Λογοτεχνία Πολιτισμός

Ελισάβετ Τάρη “Μέσα από μια φωτογραφία”

Κι ύστερα η φωτογραφία στα χέρια μου σκοτείνιασε. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα πουλιά, η μαϊμού της αυλής, ο παπαγάλος «Μπόνγκο», οι γονείς μου, η Μπερναντέτ, οι φίλες μου, τα γειτονόπουλα,  οι συμμαθητές μου στο Ελληνικό Σχολείο, όλα ξαφνικά σιώπησαν. Και δεν ήταν έξι το απόγευμα. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό

Στα χέρια μου κρατώ μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία και την κοιτάζω επίμονα. Βλέπω ένα μικρό κορίτσι καθισμένο σε μια μπαμπού πολυθρόνα. Φοράει ένα ψάθινο καπέλo και τα πόδια του είναι τεντωμένα μπροστά με τα δάχτυλα των χεριών πλεγμένα γύρω από τα γόνατά του.

Είμαι εγώ, τεσσάρων χρόνων. Δεν έχω ζωντανές αναμνήσεις του εαυτού μου τότε.  Ό,τι θυμάμαι είναι από τα χρόνια που ακολούθησαν. Κι αν δεν ήξερα πως στη φωτογραφία αυτή ήμουν εγώ, αυτό το παιδί θα μου φαινόταν άγνωστο. Χαμογελάει ανέμελα και φαίνονται τα αραιά  μπροστινά του δόντια.  Φοράει ένα σορτσάκι και ένα φανελάκι και στα πόδια του λαμπυρίζουν τα διάφανα λαστιχένια πέδιλά του.

Βρίσκομαι στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού μας στην Αφρική.  Στο Κονγκό, στη χώρα όπου γεννήθηκα. Μια χώρα απλωμένη στη μέση του Κόσμου, στον Ισημερινό. Σε  μια μικρή πόλη με περίεργο όνομα, την Mπούτα, τρεις ώρες μακριά από την πρωτεύουσα, την Κινσάσα. Στη φωτογραφία, πίσω από τη δική μου φιγούρα, φαίνεται ένα μεγάλο παράθυρο και πάνω στο μαρμάρινο περβάζι είναι τοποθετημένα  μικρά πλαστικά παιχνίδια.  Μια πάπια, ένα τόπι, μια κούκλα με ανακατεμένα ξανθά μαλλιά και ένα μικρό  κουκλάκι που κρατά στα χέρια του μια φέτα καρπούζι. Όλα είναι  τακτοποιημένα το ένα δίπλα στο άλλο,  σαν να με περίμεναν να τα παίξω.

Πίσω από το σπίτι μας,  διακρίνονται  πέντε ψηλοί φοίνικες και το μαύρο αυτοκίνητο του μπαμπά, παρκαρισμένο μπροστά από τη μεγάλη καγκελόπορτα της αυλής. Στο βάθος της φωτογραφίας φαίνεται η πολύ πυκνή βλάστηση και ένα μακρύ μονοπάτι που ξεκινάει από το σπίτι μας και φτάνει ως πέρα, στα πανύψηλα δέντρα.  Είναι η ζούγκλα,  όπως μας έλεγαν οι μεγάλοι. Μέρος απαγορευμένο για μας τα παιδιά. Κι έτσι, κανείς δεν απομακρυνόταν από την αυλή του σπιτιού. Δεν ήταν μόνο ο φόβος του άγνωστου που συνήθως φωλιάζει μέσα στην απροσπέλαστη ζούγκλα και προκαλεί τρόμο στου ανθρώπους. Ήταν περισσότερο ο υπαρκτός φόβος από τα άγρια ζώα και ειδικά από τα φίδια που υπήρχαν παντού γύρω μας.

Καθώς κρατώ στα χέρια μου τη φωτογραφία, αναρωτιέμαι ποιος να την είχε τραβήξει. Μάλλον ο πατέρας μου, σκέφτηκα,  που του άρεσε να φωτογραφίζει  τοπία και γιορτινές συναντήσεις και είχε συλλογή ολόκληρη από φωτογραφικές μηχανές. Κι εγώ, τι να σκεφτόμουν άραγε εκείνη τη στιγμή που ανοιγόκλεινε το κλείστρο της μηχανής; Καταλάβαινα πού βρισκόμουν; Αισθανόμουν τα πράγματα γύρω μου; Προσπαθώ να  συνθέσω στον νου μου ένα-ένα τα  κομμάτια της φωτογραφίας. Δίπλα μου είναι ένα καλαμωτό τετράγωνο  τραπέζι και πάνω του, διπλωμένη στη μέση, μια εφημερίδα, ένα άσπρο φλιτζάνι του καφέ και ένα γυάλινο τασάκι. Αυτά είναι σίγουρα του μπαμπά. Μανιώδης καπνιστής, όπως οι περισσότεροι τότε που αγνοούσαν τους κινδύνους του καπνίσματος. Και η αγαπημένη του ασχολία ήταν το διάβασμα της εφημερίδας με τη συνοδεία ενός αρωματικού καφέ. Όταν ζει κανείς μακριά από την Πατρίδα του, το να μπορεί να διαβάσει τις ειδήσεις από τη Χώρα του είναι κάτι που λαχταρά. Αισθάνεται πως είναι κοντά σε όλα αυτά που άφησε πίσω του φεύγοντας για τα ξένα. Πόλεις, χωριά, βουνά, ποτάμια, θάλασσες, δρόμοι και κυρίως οι δικοί του άνθρωποι που τους έχει πάντα στον νου του.

Έτσι και ο πατέρας μου, μέσα από τις εφημερίδες κρατούσε ζωντανές όλες τις αναμνήσεις του. Και θυμάμαι τις αφηγήσεις του για το πώς έφτασε σ’ αυτήν τη μακρινή χώρα, παιδί ακόμα δεκαοχτώ χρόνων. Έκανε, μας έλεγε, ένα πολύ μεγάλο ταξίδι με το πλοίο από τον Πειραιά ως το Πορτ Σάιντ  της Αιγύπτου  και από εκεί με  ποταμόπλοιο ταξίδεψε στον Νείλο φτάνοντας ως το κέντρο της Αφρικής, στο Κονγκό.  Ένα ταξίδι που κράτησε πάνω από ένα μήνα, περνώντας από άγνωστους τόπους και μη γνωρίζοντας πόσο μακριά ήταν ο προορισμός του από τον Αυγερινό, το μικρό χωριό της Κοζάνης απ’ όπου είχε ξεκινήσει γεμάτος όνειρα, αλλά και ανησυχίες.  Τα άκουγα όλα αυτά θυμάμαι μαγεμένη και καθώς  μου τα έλεγε μου έδειχνε διάφορες φωτογραφίες από τα χρόνια εκείνα  που, πολύ νέος μαζί με άλλους Έλληνες,  ταξίδευε με μεγάλες βάρκες στον ποταμό Κόνγκο δουλεύοντας  στις φυτείες καφέ και κακάο  που είχε ο θείος του, μέχρι να στήσει τελικά τη δική του επιχείρηση.

Καθώς τα θυμάμαι όλα αυτά, βλέπω πως η φωτογραφία που κρατώ στα χέρια μου είναι ασπρόμαυρη, σε αντίθεση με τις εικόνες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη μου από εκείνη τη Χώρα. Όλες είναι γεμάτες  έντονα χρώματα . Το κόκκινο της λάσπης στον δρόμο που περνούσε μπροστά από το σπίτι μας. Η σκόνη που, σαν κόκκινο σύννεφο, σηκωνόταν κάθε φορά που περνούσε κάποιο βιαστικό αυτοκίνητο. Ψηλοί καταπράσινοι φοίνικες, πράσινες πλατύφυλλες μπανανιές, και λουλούδια. Πολλά λουλούδια με έντονα κόκκινα,  ροζ και μοβ χρώματα.

Ακόμα και οι άνθρωποι που περνούσαν μπροστά από την αυλή μας ήταν γεμάτοι χρώματα. Μαύρες ψηλόλιγνες γυναίκες με μεγάλα καλάθια ή μπόγους  γεμάτους χουρμάδες στα  κεφάλια τους που περπατούσαν αργά και με τα χέρια στη μέση προσπαθώντας να ισορροπήσουν. Όλες τους ντυμένες με τα ντόπια υφάσματα, τυλιγμένα γύρω από το σώμα τους.  Υφάσματα πολύχρωμα, με διάφορα σχέδια. Άλλα με πράσινα τετράγωνα και πορτοκαλί ρίγες. Άλλα με μεγάλα κόκκινα και κίτρινα φύλλα εξωτικών δέντρων. Σχέδια που με την πρώτη ματιά φαίνονταν αταίριαστα μεταξύ τους, αλλά ήταν τόσο ελκυστικές όλες αυτές οι αντιθέσεις των χρωμάτων.

Καθόμουν, θυμάμαι, κοντά στην καγκελόπορτα και κοιτούσα όλες αυτές τις γυναίκες που προχωρούσαν φορτωμένες χουρμάδες, έχοντας στην πλάτη τους και ένα μωρό. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω τους. Με μάγευαν τα χρώματα και οι λεπτές φιγούρες τους. Μου θύμιζαν χορεύτριες καθώς περπατούσαν ρυθμικά, σαν να τις ακολουθούσε η μουσική από τα παραδοσιακά τύμπανα της Αφρικής. Έμοιαζαν γιορτινές μέσα στα τόσα χρώματά τους. Και οι άνδρες, με άσπρες ή γκρι κελεμπίες, φορτωμένοι κι αυτοί με μεγάλα καλάθια πήγαιναν για δουλειά στις φυτείες σιγοτραγουδώντας δικά τους παραδοσιακά τραγούδια.  Πάντα με το χαμόγελο σήκωναν τα χέρια τους να χαιρετίσουν τον πατέρα μου φωνάζοντας… «Οζαλί μαλάμο;» που σημαίνει «είσαι καλά;».  Ή άλλες φορές με τον πιο συνηθισμένο χαιρετισμό… «Μπότε, σαγκονίνι;», που θα πει «Γεια σου, τι κάνεις;».  Ήταν φράσεις στη διάλεκτο «Λιγκάλα», μια από τις εκατοντάδες διαλέκτους του Κονγκό.  Αναρωτιέμαι πώς αυτή η φωτογραφία μπόρεσε και ξέθαψε από τη μνήμη μου όλες αυτές τις λέξεις, τόσα χρόνια μετά!

Η αλήθεια είναι πως όλες αυτές οι εικόνες από εκείνα τα παιδικά μου χρόνια θύμιζαν  ένα παραμύθι κι εγώ ένιωθα σαν μια ζωγραφισμένη φιγούρα αυτού του όμορφου παραμυθιού.  Όμως όλα ήταν αληθινά!

Δεν ξέρω τι είναι τελικά αυτό που με εντυπωσιάζει στη φωτογραφία αυτή. Ίσως η αναζήτηση του παιδικού μου εαυτού σ’ εκείνη την εποχή και σ’ εκείνη τη Χώρα. Θα ήθελα να μπορούσα να μπω, με έναν μαγικό τρόπο,  μέσα σ’ αυτή τη φωτογραφία και να νιώσω πάλι εκείνη την υγρή ζέστη της Αφρικής. Να περπατήσω ξανά μέσα στο σπίτι μας. Να δω τους χώρους και τα δωμάτια με τους ανεμιστήρες που κρέμονταν από το ταβάνι. Τα μεγάλα έπιπλα μπαμπού στο σαλόνι, που πάντα ήταν γεμάτο με φίλους και γνωστούς που μας επισκέπτονταν.  Να περάσω από την κουζίνα με τα μεγάλα χάλκινα μαγειρικά σκεύη κρεμασμένα και να μυρίσω για μια ακόμα φορά την έντονα μεθυστική μυρωδιά από τη «μανιόκα» που ήταν το πιο συνηθισμένο ντόπιο φαγητό που γινόταν από ρίζα γλυκοπατάτας.  Να δω την Μπερναντέτ, μια λεπτοκαμωμένη μαύρη γυναίκα που έμενε μαζί μας και βοηθούσε τη μητέρα μου στις δουλειές του σπιτιού. Χάρη σ’ αυτήν  γευόμασταν τις ντόπιες συνταγές και μαθαίναμε πολλές λέξεις από τη διάλεκτό τους.  Και από τις πρώτες λέξεις, θυμάμαι, που μας έμαθε ήταν η «μαλάλα» που σημαίνει πορτοκάλι. Νοιάζονταν να τρώμε πολλά φρούτα για να είμαστε υγιείς, όπως έλεγε στη μητέρα μου.

Να μπορούσα και πάλι να περπατήσω κάτω στον κήπο με τα πελώρια δέντρα και τα ροζ και κόκκινα αγριολούλουδα  φυτεμένα  σε μεγάλα ξύλινα παρτέρια. Να ακούσω εκείνο το ατέλειωτο βουητό των εντόμων,  τα τιτιβίσματα των πουλιών  και τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπροστά στον δρόμο κλωτσώντας μια μπάλα. Να ακούσω τον παπαγάλο μας ,τον Μπόνγκο,  με τα εντυπωσιακά πορτοκαλί φτερά του στο μεγάλο ξύλινο κλουβί του,  που όποτε πλησιάζαμε φώναζε… «μπότε, μπότε» που σημαίνει «γεια σου». Η αγαπημένη του συνήθεια, θυμάμαι, ήταν να πετάει τα τσόφλια των φυστικιών έξω από το κλουβί βγάζοντας κραυγές χαράς.  Να δω και πάλι τη μαϊμού, την Τούτου,  που πηδούσε από δέντρο σε δέντρο κι εμείς τα παιδιά τρέχαμε να την πάρουμε αγκαλιά δελεάζοντάς την με μια μπανάνα. Και το πιο αστείο που θυμάμαι από την Τούτου ήταν όταν μια μέρα πλησίασε πονηρά το τραπέζι, άρπαξε το μπουκάλι της μπύρας που έπινε ο πατέρας μου και το κατέβασε μονορούφι. Το τι γέλια κάναμε μετά όταν την είδαμε να βαδίζει τρικλίζοντας, δεν λέγεται!

Και ξαφνικά, έρχονται στον νου μου οι αναμνήσεις από τα παιδικά μας παιχνίδια. Νιώθω να κρατώ στα χέρια μου την πάπια, την κούκλα και άλλα παιχνίδια της εποχής. Και όταν έβρεχε δυνατά, πράγμα συνηθισμένο στα τροπικά κλίματα, η  βεράντα μας γέμιζε νερά και γινόταν μια μακρόστενη πισίνα. Κι εμείς τα παιδιά μες στη χαρά! Πετούσαμε όλα αυτά τα παιχνιδάκια στο νερό και τσαλαβουτούσαμε, τσιρίζοντας και χορεύοντας σαν να συμμετείχαμε σε αφρικάνικο χορό.

Κι όπως ξαφνικά άρχιζε να βρέχει, έτσι ξαφνικά σταματούσε η τροπική βροχή. Λες και κάποιος άνοιγε και έκλεινε απότομα μια βρύση. Έτσι, το ίδιο απότομα σταματούσε και το δικό μας παιχνίδι και τρέχαμε όλοι μέσα στο σπίτι να στεγνώσουμε τα μαλλιά μας και να αλλάξουμε τα βρεγμένα μας ρούχα. Και όταν έπεφτε το σκοτάδι, νωρίς, στις έξι, όπως συμβαίνει στη ζώνη του Ισημερινού, όλα γύρω μας σιωπούσαν. Εργάτες, πουλιά, μαϊμούδες, όλοι μαζεύονταν στις φωλιές τους. Έτσι κι εμείς τραβούσαμε για τα δωμάτιά μας. Τα κρεβάτια μας, καλυμμένα με τις λευκές κουνουπιέρες, μας περίμεναν για τον βραδινό ύπνο.  Κι η μητέρα μας, όπως κάθε βράδυ, περνούσε από τα δωμάτια και ταχτοποιούσε τις κουνουπιέρες ώστε να μην υπάρχει κανένα άνοιγμα, γιατί τα κουνούπια, που ήταν ο μεγαλύτερος «εχθρός» μετά τα φίδια, άρχιζαν νωρίς τις επιθέσεις τους και η ελονοσία «θέριζε» τότε μικρούς και μεγάλους.

Και καθώς βάραιναν τα βλέφαρά μας, νανουριζόμασταν από τις συζητήσεις των μεγάλων που καθόταν στο σαλόνι. Ήταν η ώρα που ηρεμούσαν από εμάς τα παιδιά και έλεγαν τα δικά τους. Τους άκουγα, καθώς έτρωγαν το βραδινό τους, να συζητούν για τις δουλειές τους και τα νέα από την Ελλάδα. Καμιά φορά έβαζαν στο πικάπ δίσκους με ελληνικά και γαλλικά τραγούδια και χόρευαν και μ’ έκαναν να σκέφτομαι πως οι μεγάλοι είχαν τον δικό τους ξεχωριστό κόσμο κι εμείς τα παιδιά τον δικό μας. Κι όταν τέλειωναν αυτές οι μικρές γιορτές στο σαλόνι του σπιτιού μας, όλα γύρω μας σιωπούσαν. Ως το επόμενο πρωί, που άρχιζε πάλι η ζωή με φωνές, με παιχνίδια, με τις πολύχρωμες γυναίκες που περνούσαν μπροστά από το σπίτι μας και με τους εργάτες που μας καλημέριζαν στα «Λιγκάλα».

Κι ύστερα η φωτογραφία στα χέρια μου σκοτείνιασε. Οι άνθρωποι, τα ζώα, τα πουλιά, η μαϊμού της αυλής, ο παπαγάλος «Μπόνγκο», οι γονείς μου, η Μπερναντέτ, οι φίλες μου, τα γειτονόπουλα,  οι συμμαθητές μου στο Ελληνικό Σχολείο, όλα ξαφνικά σιώπησαν. Και δεν ήταν έξι το απόγευμα. Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό που κάποιοι έντρομοι φίλοι μας ήρθαν στο σπίτι και μας είπαν πως έπρεπε να εγκαταλείψουμε γρήγορα τη Χώρα.  Έτσι έκλεισε ένας ολόκληρος κύκλος που τον ζωντάνεψε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία γεμάτη πολύχρωμες αναμνήσεις. Μια φωτογραφία που με ταξίδεψε πίσω στον χρόνο και μέσα από αυτήν μπόρεσα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού όπου γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου.

Ελισάβετ Τάρη

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ