Ο τρόπος που έχουμε διδαχτεί τα γεγονότα γύρω από τον πόλεμο για την ελληνική ανεξαρτησία περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει το τοπίο.
Ο Γιωργος Μαργαρίτης, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Σπουδών του ΑΠΘ, λύνει κάποιες βασικές απορίες στο oneman.gr που έχουμε γύρω από τα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους.
Σε ποιο βαθμό ήταν ταξική η επανάσταση του 1821;
Ήταν ταξική στον βαθμό που όλα τα ιστορικά γεγονότα -πόσο μάλλον οι Επαναστάσεις- είναι. Το ταξική φυσικά είναι ένας όρος που περιλαμβάνει τα πάντα ή μπορεί -εκχυδαϊζόμενος- να μην περιλάβει τίποτε.
Προφανώς, η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν μια προλεταριακή επανάσταση. Θα ήταν ιστορικό παράδοξο για την εποχή της κάτι τέτοιο. Δεν ήταν αγροτική εξέγερση επίσης. Αμφιβάλω δε αν οι άρχοντες που την ξεκίνησαν -οι έκπτωτοι Φαναριώτες τύπου Υψηλάντη ή Μαυροκορδάτου, οι Προεστοί του Μωριά, οι πλοιοκτήτες των μικρών νησιών ή, μετέπειτα, οι Αρματωλοί της Ρούμελης- είχαν οράματα αστικής τάξης.
Η Αερόπολη της Μάνης, τα Λαγκάδια, η Βοστίτζα ή ακόμα και η Πάτρα, ελάχιστα μπορούσαν να μιμηθούν το Παρίσι του 1789. Γι αυτό και σπάνια και περιθωριακά συναντάμε «πολιτοφυλακές» στην Επανάσταση ή κάτι που να μοιάζει με καθολική επιστράτευση – τα μισθοφορικά σώματα αποτελούν τις στρατιωτικές δυνάμεις των Ελλήνων, οι απόπειρες δημιουργίας «εθνικού στρατού» απέτυχαν παταγωδώς σε κάθε φάση του αγώνα.
Από εκεί και πέρα όμως όταν περιδιαβαίνουμε τα επαναστατικά γεγονότα είναι αδύνατο να αγνοήσουμε τα πολλαπλά σημάδια ταξικού ανταγωνισμού μέσα στην επαναστατημένη κοινωνία – όπως και σε εκείνη των απέναντι. Και φυσικά, χωρίς αυτά, δε θα ήταν δυνατό να ερμηνεύσουμε ορθολογικά -επιστημονικά αν προτιμάτε- τα όσα έγιναν.
Και κανείς δεν μπορεί να πει ότι σε πολλές πτυχές της Επανάστασης δε διακρίνουμε ίχνη, επιρροές, από τη μεγάλη επαναστατική παράδοση που συνόδευε την πολιτική ανέλιξη της αστικής τάξης στη δυτική πλευρά της Ευρώπης.
Τελικά, ποιοι παράγοντες οδήγησαν μέχρι την εξέγερση;
Η επαναστατική διάθεση υπήρχε και, σε διαφορετικό ίσως βαθμό, διέτρεχε όλα τα στρώματα της κοινωνίας των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Η διεθνής συγκυρία βοηθούσε επίσης. Η Γαλλική Επανάσταση και τα ανατρεπτικά της μηνύματα είχαν ηττηθεί, από το 1815 κιόλας, τις υποθέσεις όμως της Ευρώπης τις ρύθμιζε ένα «διευθυντήριο» βασιλέων και αυτοκρατόρων, συντηρητικό ως προς τις προθέσεις του, καταδικασμένο όμως να κανοναρχεί έναν κόσμο που ραγδαία μεταβαλλόταν.
Οι απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης και του καπιταλισμού, η συνακόλουθη άνοδος της αστικής τάξης και μαζί της του εθνικισμού, ωθούσαν υποχρεωτικά την Ιερή Συμμαχία σε υποχωρήσεις.
Τελικά, μια απόφαση τριών ή τεσσάρων ισχυρών ηγεμόνων μπορούσε να δημιουργήσει ανεξάρτητο εθνικό κράτος ή να το καταργήσει αν η «Θεία Πρόνοια» -που «φώτιζε τους βασιλείς»- το επιθυμούσε. Να σημειωθεί ότι το Διευθυντήριο των ισχυρών ήταν αυστηρά χριστιανικό και δεν είχε χώρο για μουσουλμάνους -όθεν Οθωμανούς.
Ο οθωμανικός κόσμος βρισκόταν επίσης σε αναβρασμό. Κινήσεις απεξάρτησης ισχυρών αρχόντων της Αυτοκρατορίας κλόνιζαν την κεντρική εξουσία του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Μια από αυτές τις «αποστασίες», εκείνη του Αλή Πασά, άρχοντα των Ιωαννίνων, έθιγε άμεσα τον ελληνικό χώρο. Τον ίδιο καιρό στις ηγεμονίες οι Έλληνες «Φαναριώτες» Ηγεμόνες ένοιωθαν ποικίλες απειλές ανάμεσα στα ταραγμένα Βαλκάνια και την ενεργή ρωσική πίεση. Να προσθέσουμε και την κρίση της ελληνόκτητης ναυτιλίας στα προηγούμενα; Έχουμε την επαναστατική συγκυρία….
Τι σχέσεις είχαν πολλοί από τους οπλαρχηγούς με τους Οθωμανούς πριν την επανάσταση;
Οι οπλαρχηγοί ήταν κατά βάση Αρματωλοί. Επρόκειτο δηλαδή για μια στρατιωτική αριστοκρατία η οποία αναλάμβανε την επιβολή της τάξης και τις συνακόλουθες κρατικές λειτουργίες (φορολογία) σε ορεινές και δυσπρόσιτες ζώνες, εκεί ειδικά όπου η κτηνοτροφία ήταν η βασική οικονομική δραστηριότητα. Στην ουσία ήταν μέρος της οθωμανικής εξουσίας, τοποτηρητές της.
Διατηρούσαν δε ιδιωτικούς στρατούς έχοντας ενίοτε την υποχρέωση να συνεκστρατεύουν με τις λεγόμενες «επαρχιακές» στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας.
Άνθρωποι των όπλων και του πολέμου υπηρέτησαν ως μισθοφόροι σε διάφορους στρατούς και πιο ειδικά στα ένοπλα σώματα των χριστιανών -Φαναριωτών- ηγεμόνων των παραδουνάβιων ηγεμονιών στις παραμονές της Επανάστασης. Εκεί, μη έχοντας δικό τους αρματωλίκι, υπηρετούσαν ως οπλαρχηγοί.
Τον καιρό της Επανάστασης οι σχέσεις των Αρματωλών αυτών με την Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη, είχαν διαταραχθεί εξαιτίας της αποστασίας του Αλή Πασά. Πολλοί από αυτούς είχαν μεγαλώσει στην αυλή του και πέρασαν χρόνια στην υπηρεσία του. Είτε υπέρ του, είτε εναντίον του, βρίσκονταν ήδη μέσα στον πόλεμό του.
Τι ρόλο έπαιξαν στην επανάσταση οι Αρβανίτες;
Οι Αρβανίτες ήταν μια διάχυτη παρουσία στον ελληνικό χώρο εγκατεστημένοι σε κοινότητες που τροφοδοτούσε τακτικά η αλβανική μετανάστευση από τον καιρό του μεσαίωνα ακόμα. Η γλώσσα τους, τα Αρβανίτικα, μιλιόταν σε πολλές περιοχές της τότε Ελλάδας ενώ, είτε ειρηνικά, είτε ενίοτε δια του πολέμου -όπως στα Ορλωφικά του 1770- νέοι αλβανικοί πληθυσμοί έσπευδαν να προστεθούν στους προηγούμενους.
Η αποστασία του Αλή Πασά και ο πόλεμός του με την Υψηλή Πύλη προκάλεσε στους Αρβανίτες και Αλβανούς άρχοντες και οπλαρχηγούς την ίδια σύγχυση που έφερε στους Έλληνες ομολόγους τους. Για ένα σημαντικό διάστημα, στην αρχή του αγώνα για την ανεξαρτησία δημιουργήθηκε μια ιδιόμορφη «ελληνο-αλβανική συμμαχία» ενάντια στις δυνάμεις της Κωνσταντινούπολης. Αυτήν τη «συμμαχία» επικαλέστηκε ο Κολοκοτρώνης για να αποσπάσει τους Αλβανούς μισθοφόρους από τη φρουρά της Τριπολιτσάς.
Μερικοί σχολιαστές του ελληνικού πολέμου της Ανεξαρτησίας τον χαρακτήρισαν υπερβάλλοντας ως «Αλβανικό εμφύλιο πόλεμο». Οι περιφερειακοί στρατοί που κινητοποίησε η Πύλη ενάντια στην Επανάσταση στρατολογούσαν Αλβανούς μισθοφόρους πολεμιστές βασικά από τα ορεινά της γειτονικής χώρας. Επίσης, μερικοί από τους σκληρούς πυρήνες της οθωμανικής παρουσίας στον ελληνικό χώρο -οι Λαλαίοι λόγου χάρη-, ήταν Αρβανίτες. Από την άλλη πλευρά η διάλεκτος των πληρωμάτων του ελληνικού στόλου ήταν τα αρβανίτικα ενώ μερικά από τα πλέον μάχιμα μισθοφορικά επίσης ελληνικά τμήματα -οι Σουλιώτες, λόγου χάρη- ήταν επίσης Αρβανίτες. Επρόκειτο οπωσδήποτε για μια ενεργή παρουσία.
Ήταν μελανή στιγμή η Σφαγή της Τριπολιτσάς;
Ανήκω σε εκείνους που προτιμούν να αντιμετωπίζουν κριτικά, ερμηνευτικά τα ιστορικά γεγονότα και να μη σπεύδουν να χρίσουν με δικαστικούς ή ηθικούς όρους τα όσα έγιναν. Τον Σεπτέμβριο του 1821 στην Τριπολιτσά ήταν σε εξέλιξη μια διαπραγμάτευση, μια συναλλαγή ανάμεσα στους Οθωμανούς άρχοντες και αξιωματούχους στην πολιορκημένη πόλη και στους ισχυρούς προύχοντες και οπλαρχηγούς του ελληνικού στρατοπέδου.
Το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης ήταν η αναχώρηση των σημαντικών Οθωμανών με αντάλλαγμα την καταβολή «λύτρων», των περιουσιακών τους δηλαδή στοιχείων στους Έλληνες άρχοντες. Εάν η διαπραγμάτευση ολοκληρωνόταν με «ομαλό» τρόπο τότε ο πλούτος των Οθωμανών θα μεταβιβαζόνταν στους ισχυρότερους των Ελλήνων δημιουργώντας ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και τους αγρότες του Μωριά που, 25 χιλιάδες από αυτούς, είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στα τείχη της πόλης προσμένοντας και αυτοί το «μερτικό» τους από την ήττα του εχθρού.
Όταν οι πολλοί αντιλήφθηκαν την απειλή, τον κίνδυνο δηλαδή να εμφανιστούν μέσα από τα ερείπια της οθωμανικής εξουσίας νέοι δυνάστες -ομόθρησκοι έστω- αντέδρασαν με τον βίαιο τρόπο που συνήθως επιλέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Όρμησαν στην Τριπολιτσά σκοτώνοντας όσους βρήκαν μπροστά τους και αρπάζοντας ό, τι προλάβαιναν.
Με τον θάνατο, τη φωτιά, την αρπαγή ακύρωσαν σε σημαντικό βαθμό μια συναλλαγή η οποία θα υποβάθμιζε κοινωνικά όσους είχαν επενδύσει στην απελευθερωτική προσδοκία που συνόδευε την Επανάσταση. Θα δημιουργούσε δηλαδή νέους ισχυρούς αφέντες στη θέση των παλιών αφήνοντας τους φτωχούς στη συνήθη φτώχεια τους.
Υπήρξαν διαβόητοι «προδότες» της επανάστασης και αν ναι σε ποιος θα δίνατε αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Προφανώς, όταν ο Κολοκοτρώνης διακηρύσσει το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους», έχει υπόψη τους σημαντικούς ή ασήμαντους Έλληνες που έσπευδαν να δηλώσουν υποταγή στον Ιμπραήμ και στον φαινομενικά ακαταμάχητο αιγυπτιακό στρατό του.
Πράγματι, υπήρξε τέτοιο ρεύμα και δεν ήταν μόνο ο περιβόητος Νενέκος που το ακολούθησε. Σε γενικές γραμμές λίγοι ήταν αυτοί που ενώ πήραν μέρος στην επαναστατική διαδικασία, επέστρεψαν στην πεπατημένη της Αυτοκρατορίας.
Οι περισσότεροι από τους αμφιταλαντευόμενους Αρματωλούς τελικά προσχώρησαν στην υπόθεση της Ανεξαρτησίας. Περισσότεροι ήταν εκείνοι που τάχθηκαν από την αρχή ενάντια στην Επανάσταση και την πολέμησαν με όσα μέσα είχαν στη διάθεσή τους. Οι πλέον τραγικοί από αυτούς ήταν οι Προεστοί της Χίου πολλοί από τους οποίους πλήρωσαν το αντίτιμο της προδοσίας τους από το σπαθί των Οθωμανών που οι ίδιοι ποικιλότροπα ενίσχυσαν.
Υπάρχουν στατιστικά για το συνολικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές;
Θεωρητικά ο πληθυσμός των περιοχών που αποτέλεσαν τον πρώτο ελληνικό κράτος πλησίαζε, στα 1821, το ένα εκατομμύριο. Στην πρώτη απογραφή της ελληνικής διοίκησης, επί Καποδίστρια στα 1828, ο πληθυσμός είχε μειωθεί στις 750.000 περίπου. Αυτό μας δίνει μια διαφορά περίπου 250.000 ανθρώπων χωρίς φυσικά να προσδιορίζεται πόσοι από αυτούς θανατώθηκαν στα γεγονότα της Επανάστασης και πόσοι απλώς εγκατέλειψαν την ταραγμένη χώρα. Το σύνολο του μουσουλμανικού και εβραϊκού στοιχείου είτε θανατώθηκε, είτε εκδιώχθηκε στη διάρκεια της Επανάστασης, ειδικά στην αρχική της φάση, όπως επίσης και το σύνολο των «μεικτών» πληθυσμών, εκεί όπου υπήρχαν επιγαμίες χριστιανών και μουσουλμάνων. Τα σχετικά μεγέθη βρίσκονται κάπου ανάμεσα στα 100 με 150.000 άτομα – δεν υπήρξε όμως καμία μεθοδική καταγραφή τους.
Από την ελληνική πλευρά τα περισσότερα θύματα καταγράφηκαν στην τρομερή έξοδο του Μεσολογγίου (1826), στην καταστροφή της Χίου (1822) και σε ανάλογα γεγονότα, ενώ στο στρατιωτικό πεδίο οι μεγαλύτερες ελληνικές απώλειες συνέβησαν στις μάχες ενάντια στα στρατεύματα του Ιμπραήμ ή του Κιουταχή (Φάληρο) στη φάση της Οθωμανικής–Αιγυπτιακής αντεπίθεσης.
Ποια είναι κατά την άποψή σας η κορυφαία επαναστατική πράξη της εποχής;
Η πιο δραματική, όπως συνήθως γίνεται στις επαναστάσεις. Η άλωση της Τριπολιτσάς κατέστρεψε το διοικητικό κέντρο της οθωμανικής εξουσίας στον Μωριά και δημιούργησε μια συμπαγή ελεύθερη ζώνη, την βάση της εθνικής επικράτειας. Αποτέλεσε επίσης την αρχή συγκρότησης μόνιμων στρατιωτικών σωμάτων στην ελληνική πλευρά άσχετα από το γεγονός ότι λίγοι από τους πολιορκητές της πόλης συνέχισαν την στρατιωτική τους επαναστατική θητεία.
Επιπλέον το αίμα που χύθηκε και η καταστροφή που συντελέστηκε έκοψε τους δρόμους προς την συνδιαλλαγή, προς την συνθηκολόγηση. Μετά την Τριπολιτσά, το σύνθημα Ελευθερία ή Θάνατος έγινε κυριολεκτικό, κανείς τρίτος δρόμος δεν απέμεινε ανοικτός.
Θα μπορούσε ποτέ η Ελλάδα να απελευθερωθεί χωρίς την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων;
Μα η Ελλάδα απελευθερώθηκε χωρίς την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Πραγματικά, οι εκστρατείες του Ιμπραήμ και του στρατού της Αιγύπτου πέτυχαν σημαντικές στρατιωτικές νίκες. Πολύ γρήγορα όμως περιέπεσαν σε τέλμα περιορίζοντας τη στρατιωτική τους παρουσία σε ένα τμήμα μόνο της Πελοποννήσου. Και αυτό με δυσκολία και διαρκή κίνδυνο. Οι δε εκστρατείες του Κιουταχή οδήγησαν σε δύο σημαντικές νίκες: την άλωση του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης της Αθήνας. Δεν ήταν όμως αποφασιστικές νίκες.
Η στρατιωτική κατοχή και ο διοικητικός έλεγχος των περιοχών που κατακτήθηκαν αποδείχθηκαν υπερβολικά δύσκολοι στόχοι για το οθωμανικό κράτος. Το δε ελληνικό κράτος με κυβέρνηση, στρατιωτικές δυνάμεις και κρατικό μηχανισμό εξακολούθησε να υπάρχει σε ζώνες της Πελοποννήσου, στα νησιά και αλλού ενώ κυριαρχούσε σε μεγάλες θαλάσσιες ζώνες.
Η επέμβαση των δυνάμεων -στρατιωτική και πολιτική- ρύθμισε μια ήδη διαμορφωμένη κατάσταση. Η δε κατάσταση αυτή, βάση για τη δημιουργία ελεύθερου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είχε διαμορφωθεί χάρη στους αγώνες των Ελλήνων.
Κατανοώ ίσως την επιθυμία των προερχόμενων από τις ισχυρές μητροπόλεις της Δύσης ιστορικών να προβάλλουν τις δικές τους χώρες ως αγαθοεργείς δυνάμεις που χαρίζουν σε βασανισμένους λαούς της ελευθερία τους. Δυσκολεύομαι να κατανοήσω την περιφρόνηση που επιδεικνύουν Έλληνες ιστορικοί για τους αγώνες που ο δικός τους Λαός έδωσε και για τα αποτελέσματα που έφερε αυτός ο αγώνας.
Προσωπικά θα ντρεπόμουν να θεωρήσω την ελληνική ελευθερία ως ελεήμον δώρο κάποιον ξένων ισχυρών.
Ποιες ανάγκες εξυπηρέτησαν μύθοι για το 1821 όπως αυτός του κρυφού σχολειού;
Η πρώτη αναφορά σε λειτουργία «κρυφών σχολείων» στη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου έγινε σε επιστολή του διαφωτιστή γιατρού Κανέλλου στον φιλέλληνα Γερμανό λόγιο Ίκεν, τον Φεβρουάριο του 1822. Ήταν η εποχή που η Επανάσταση έπρεπε να συνθέσει το ιδεολογικό της πλαίσιο. Την ιστορία δηλαδή που θα κατέγραφαν οι διανοούμενοι της Δύσης, καταγραφή που, στις τότε εποχές «επισημοποιούσε» τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Στο σχήμα υπήρχε το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας, η Παιδεία, καθώς και η Εκκλησία, ως φορέας των εθνικών πόθων και διεκδικήσεων.
Το τελευταίο αυτό είχε τη σημασία του. Η Εκκλησία, το Πατριαρχείο, ήταν θεσμός της Οθωμανικής εξουσίας και λειτουργούσε ως κράτος μέσα στο κράτος σε αυτή. Φορολογούσε, δίκαζε, κρατούσε τα ληξιαρχικά στοιχεία, είχε περιουσία, είχε κτίρια και γη. Με την κατοχύρωση της Ανεξαρτησίας, το Ελληνικό κράτος χρειάστηκε να απογαλακτιστεί από αυτήν. Το «κρυφό σχολειό» όσο και αν φαινόταν ασύμβατο με τα ορατά κατάλοιπα της περιόδου -την ύπαρξη εκπαιδευτηρίων εκκλησιαστικών ή ιδιωτικών- ενίοτε κοντά ή δίπλα σε ταπεινούς τόπους όπου λεγόταν ότι υπήρχε «κρυφό» αντίστοιχο, έλυνε, στο ιδεολογικό επίπεδο, το πρόβλημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως θεσμού του Οθωμανικού Κράτους. Θεσμός μεν του μισητού τυράννου αλλά και κρυφός, υπόγειος εχθρός και υπονομευτής του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι σε τοπικό επίπεδο οι περιστάσεις ή οι φανατισμοί δε στράφηκαν ενάντια σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα – όπως εξάλλου και ενάντια σε αντίστοιχα μουσουλμανικά. Οι καθόλα μουσουλμανικοί τεκέδες και μεντρεσέδες υπέφεραν τα μέγιστα, λόγου χάρη, στην καταστολή των Γενιτσάρων και των φανατικών θρησκευόμενων υποστηρικτών τους στα 1826 από τους μεταρρυθμιστές του Μαχμούτ του Β’.