν σου επέτρεπε να δεις και πολλά πράγματα από το εσωτερικό της αυλής.
Στην πλατεία ξεχώριζε ένα σεμνό τέμενος, ένα σχολείο κι ένα καφενείο που τα τζάμια του ήταν στολισμένα με φωτογραφίες του Μπασάρ αλ Άσαντ και του γιου του. Αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο ο Ομάρ, κατέβηκα κι έκοβα βόλτες στην πλατεία παρατηρώντας με προσοχή του ανθρώπους. Σε απόλυτη σχεδόν πλειοψηφία ήταν άνδρες, μάλλον κακοντυμένοι για τα δυτικά στάνταρ. Οι ελάχιστες γυναίκες που κυκλοφορούσαν ήταν ντυμένες με μακριά σκούρα φορέματα και προχωρούσαν δύο τρία βήματα πίσω απ’ τους άνδρες της οικογένειας τους. Βάλθηκα να παρακολουθώ μ’ επιμονή όλους τους άνδρες με τους οποίους διασταυρωνόμουν σε όλα τα σημεία της πλατείας. Ένιωσα το χέρι του Ομάρ να με πιάνει σφιχτά από το δεξιό μπράτσο.
«Τι ψάχνεις;» με ρώτησε με την έντονη Κυπριακή του προφορά, «θα βρούμε τον μπελά μας με τον τρόπο που κοιτάζεις!»
Κατάλαβα πως είχε δίκιο κι ένιωσα να με κυριεύει απογοήτευση. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στους θαμώνες του καφενείου που καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες μπροστά σε μεταλλικά τραπεζάκια έπιναν τσάι σε μικρά γυάλινα ποτηράκια συζητώντας. Με μια περίεργη αποφασιστικότητα προχώρησα προς το καφενείο με τον Ομάρ να με ακολουθεί μουρμουρίζοντας. Μέσα, πίσω από έναν ντεμοντέ μπουφέ, ήταν ο καφετζής και ο βοηθός του.
«Γεια σας» είπα στα ελληνικά και τους κοίταξα με προσδοκία. Ο καφετζής χαμογέλασε κι άστραψαν τα χρυσά δόντια που είχε στη μασέλα του.
«Γεια και χαρά σας! Αγιάζω σας! Καλωσορίσατε! Τι να σας τρατάρω;»
Οι φράσεις έβγαιναν σαν ορμητικός χείμαρρος απ’ το στόμα του διανθισμένες με κάποιες λέξεις που καταλάβαινα ότι ήταν της κρητικής διαλέκτου, αλλά δεν έτυχε να τις ακούσω ποτέ κατά τη διαμονή μου στην Κρήτη.
Ωστόσο έχοντας αναπτυγμένο το χάρισμα της επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπ´ όψιν τα συμφραζόμενα και τη «γλώσσα» του σώματος, κατάφερα να είμαι «μέσα» στη συνομιλία μου με τον ντόπιο καφετζή. Αφού κουβεντιάσαμε για λίγο γι άσχετα πράγματα πίνοντας τσάι σε μικρά γυάλινα ποτήρια, έκανα την ερώτηση για την οποία είχα κάνει όλο το ταξίδι:
«Ψάχνω για τον Μαχμούτ Μαρολαχάκη», του είπα. «Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις να τον βρω;»
Η ερώτηση μου τον ξάφνιασε, όπως άφησε κυριολεκτικά με ανοιχτό στόμα και τον Ομάρ!
« Ήντα συνολίκι έχεις μαζί του;» αντέτεινε ο καφετζής φανερά προβληματισμένος!
«Για καλό», βιάστηκα να πω.
Με κοίταξε βλοσυρά και μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του:
«Καλλιά να ‘ναι έτσι, αλλιώς μεγάλη η αποκοτιά σου!»
Κάτι είπε στο αυτί του παραγιού του κι αυτός έφυγε βιαστικός.
Ο καφετζής μας έβαλε να καθίσουμε έξω απ’ το μαγαζί του σ’ ένα τραπέζι στη σκιά και κάθισε μαζί μας. Απ’ το βάθος της πλατείας είδα τον παραγιό του καφετζή να έρχεται με βιαστικό βηματισμό συνοδευόμενος από δύο άτομα. Παρατήρησα με προσοχή τους νεοφερμένους και χαμογέλασα όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε στον μεγαλύτερο απ’ τους δύο. Μόλις έφτασαν στο τραπέζι μας, με κοίταζαν απορημένοι! Στο τέλος ο μεγαλύτερος είπε:
« Εγώ είμαι ο Μαχμούτ Μαρολαχάκης».
Αντί απάντησης έβγαλα από το τσαντάκι που είχα ζωσμένο στη μέση μου το διαβατήριο μου και του το έδωσα. Το πήρε στα χέρια του και με αργές κινήσεις το ξεφύλλισε. Ξαφνικά γούρλωσε τα μάτια του και κοίταζε μια το διαβατήριο και μια εμένα που χαμογελούσα σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο Μαχμούτ άπλωσε τα τεράστια χέρια του, με αγκάλιασε κι άρχισε να χοροπηδάει μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θαμώνων! Όταν κατάφερα να ξεφύγω απ’ τον εναγκαλισμό του, αυτός γελώντας φώναζε δυνατά:
«Εδικολογιά!! Εδικολογιά (συγγενής ) μου είναι!!
Ενώ όλοι οι θαμώνες του καφενείου μάς κοίταζαν έκπληκτοι μη μπορώντας να καταλάβουν τον λόγο της διαχυτικότητας του Μαχμούτ, αυτός άρχισε να τους εξηγεί μιλώντας γρήγορα στη δική τους κρητική διάλεκτο. Μετά βίας μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιες λέξεις! Όσο μιλούσε, δεν παρέλειπε να κάνει και κάποιες χειρονομίες χτυπώντας με την παλάμη του τον μπέτη ( στήθος) του όσο και την πλάτη μου. Μετά απ’ αυτό πολλοί από τους θαμώνες ήρθαν προς το μέρος μου και με χαιρετούσαν με χειραψίες και καλωσορίσματα σε μια γλώσσα που εγώ τη χειριζόμουν μ’ έναν άθλιο και αδέξιο τρόπο. Άκουγα τα ονόματα τους και τα επίθετα τους μου έδιναν την εντύπωση πως βρίσκομαι σε κάποιο ορεινό χωριό της Κρήτης.
Μετά από λίγη ώρα ένιωθα πως ήμουν κάτι σαν ατραξιόν, καθώς όλο και πιο πολλοί απ’ τους κατοίκους του Χαμιδιέ με πλησίαζαν, με χαιρετούσαν και απαιτούσαν επίμονα να με κεράσουν. Το πρόβλημα δεν ήταν η επιμονή τους, αλλά ότι θύμωναν όταν με ευγένεια και διάφορες δικαιολογίες αρνιόμουν κάποιο κέρασμα. Και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι μου ήταν αδύνατο να δεχθώ και να δοκιμάσω απ’ όλα τα κεράσματα.
Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε ο Μαχμούτ. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι κυριολεκτικά και με οδήγησε στο σπίτι του. Μαζί μας ήρθε και ο Ομάρ. Το σπίτι του ήταν τυπικό σπίτι Σύριου Αλεβίδη. Περίβολος πέτρινος έκρυβε το σπίτι που αποτελούνταν από έναν ισόγειο χώρο που περιείχε τους βοηθητικούς χώρους, κουζίνα, σαλόνια, μπάνια κλπ, ενώ στον επάνω και μοναδικό όροφο ήταν τα υπνοδωμάτια της οικογένειας.
Η υποδοχή που μου έκανε η οικογένεια του Μαχμούτ ήταν κάτι παραπάνω από θερμή. Στην πραγματικότητα ήταν συγκινητική! Άνοιξαν το σπίτι τους και με δέχτηκαν σαν να ήμουν ένα μέλος της οικογένειας τους που επέστρεψε από την ξενιτιά! Με τη βοήθεια του Ομάρ, που μετέφραζε όσα ήταν δυσνόητα για μένα, έμαθα για την ιστορία τους και την καθημερινότητα τους. Οι πρόγονοι τους εκτοπίστηκαν απ’ την Κρήτη (απ’ το Ρέθυμνο και τα Χανιά) με μόνο κριτήριο εκτοπισμού τη θρησκεία! Οι οικογένειες τους ήταν καθαρά κρητικής καταγωγής και κάποια χρονική περίοδο είχαν για διάφορους λόγους αλλαξοπιστήσει.
Αυτό ήταν το μοναδικό αίτιο που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μετοικίσουν στα νότια της σημερινής Συρίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο. Το χωριό είχε κτιστεί βιαστικά μ’ εντολή του Τούρκου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ.
Η εγκατάσταση τους στη νέα πατρίδα ήταν επίπονη και χρονοβόρα. Ποτέ, μα ποτέ, δεν προσαρμόστηκαν. Ποτέ δεν ένιωσαν τον τόπο δικό τους τόπο. Αν και Αλεβίδες, ακολουθούσαν το δικό τους τυπικό και παρέμεναν μονογαμικοί. Η επαφή τους με την Αραβική γλώσσα γινόταν για πρώτη φορά, όταν πηγαίναν στο τοπικό σχολείο. Σ’ όλη την καθημερινότητα τους χρησιμοποιούσαν τη δική τους κρητική διάλεκτο. Στο σπίτι του Μαχμούτ παρατήρησα ότι με ειδικές κεραίες «έπιαναν» τους κυπριακούς τηλεοπτικούς σταθμούς και απόφευγαν τους αραβικούς.
Αυτοί ο άνθρωποι, αν και δεν είχαν γνωρίσει την Κρήτη, θεωρούσαν τους εαυτούς τους καθαρούς Κρητικούς που από κακή συγκυρία βρέθηκαν μακριά της. Μιλούσαν για την Κρήτη σαν αυτή να ήταν κάτι μυθικό, σαν να ήταν ένα ζωντανό μυθικό ον που τους ανήκε. Στον δρόμο που περπατούσαμε με τον «ξάδερφο» έρχονταν κάτοικοι, ιδιαίτερα οι πιο ηλικιωμένοι, για να μου κάνουν χειραψία ή και να με χτυπήσουν φιλικά στην πλάτη και κυρίως να με ρωτήσουν για την πατρίδα τους, μια πατρίδα που την ήξεραν καλύτερα από εμένα. Θ’ αποφύγω να περιγράψω τα φαγητά που παρασκεύασαν για χάρη μου. Ήταν όλα παραδοσιακά και μερικά από τα εδέσματα δεν τα είχα δοκιμάσει ούτε καν τα ήξερα, παρ’ όλη την αρκετά μεγάλη διαμονή μου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των μαθητικών μου χρόνων.
Η φιλοξενία τους ξεπερνούσε κάθε προσδοκία! Ήταν το είδος της φιλοξενίας που μικρός άκουγα στις νοσταλγικές διηγήσεις του πατέρα μου τα βράδια, όταν έκλεινε το μπακάλικο μας και πίσω απ’ τις κουρτίνες που έκρυβαν το φως τον άκουγα να τις διηγείται στους λίγους θαμώνες ( άνδρες βασικά της γειτονιάς ), που ερχόταν να πιουν ένα τελευταίο ρακί ( που ποτέ δεν ήταν τελευταίο ) πριν πάνε στο σπίτι τους.
Το ύφος του πατέρα μου σ’ αυτές τις διηγήσεις φάνταζε τότε στ’ αυτιά μου υπερβολικό και μόνο όταν ήρθα σ’ επαφή με τους «συγγενείς» μου κάτοικους του Χαμιδιέ κατάλαβα ότι ήταν καθαρά νοσταλγικό. Προφανώς του έλειπε η πατρίδα του και μέσα απ’ αυτές τις διηγήσεις αισθανόταν ότι ζούσε κάτι από τον τόπο του.
Είδα, (δεν μπορώ να πω πως μου άρεσε), τις σφαγές των κριαριών όπως προστάζει το έθιμο τους κατά τη διάρκεια που γιόρταζαν το κουρμπάνι και γιόρτασα τηρώντας με σεβασμό όλα τους τα έθιμα.
Η ώρα της αποχώρησης ήταν μάλλον δύσκολη και για τις δύο πλευρές. Υποσχεθήκαμε επανένωση σε πρώτη ευκαιρία.
Ωστόσο είναι γνωστό πως, όταν οι θνητοί κάνουν σχέδια, οι θεοί γελάνε. Έστειλα στους συγγενείς μου δυο φορές δέματα με τη νταλίκα που μου έφερνε τα εμπορεύματα που είχα παραγγείλει, αλλά μετά ο πόλεμος έκοψε κάθε επαφή.
Σε μια συζήτηση που είχα με τη μητέρα μου και τον αδερφό μου τον Γιώργο τους εξήγησα πως είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στην τούρκικη τηλεόραση κι εκεί άκουσα το όνομα του Μαχμούτ Μαρολαχάκη και μου γεννήθηκε η επιθυμία να τον γνωρίσω. Ο Γιώργος με κοίταξε περίεργα και είπε με κάποιο παράπονο:
«Γιατί δεν πήρες και μένα;»
Η μητέρα μου μάλλον με αγριοκοίταξε και κάτι μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια της. Δεν άκουσα τι, αλλά σίγουρα θα αναρωτιόταν για το πότε θα βάλω μυαλό !!!!
Ανδρέας Μαρολαχάκης
21/06/24