Το βιβλίο του καθηγητή κοινωνικής ανθρωπολογίας Βασίλη Νιτσιάκου «Και το σώμα θυμάται – Ψηφίδες βιωματικής λαογραφίας» (εκδόσεις Ισνάφι, Γιάννενα 2024) απαρτίζεται από 72 μικρές ιστορίες/αφηγήσεις, γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο και οργανωμένες σε πέντε ενότητες: Α. Το σώμα θυμάται, Β. Στο Ντένισκο, Γ. Στο Μουσαλάρι, Δ. Πατρίδες και ξενιτιές, Ε. Κλεμμένα Λόγια. Ολοκληρώνεται με ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, γραμμένο αυτό σε τρίτο πρόσωπο (Στέργιος).
Τα κείμενα του τόμου έχουν μια σχετική αυτοτέλεια, μπορούν επομένως να διαβαστούν μεμονωμένα ή/και ανάκατα, όπως ακριβώς αναδύονται και οι μνήμες: όχι υποταγμένες σε μια συγκεκριμένη σειρά, ούτε ακολουθώντας μια προδιαγεγραμμένη και γραμμική αφήγηση. Στην ουσία, ωστόσο, συγκροτούν ένα σώμα μεμονωμένων μεν σπαραγμάτων μνήμης του συγγραφέα –εκτός των 12 κειμένων της ενότητας Κλεμμένα λόγια, που είναι εθνογραφικές καταγραφές αφηγήσεων τρίτων– πλην όμως αναπόφευκτα αλληλοσυμπληρούμενων.
Πρόκειται για «ψηφίδες σωματικής μνήμης,[…] για ψηφίδες ενός μωσαϊκού γραφής αυθόρμητης», όπως σημειώνει ο Νιτσιάκος στο προλογικό του σημείωμα. «Ψηφίδες προσώπων αγαπημένων, αναμνήσεων γλυκόπικρων, καταστάσεων σκληρών, αφηγήσεων μυστικών, σκέψεων απωθημένων, λυγμών και κόμπων στον λαιμό, τραυμάτων και ανεπούλωτων πληγών, αγάπης, ωστόσο, ξεχρέωτης, παραπόνων και καημών ανείπωτων, εξόριστων μορφών βίας, μέσα κι έξω, μιας βίας που κι αυτή γλυκαίνει με τον χρόνο», συμπληρώνει.
Εδώ ακριβώς είναι που έγκειται και η ιδιαιτερότητα του βιβλίου. Ο Νιτσιάκος, ένας καταξιωμένος επιστήμονας στον χώρο της ερευνητικής εθνογραφίας, παραμερίζει εδώ τον ρόλο του ερευνητή και αναλαμβάνει εκείνον του πληροφορητή. Καταγράφει δικές του μνήμες, που περιστρέφονται γύρω από πρόσωπα και πράγματα, από ζωντανά και από δένδρα, από τόπους και καταστάσεις, από εργασίες και συνήθειες, από εθιμικές πρακτικές και επιτελέσεις. Μνήμες που μπορεί να ανασύρονται ξεκομμένες στα όνειρα, αλλά ανασυνθέτουν στο σύνολό τους εικόνες ενός κόσμου που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Ο κόσμος του Νιτσιάκου εκτείνεται, κατά κύριο λόγο, ανάμεσα στο Ντένισκο –τη σημερινή Αετομηλίτσα στον Γράμμο–, όπου ήταν και τα μαντριά του οικογενειακού τσελιγκάτου των Νιτσιάκων, και το Μουσαλάρι –τη σημερινή Ροδιά στον Τύρναβο– όπου και ξεχειμώνιαζε η οικογένεια μαζί με τα κοπάδια. Στον κόσμο αυτόν, όπως αναδύεται ολοζώντανος μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, συνυπάρχουν πρόσωπα από διαφορετικές εθνοτικές πληθυσμιακές ομάδες, συναντιούνται, με τις διαφορές και τις ιδιομορφίες τους, Γκρέκοι και Βλάχοι, Αρβανιτόβλαχοι και Αρβανίτες, Σαρακατσάνοι και Ντόπιοι Μακεδόνες. Είναι ένας κόσμος που, μέσα στην απλότητα του αγροτοκτηνοτροφικού βίου, αναδεικνύεται πλουραλιστικός και σύνθετος.
Μέσα από τα μικρά αφηγηματικά κείμενα του Νιτσιάκου αναπλάθεται, με τρόπο γλαφυρό, ένας κόσμος αυτάρκειας και αυτοσυντήρησης, βιωματικής ανακύκλωσης και αειφορίας, ένα παλλόμενο σύμπαν όπου τα πράγματα και οι τόποι δεν είναι αυθύπαρκτα, αλλά μορφοποιούνται, υπάρχουν και αποκτούν περιεχόμενο μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις. Στην πραγματικότητα, στις αφηγήσεις του Νιτσιάκου, ο εθνογράφος ερευνητής δεν παύει, τελικά, να είναι παρών. Και πώς θα γινόταν αλλιώς; Αλλά είναι αυτή, η συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο του ερευνητή και του αφηγητή/πληροφορητή, που δίνει στις ιστορίες του Νιτσιάκου μια ξεχωριστή ποιότητα. Οι δύο ρόλοι συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Οι μνήμες –του σώματος ή και όχι–, αποτυπωμένες άλλοτε περισσότερο περιγραφικά, ενίοτε με ύφος νοσταλγικό, άλλοτε ποιητικά (Μια φωτογραφία, Ο Μπάλιος, Κοτσύφι, Γενεαλογία), κάποτε με ένα υποδόριο χιούμορ, συνυφαίνονται με την κριτική ματιά του ειδικού, που δεν εμφανίζεται ως τέτοιος, χωρίς όμως και να κρύβεται.
Η συνύπαρξη αυτή επιτρέπει τις διάσπαρτες στη ροή των κειμένων, φευγαλέες αναφορές σε ερευνητές όπως ο Michel Foucaul, ο Ernest Gellner, η Mary Douglas και ο John Campbell. Και, κυρίως, ανοίγει τον δρόμο για ματιές αναστοχαστικές πάνω στην επιστημονική λαογραφία και τον λόγο της. Ο Νιτσιάκος, παραθέτοντας σχετικές αφηγήσεις, σχολιάζει λ.χ. τη σεμνοτυφία της ακαδημαϊκής λαογραφίας που αποφεύγει να καταπιαστεί με θέματα ταμπού, όπως η αφόδευση και τα προϊόντα της ή τα παιδικά παιχνίδια που σχετίζονται με τη σεξουαλική μύηση.
Το βιβλίο του Νιτσιάκου, με την ξεχωριστή και γοητευτική γραφή του, είναι ένα απολαυστικό ανάγνωσμα για επαΐοντες και μη. Οχι μόνο γιατί βάζει στο επίκεντρο τον άνθρωπο –με ορατή την αδυναμία του συγγραφέα σε πρόσωπα ιδιαίτερα, που βρίσκονται στο όριο (ή/και στο περιθώριο), τους αλαφροΐσκιωτους και τις μάγισσες, πρόσωπα ιερά και μιαρά μαζί–, αλλά και γιατί δείχνει πως τα πράγματα μπορούν να ειπωθούν με πολλούς τρόπους. Πως «η μέσα αλήθεια δεν έχει χρεία τεκμηρίωσης».
*Ιστορικός