“Η άλωση της Κωνσταντινούπολης: Οι τελευταίες ώρες μιας Αυτοκρατορίας, 29 Μαίου 1453” / γράφει ο Βενιζέλος Λεβεντογιάννης
Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος. Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου.
Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην γεμάτη άταφα πτώματα, πεδιάδα του Λύκου. Σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε. Η Πόλη των πόλεων, θα ζούσε άλλη μια ημέρα σκληρής πολιορκίας. Ο καιρός δεν ήταν πολύ κρύος, είχε όμως μια υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα. Τύλιξε τον βαρύ μαύρο μανδύα του πάνω από την πανοπλία του.
Ήταν κουρασμένος. Όλα τα μέλη του πονούσαν φρικτά. Στην σκουρόχρωμη μεταλλική του πανοπλία, η υγρασία σχημάτιζε μικρά αυλάκια νερού που έπεφταν στο έδαφος. Στο βάθος, στο στρατόπεδο του Αμιρά, η νύχτα είχε γίνει μέρα, από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει. Τα τύμπανα δεν σταματούσαν λεπτό να χτυπούν. Οι κραυγές και οι επικλήσεις στον Θεό τους, ακουγόταν καθαρά μέχρι τα τείχη που στέκονταν ο ίδιος. Οι δερβίσηδες έκλαιγαν και υπόσχονταν στους στρατιώτες του εχθρού πιλάφι και γυναίκες στον παράδεισο, εάν πεθάνουν τιμημένα στη μάχη. Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Έφερε το χέρι του στο τεράστιο σπαθί του και χάιδεψε τη λαβή.
Έστριψε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά και είδε ότι στα υπερήφανα τείχη, είχαν απομείνει ελάχιστοι υπερασπιστές. Οι περισσότεροι εξουθενωμένοι, κοιμόντουσαν με τις πανοπλίες τους και τα σπαθιά στο χέρι. Κάποιοι είχαν αφήσει τα αρκεβούζια τους επάνω στις πολεμίστρες και κοίταζαν το κενό με βλέμμα απλανές. Όλοι ήξεραν ότι η μέρα που ξημέρωνε θα ήταν η πιο δύσκολη και η καθοριστικότερη από όλες τις ημέρες της πολιορκίας.
Πολεμούσαν αδιάλειπτα από τις 7 Απριλίου έναν ισχυρότερο και πολυάριθμο εχθρό. Και όμως άντεχαν. Κάθε ημέρα στις επάλξεις θέριζαν όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Η τεράστια τάφρος από κάτω είχε γεμίσει και αυτή πτώματα. Κι όμως εκείνοι δεν τα παρατούσαν και με περισσότερη λύσσα κάθε φορά επιχειρούσαν εξ εφόδου να καταλάβουν τα τείχη. Ξημέρωνε η 29η Μαΐου, του Σωτήριου έτους 1453
Ο Γενουάτης Ιωάννης Ιουστινιάνης συνέχιζε να κοιτά προς το στρατόπεδο των Οθωμανών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι του σουλτάνου, εκείνου του νεαρού με τη γαμψή μύτη και τα σχιστά παμπόνηρα μάτια, τον είχαν πλησιάσει και του είχαν προτείνει να παρατήσει τον Αυτοκράτορα. Θα τον έπνιγαν στα χρυσάφια. Και εκείνον και τους 800 συντρόφους του που τον ακολουθούσαν πιστά, χρόνια τώρα. Ο μικρός στρατός μισθοφόρων που είχε δημιουργήσει ήταν ο καλύτερος στην Ευρώπη για την υπεράσπιση κάστρων. Ο 21 ετών Μεχμέτ του είχε διαμηνύσει σε τόνο που δεν σήκωνε αμφισβήτηση: «Έλα μαζί μου και θα έχεις ότι ζητήσεις. Πράγματα που ούτε έχεις φανταστεί. Μείνε με τον Αυτοκράτορα και σε περιμένει ο θάνατος»
Έφθασε στην Πόλη στα μέσα του χειμώνα, στις 26 του Γενάρη. Τα δυο πλοία του με τους 800 σιδερόφραχτους ατρόμητους πολεμιστές του, έδεσαν στο λιμάνι του Βουκολέωντα. Όταν κατέβηκαν και παρατάχθηκαν μπροστά στον προβλήτα περιμένοντας τον Αυτοκράτορα, ο κόσμος τους αγκάλιαζε και έκλαιγε από χαρά. Στα πρόσωπα τους έβλεπε τη σωτηρία τους. Ο αυτοκράτορας τον εμπιστεύτηκε και τον έχρισε αμέσως Πρωτοστράτορα. Είχε υπό τη διοίκηση του ολόκληρη την άμυνα της Πόλης.
Στην Ευρώπη όλη, οι βασιλιάδες και οι ευγενείς τον ήξεραν με το όνομα του Giovanni Guistiniani Longo. Οι Βυζαντινοί τον φώναζαν Καπετάν-Γιουστουνιά, οι εχθροί του, που τον έτρεμαν τον φώναζαν «Μαύρο Άγγελο». Η σκουρόχρωμη γκρίζα βαριά μεταλλική του πανοπλία, ο μαύρος μανδύας του και το επιβλητικό του παρουσιαστικό, ειδικά όταν «έριχνε» την περικεφαλαία του για να καλύψει το πρόσωπο του, τον έκαναν να δείχνει σαν Άγγελος θανάτου…
Αμέσως έπιασε δουλειά. Χώρισε και αναδιάταξε τον στρατό. Τους εκπαίδευσε όσο μπορούσε καλύτερα στα σύγχρονα όπλα, και ζήτησε να επιδιορθωθούν τα τείχη. Απαίτησε από τον αυτοκράτορα να πάρει δια της βίας όσους από τους νέους της Κωνσταντινούπολης είχαν κλειστεί σε μοναστήρια, για να μην πολεμήσουν. Και αυτοί ήταν οι περισσότεροι. Έδωσε ρόλο στον κάθε στρατιώτη. Όρισε το σημείο των τειχών που θα υπερασπιζόταν ο κάθε ευγενής Και τους 800 δικούς του σιδερόφραχτους, τους τοποθέτησε, στα πιο καίρια και επικίνδυνα σημεία.
Κάθε βράδυ δειπνούσε με τον αυτοκράτορα και κατέστρωναν σχέδια για να μην αφήσουν τα Θεοδοσιανά τείχη να τα πατήσει ο εχθρός. Κάθε βράδυ ζούσαν σαν να ήταν το τελευταίο. Οι υπερασπιστές ήταν «μετρημένα κουκιά: 5.000 κάτοικοι από τα απομεινάρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και σχεδόν 3.000 Γενουάτες, Ενετοί, Ισπανοί ακόμη και Τούρκοι. Σύνολο με τις εφεδρείες το πολύ 9.000 ψυχές. Και οι απέναντι; Αναρίθμητοι. Κάποιοι έλεγαν ότι ξεπερνούσαν τις 100.000. Οι περισσότεροι Τούρκοι, αλλά και πολλοί Βούλγαροι, Σέρβοι, Ούγγροι, Βόσνιοι, Αγαρηνοί, Αμπχάζιοι, ακόμη και …Έλληνες.
Τον Ιουστινιάνη δεν τον απασχολούσε η μεγάλη μάζα του στρατού του Μεχμέτ. Ούτε οι Βασιβουζούκοι, ούτε οι Σπάχηδες, ούτε οι Ουλουφατζήδες μπορούσαν να συγκριθούν με τους Βυζαντινούς καταφράχτες και τους Λατίνους σιδερόφραχτους. Τον Πρωτοστράτορα τον «έκαιγαν» οι 20.000 εξισλαμισμένοι νέοι που είχε σαν προσωπική φρουρά ο Μεχμέτ. Τους ονόμαζαν Γενίτσαρους. Ο Νέος Στρατός. Αυτούς έπρεπε να εξολοθρεύσει… Την ίδια στιγμή μέσα στην Πόλη, τα μοναστήρια ήταν γεμάτα από νέους που δεν ήθελαν να πολεμήσουν…
Το τελευταίο βράδυ μετά τη λειτουργία στην Αγία Σοφία και πριν πάρει το δρόμο του προς τα τείχη, ο Ιουστινιάνης συναντήθηκε στο «Αυγουσταίον», με τον Αυτοκράτορα. Περπάτησαν μαζί τη Μέση Οδόν και στα αριστερά τους είχαν τον επιβλητικό Ιππόδρομο. Η φρουρά του Κωνσταντίνου είχε μείνει διακριτικά λίγο πιο πίσω, μαζί με τη φρουρά του Μαύρου Άγγελου.
Δίπλα στον Αυτοκράτορα βρισκόταν ο άνθρωπος που ο Ιουστινιάννης μισούσε περισσότερο από οποιονδήποτε. Ο Μέγας Δούξ, Λουκάς Νοταράς. Ο άνθρωπος που προτιμούσε το «Τούρκικο Σαρίκι από την Λατινική καλύπτρα». Ο Ιουστινιάννης ζήτησε από τον Αυτοκράτορα το πρωί, όταν θα ξεκινούσε η μάχη να τον κλειδώσει αυτόν και τους άλλους στρατιώτες, στην Πύλη που υπερασπιζόταν για να μην μπορέσει κανείς να φύγει: «Ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνουμε όλοι μας επάνω στην Πέμπτη (Πύλη) και στον Άγιο Ρωμανό» του είπε και κάρφωσε δολοφονικά τα μάτια του στον Μέγα Δούκα.
Ο κόσμος που συνέχιζε να βγαίνει εκείνη την ώρα από την Αγία Σοφία είδε τον, Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να δακρύζει και να αγκαλιάζει τον Πρωτοστράτορα του. Ο Λουκάς Νοταράς λίγο πιο πίσω, χαμογέλασε ειρωνικά…
Ο Μέγας Δούκας της Κωνσταντινούπολης ποτέ δεν συμπάθησε τον Γενουάτη Ιουστινιάνη. Ποτέ δεν του άρεσε οτιδήποτε προέρχονταν από τη Δύση και οτιδήποτε ήταν λατινικό. Προτιμούσε τους Οθωμανούς και τον νέο σουλτάνο Μεχμέτ. Εξάλλου ήταν μόλις 21 ετών και σε μια ενδεχόμενη κατάληψη της Πόλης από το νεαρό Σουλτάνο, εκείνος θα μπορούσε εύκολα να τον χειραγωγήσει. Ειδικά εάν χανόταν ο Αυτοκράτορας.
Ο Λουκάς Νοταράς, φοβόταν πολύ τον Ιουστινιάνη. Όχι τόσο λόγω παρουσιαστικού. Τον φοβόταν γιατί λίγες ημέρες πριν, λίγο έλειψε να του κόψει το κεφάλι μπροστά στον Κωνσταντίνο.
Ο Πρωτοστράτορας πολεμούσε για ώρες στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τότε που οι Οθωμανοί λίγο έλειψε να εισβάλλουν. Επάνω στη μάχη ο Ιουστινιάνης έστειλε αγγελιοφόρο στα Θαλασσινά τείχη όπου βρισκόταν ο Νοταράς: «Μεγάλε Δούκα χρειαζόμαστε επειγόντως τα κανόνια και τους πολεμιστές σου. Εκεί που τα κρατάς σήμερα δεν γίνεται μάχη. Πρέπει να έρθουν όλοι ΑΜΕΣΩΣ προς βοήθεια, στην Πύλη του Αγίου (Ρωμανού). Το ρήγμα στα τείχη είναι μεγάλο. Δεν θα αντέξουμε για πολύ. Τα σκυλιά θα μπουν μέσα».
Η απάντηση του Νοταρά ήταν λιτή: «Κανείς δεν θα πάει πουθενά. Τους χρειάζομαι εδώ». Τελικά οι υπερασπιστές στα τείχη αν και πολεμούσαν από το πρωί κατάφεραν το απόγευμα να τσακίσουν όλους τους εχθρούς. Λίγοι πάτησαν στις επάλξεις αλλά και εκείνοι μακελεύτηκαν.
Το πρόσωπο του Ιουστινιάνη έγινε κατακόκκινο από το θυμό καθώς ξαναθυμήθηκε τα γεγονότα. Λίγο έλειψε να πεθάνει πάνω στις επάλξεις, το απόγευμα της 7ης Μαΐου. Οι Οθωμανοί έκαναν την μεγαλύτερη επίθεση τους. Τουλάχιστον 40.000 όρμηξαν λυσσασμένα προς τα τείχη για να τα καταλάβουν. Κάποια στιγμή ο Ιουστινιάνης με 20 δικούς του, έτρεξε λίγα μέτρα βορειότερα. Οι εχθροί είχαν στήσει σκάλες και ανέβαιναν από ένα σημείο στο οποίο οι υπερασπιστές είχαν πέσει νεκροί.
Έπεσε πάνω τους όπως ο θεριστής στα στάχια. Τους πετσόκοβε έναν προς έναν μαζί με τους 20 συντρόφους του. Ξαφνικά ένας γενίτσαρος ανέβηκε τις σκάλες και εμφανίστηκε στα τείχη. Ο Αμουράτ μόνος, άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους σιδερόφραχτους και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πρωτοστράτωρα.
Ο Ιουστινιάνης ήταν ψήλος επιβλητικός με χέρια σαν κορμούς δέντρου και σβέρκο σαν δαμάλι. Όμως έδειχνε σαν παιδάκι μπροστά στον γιγαντιαίο Αμουρατ. Ο τεράστιος Γενίτσαρος με το κυρτό σπαθί του, επιτέθηκε με μανία στον Ιουστινιάνη. Κάθε χτύπημα τον έκανε να υποχωρεί. Δεν μπορούσε να αντέξει για πολύ την επίθεση του. Το σπαθί έπεφτε με δύναμη πάνω στην πανοπλία. Ο Γενουάτης δεν άντεξε, δεν πρόλαβε καν να ανταποδώσει ένα χτύπημα. Παραπάτησε και έπεσε. Ο Τούρκος χαμογέλασε και σήκωσε το σπαθί του. Ο Ιουστινιάνης βλαστήμησε από μέσα του, και έκλεισε τα μάτια…
Ο θάνατος όμως δεν τον βρήκε. Περίμενε με κλειστά τα μάτια και κομμένη την ανάσα τον Οθωμανό να του κόψει το κεφάλι αλλά για έναν περίεργο λόγο, παρέμενε ζωντανός. Άνοιξε τα βλέφαρα του που έσφιγγε με μανία, και το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο του γενιτσάρου πεσμένο δίπλα του. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, και κοιτούσαν τον Ιουστινιάνη γεμάτα έκπληξη. Γύρισε και είδε το τεράστιο κορμί του Τούρκου να έχει πέσει στα γόνατα. Από τον λαιμό του με κάθε χτύπο της καρδιά του που ήταν έτοιμη να σταματήσει, ξεπηδούσαν πίδακες αίματος. Δίπλα όρθιος στεκόταν με ματωμένο το σπαθί του ένας νέος και χαμογελούσε. Ήταν δεν ήταν 17 χρονών. Αν και όρθιος δεν ξεπερνούσε στο ύψος το άψυχο ακέφαλο γονατιστό κορμί του Αμουράτ.
Ο μικρός είχε δει από την αρχή τον γενίτσαρο να επιτίθεται στον Πρωτοστράτορα. Παράτησε το πόστο του και με φτερά στα πόδια έφτασε την κατάλληλη στιγμή. «Με λένε Ραγκαβή, κύρη μου και Πρωτοστράτορα…» πρόλαβε να πει, πριν ο φολιδωτός χιτώνας του τρυπηθεί σε πολλά σημεία από βροχή από βέλη. Κάτω από τα τείχη οι Οθωμανοί τοξότες είχαν δει τι είχε συμβεί και εκδικήθηκαν για τον γίγαντα τους. Ο Ιουστινιάνης σηκώθηκε ουρλιάζοντας και με το γυμνό σπαθί του πέταξε μόνος του όσους γενίτσαρους είχαν απομείνει στα τείχη. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα για τον θάνατο του παιδιού που του έσωσε τη ζωή.
Το βράδυ στο παλάτι στις Βλαχέρνες, ο Ιουστινιάνης μπήκε στη Μεγάλη αίθουσα βρώμικος και κατάκοπος από την πολύωρη μάχη. Με συννεφιασμένο βλέμμα έψαξε τον Νοταρά. Ήταν ο μοναδικός ντυμένος με καθαρά ρούχα μέσα την αίθουσα.
Στεκόταν δίπλα στον Παλαιολόγο. Η μεταλλική μαύρη φορεσιά του Γενουάτη έτριξε καθώς εκείνος πλησίασε με δυο δρασκελιές τον Νοταρά. Το σκοτεινό βλέμμα του, τρόμαξε μέχρι και τον αυτοκράτορα. Ο Ιουστινιάνης έβγαλε το τεράστιο σπαθί του από τη θήκη με ασύλληπτη ταχύτητα. Κανένα μάτι δεν κατάλαβε πως. Η παχιά και κοφτερή σαν ξυράφι λεπίδα πίεσε δυνατά και μάτωσε τον λαιμό του Νοταρά. Τα λόγια του Γενουάτη δεν σήκωναν αμφισβήτηση. Του ψιθύρισε ίσα για να το ακούσει και ο Κωνσταντίνος: «Έδω μπροστά στον βασιλιά σου θα σου πάρω το κεφάλι. Ω προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι (traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal). Σκυλί γιατί δεν έστειλες βοήθεια που σου ζήτησα. Αφού στα Θαλασσινά δεν πολεμούσες. Όχι για μένα αλλά για τον Αυτοκράτορα σου, Λουκά Νοταρά.»
Ένα χέρι τον άγγιξε για να τον ηρεμήσει. Το χέρι που έπιανε απαλά το σπαθί του, ήταν του αυτοκράτορα: «Σας παρακαλώ αδέλφια. Ας αφήσουμε κατά μέρους τις διαφορές που μας χωρίζουν», αρκέστηκε να πει.
Σκηνή σουλτάνου Μεχμέτ. Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου
Ο Μεχμέτ ο Β, δεν άκουγε τους συμβούλους του που μιλούσαν γύρω του. Είχε καθίσει αναπαυτικά επάνω στο παχύ χαλί της σκηνής του, στη μεγάλη και κεντημένη με χρυσές κλωστές μαξιλάρα και είχε αφήσει το νου του να ταξιδέψει. Ήταν ο τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ και η τύχη το έφερε έτσι να γίνει εκείνος Σουλτάνος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Η αλήθεια είναι ότι ο Μουράτ τον τελευταίο καιρό πριν πάει να συναντήσει τον Αλλάχ, είχε γίνει εξαιρετικά μαλθακός. Είχε συνάψει συμφωνίες φιλίας με του Βυζαντινούς και είχε αποσυρθεί στην Αδριανούπολη, όπου και είχε επιδοθεί σε ένα ανελέητο «αγώνα» απολαύσεων και φιλοσοφίας. Βέβαια πριν από αυτό είχε κατατροπώσει τους πάντες στα Βαλκάνια και είχε εκτοπίσει τους Βυζαντινούς σε 2 θύλακες. Στον Μυζηθρά και στην Κωνσταντινούπολη. Την Πόλη που για 1000 χρόνια δεν είχε καταλάβει κανείς, σε 27 πολιορκίες.
Ο Μεχμέτ συνέχιζε να αναπολεί. Ήθελε να γίνει ο νέος Ισκεντέρ. Ο Μέγας Αλέξανδρος που θαύμαζε από μικρός. Αυτός στα 21 του χρόνια θα κατάφερνε, ότι μόνο ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει. Θα γινόταν ο κυρίαρχος του κόσμου. Ήταν ήρεμος. Μόλις τον είχαν πληροφορήσει ότι οι «Μουγκοί» που έστειλε ο ίδιος στον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του, είχαν κάνει τη δουλειά τους. Με μεταξωτά κορδόνια τον έπνιξαν. Και δεν χύθηκε το τιμημένο αίμα του οίκου του Οσμάν και εκείνος τώρα δεν θα είχε κανένα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει τα δικαιώματα του στον θρόνο.
Το μόνο που έπρεπε τώρα, ήταν να καταλάβει την «Κωσταντιγιέ». Εάν αποτύγχανε ήξερε καλά ότι οι «Μουγκοί» θα τον επισκέπτονταν και εκείνον κάποιο βράδυ σταλμένοι από κάποιον Βεζίρη του. Έδιωξε γρήγορα τη σκέψη αυτή: «Όταν μπω στην Πόλη νικητής θα της αλλάξω και ονομασία. Θα την ονομάσω Ιστανμπούλ, ή Ισλαμπόλ δεν ξέρω, θα αποφασίσω μετά» σκέφτηκε.
Στο συμβούλιο τον λόγο είχε πάρει ο Μεγάλος Βεζίρης και πιστός σύντροφος του πατέρα του, Μουράτ, ο ηλικιωμένος Χαλίλ Τσανταρλί Πασάς. Τον άκουγε να λέει ότι η Πόλη δεν πέφτει και ότι «όσο είναι καιρός να μαζέψουμε τις σκηνές μας και να επιστρέψουμε στο Ετιρνέ» ( Αδριανούπολη).
Ο Μεχμέτ έσφιξε τα χείλη του και σκέφτηκε: «Χαλίλ Πασά όταν πέσει η Πόλη ετοιμάσου να αποχωριστεί το κεφάλι από το σώμα σου. Νομίζεις γέρο ότι δεν ξέρω πως ο Παλαιολόγος σε δωροδοκεί για να σπείρεις διχόνοια στον στρατό μου και να με αναγκάσεις να φύγω».
Ο Μεχμέτ σηκώθηκε χτύπησε μια φορά παλαμάκια και όλοι σιώπησαν και κατέβασαν τα κεφάλια στο πάτωμα. Ίσιωσε την χρυσοπράσινη κελεμπία του και με ήρεμη φωνή είπε: «Μοιράστε διπλές μερίδες φαγητού στο στράτευμα. Στείλτε δερβίσηδες σε κάθε γωνιά του στρατοπέδου να τους πουν ότι αύριο το βράδυ θα κοιμηθούν σε απαλά στρώματα μέσα στην Πόλη. Θέλω οι δερβίσηδες να τους κάνουν να κλάψουν. Να τους πουν ότι όποιος πεθάνει θα πάει στον παράδεισο. Όλο το βράδυ θα χτυπάνε τα τύμπανα. Ανάψτε φωτιές παντού. Ο πρώτος που θα πατήσει τα τείχη και θα ανεβάσει τη σημαία μου στις επάλξεις, θα πάρει το βάρος του σε χρυσάφι. Οι υπόλοιποι έχουν 3 μέρες δικές τους να κάνουν ότι θέλουν μέσα στην Πόλη. Να πάρουν σκλάβες να πάρουν σπίτια να πάρουν χρυσάφια. Τους ανήκουν όλα. Σε εμένα ανήκουν τα δημόσια κτίρια και η ίδια η Πόλη. Τώρα πλησιάστε όλοι να σας πω το σχέδιο επίθεσης που σκέφτηκα…»
Λίγη ώρα αργότερα ο Μεχμέτ αποφάσισε να μιλήσει ο ίδιος στους στρατιώτες του. Ζήτησε να συγκεντρωθούν. Μια τεράστια ανθρώπινη θάλασσα γέμισε τον χώρο. Ο Σουλτάνος με σταθερή φωνή, άρχισε να λέει: «Αγαπημένα μου παιδιά, εύχομαι και σας παρακαλώ, στο όνομα του Θεού, του προφήτη του Μωάμεθ και στο δικό μου, το δούλου τους να κάνετε αύριο ένα έργο που θα μείνει στην αιωνιότητα, όπως έκαναν μέχρι τώρα παντού οι πρόγονοί μας. Να ανεβείτε με τις σκάλες στα τείχη σαν πουλιά με όλη τη γενναιότητα, το θάρρος και την προθυμία που διαθέτετε για να μη χάσουμε τη φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας με τη χάρη του Θεού. Αντίθετα, τώρα ήρθε η ώρα να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη» Το ανομοιογενές πλήθος παραληρούσε και ζητωκραύγαζε. Η ώρα της τελικής εφόδου πλησίαζε…
Μέγα Παλάτιον Βλαχέρνες. Βράδυ Δευτέρας 28 Μαΐου
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από τον καλό και πιστό του φίλο Γεώργιο Φραντζή να δώσει εντολή να συγκεντρωθούν μπροστά του, στην «Αίθουσα του Θρόνου», όλοι οι άρχοντες, οι στρατηγοί και οι Πρωτοσπαθάριοι της Πόλης. Μέχρι να έρθουν ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Άφησε το κουρασμένο του κορμί να πέσει βαριά στην μεγάλη αναπαυτική πολυθρόνα. Έσκυψε και έφερε τα δυο του χέρια στο πρόσωπο του. Η Πόλη του, άντεχε 50 συνεχόμενες ημέρες. Ως πότε όμως. Τα μαλλιά του είχαν γκριζάρει από τότε που στέφθηκε Αυτοκράτορας. Ώρες ώρες ένιωθε εντελώς μόνος. Το βάρος που έφερε καθημερινά ήταν δυσβάσταχτο. Ένιωθε ότι μαχόταν σε έναν πόλεμο που από την αρχή του, το αποτέλεσμα είχε κριθεί. Κανείς δεν τον βοηθούσε. Τα θησαυροφυλάκια ήταν άδεια. Η Πόλη που κάποτε αριθμούσε περισσότερο από μισό εκατομμύριο ψυχές και ήταν το κέντρο του κόσμου, τώρα ήταν ένα μια νεκροζώντανη σκιά του εαυτού της. Τα πλοία, όσα είχαν απομείνει σάπιζαν στα νεώρια. Πολλά σπίτια ήταν πλέον άδεια…Φαντάσματα στα χαλάσματα. Κοράκια έκραζαν στον ουρανό. Οι άρχοντες δεν έδιναν χρήματα λες και όταν ο Σουλτάνος θα έμπαινε στην Βασιλεύουσα θα τους άφηνε να τα κρατήσουν. Αναγκάστηκε να εκποιήσει μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τα τάματα του λαού του. Προσπάθησε να καλέσει τη Δύση για βοήθεια. Ακόμη την περίμενε…Κανένα πλοίο από τους Λατίνους δεν εμφανιζόταν στον ορίζοντα, παρά τις διαβεβαιώσεις.
Ευτυχώς που εμφανίσθηκε και ο Ιουστινιάνης. Βέβαια εάν η Πόλη άντεχε, ο Γενουάτης θα έπαιρνε σαν πληρωμή ολόκληρη τη νήσο Λήμνο.
Πόσο θα ήθελε να είχε χρήματα στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Θα μπορούσε να πληρώσει εκείνον τον τεχνίτη κανονιών τον Ουρβάνο. Η μεγάλη Μπομπάρδα θα ήταν μέσα από τα τείχη και όχι απέξω. Δεν είχε όμως…
Ο Ουρβάνος πήγε στον Σουλτάνο και η Μπομπάρδα έκανε τη γη να τρέμει σε κάθε κανονιοβολισμό. Έμαθε μάλιστα ότι στην Αδριανούπολη μια γυναίκα έχασε το παιδί που είχε στην κοιλιά της από τον φόβο της. Τόσο μακριά ακουγόταν ο ήχος του ορειχάλκινου τέρατος. Η μπομπάρδα διέλυε αργά αλλά σταθερά τα τείχη.
Χαμογέλασε ειρωνικά όταν στην αρχή οι κανονιέρηδες έριχναν στα τείχη και δεν τους προκαλούσαν την παραμικρή φθορά. Μέχρι εκείνο το πρωινό που εμφανίστηκαν οι Ούγγροι τεχνίτες που του έστειλε ο σύμμαχος του, ο Ιωάννης Ουνιάδης για να τον βοηθήσουν στην άμυνα της Βασιλέυουσας. Αντί να έρθουν μέσα στην Πόλη όπως έπρεπε, εκείνοι έτρεξαν στον Σουλτάνο. Του έδειξαν τον τρόπο να ρίξει τα τείχη. Ο Σουλτάνος τους πλήρωσε αδρά. Το δικό του θησαυροφυλάκιο ήταν γεμάτο. Οι τεχνίτες τους είπαν να ρίχνουν την πρώτη βολή σε ένα σημείο. Η δεύτερη θα έπρεπε να πέσει στην ίδια ευθεία με την πρώτη αλλά λίγα μέτρα πιο δίπλα. Η τρίτη κανονιά θα έπεφτε στη μέση και λίγο χαμηλότερα. Σαν ανάποδο τρίγωνο. Τα τείχη έπεφταν και διαλύονταν πια σαν να ήταν από άμμο. Ευτυχώς που ο λαός του τα βράδια, τα επιδιόρθωνε. Τα γέμιζε με πέτρες με άμμο ακόμη και με ρούχα και μάλλινα υφάσματα για να απορροφούν τους κραδασμούς…
Άλλοι υποστήριζαν τον Κωνσταντίνο και άλλοι τον κατηγορούσαν για «ενωτικό», ότι πούλησε την ορθόδοξη πίστη στον Πάπα. Κάποιες στιγμές αναρωτιόταν και για τον ρόλο του μοναχού Γεννάδιου Σχολάριου που είχε κλειστεί στη Μονή του Παντοκράτωρα και κατακεραύνωνε με πύρινους λόγους, εκείνον, τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, τη Δύση και οποιαδήποτε προσπάθεια άμυνας στον Μεχμέτ. « Η Πόλη είναι αμαρτωλή και θα πληρώσει για αυτό. Μετανοείτε τίποτε δεν θα μας σώσει από την οργή του Κυρίου» έλεγε και ο κόσμος συγκεντρωνόταν έξω από τη Μονή και τον πίστευε… Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν ο Σχολάριος εάν ο Μεχμέτ έπαιρνε τη Βασιλεύουσα…
Ο πιστός του φίλος Φραντζής, διέκοψε τις μαύρες σκέψεις του. «Είναι όλοι εδώ. Σας περιμένουν…» του είπε.
Θεοδοσιανά τείχη. Μέγα τείχος. Ξημερώματα Τρίτης 29 Μαΐου
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η πεδιάδα του Λύκου ποταμού, γέμιζε αργά από ένα ανθρώπινο ποτάμι. Δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες ο ένας δίπλα στον άλλο συγκεντρώνονταν και ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Στην πρώτη γραμμή οι «άτακτοι», οι βασιβουζούκοι, το ανομοιογενές ασκέρι που ακολούθησε τον Σουλτάνο στην εκστρατεία του για το πλιάτσικο. Ψηλά από τα τείχη οι υπερασπιστές χαμογέλασαν. Δεν τους φόβισε ο τεράστιος όγκος του πρώτου κύματος των επιτιθεμένων. Ίσα ίσα τους εξυπηρετούσε τόσο κοντά που ήταν ο ένας με τον άλλον. Δεν θα χρειαζόταν καν να σημαδεύουν. Το σχέδιο του Μεχμέτ ήταν απλό σε σύλληψη. Θα εξουθένωνε τους υπερασπιστές μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν λίγοι και ο στρατός του, υπερδεκαπλάσιος. Είχε κόσμο να θυσιάσει ενώ εκείνοι όχι. Μπορούσε να στέλνει στρατεύματα κατά κύματα μέχρι το σπαθί στα χέρια των υπερασπιστών πάνω στα τείχη να γίνει ασήκωτο από τις συνεχόμενες μάχες.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης, η φύση τρόμαξε!
Χιλιάδες κραυγές, αλαλαγμοί, φωνές, και επικλήσεις στον Αλλάχ, έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό της Κωνσταντινούπολης. Τα κανόνια από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη, ξερνούσαν φωτιά προς τα τείχη. Μεταλλικά σκεύη και τύμπανα χτυπούσαν σε ένα δαιμονισμένο ρυθμό που πάγωνε το αίμα. Τα πράσινα μπαιράκια του Μεχμέτ και των Οθωμανών κυμάτιζαν ξέφρενα μέσα στο σκοτάδι.
Ο Πρωτοστράτορας από τα τείχη μονολόγησε: «ελάτε λοιπόν» και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο τρομακτικό. Στη συνέχεια ούρλιαξε: «Στα όπλα. Έρχονται τα σκυλιά. Φωνάξτε τον Αυτοκράτορα, χτυπήστε τις καμπάνες.» Σε λίγα λεπτά ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, ο αυθέντης της Κωνσταντινούπολης έπαιρνε τη θέση του στα τείχη ανάμεσα στους υπερασπιστές, σαν απλός στρατιώτης. Ο Ιουστινιάνης γύρισε το κεφάλι του και τον είδε να δένει τον μεταλλικό του θώρακα. Βρισκόταν ακριβώς πίσω του στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Σε ένα τείχος ψηλότερα από όλους. Ούρλιαξε με την βαριά φωνή του για να ακουστεί μέσα στον χαλασμό που έκαναν τώρα και όλες οι καμπάνες από κάθε εκκλησιά της Πόλης: «Κλείδωσε μας. Κλείδωσε μας» Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος του έγνεψε καταφατικά και με μια κίνηση των χεριών του, έδειξε στον Ιουστινιάνη ότι τον ευχαριστεί.
Οι βαριές πόρτες εξόδου, στα νώτα των υπερασπιστών προς την πόλη έκλεισαν και κλειδώθηκαν. Τώρα όποιος ήταν στα τείχη ή θα νικούσε ή θα πέθαινε. Πάνω στην Πέμπτη (πύλη) ο Ιουστινιάνης έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν άγρια, τα τύμπανα να κάνουν τη γη να τρέμει και οι βασιβουζούκοι να ουρλιάζουν και να εφορμούν προς τα τείχη. Από ψηλά φαινόντουσαν να είναι άπειροι δεκάδες χιλιάδες.
«Τώρα» ούρλιαξε ο Πρωτοστράτορας και μια πυκνή βροχή από βέλη, από μεταλλικές μπίλιες και από μικρές γρανιτένιες πέτρες από τα πυροβόλα και τα αρκεβούζια των υπερασπιστών, θέρισαν τις πρώτες σειρές των επιτιθεμένων. Σαν να προσέκρουσαν σε κάποιον αόρατο τοίχο οι βασιβουζούκοι σταμάτησαν και σωριάζονταν νεκροί.
Από ψηλά οι τοξότες άδειαζαν τις φαρέτρες τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν σημάδευαν αλλά κανένα βέλος δεν πήγαινε χαμένο. Τόσο πυκνές ήταν οι γραμμές των Οθωμανών ατάκτων. Τα τηλεβόλα των βυζαντινών και των Λατίνων είχαν πάρει φωτιά.
Ο αθυρόστομος Ιουστινιάνης έτρεχε πάνω κάτω και εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του: «Για την τιμή της Χριστιανοσύνης γαμώ τα πεθαμένα τους… θερίστε τους…κάντε τους να ξεχάσουν τις μάνες τους…». Οι 800 σιδερόφρακτοι σύντροφοι του, με μια κίνηση έβγαλαν τα σπαθιά τους και περίμεναν.
Οι Βασιβουζούκοι ήταν ένα ασκέρι ατάκτων από κάθε μεριά του κόσμου. Όταν κατάλαβαν ότι με τις φωνές και τις κραυγές η πόλη δεν πέφτει, δείλιασαν. Οι βυζαντινοί τους μακέλευαν και δεν είχαν προλάβει καν να πλησιάσουν τα τείχη. Έκαναν να υποχωρήσουν. Ο τεράστιος όγκος των χιλιάδων αυτών ερασιτεχνών πολεμιστών ξαφνικά άλλαξε μέτωπο και υποχωρούσε. Γυρνούσε πίσω. Ο Μεχμέτ που παρακολουθούσε τη μάχη περίμενε την εξέλιξη αυτή. Κούνησε κοφτά το κεφάλι του και έδωσε ένα σύνθημα. Αμέσως στα νώτα των υποχωρούντων, ανέλαβαν δράση οι τρομεροί Τσαούσηδες. Αξιωματικοί του Οθωμανικού στρατού. Επαγγελματίες στρατιώτες που είχαν και το ρόλο του στρατονόμου. Με τα τεράστια γιαταγάνια τους αλλά και με βαριά μεταλλικά ρόπαλα τιμωρούσαν, σκότωναν, ή άφηναν ανάπηρο όποιον υποχωρούσε. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Οι βασιβουζούκοι αφού είδαν εκατοντάδες συντρόφους τους να πέφτουν από σπαθί συμπολεμιστή τους επειδή υποχωρούσαν, άλλαξαν πάλι μέτωπο και ξεχύθηκαν προς τα τείχη. Τουλάχιστον αν πέθαιναν πάνω στη μάχη από το σπαθί των γκιαβούρηδων, θα πήγαιναν στον παράδεισο.
Η τεράστια τάφρος που βρισκόταν μπροστά από το «Μικρόν τείχος» είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21. Έπρεπε να την περάσουν να τρέξουν 17 μέτρα ακάλυπτοι και να φτάσουν στο Μικρόν τείχος. Τότε όλα θα ήταν πιο εύκολα αφού η πρώτη αμυντική γραμμή των Βυζαντινών είχε ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς των προηγούμενων ημερών, και πολεμούσαν ακάλυπτοι. Το Μικρόν τείχος που πριν ήταν από πέτρα πάχους 2,5 μέτρων και ύψους 8,5 ήταν πλέον ένας ξύλινος φράχτης.
Σε λιγότερο από μισή ώρα η βασιβουζούκοι δεν χρειαζόταν να διασχίσουν την τάφρο με πρόχειρες γέφυρες ή άλλα μέσα. Τώρα απλά πατούσαν στα πτώματα των συντρόφων τους και περνούσαν απέναντι. Η τεράστια τάφρος είχε γεμίσει με νεκρούς…
«Στο Μικρό» φώναξε ο Ιουστινιάνης και οι κατάφραχτοι ιππότες του άφησαν το Μέγα τείχος και κατέβηκαν στον ξύλινο φράχτη. Όσοι Βασιβουζούκοι δεν εξολοθρεύονταν πάνω από τα τείχη με τα τόξα και τα αρκεβούζια, και διέσχιζαν τη τάφρο, έπεφταν επάνω στους συντρόφους του Πρωτοστράτωρα. Τα όπλα τους ήταν αδύνατον να τρυπήσουν τις πανοπλίες των ιπποτών. Ήταν μια εύκολη μάχη. Χωρίς ασπίδες και μεταλλικούς θώρακες τα τεράστια σπαθιά των Λατίνων του καπετάν Γιουστουνιά, μακέλευαν δύο και τρεις με κάθε χτύπημα. Μετά από 3 ώρες μάχης σώμα με σώμα, όσοι Βασιβουζούκοι είχαν απομείνει, διατάχτηκαν να υποχωρήσουν.
Οι υπερασπιστές ούρλιαζαν από χαρά και ενθουσιασμό. Οι πανοπλίες, τα πρόσωπα, τα μαλλιά τους ήταν κατακκόκινα από το αίμα των Τούρκων. Οι απώλειες τους ήταν ελάχιστες. Όμως τα χέρια τους βάραιναν επικίνδυνα.
«Μοιράστε τους κρασί και να ξεκουραστούν» έδωσε εντολή ο Ιουστινιάνης αλλά η ματιά του πάγωσε καθώς κοίταξε προς το εχθρικό στρατόπεδο. Τη θέση των ατάκτων μετά από 3 ώρες μάχης έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες (ουλουφατζήδες), από Καρίπηδες, από Δελήδες από Μποσταντζήδες και φυσικά από Σπάχηδες , εφορμούσαν προς τα τείχη. Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαια άνηκαν στον τρομερό στρατό του Σουλτάνου. Από την άλλη οι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση. Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν.
Και πράγματι έτσι έγινε. Για άλλες τρεις ώρες οι υπερασπιστές έκοβαν, το νήμα της ζωής των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν 6 ώρες αδιάκοπτα. Έξη ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν…
Η κούραση άρχισε να τους διαλύει. Αυτή τη φορά οι απώλειες ήταν μεγάλες. Ο τακτικός στρατός του Σουλτάνου δεν πολεμούσε με αυτοσχέδια σπαθιά, ρόπαλα και τσουγκράνες. Είχε όπλα και πανοπλίες σχεδόν εφάμιλλες με τους Βυζαντινούς και τους Λατίνους. Η άμυνα της Πόλης κρεμόταν σε μια κλωστή. Δεν ήταν λίγοι οι υπερασπιστές που βρήκαν τον θάνατο κατατρυπημένοι από τους εχθρούς, απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσαν να σηκώσουν άλλο το σπαθί τους από την κούραση. Τα αυτιά όλων κόντευαν να σπάσουν. Τα τύμπανα δεν είχαν σταματήσει λεπτό. Το ίδιο και οι καμπάνες. Οι κλαγγή των όπλων και οι εκρήξεις μαζί με τις κραυγές των πολεμιστών δημιουργούσαν ένα σκηνικό κολάσεως.
Γλυκοχάραζε. Η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα. Κάπου κάπου κάποιος τραυματίας εκλιπαρούσε για λύτρωση. Κομμένα μέλη, κομμένα κεφάλια, ανθρώπινες ακαθαρσίες. Η μυρωδιά του θανάτου.
Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα. Η αποτυχία του έκλεινε πονηρά το μάτι. Η Πόλη απέναντι του όχι μόνο άντεξε αλλά και διέλυσε μεγάλο μέρος του στρατού του. Έβλεπε ήδη με τη φαντασία του, τους «Μουγκούς» να τον πνίγουν κάποιο βράδυ στον ύπνο του, με μεταξωτό κορδόνι. Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπο του προς τον Αγά των Γενιτσάρων που στεκόταν πίσω και αριστερά του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Ή θα κέρδιζαν οι γενίτσαροι του ή θα τον περίμενε ο θάνατος και η ατίμωση.
«Είμαι ένας από εσάς» είπε στον Αγά. Εκείνος υποκλίθηκε βαθιά και έσπευσε να δώσει τις εντολές του. Οι Γενίτσαροι ήταν έτοιμοι να εφορμήσουν. Σαν σκυλιά που με αλυσίδα τα κρατά ο κύριος τους και τώρα τα άφησε, κάλυπταν τρέχοντας την απόσταση μέχρι τα τείχη. Οι εκκλησίες πλέον δεν χτυπούσαν τις καμπάνες τους. Από το στρατόπεδο του Τούρκου αυθέντη δεν ακούγονταν τύμπανα. Επικρατούσε μια νεκρική σιγή που τσάκιζε τα νεύρα. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους.
Οι Γενίτσαροι έτρεχαν σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. Απλά έτρεχαν.
«Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου» φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. «Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα». Οι Γενίτσαροι πέρασαν την τάφρο, πέρασαν και το Μικρό τείχος και έφτασαν κάτω από το Μέγα τείχος. Έστησαν με ταχύτητα τις σκάλες τους. Από ψηλά οι υπερασπιστές άδειαζαν καυτό λάδι, και πετούσαν πέτρες προς τα κάτω. Οι Γενίτσαροι ένας προς έναν συναντούσαν τιμημένα τον δημιουργό τους. Κανείς τους δεν φώναζε. Κανείς τους δεν ούρλιαζε. Και όποιος πέθαινε αμέσως κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του…
Είναι η στιγμή που ο χρόνος σταματάει… Είναι η στιγμή που μια αυτοκρατορία πεθαίνει… Η μοίρα λες και αμφιταλαντευόταν τόσες ώρες, αποφάσισε να δώσει τη νίκη στους Οθωμανούς. Εξάλλου η έκπληξη θα ήταν εάν η Πόλη δεν έπεφτε…Έπεσε με τρία απλά μοναδικά στην ιστορία γεγονότα που έκριναν τα πάντα.
Ο Μεχμέτ έβλεπε τους Γενίτσαρους του να τσακίζονται σωρηδόν πάνω από τα τείχη. Έτριψε τον σβέρκο του. Ήξερε τη μοίρα του. Ετοιμάστηκε να σημάνει υποχώρηση. Τότε συνέβησαν σχεδόν ταυτόχρονα τρία γεγονότα.
Στη Βόρεια πλευρά του τείχους. Κάτω σχεδόν από το παλάτι των Βλαχερνών σε μια μικρή γωνιά του που κάνει ο τοίχος βρίσκεται ένα παραπόρτι. Μια μικρή ξύλινη πόρτα, που κάποτε οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν όταν έβγαιναν για κυνήγι στο δάσος του Βελιγραδίου. Το πορτάκι σχεδόν δεν φαίνεται ακόμη και εάν κάποιος είναι πολύ κοντά. Οι πολιορκημένοι πολλές φορές το είχαν χρησιμοποιήσει στις εφόδους τους. Έβγαιναν μέχρι και 50, και ταχύτατα με τα άλογα τους σάρωναν όποιον Οθωμανό στρατιώτη έβρισκαν. Μετά σαν φαντάσματα έμπαιναν πάλι από την πόρτα αυτή την ασφάλιζαν και έπαιρναν τις θέσεις τους στα τείχη.
Με κάποιο τρόπο «μαγικό» η πόρτα, εκείνη την στιγμή βρέθηκε ανοιχτή. Την ξέχασαν καθώς επέστρεφαν μετά από κάποια επιδρομή οι Βυζαντινοί; Κάποιο χέρι από μέσα που ήθελε να μπουν οι Οθωμανοί την ξεκλείδωσε; Κανείς δεν ξέρει , ούτε θα μάθει ποτέ. Από την πόρτα μπήκαν κάποιοι Γενίτσαροι οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί σχεδόν αμέσως από τους Βυζαντινούς. Με άλογα και πεζή, οι υπερασπιστές έπεσαν πάνω τους και τους εξολόθρευσαν. Ένας από εκείνους όμως κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τείχος και να τοποθετήσει τη σημαία του Σουλτάνου. Η σημαία δεν κατέβηκε…
Την ίδια στιγμή σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι η μοίρα, ο Πρωτοστράτορας, ο άνθρωπος που ουσιαστικά κρατούσε την Πόλη, τραυματίζεται. Ο Ιουστινιάνης είδε μέσα από την κατάμαυρη πανοπλία του να ξεπηδά αίμα. Κάποιο βόλι καρφώθηκε χαμηλά. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος και όσο περνούσε η ώρα ο Ιουστινιάνης σφάδαζε. Οι σύντροφοι του, άφησαν τις θέσεις τους στις πολεμίστρες και έτρεξαν να προστατεύσουν τον ηγέτη τους. Από τα τείχη έφυγε η ελίτ της άμυνας οι σιδερόφραχτοι ιππότες του Γενουάτη γίγαντα. Οι γενίτσαροι συνέχιζαν να ανεβαίνουν…
Ο Πρωτοστράτορας φώναξε στον Κωνσταντίνο να του πετάξει τα κλειδιά της Πύλης για να φύγει. «Αδελφέ» απάντησε με αγωνία από ψηλά ο Παλαιολόγος «άντεξε λίγο ακόμη σε παρακαλώ». Ο Ιουστινιάνης σε κρίση πανικού και φρικτού πόνου ούρλιαξε: «Πέταξε μου τα κλειδιά ανάθεμα σε. Πεθαίνω δεν το βλέπεις;». Ο αυτοκράτορας υποχώρησε και πέταξε τα κλειδιά. Οι πιστοί σύντροφοι του Ιουστινιάνη άφησαν τα τείχη και κρατώντας τον στα χέρια έτρεξαν προς τα 2 πλοία που τους περίμεναν στο λιμάνι. Οι Βυζαντινοί ήταν πλέον μόνοι τους.
Αργότερα πολλοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιάνη ότι λιγοψύχησε ,για ένα μικρό τραυματισμό και έφυγε. Η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική. Ο Ιουστινιάνης σε όλες τις ημέρες της πολιορκίας, ποτέ δεν δείλιασε, ποτέ δεν έκανε πίσω. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πέθανε τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου, όταν τα 2 πλοία του έδεσαν στη Χίο. Κάποιοι ιστορικοί, σύγχρονοι της Αλώσεως μιλούν ανοιχτά ότι το βόλι που τον βρήκε, τον πέτυχε από πίσω. Το βόλι δεν ήταν Τούρκικο…
Στον τάφο του στην εκκλησία του Αγίου Δομίνικου στη Χίο αναγραφόταν στα Λατινικά: «Ένθαδε κείται Ιωάννης Ιουστινιάνης, ανήρ περικλεής και πατρίκιος Γενουήσιος εκ των Μαονέων της Χίου, όστις, κατά την εκστρατείαν του βασιλέως των Τούρκων Μωάμεθ εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, μεγαλοψύχως ηγεμονεύων παρά το γαληνοτάτω Κωνσταντίνω, τελευταίω των ανατολικών Χριστιανών αυτοκρατόρι, θανασίμως πληγωθείς απέθανε.»
Το τρίτο περιστατικό που συνέβη ήταν και αυτό καθοριστικό. Την ίδια στιγμή λοιπόν που στις επάλξεις κυμάτισε για πρώτη φορά το μπαϊράκι του Σουλτάνου, την ίδια στιγμή που ο Πρωτοστράτωρας τραυματίστηκε και αποχώρησε, μια ομάδα Γενιτσάρων, καθοδηγούμενη από τον Καφέρ Μπέη, σκαρφάλωσε στα τείχη και πάτησε το πόδι της κάτω από τον Άγιο Ρωμανό. Εκεί κάποιος θηριώδης Γενίτσαρος που πλέον από τους Τούρκους θεωρείται ήρωας, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ (Ουλουμπατλί Χασάν) συνοδευόμενος από μια ομάδα 30 συντρόφων του κατάφερε να προχωρήσει κατά μήκος στις επάλξεις, απωθώντας τους παραπαίοντες αμυνόμενους.
Με μια σημαία του Σουλτάνου Μεχμέτ στο αριστερό και ένα τεράστιο κυρτό σπαθί στο δεξί χέρι, κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς. Οι άλλοι γενίτσαροι που τον είδαν εμπνεύστηκαν από το θάρρος του και όρμησαν με περισσότερη λύσσα κατά των υπερασπιστών. Ο γιγαντιαίος γενίτσαρος κάρφωσε τη σημαία του Ισλάμ στα τείχη.
Σύντομα οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια έριξαν κάτω τους 30 Γενίτσαρους και κύκλωσαν τον Χασάν. Με κόκκινα μάτια από την ένταση της μάχης του επιτέθηκαν, τον γονάτισαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν. Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως ήταν αρκετά για ακόμη περισσότερους γενίτσαρους να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Η μάχη είχε κριθεί.
Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε πλέον από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών. Αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις να πέσουν στο σημείο εκείνο. Σαν πλημμυρίδα χιλιάδες άνδρες άρχισαν να εισβάλλουν από τον θύλακα που ο Σουλτάνος υπέδειξε. Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν. Η Πόλις Εάλω. Η υποχώρηση έγινε πανικός.
Πύλη Αγίου Ρωμανού πρωινό 29 Μαΐου 1453
Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατράπηκε η κατάσταση. Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού.
«Όλα τελείωσαν λοιπόν» σκέφτηκε και πρόσταξε την φρουρά του να αποχωρήσουν. Με ψυχραιμία κατέβηκε από τον Άγιο και μπήκε στην Πόλη. Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι , Ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός. Έτρεχαν στα στενά δρομάκια της Πόλης. «Άρχοντα μου θα ήταν συνετό να αποφύγουμε τους μεγάλους δρόμους για να φτάσουμε στο λιμάνι» τον συμβούλεψε ο Θεόφιλος.
Από κάποια σκιερή γωνία ξεπρόβαλε τρέχοντας, μια πολυάριθμη ομάδα γενιτσάρων. Κοντοστάθηκαν μόλις είδαν τους 5 αρματωμένους άνδρες. Ο Αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε. Πίσω του οι σύντροφοι του έκαναν το ίδιο.
Ο Οθωμανός ιστορικός Ορούχ, έγραψε αργότερα: «Ο άμοιρος αυτοκράτορας ήταν 49 ετών όταν πέθανε. Όποιες και αν ήταν οι συνθήκες του θανάτου του, φαίνεται ότι προσπάθησε μέχρι και την τελευταία στιγμή να κρατήσει τη φλόγα του Βυζαντίου αναμμένη. Ο κυβερνήτης της Ιστανμπούλ ήταν γενναίος και δεν ζήτησε έλεος. Ήταν ένας άξιος αντίπαλος»
Οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης γλιστρούσαν από το αίμα που έρεε. Τα κομμένα κεφάλια μέσα στο λιμάνι, έμοιαζαν καρπούζια στον πάγκο του μανάβη. Τόσα πολλά ήταν. Στον κεράτιο σε ένα Πύργο 40 Κρήτες τοξότες είχαν ταμπουρωθεί και δεν έκαναν πίσω. Κάθε προσπάθεια των Οθωμανών να καταλάβουν τον Πύργο, αποτύγχανε. Η Πόλη είχε πέσει αλλά οι Κρητικοί δεν παραδίδονταν. Ο Μεχμέτ το έμαθε. Θαύμασε την αντρειοσύνη τους. Η εντολή του ήταν σαφής: «Αφήστε τους να φύγουν. Αφήστε τους τιμητικά να πάρουν μαζί τους και τη σημαία τους. Όποιος τολμήσει να πειράξει έστω και έναν από αυτούς θα θανατωθεί. Δώστε τους και ένα πλοίο. Το αξίζουν…»
Αγία Σοφία πρωινό 30ης Μαΐου 1453
Ο Μεχμέτ ήταν έξαλλος. Άφριζε στην κυριολεξία από το κακό του. Όταν βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση ακόμη και η προσωπική του φρουρά φρόντιζε να μην βρίσκεται στο οπτικό του πεδίο. Δεν το είχε σε τίποτε να διατάξει τον αποκεφαλισμό όποιου ανθρώπου ήταν δίπλα του, την λάθος ώρα.
Σύμφωνα με τους ιερούς νόμους του Ισλάμ εάν μια πόλη επαρεδίδετο τότε τα στρατεύματα, την καταλάμβαναν αναίμακτα και απαγορευόταν να αγγίξουν την περιουσία αλλά και τους ανθρώπους της. Εάν μια πόλη αρνείτο να παραδοθεί και τα στρατεύματα την καταλάμβαναν εξ εφόδου τότε οι στρατιώτες επί 3 ημέρες είχαν δικαίωμα να κάνουν ότι θέλουν στους ανθρώπους και την περιουσία τους. Να την οικειοποιηθούν να πάρουν σκλάβους, να πάρουν χρυσάφια και κοσμήματα. Όμως εάν ο Μεχμέτ άφηνε τους άνδρες τους για τρεις ημέρες, εκείνοι θα ισοπέδωναν την Πόλη. Δεν θα έβρισκε τίποτε όρθιο.
Ο Σουλτάνος αποφάσισε να μην περιμένει να περάσει το τριήμερο. «Μπαίνουμε μέσα» είπε στον Βεζίρη του και λίγη ώρα αργότερα μια τεράστια πομπή περπατούσε στους δρόμους της Βασιλεύουσας. Πρώτος πάνω στο λευκό του άλογο ήταν ο Μεχμέτ, ζωσμένος με το σπαθί του Οσμάν. Έφτασε έξω από την Αγία Σοφία. Από μέσα οι κραυγές του κόσμου ήταν ανατριχιαστικές. Ξέζεψε και πεζός έφτασε στην είσοδο. Με αργές κινήσεις έσκυψε και πήρε μια χούφτα χώμα από το έδαφος. Έριξε το χώμα πάνω στο τουρμπάνι του, ως πράξη ταπεινότητας απέναντι στον θεό.
Ο Μεχμέτ μπήκε από την είσοδο και μονολογούσε το ποίημα ενός Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της και η κουκουβάγια κρώζει στους οίκους του Αφραστάβ…»
Είδε το εσωτερικό της εκκλησιάς ασφυκτικά γεμάτο. Όσοι είχαν προστρέξει εκεί για να σωθούν είχαν αλυσοδεθεί και ήταν έτοιμοι για τα σκλαβοπάζαρα. Πολλοί κείτονταν νεκροί. Αίμα έρεε στα πλακάκια. Κάποιοι γενίτσαροι συνέχιζαν να ξηλώνουν τα μάρμαρα, και να καταστρέφουν τις χρυσοποίκιλτες εικόνες. Ο Μεχμέτ έγινε έξαλλος. Πλησίασε έναν γενίτσαρο που ξήλωνε κάποια μάρμαρα «Γιατί τα χαλάς;» τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε. «Για την πίστη μας Σουλτάνε μου» απάντησε εκείνος. Με το βαρύ μεταλλικό κοντάρι του τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι. Το κρανίο άνοιξε σαν τριαντάφυλλο και υγρά με αίμα άρχισαν να χύνονται. «ΤΕΛΟΣ» βροντοφώναξε ο Μεχμέτ «Κανείς και ποτέ δεν θα παραβιάζει διαταγή δική μου. Σας είπα ότι τα κτίρια μου ανήκουν»
Στη συνέχεια ήρεμος έδωσε εντολή να μπουν μέσα οι μουεζίνηδες και οι χατίπιδες. Σε λίγη ώρα στην Αγία Σοφία θα τελούταν η πρώτη προσευχή στον Αλλάχ…