Άρθρα Κοινωνία Χρονογράφημα

“Στο τσαΐρι που έρχονταν οι τσιγγάνοι” / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Ναι! Αν δεν προσπαθήσουμε ξανά και ξανά, θα παραμένουν σε εξαθλιωμένους καταυλισμούς, θα είναι πάντα, μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας, και η «αξία» τους θα ανεβαίνει πρόσκαιρα την προηγούμενη των εκλογών

Κάθε καλοκαίρι , θυμάμαι, για αρκετά χρόνια έρχονταν με τα κάρα τους τα φορτωμένα με όλο τους το βιός, που έσερναν άλογα και καμιά φορά και βόδια, σπάνια βέβαια, οι τσιγγάνοι.
Έστηναν τα τσαντίρια τους στο χωριό σε ένα  μεγάλο τσαΐρι κοντά στα δικά μας σπίτια και πολύ κοντά στο διώροφο σπίτι της θείας Βαγγελής…

Το τσαΐρι αυτό είχε όριο, από την πάνω, ανατολική πλευρά, ένα κανάλι αρκετά μεγάλο.
Ένας βιότοπος ενδιαφέρων για μας τα παιδιά, με καλάμια νερό, πάπιες, νερόκοτες, πολλούς βατράχους που κόαζαν το σούρουπο στη δική τους χορωδιακή συναυλία και ο ήχος αυτός έφτανε μέχρι τα αυτιά μας, ακόμη και με κλειστά παράθυρα .

Σε αυτό το κανάλι πηγαίναμε και παίζαμε παιχνίδια. 

Κάναμε ότι ψαρεύουμε!

Κόβαμε καλάμια και προσπαθούσαμε να κάνουμε φλογερίτσες .

Τα αγόρια της παρέας ήταν πιο τολμηρά.

Έδεναν στα καλάμια πετονιές και στην άκρη βάζανε μία καρφίτσα, όπου εκεί κάρφωναν το δόλωμα…

Μία φορά θυμάμαι έναν βάτραχο που είχε πιαστεί ο κακομοίρης…
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιχνίδι.

Ούτε στον ξάδερφό μου που έπιασε τον βάτραχο άρεσε και το σταμάτησε.

Όταν αυτό το κανάλι πάγωνε το χειμώνα, όχι κάθε χειμώνα βέβαια, αλλά θυμάμαι κάποιους χειμώνες πολύ κρύους να περπατάμε πάνω στο παγωμένο κανάλι και να πηγαίνουμε απέναντι.

Στην αρχή δοκιμάζαμε λιγάκι να δούμε μας αντέχει!
Αν δεν μας άντεχε και έκανε κρατς από την πρώτη στιγμή, δεν το τολμούσαμε.

Είχε και κάτι καναλέτα σε αυτό το τσαΐρι τσιμεντένια, τοποθετημένα ανάποδα και στημένα με επιμέλεια το ένα δίπλα στο άλλο.
Μεγάλη  πρόκληση για παιχνίδι!

Αυτά τα καναλέτα θα εξυπηρετούσαν αργότερα… πολύ αργότερα, το σύστημα άρδευσης.

Σκαρφαλώναμε πάνω σε ένα ύψος περίπου τριών μέτρων και πηδούσαμε από το ένα στο άλλο, με ταχύτητα και μαεστρία αξιοζήλευτη…

Καθώς ήταν τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο προσέχαμε το κενό ανάμεσα τους.

Πώς δε σπάσαμε κάνα πόδι και εγώ η ίδια απορώ!

Να χωθεί το πόδι ανάμεσα στα δύο καναλέτα και να σπάσει!

Είχαμε μάθει όμως το σώμα μας.
Παίζαμε από πολύ μικρά παιδιά, όχι όπως σήμερα τα παιδιά, που δεν έχουν δυνατότητα να παίξουν, τα περισσότερα.

Γνωρίζαμε τους κανόνες της ισορροπίας  και τα όρια των δυνατοτήτων μας.

Σε αυτό λοιπόν το τσαΐρι, τον τόπο δηλαδή του δικού μας παιχνιδιού, όπως προανέφερα για τουλάχιστον 4 – 5 καλοκαίρια θυμάμαι τον ερχομό των τσιγγάνων.

Έστηναν τις σκηνές τους και εμείς βλέπαμε από μακριά.
Πηγαίναμε στο σπίτι της θείας Βαγγελής, ανεβαίναμε τη σκάλα και κοιτάζαμε από το μπαλκόνι της.
Είχαμε από κει την καλύτερη θέα.

Ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος παραμυθένιος…

Γυναίκες με πολύχρωμα κλαρωτά ρούχα, μακριά και φαρδιά που όταν τα  ανασήκωναν λιγάκι. φαίνονταν από κάτω οι πολύχρωμες βράκες τους .
Τα μαντήλια στα μαλλιά τους λουλουδάτα τα πιο πολλά, δεμένα πίσω και ψηλά, να φαίνεται το πρόσωπο, το βλέμμα εκείνο το ανιχνευτικό και συγχρόνως θρασύ.

Οι άντρες βλέπαμε να πεταλώνουν τα άλογα τους, να καπνίζουν, να παίζουν μουσική να βαράνε σίδερα, να κάθονται οι πιο πολλοί και να μασλατίζουν μεταξύ τους ή με τις μεγαλύτερες γυναίκες, τις γιαγιάδες.
Τι γιαγιάδες! 35 – 40 χρονών γυναίκες…

Μικρά παιδιά αγόρια και κορίτσια, ξεφρόντιστα, αναμαλλιασμένα, ξυπόλητα πολλά να τρέχουν και να φωνάζουν στη γλώσσα τους, να μαλώνουν, να γελάνε να κλαίνε, όπως όλα τα παιδιά…

Πλένανε στις σκάφες τα ρούχα στους και τα άπλωναν να στεγνώσουν στους φράχτες των διπλανών οικοπέδων και στις βατσινιές που υπήρχαν ένα γύρο.

Τα άλογα χλιμίντριζαν αγέρωχα.

Τόσο άλογα μαζεμένα δεν είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε.

Εμείς είχαμε άλογα.
Με ανέβαζε ο παππούς πάνω σε ένα μελί άλογο και με έκανε βόλτα.

Μη φανταστείτε μακρινή βόλτα! Μέσα στην αυλή.

Θα ήμουν τότε 5 χρονών.

Όμως αυτή η βόλτα σταμάτησε απότομα γιατί τα άλογα μια μέρα τα χαιρέτησα και δε γνώριζα γιατί τα αποχαιρετώ.
Πουλήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με τρακτέρ.

Οι τσιγγάνοι τα άλογα τους τα στόλιζαν με χάντρες, για να αποφεύγουν το μάτιασμα.

Ήταν πολύ σημαντικά για αυτούς…

Η ζωή τους όλη εξαρτιόταν από αυτά τα ζώα.

Νομάδες οι τσιγγάνοι, μετακινιόντουσαν διαρκώς…

Γύρω στα 1970.
Οι τσιγγάνοι ακόμη ήταν περιπλανώμενοι, αν και  νομίζω πάντα είναι, ακόμη κι αν μένουν σε παράγκες,  καλύβες, σπίτια…

Οι Ρομά εξακολουθούν να είναι περιθώριο…

Δέχονται την απαξίωση και τον ρατσισμό, εξαιτίας του “χαρακτήρα” της κουλτούρας τους που διαμορφώθηκε από τον τρόπο ζωής και από την αντιμετώπισή τους από την υπόλοιπη κοινωνία.

Αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο.

Ένα φαύλος κύκλος που είναι κλειστός, απροσπέλαστος, μην αφήνοντας εισόδους και εξόδους εξομάλυνσης.

Αλλά… για να πάμε πίσω πάλι!

Τη νύχτα βλέπαμε τις φωτιές που άναβαν και τα φώτα εκείνα τα μαγικά, τα μυστηριακά από τις σκηνές τους…

Μαλώνανε συχνά, γελούσαν δυνατά, τραγουδούσαν, χορεύανε…


Η γιαγιά μου και η μαμά μου ήταν πολύ ανήσυχες εκείνο το χρονικό διάστημα που καμιά φορά κρατούσε και 3 εβδομάδες….

Δεν μας άφηναν να ξεμυτίσουμε…

Εγώ κρυφά πήγαινα στη θεία Βαγγελή και ανέβαινα πάνω για να τους δω!

Μία μέρα ο θείος Μήτσος, άντρας της Βαγγελής,  με πήρε μαζί του να πάμε στα τσαντίρια, γιατί του είχανε κλέψει κότες και αυγά…

Δεν τους μίλησε άσχημα, μπορεί και να φοβόταν…

Εγώ όμως πρόλαβα να δω μέσα σε μια σκηνή .

Κιλίμια , χαλιά, στρωσίδια πολύχρωμα, μια άτακτη πανδαισία  χρωμάτων όπου κυριαρχούσαν τα κόκκινα και τα πορτοκαλί…

Γι αυτό μάλλον απέφευγαν τα κόκκινα και τα πορτοκαλιά οι γυναίκες..
Πολύ γύφτικο αυτό το κόκκινο, έλεγαν!
Χρωματική προκατάληψη…

Ο θείος με κρατούσε σφιχτά από το χέρι.

Με περιεργάζονταν τα μικρά παιδιά, με τρόπο προκλητικό με πλησίαζαν.

Και τότε είδα πώς δεν ήταν όλα τα παιδιά μελαχρινά, αλλά πώς είχε και ξανθά παιδιά.

Η γιαγιά μου μας εφιστούσε την προσοχή:
«Προσέχετε να μη σας κλέψουν!
 Αυτοί κλέβουν παιδιά!
Άμα κανένα κορίτσι είναι ξανθό και κοκκινομάλλικο, το κλέβουν…
Φόβος και σασπένς μαζί…

Δεν είναι όμως αλήθεια αυτό, ή δεν είναι ο κανόνας.
Οι Ρομά ήταν, είναι νομάδες και περιπλανώμενοι με πολλές επιμειξίες…

Στη Σουηδία, οι τσιγγάνοι είναι κατάξανθοι στην πλειοψηφία τους…

Οι γυναίκες φοράνε μακριά ρούχα, γαλάζια και γαλαζοπράσινα δαντελωτά και κάτω από αυτά τεράστια φουρό…

Η μέση σφιχτή το περπάτημα λικνιστό πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια τους.
Ποιητική η αύρα τους!

Όμως η γιαγιά μου θα είχε τους λόγους της να ανησυχεί, όσο ήταν οι τσιγγάνοι στο χωριό και σε απόσταση αναπνοής από τα σπίτια μας.

Τα σπίτια των Δασκιωτών όλα ήτανε προς το τελείωμα του χωριού, λίγο πριν τα χωράφια…

Εκεί τους δώσανε οικόπεδα για να χτίσουν μετά τον πόλεμο, όταν κατέβηκαν από το Δάσκιο…

Και το τσαΐρι που φιλοξενούσε τσιγγάνους, κοντά στα σπίτια τους…

Όλα τα παιδιά ήταν περίεργα.
Επιθυμούσαν διακαώς να τους δουν έστω και λιγάκι από μακριά.

Μαζεύονταν τα μεγαλύτερα και από άλλες γειτονιές μπροστά από τα σπίτια μας , στον δρόμο, και εμείς τα ακούγαμε με προσοχή.

«Τσιγγάνος έκανε τα καρφιά που σταύρωσαν τον Χριστό!
Και από τότε δεν μπορούν να στεριώσουν πουθενά. Αλλάζουν συνέχεια τόπο.»

Θρύλοι , παραδόσεις για τα ανεξήγητα και τα άγνωστα…

Θυμάμαι ότι έρχονταν κάποιες τσιγγάνες να μας πουλήσουν καλάθια ,πανέρια, κόσκινα…

 Η γιαγιά μου  μια φορά, έδωσε αυγά και αγόρασε ένα καλάθι.

Παίρνανε νερό από την τουλούμπα.

«Καλέ κερία, να μπούμε να πάρουμε νερό;»

Δεν προλάβαινε η γιαγιά μου να αποσώσει την καταφατική της απάντηση!
Αυτές ήδη γέμιζαν τα αγγειά τους.

Ζητούσαν ρούχα, καμιά κότα, κανένα αυγό, ζαρζαβάτι  από τον μπαξέ.

Όλες οι οικογένειες ήταν ανάστατες!
Το βράδυ λαγοκοιμόταν, κυρίως οι άντρες…

Παρόλα αυτά δεν θυμάμαι να  είχαν γίνει κάποια φοβερά έκτροπα …
Στην πλειοψηφία τους σέβονταν τον χώρο.
Και για να έρχονται επί σειρά ετών, αυτό σήμαινε ότι και το χωριό κατά κάποιο τρόπο τους είχε αποδεχθεί.
Ίσως κάποιοι δούλευαν κιόλας στα χωράφια.

Περνούσαν οι μέρες, μάζευαν τα πράγματα τους, τα φόρτωναν στα κάρα τους τα σκεπαστά και κομβόι από τους παράδρομους που είχαν έρθει, από τους ίδιους έφευγαν.
Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος…

Πηγαίναμε ξανά να παίξουμε στο τσαΐρι…

Στο χωριό, στο όριο, στο πέρας δηλαδή του χωριού, προς την πλευρά των χωραφιών, υπήρχε ένα σπίτι φτωχικό.

Ζούσε η μοναδική οικογένεια τσιγγάνων που κατά κάποιο τρόπο είχε ενταχθεί στην κοινωνία  του χωριού…

Ήταν το σπίτι του Καραπιπέρη και της θειας Μήτσινας…

Αυτός ο Καραπιπέρης, δεν λεγόταν Καραπιπέρης, αλλά Στεργιόπουλος…

Είχανε 8 παιδιά. 7 αγόρια κι ένα κορίτσι.

Με τον Χάρη ήμασταν και συμμαθητές…

Δεν τον θυμάμαι, σπάνια ερχόταν σχολείο.

Το σπίτι είχε μία μικρή αυλή, με μία τουλούμπα και ένα πουστάβι – στέρνα- μπροστά.

Είχε και ένα δέντρο με ωραία σκιά κι από κάτω ένα κρεβάτι.

Σε αυτό το κρεβάτι ήταν πάντοτε καθισμένος, ή ξαπλωμένος ο άντρας της οικογένειας.

Δεν εργαζόταν ποτέ.

Η γυναίκα του, η κυρά Ρήνα, ήταν έξυπνη, αξιοπρεπής και αξιόπιστη. ..

Αυτή δούλευε μόνο.

Μία συγγενική μας οικογένεια όλο το καλοκαίρι την έπαιρνε στις αγροτικές δουλειές, κυρίως για την τσάπα και όταν πέθανε ο άνδρας της τη φιλοξένησαν για αρκετό καιρό!
Πολύ καλοί άνθρωποι και νοικοκύρηδες.

Η κυρά Ρήνα είχε κουμπαριά μ’ αυτήν την οικογένεια. Της είχαν βαφτίσει  έναν γυιο.

Τα 8 παιδιά τους δυστυχώς δεν είχαν και τόσο καλή εξέλιξη.

Έμπαιναν και έβγαιναν στις φυλακές.

Είχε πεθάνει και νωρίς ο πατέρας τους…

Πάντα στο περιθώριο, πώς να έχουν μια διαφορετική εξέλιξη, όταν έμπαινε ένας τοίχος και από τις δύο πλευρές …

Δέναμε καπνό στα ξηραντήρια τα καλοκαίρια…

Τα ξηραντήρια ήταν πολύ κοντά στο σπίτι της Μήτσινας, έτσι τη λέγανε, αφού Μήτσος ήταν ο άντρας της..

Ερχόταν, θυμάμαι, να μας κεράσει καμία πίτα κανένα μπισκοτολούκουμο…

Ήρθε μία μέρα να προσφέρει κι αυτή κάτι.
Έφερε μπισκοτολούκουμα.

Άκουσα τη φωνή των γονιών μου, μέσα μου: «Δε θα πάρεις ποτέ τίποτα από την Γυφτουμίτσινα», αλλά εγώ πήρα αυτό που μου προσέφερε και το ‘φαγα.

Ήμουν 16 χρονών τότε!

Από όλη αυτή την οικογένεια απέμεινε στο χωριό ένας μοναχά, ένα παιδί τους, που και αυτός είχε νταραβέρια με την αστυνομία, αλλά τα κορίτσια του παντρεύτηκαν μπαλαμό, και έφυγαν στη Γερμανία όπου ζουν και εργάζονται εκεί, ζώντας μία φυσιολογική ζωή.

Σήμερα είναι παγκόσμια ημέρα αφιερωμένη στους Ρομά!

Θα τελειώσω με αυτό που δήλωσε με  μήνυμά του ο Αντόνιο Γκουτέρες, γραμματέας του ΟΗΕ, για τη Διεθνή Ημέρα Ρομά στις 8 Απριλίου του 2022.

“Οι Ρομά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκαταλήψεις, διακρίσεις και την περιθωριοποίηση αιώνων.

Ανησυχώ ιδιαίτερα για την αύξηση της ρητορικής μίσους από ακροδεξιές εξτρεμιστικές, ξενοφοβικές ομάδες και το φόρτωμα όλων των ευθυνών στους Ρομά.

Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν δεσμευτεί πλήρως να συνεργαστούν με την Κοινωνία Πολιτών των Ρομά και άλλους για να μιλήσουν κατά του αντιτσιγγανισμού, να υπερασπιστούν την ένταξη τους και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αποτελεί ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, να παρέχουν πλήρη και ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, την απασχόληση, τη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη και τις δημόσιες υπηρεσίες σε όλους τους ανθρώπους τους χωρίς διακρίσεις λόγω φυλής, θρησκείας ή εθνικότητας.

Οι Ρομά που διαφεύγουν από τις διώξεις και τις συγκρούσεις – όπως σήμερα από την Ουκρανία -έχουν τα ίδια δικαιώματα και πρέπει να δέχονται  την ίδια αλληλεγγύη με τους άλλους πρόσφυγες. Σε αυτήν την Διεθνή Ημέρα Ρομά, ας συνεχίσουμε να προωθούμε την ισότητα, την αξιοπρέπεια και τις μη-διακρίσεις  για όλους.”

Ουτοπικό;
Ναι! Αν δεν προσπαθήσουμε ξανά και ξανά, θα παραμένουν σε εξαθλιωμένους καταυλισμούς,θα είναι πάντα, μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας, και η «αξία» τους θα ανεβαίνει πρόσκαιρα την προηγούμενη των εκλογών.

καλή εβδομάδα με υγεία!

Ει. Δα.

————

Σημείωση Φαρέτρας: Μπορείτε να δείτε το αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Τρομπούκη για τους Ρομά της Βέροιας.

“Η ζωή των Ρομά στο Εργοχώρι της Βέροιας” / Ένα επίκαιρο και αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Τρομπούκη

——–

banner-article

Ροη ειδήσεων