Η ζωή ακριβαίνει, άλλοτε σταθερά και άλλοτε απότομα. Κοιτώντας τα τεφτέρια του 1999, του 2020 και του 2024 διαπιστώσαμε τις τεράστιες διαφορές στα ποσά που πλήρωνε κάποιος σε κάθε εποχή για τις ίδιες υπηρεσίες ή προϊόντα, αλλά και τη διαφορά στο εισόδημα.
Η αναλογία κάθε είδους ανάγκης ως προς τον βασικό μισθό είναι πολύ άνιση μετά το 2001 και την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ.
Οι ανατιμήσεις θα ήταν σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτες και με δραχμή ίσως, αφού λόγου χάριν η τυρόπιτα που έκανε 200 δραχμές το 1999, το 1980 έκανε μόλις 20 δρχ. Όμως ποιος ήταν ο βασικός μισθός το 1980 και ποιος το 1999; Η σχέση τιμών και εισοδημάτων αποτελεί τον ουσιαστικό τρόπο σύγκρισης, ανεξαρτήτως δραχμής και ευρώ.
Η φραντζόλα τετραπλασιάσθηκε για το πορτοφόλι μας αφού πήγε στις 341 δραχμές ή παραπάνω από ένα ευρώ πλέον σε πολλούς φούρνους, όμως ο βασικός μισθός ούτε καν διπλασιάσθηκε. Το 1999 ο βασικός μισθός ήταν σε ευρώ 470, το 2020 ήταν 620 και σήμερα είναι 830. Σε δραχμές ο σημερινός μισθός θα ήταν 283.000.
Να το δούμε και αλλιώς, ως μέρος του εισοδήματος και μάλιστα μέσα σε σχεδόν μισό αιώνα, που θα έπρεπε “λογικά” η ζωή μας να είχε βελτιωθεί. Όταν το 1980 ο βασικός μισθός ήταν 10.240 δραχμές και το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου 476,10 δραχμές, η φραντζόλα έκανε 8,5 δραχμές ή κάποιος ήθελε χονδρικά 250 δραχμές το μήνα για ψωμί. Χρειαζόταν το 1/42ο του βασικού μισθού. Σήμερα δαπανά για την ίδια ποσότητα το 1/26ο του εισοδήματος, δηλαδή περίπου τα διπλά ως μερίδιο εξόδων από το βασικό μισθό.
Το νοίκι
Στην εικοσαετία του ευρώ, που ζήσαμε και χρεοκοπία, και πανδημία και από πρόπερσι ζούμε στην τσέπη μας και τους πολέμους άλλων χωρών, ο βασικός μισθός ούτε καν διπλασιάσθηκε, ενώ η τιμή π.χ. του λαδιού τριπλασιάθηκε σταδιακά και φέτος πλέον πενταπλασιάσθηκε σε σύγκριση με το 1999. Η τιμή της φέτας υπερδιπλασιάσθηκε. Τα δε ενοίκια προς το εισόδημα συνιστούν το 50%-60% του βασικού μισθού, ενώ το 1998 συνιστούσαν το ένα τρίτο. Το σημερινό δυαράκι των 450 ευρώ σημαίνει για το βαλάντιό μας σε δραχμές 152.000 δρχ. με βασικό μισθό μόλις 283.000 δραχμές, ενώ προ ευρώ το δυαράκι νοικιαζόταν με 60.000 δραχμές και με βασικό μισθό τις 163.000 δρχ.
Ο Έλληνας για ποικίλους λόγους μέχρι τους Ολυμπιακούς αγώνες εξακολουθούσε να περνά καλά – παρά το κραχ του χρηματιστηρίου επί Σημίτη – και μπορούσε να αποταμιεύσει. Ήταν η εποχή που ο κόσμος πήγαινε για διακοπές ένα μήνα και δεν έλεγε “δόξα Σοι” όπως σήμερα, για μάξιμουμ μια βδομάδα σε νησί. Όποιος πάει σήμερα σε νησί για πάνω από 15 μέρες είναι ή πλούσιος ή αλλοδαπός τουρίστας! Κάποιοι προλάβαμε την εποχή που ο πατέρας δούλευε στην Αθήνα – και ήταν ο μόνος που κουβαλούσε εισόδημα στην οικογένεια – και όμως μπορούσε να στέλνει τη γυναίκα και τα παιδιά διακοπές στο Σαρωνικό για τρεις ολόκληρους μήνες σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Πάνε αυτά, κι ας δουλεύουν δυο και τρεις σε μια οικογένεια…
Βασικές ανάγκες
Σήμερα με 0,30 ευρώ παίρνεις μόνο τσίχλες και σπίρτα ή ένα αβγό σε προσφορά. Το 2000 έπαιρνε ο Έλληνας μια φραντζόλα ψωμί και περίσσευε το εικοσάρικο. Να πούμε παρεμπιπτόντως ότι κακώς τη λέμε μισόκιλη, γιατί οι φραντζόλες έχουν βάρος 350-400 γραμμαρίων. Σήμερα η ίδια φραντζόλα – πιθανόν και χειρότερης ποιότητας λόγω της τιμής των αλεύρων μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία – πωλείται 0,80 έως 1,35 ευρώ, ανάλογα με τη γειτονιά, ή 273 έως 460 δραχμές -η τιμή έχει τριπλασιασθεί έως σχεδόν εξαπλασιασθεί.
Το δε 2020 (προ πανδημίας και πολέμου) το ψωμί πωλείτο ήδη 0,50 έως 0,80 ευρώ, που σημαίνει ότι η τιμή είχε ήδη διπλασιαστεί μέσα σε 20 χρόνια χωρίς να έχει διπλασιασθεί στο ίδιο χρονικό διάστημα το εισόδημα, αφού ο βασικός μισθός ήταν τότε μετά βίας 620 ευρώ ή 211.320 δραχμές. Η δε τυρόπιτα των άλλοτε 200 δραχμών, που πωλείτο το 2020 περίπου 1,30 ευρώ ή 450 δραχμές, δηλαδή τα υπερδιπλάσια, έφτασε σήμερα, στο 2024, τα 2,30 ευρώ ή τις 784 δραχμές.
Μέχρι το 2001 με 280-300 ευρώ το μήνα (100.000 δραχμές) μπορούσες να βρεις μια κυρία για baby sitting. Ο παιδικός σταθμός στον ιδιωτικό τομέα στοίχιζε 60.000-70.000 δραχμές ή 180 ευρώ, ενώ σήμερα πάνω από 400. Το χαρτί υγείας που σήμερα πωλείται γύρω στα τέσσερα ευρώ, τότε πωλείτο δύο ευρώ (680 δραχμές). Το φροντιστήριο για το παιδί που ετοιμαζόταν για πανελλαδικές στοίχιζε 68.000 δραχμές ή 200 ευρώ το μήνα και σήμερα 450-600 ευρώ.
Μεγαλύτερη αύξηση (70%) αυτά τα χρόνια σημειώθηκε –με ένα ενδιάμεσο κραχ– στη στέγη και στις μεταφορές, αλλά και σε μη αναγκαία προϊόντα, όπως το αλκοόλ και ο καπνός. Σημαντική ήταν και η αύξηση στις δαπάνες υγείας, με το ΕΣΥ να σφυροκοπείται λόγω της χρεοκοπίας αλλά και με τους ιδιώτες γιατρούς να ζητούν όσα μπορούν να πάρουν. Οι τιμές τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με την εποχή της δραχμής, είναι χαμηλότερες μόνον στις επικοινωνίες (διαδίκτυο και τηλέφωνο).
Όποιος θυμάται το “είδες η ΔΕΗ”…
Στο κόστος κατοικίας προστίθεται και το ενεργειακό κόστος. Η ΔΕΗ από 70 ευρώ το μήνα για μια τριμελή οικογένεια έφτασε τα 120 κατά μέσο όρο. Το 1999 η κιλοβατώρα μάς στοίχιζε 0,06 ευρώ ή 22,14 δραχμές, και το 2003 στοίχιζε 0.07 ευρώ μέχρι τις 800 κιλοβατώρες. Σήμερα όμως η σχετικά χαμηλότερη τιμή ισχύει μόνον για τις πρώτες 500 κιλοβατώρες – χάσαμε 300 σχετικά φτηνές κιλοβατώρες. Πλέον η τιμή φτάνει τα 0,11 ευρώ για καταναλώσεις άνω των 500 κιλοβατωρών το μήνα. Επίσης δεν υπήρχε πάγιο όπως σήμερα (για τη ΔΕΗ είναι 5 ευρώ το μήνα ή 20 το τετράμηνο).
Πιτόγυρος και παγωτά!
Αν το 1999 πληρώναμε σε ευρώ, θα μπορούσαμε με 2,5 ευρώ να παίρναμε ένα φυσικό χυμό και μια τυρόπιτα και θα είχαμε φτηνό πρωινό στο δρόμο, ενώ με άλλο 1,40 ευρώ θα τρώγαμε χορταστικό μεσημεριανό με δύο πιτόγυρους. Με 0,50 πίναμε και μια μπυρίτσα και με άλλα τόσα, βγάζαμε και το βραδινό. Σούμα για να είμαστε χορτάτοι τρώγοντας και πίνοντας έξω πρόχειρα, που το ‘έξω’ είναι πάντα πιο ακριβό από του σπιτιού, θέλαμε μόνον 6,30 ευρώ για όλη τη μέρα. Χονδρικά 200 ευρώ το μήνα.
Σήμερα για ακριβώς τα ίδια θα δίναμε 22 ευρώ τη μέρα, αφού ο πιτόγυρος κάνει πλέον 3,60 ευρώ, η δε μπίρα πήγε στα 2. Άρα 660 το μήνα. Τριπλάσιο κόστος από το 1999 και το 2000. Η ζωή ήταν ήδη ακριβή και το 2020, αφού στο συγκεκριμένο φαγητό, ο πιτόγυρος έκανε 2,5 ευρώ και ο βασικός μισθός ήταν 620 ευρώ.
Προ ευρώ, τα καλοκαίρια όλη η οικογένεια μπορούσε να τρώει κάθε μέρα παγωτό, ενώ σήμερα πολλαπλασιάζει κάποιος τα 2,20-3,5 ευρώ ανά τεμάχιο επί τέσσερα (μέλη) και επί 30, οπότε καταλήγει στα περίπου 350 ευρώ μηνιαίως, και αποφασίζει να μην παχύνει! Το παγωτό πύραυλος έκανε μέχρι το 2001 μόλις 200 δραχμές ή 0,60 ευρώ. Αν το 1999 το βράδυ πήγαιναν δύο άτομα στα Goodys, έδιναν 2.500 δραχμές ή 7,3 ευρώ. Για ένα ποτό σε μπαράκι έδινε κάποιος 1.200-1.500 δραχμές ή τρία-τέσσερα ευρώ, ενώ σήμερα δίνει πάνω από 7 ευρώ ή 2.700 δραχμές.
Το καφεδάκι σκαρφάλωσε από τις 500 δραχμές στις 1.200 (3,5 ευρώ), δηλαδή με αναγωγή στο έτος για μια πολύ λαϊκή και καθημερινή ψυχαγωγία, αυτό σημαίνει 350 ευρώ παραπάνω το χρόνο. Το ποσό αυτό είναι μια ολόκληρη σύνταξη για όποιον παίρνει τη βασική υπερηλίκου.
Μετακινήσεις και διατροφή
Η μικρότερη διαδρομή με το ταξί ήταν 600 δραχμές (1,8 ευρώ) και σήμερα η ελαχίστη, είναι στα τέσσερα ευρώ. Η βενζίνη στην Αθήνα πωλείτο 249 δρχ./λίτρο (0,60 ευρώ) και το πετρέλαιο θέρμανσης 98,7 δρχ./λίτρο (0,25 ευρώ). Σήμερα με όσα δίνει κάποιος για να γεμίσει τη ρεζέρβα, τότε γέμιζε περίπου το ένα τρίτο του ρεζερβουάρ.
Το 1999 μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα μέτριο ΙΧ με 3 εκατ. δραχμές (8.000 ευρώ) ενώ το 2020 το πιο φθηνό έκανε 11.000 ευρώ ή 3.740.000 δραχμές και σήμερα δεν υπάρχει φθηνότερο από 15.000 ευρώ ή περίπου 5 εκατ. δραχμές. Επίσης αυξήθηκαν υπέρμετρα τα τέλη κυκλοφορίας και οι ασφάλειες αυτοκινήτων, αλλά και τα πρόστιμα και οι έμμεσοι φόροι σε σχέση με το όχημα, ενώ η πιάτσα ανέβασε και τις τιμές των service, των parking και των ανταλλακτικών, χώρια η εργασία στα συνεργεία, που κι αυτή πήρε την ανιούσα. Όλα τα καύσιμα αυξήθηκαν: Ακόμα και το μικρό φιαλίδιο για το γκαζάκι που πωλείτο 0,70 ευρώ, έφθασε το 2020 το 1 ευρώ και πλέον το πιο φθηνό σε προσφορά, τιμάται 1,20.
Ο μαϊντανός, το όμορφο και πολύτιμο στολίδι της κουζίνας, έγινε πολύτιμο και στην τσέπη. Από 50 δραχμές ή 0,14 ευρώ επί δραχμής, αναρριχήθηκε διακριτικά στα 0,50 ευρώ ή στις 170 δραχμές το 2020 και πλέον στα 0,65 ευρώ ή στις 221 δραχμές, δηλαδή με το κιλό να προσεγγίζει σε τιμή το μοσχάρι ή τα 14 ευρώ.
Το μπουκαλάκι του νερού πωλείτο στα περίπτερα 50 δραχμές ή 0,15 ευρώ ενώ με την αλλαγή νομίσματος πήγε αυτομάτως στα 0,50 ευρώ ή 170 δραχμές. Το εισιτήριο στο λεωφορείο ήταν 0,22 ευρώ ή 74 δραχμές και σήμερα σε δραχμές πληρώνουμε 470. Το κόστος μεταφοράς δηλαδή επταπλασιάσθηκε! Το λίτρο γάλακτος πωλείτο 0,75 ευρώ ή 240 δραχμές.
Ένα κιλό φέτα έκανε το 2000 περίπου 1.700 δραχμές ή 5 ευρώ. Το 2021 η πιο φθηνή φέτα πωλείτο 8 ευρώ ή 2.720 δραχμές. Σήμερα η πιο φτηνή στοιχίζει 12 ευρώ και γενικά μια φέτα κάπως ικανοποιητικής ποιότητας σε τιμή κυμαίνεται από 13 έως 17 ευρώ το κιλό –σε δραχμές, 4.433 έως 5.800.
Υγεία
Αλλά και η υγεία πολυτιμοποιήθηκε τιμολογιακά. Ο Έλληνας ήδη από το 2011 έδινε 40% παραπάνω για την υγεία του από όσα έδινε το 2001. Το 1999 πήγαινε κάποιος “σε ένα καλό γιατρό” με επίσκεψη 10.000 δραχμές (35 ευρώ) ενώ σήμερα για επιστήμονα με τις ίδιες περγαμηνές πρέπει να δώσει 80 έως 100 ευρώ (27.000 – 34.000 δραχμές) συχνά χωρίς απόδειξη ή και 130-150 ευρώ, αν απαιτήσει απόδειξη.
Οι αποκλειστικές νοσοκόμες αύξησαν κι αυτές το κόστος υγείας. Από 80 ευρώ τις αργίες, ανέβασαν την αμοιβή στα 90 και αν είναι Σαββατόβραδο, 96. Και από 43 ευρώ τις καθημερινές για 6 ώρες, ζητούν πλέον 51. Το νυχτερινό εξάωρο σημαίνει 63 ευρώ. Όμως, τα εισοδήματα αυτών που έχουν μεγαλύτερη και συχνότερη ανάγκη νοσηλείας (των γερόντων), μειώθηκαν με την περικοπή των συντάξεων λόγω μνημονίων και οι πρόσφατες αυξήσεις είναι πραγματικά αστείες. Παράλληλα ο ΕΟΠΠΥ καλύπτει μόνο μικρό ποσοστό και υπό ειδικές συνθήκες όσον αφορά στο κόστος των αποκλειστικών.
Την ίδια ώρα το ΕΣΥ διαθέτει πλέον ελάχιστους νοσηλευτές σε κάθε θάλαμο. Γέμισαν τα νοσοκομεία εγκαταλελειμμένους γέροντες και γερόντισσες, που παρακαλούν τους συγγενείς άλλων στο θάλαμο για νερό ή ζητούν «να φωνάξουν κάποιον για την “πάπια”» επειδή οι ίδιοι και οι συγγενείς τους δεν μπορούν να πληρώσουν αποκλειστικές.
Οι τιμές σε κάποιους τομείς μειώθηκαν για ένα διάστημα λόγω χρεοκοπίας και “έπεσαν” τα ενοίκια ή οι γιατροί αρκούνταν σε μια σχεδόν συμβολική αμοιβή. Αυτό όμως κράτησε μόλις δύο-τρία χρόνια. Εν συνεχεία οι τιμές άρχισαν να “ξανατσιμπάνε”, πήραν την ανιούσα και δεν λένε να πατήσουν φρένο. Η εποχή που με ένα πεντοχίλιαρο αν στριμωχνόσουν “έβγαζες τη βδομάδα”, ανήκει όντως στον περασμένο αιώνα, όπως ίσως πλέον και η άλλοτε αυτονόητη απαίτηση, οι πολιτικοί που προσλαμβάνουμε – γιατί αυτό κάνουμε όταν τους ψηφίζουμε – να έχουν την υποχρέωση να ρυθμίζουν την αγορά ανάλογα με τη δική μας τσέπη και όχι τη δική τους.