Αναγνώστες Πολιτισμός

Ανδρεας Mαρολαχακης “Συντρίμμια”

Έσκυψε με κόπο. Το σώμα της δεν υπάκουε στις εντολές του εγκεφάλου της. Με μεγάλη δυσκολία μάζευε από το πάτωμα τα κομματιασμένα υπολείμματα απ’ το πορσελάνινο σερβίτσιο του καφέ. Αυτό το σερβίτσιο τους το είχαν κάνει δώρο για τον γάμο τους. Μάταια προσπάθησε να θυμηθεί ποιος τους το είχε δωρίσει, όχι ότι είχε σημασία πλέον. Παραλλήλισε τα θρύψαλα που μάζευε απ’ το πάτωμα με την άχαρη ζωή της και ήταν σίγουρη πλέον πως μάζευε τα κομμάτια της δικής της ζωής.

Μέσα απ’ την οθόνη του μυαλού της περνούσε σαν μια βουβή μαυρόασπρη ταινία όλη της η ζωή. Χαμογέλασε ασυναίσθητα όταν «είδε» τη χαρούμενη παιδική της ηλικία, τις βόλτες που έκανε με τον πατέρα και τη μητέρα της στο πάρκο της πόλης, στο λούνα παρκ που ερχόταν κάθε καλοκαίρι στην αλάνα της γειτονιάς τους! Οι γονείς της ζούσαν κυριολεκτικά μόνο για αυτήν. Πολύ αργότερα κατάλαβε τις στερήσεις και τις θυσίες που έκαναν, για να ικανοποιήσουν τα «θέλω» και τα «πρέπει» της κόρης τους. Το χαμόγελο της, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, έγινε ακόμη πιο πλατύ, όταν θυμήθηκε τα γυμνασιακά της χρόνια και τα πρώτα ερωτικά, εφηβικά σκιρτήματα. Σχεδόν γέλασε, όταν θυμήθηκε την αδέξια συμπεριφορά της στο πρώτο της φλερτ. Γέλασε πικρά, όταν της ήρθε στο μυαλό η πρώτη ερωτική απογοήτευση και η συμπαράσταση που είχε απ’ τους γονείς της. Η γλυκύτητα και η πραότητα με την οποία την αντιμετώπισαν τη βοήθησαν να ξεπεράσει άμεσα τον εφηβικό σκόπελο και συγχρόνως ν’ αποκτήσει (ή στην κυριολεξία ν’ ανακαλύψει) δυο φίλους στους οποίους θα μπορούσε να στηριχτεί, τους γονείς της! Η ζωή της κύλησε ήρεμα χωρίς ιδιαίτερα οδυνηρά σκαμπανεβάσματα. Τίποτα δεν τάραζε την ήρεμη ρουτίνα της ζωής της, μέχρι που λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της ήρθε ανεπάντεχα ο έρωτας. Ένας έρωτας απρόσμενος, όσο και δυνατός, την είχε κυριεύσει και την είχε αποπροσανατολίσει απ’ την πραγματικότητα.

Ζούσε κυριολεκτικά στα σύννεφα! Δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον Κώστα, τον έρωτα της. Ήταν η πρώτη φορά που ήρθε σε αντιπαράθεση με την καλύτερη της φίλη μέχρι εκείνη τη στιγμή, τη μάνα της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τις επιφυλάξεις και αργότερα τις αντιρρήσεις της μητέρας της για τον Κώστα. Τις απέδιδε στην ανασφάλεια που πιθανώς ένιωθε η μάνα της με την προοπτική ενός επικείμενου γάμου. Ενός γάμου που τελικά έγινε καλύπτοντας όλα της τα «θέλω», αλλά και τα «πρέπει» μιας κοινωνίας που δίνει μεγαλύτερη σημασία στο «θεαθήναι», παρά στην πραγματική ένωση δύο ανθρώπων. Μετά από πιέσεις η μητέρα αποδέχτηκε σιωπηλά αυτόν τον γάμο και την επιμονή της στην άρρωστη εξάρτηση που είχε με τον Κώστα. Αποτραβήχτηκε οικειοθελώς απ’ τη ζωή του ζευγαριού, αλλά δεν έπαψε ποτέ να τους επικουρεί ηθικά και κυρίως υλικά. Παρ´όλο που δούλευαν και οι δύο, τα χρήματα που κέρδιζαν ποτέ δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες τους, που όλο και πολλαπλασιάζονταν. Η βοήθεια της μητέρας στη συμβίωση του ζευγαριού έγινε πιο ουσιαστική και απαραίτητη με την έλευση τριών διαδοχικών νέων μελών στην οικογένεια. Η κα Βασιλική ( η μητέρα της και παλιά της φίλη) αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της στη φύλαξη και την ανατροφή των εγγονιών της. Έτσι σταδιακά έπαψε να βλέπει και να συζητάει τα «σύννεφα» που συσσωρεύονταν στον γάμο της κόρης της.

Ο Κώστας στα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν ο τρυφερός άνδρας που είχε αρχικά γνωρίσει κι ερωτευτεί. Όσο κυλούσε ο χρόνος, κάποιες μικροαλλαγές στη συμπεριφορά του τις απέδιδε στην πίεση της δουλειάς και στη ρουτίνα μιας οικογενειακής ζωής για την οποία δεν ήταν έτοιμος. Αργότερα διέκρινε στη στάση του μια σταδιακά αυξανόμενη διαφοροποίηση από αυτά που ήξερε, που με την πάροδο του χρόνου γινόταν όλο και πιο διακριτή. Ο τρυφερός άνδρας που παντρεύτηκε είχε μετουσιωθεί σ’ ένα απαιτητικό άτομο που γκρίνιαζε με το παραμικρό είτε αυτό ήταν για το φαγητό είτε για τα ρούχα του ( που σημειωτέον τα ήθελε πάντα άψογα και στην ώρα που αυτός επιθυμούσε ). Άρχισε ν’ αργεί τα βράδια και σύντομα κατάλαβε πως το οικογενειακό ταμείο, που απ’ την αρχή είχαν κανονίσει την ύπαρξη του και τη λειτουργία του, έπαψε να είναι οικογενειακό και σ’ αυτό συγκεντρώνονταν μόνο τα δικά της έσοδα. Όσες φορές τόλμησε να συζητήσει μαζί του το θέμα, εισέπραξε φωνές και χλευασμό. Στη μητέρα της δεν τολμούσε να πει οτιδήποτε πάνω σ’ αυτό το θέμα, γιατί φοβόταν ότι θα της θύμιζε τις αντιρρήσεις της και τις ανησυχίες της γι αυτόν τον γάμο. Έτσι έκανε υπομονή και μέσα της ήλπιζε πως αυτή η στάση του συζύγου της θα ήταν προσωρινή και πως γρήγορα όλα θα επανέρχονταν στην αρχική τους κατάσταση.

Αδίκως ήλπιζε! Ο Κώστας απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από τη συζυγική τους εστία! Γύριζε αργά, σχεδόν τα ξημερώματα και τις περισσότερες φορές φανερά πιωμένος. Σε παρατηρήσεις που του έκανε αντέδρασε βίαια χτυπώντας την ανελέητα. Αυτή του η πράξη ήταν τελείως απρόβλεπτη γι αυτήν και δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, έτσι δέχτηκε το γεγονός παθητικά.
Το πρωί, όταν πλέον είχε φύγει η επήρεια του αλκοόλ, ο Κώστας της ζήτησε συγνώμη, την αγκάλιασε και προσπαθούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι για την πράξη του έφταιγε το αλκοόλ και πως δεν θα επαναληφθεί. Το αγκάλιασμα του ήταν τόσο τρυφερό που την αποπροσανατόλισε. Την έκανε να ξεχάσει την οδυνηρή πραγματικότητα και να ταξιδέψει στα κοινά όνειρα που έκαναν στην αρχή του γάμου τους. Αλλά, δυστυχώς για αυτήν, η αλλαγή του διήρκεσε για πολύ λίγο. Όλα γύρισαν στην οδυνηρή για αυτήν ρουτίνα, με τον άνδρα της να ξενυχτάει, να πίνει, να γίνεται όλο και πιο βίαιος και να ξεσπά πάνω της μετά από κάθε μικρή ή μεγάλη διαφωνία.

Τα πράγματα χειροτέρεψαν, όταν ο Κώστας άρχισε να λείπει κάποιες νύχτες απ’ το σπίτι χωρίς να της δίνει εξηγήσεις ή χρησιμοποιούσε αστείες δικαιολογίες. Μια μέρα, χωρίς να της εξηγήσει τον λόγο, ζήτησε και πήρε τα χρυσαφικά που είχαν κάνει δώρο στον γάμο τους οι δικοί του συγγενείς. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε πως ήταν δικά του και είχε ανάγκη να καλύψει αυξημένες ανάγκες. Φυσικά η επωδός στις διαμαρτυρίες της ήταν ένας απίστευτα άγριος ξυλοδαρμός που την οδήγησε στα επείγοντα του κοντινού νοσοκομείου!

Εκεί ανακάλυψε με φρίκη, ότι ο άνδρας της είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του και η κύρια απασχόληση του ήταν ο τζόγος! Ήξερε πολύ καλά τις συνέπειες αυτής της συνήθειας και προσπάθησε να τον συνεφέρει. Στις επίμονες συζητήσεις που είχαν κι όταν αυτός ήταν νηφάλιος, ανακάλυψε ότι ο εθισμός του στον τζόγο ήταν τόσο μεγάλος που τον είχε μεταλλάξει σ’ ένα εγωπαθές κι αδιάφορο πλάσμα, που δεν είχε καμία σχέση με τον «έρωτα» της. Όλες οι προσπάθειες της για τον συνεφέρει κατέληγαν σε ξυλοδαρμούς και απειλές κατά της ζωής της. Στο τέλος απαίτησε και πήρε και τα κοσμήματα που οι δικοί της τα είχαν δωρήσει στον γάμο τους. Στις αντιρρήσεις που του προέβαλλε, την έδειρε και πάλι και της είπε πως είχε χρέη «τιμής» στην χαρτοπαιξία.

Ο καυγάς συνεχίστηκε και ο Κώστας πέταξε με δύναμη στο πάτωμα το σερβίτσιο του καφέ κι έφυγε χτυπώντας με δύναμη πίσω του την εξώπορτα. Έτσι όπως ήταν σκυμμένη και μάζευε τα «συντρίμμια» της ζωής της, είδε το θλιβερό είδωλο της στον καθρέπτη που ήταν απέναντι της. Τρόμαξε με αυτό που είδε! Πέταξε τα πορσελάνινα κομμάτια του σερβίτσιου στα σκουπίδια, ντύθηκε πρόχειρα και πήγε στον οικογενειακό τους δικηγόρο. Ακολουθώντας τις συμβουλές του πήγε σε ιατροδικαστή για να πιστοποιήσει την κακοποίηση και σύντομα κατέληξαν στις αίθουσες δικαστηρίων.

Ο Κώστας μετανιωμένος και κλαίγοντας προσπαθούσε να τη μεταπείσει, αλλά αυτή είχε πάρει την απόφαση της.
Η κα Βασιλική της στάθηκε με τον καλύτερο τρόπο! Μετακόμισε μαζί με τα παιδιά στο ίδιο σπίτι και τη βοηθούσε καθημερινά να «σταθεί στα πόδια της».

Το δικαστήριο είχε επιβάλει ασφαλιστικά μέτρα, που ο πρώην σύζυγος της δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε καν να καταλάβει. Συνέχισε να την εκλιπαρεί και στο τέλος να την απειλεί. Με συμβουλή του δικηγόρου της απευθύνθηκε στο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Την παρέπεμψαν στην υπηρεσία ενδοοικογενειακής βίας. Εκεί της συνέστησαν να βάλει στο κινητό της, την εφαρμογή panic button. Οι μέρες της κυλούσαν ανάμεσα στον φόβο και την αβεβαιότητα. Ο Κώστας της τηλεφωνούσε πολλές φορές, καθημερινά με το ίδιο μοτίβο. Κλάμα, παρακάλια, απειλές!
Αυτή όμως είχε πάρει την απόφαση της, Είχε τη μάνα και φίλη της, τα παιδιά της, (που για αυτά είχε υπομείνει μια άχαρη κι επικίνδυνη ζωή), και προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της.

Ήταν Κυριακή μετά την εκκλησία. Περπατούσε χαρούμενη με τη μάνα της και τα παιδιά της προς το κοντινό άλσος, όταν είδε τον Κώστα με έρχεται προς το μέρος της με μεγάλες δρασκελιές κρατώντας ένα μαχαίρι. Χωρίς καν να το σκεφτεί, ενεργοποίησε το panic button και άρχισε να τρέχει!

Ανδρέας Μαρολαχάκης

31-05-2024

…………………………………..

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ