Ένα σύντομο ιστορικό των συνεχώς διαψευδόμενων αλλά με επιμονή επαναλαμβανόμενων “προβλέψεων” περί κατάρρευσης της Ρωσικής Οικονομίας / γράφει ο Henry Johnston
Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης
Το ακόλουθο άρθρο γνώμης περιγράφει τις προβλέψεις περί κατάρρευσης της Ρωσικής οικονομίας (ως αποτέλεσμα των κυρώσεων) που με σοβαρότητα λανσάρονται επί δύο έτη τώρα από–υποτίθεται–σοβαρούς δυτικούς αναλυτές, πολιτικούς, ειδικούς και κάθε είδους ‘σοφούς’. Η κατάσταση αποδεικνύει αυτό που λένε οι μαρξιστές εδώ και διακόσια χρόνια: οι οικονομικές θεωρήσεις και αναλύσεις των αστών επιστημόνων πάντα περνούσαν μέσα από το κόσκινο της ταξικής τους θέσης καταντώντας μια άσκηση πάνω στην προπαγάνδα παρά μια νηφάλια επιστημονική προσέγγιση. Πολύ περισσότερο που στη δεδομένη περίπτωση κάθε ‘επιστημονική’ ανάλυση πρέπει πρώτα να δώσει αποδείξεις ‘πολιτικά ορθής’ οπτικής γωνίας, αλλιώς ‘μαύρο φίδι που έφαγε’ τον διεκπεραιωτή της.
Οι φωτογραφίες, οι λεζάντες τους, όπως επίσης όλες οι παραπομπές τεκμηρίωσης καθώς και τα σχόλια, είναι από τον μεταφραστή.
«Οι κυρώσεις λειτουργούν»: Για δύο χρόνια πολιτικοί και αναλυτές προσφέρουν ζοφερές προβλέψεις που δεν φαίνεται να υλοποιούνται ποτέ
Του Henry Johnston[1], συντάκτη του RT.
Από τότε που ξεκίνησε η στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 2022, υπάρχει μια σταθερή ροή προβλέψεων από δυτικούς πολιτικούς, αναλυτές και σχολιαστές σχετικά με την επικείμενη κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, οι προβλέψεις ξεκίνησαν ακόμη και πριν από εκείνες τις μοιραίες ημέρες του Φεβρουαρίου. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, όταν η συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία προκαλούσε μια αισθητή ανησυχία στους κόλπους της χρηματοοικονομικής κοινότητας, θυμάμαι να συναντώ στη Μόσχα έναν εκπατρισμένο στη Δύση οικονομικό αναλυτή.
«Αν η Ρωσία ‘εισβάλει’», μου είπε ο συνομιλητής μου, «θα γυρίσουν πίσω στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1980 – μια πρωτόγονη, εξαθλιωμένη οικονομία με δυτικά αγαθά διαθέσιμα κυρίως στη μαύρη αγορά».
Μιλούσε ως εάν το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να ήταν ο ομφάλιος λώρος από τον οποίο εξαρτιόταν η οικονομία της Ρωσίας για να διατηρηθεί. Δεν ήταν καθόλου μόνος του σε αυτή την άποψη.
Το αρχικό κύμα των προβλέψεων (αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει ‘προβλέψεις’ τις υπερβολικές εξαγγελίες που προέρχονταν από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη εκείνη την εποχή) ήταν θριαμβευτικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση σε τόνο—αλλά και εντελώς αποκαλυπτικό. Η δυτική ελίτ πίστευε πραγματικά ότι είχε στο οπλοστάσιό της ένα οικονομικό όπλο μαζικής καταστροφής και ότι το είχε αναπτύξει με καταστροφικά αποτελέσματα κατά της Ρωσίας.
«Θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας», δήλωσε ωμά ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire σε τοπικό ειδησεογραφικό κανάλι λιγότερο από μία εβδομάδα μετά την έναρξη της σύγκρουσης.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν πέτυχε να διατυπώσει μια ακόμη πιο δυσοίωνη νότα. «Οι κυρώσεις μας αναμένεται να εξαλείψουν τα οικονομικά επιτεύγματα της Ρωσίας των τελευταίων 15 ετών», δήλωσε. «Θα καταπνίξουμε την ικανότητα της Ρωσίας να αναπτύξει την οικονομία της για πολλά χρόνια». Τα σχόλια αυτά ήρθαν μετά τη διάσημη πλέον ειρωνεία του για το ρούβλι ότι έχει μετατραπεί σε “ερείπια”.[2]
Οι σοβαρές ιστορικές συγκρίσεις ήταν πολλές και όχι μόνο από τους πολιτικούς. Η JPMorgan παρομοίασε αυτό που αντιμετώπιζε η Ρωσία με την κρίση του 1998, όταν το ρούβλι έχασε τα δύο τρίτα της αξίας του, οι αποταμιεύσεις εξανεμίστηκαν και η χώρα αθέτησε το χρέος της. Η τράπεζα προέβλεψε πτώση του ΑΕΠ κατά 11% το 2022.
O εικονιζόμενος Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire στις 1 Μαρτίου του 2022 σε συνέντευξή του στο Γαλλικό δημόσιο ραδιοφωνικό δίκτυο France Info δήλωνε: «Θα προκαλέσουμε την κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας. Διεξάγουμε ολοκληρωτικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πόλεμο κατά της Ρωσίας, του Πούτιν και της κυβέρνησής του, και ας είμαστε σαφείς, ο ρωσικός λαός θα πληρώσει επίσης τις συνέπειες». Όσα είπε συμπληρώθηκαν με μια δήλωση η οποία αποδεικνύει το μέγεθος του διαζυγίου των ευρωπαϊκών ελίτ από την πραγματικότητα: «Η οικονομική και χρηματοπιστωτική ισορροπία δυνάμεων είναι απολύτως υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βρίσκεται στη διαδικασία ανακάλυψης της δικής της οικονομικής δύναμης», δήλωσε.
Στη φωτογραφία βλέπουμε τον Τζο Μπάιντεν καθώς προβλέπει, κάτω από τις επευφημίες των συνέδρων, ότι μέσα σε ένα χρόνο οι κυρώσεις θα πνίξουν τόσο τις κατακτήσεις της Ρωσικής οικονομίας κατά τα προηγούμενα 15 έτη όσο και την ανάπτυξή της στο μέλλον. «Μόνο μέσα σε ένα χρόνο, οι κυρώσεις μας πιθανότατα θα εξαλείψουν τα οικονομικά κέρδη της Ρωσίας των τελευταίων 15 ετών. Επειδή έχουμε αποκόψει τη Ρωσία από την εισαγωγή τεχνολογιών… θα καταπνίξουμε την ικανότητα της Ρωσίας να αναπτύξει την οικονομία της για πολλά από τα επόμενα χρόνια». Αυτή η ομιλία δόθηκε στο North Americas Building Trades Unions [NABTU] Legislative Conference, Washington, DC, April 6, 2022. Φωτογραφία © Getty Images / Drew Angerer
Προκειμένου να μην μείνει πίσω, ο πολιτικός αναλυτής Maximilian Hess προχώρησε ακόμη περισσότερο, λέγοντας ότι η Ρωσία οδεύει «όχι μόνο πίσω στο χάος της δεκαετίας του 1990, αλλά σε μια ακόμη πιο βαριά κατάσταση που μοιάζει περισσότερο με το 1918».
Η Ρωσία αντιμετώπιζε επίσης αυτό που ένας καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες αποκάλεσε «πλήρη απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο, η οποία αποτελεί πράγματι καταστροφή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους». Δεν είναι, βέβαια, σαφές πώς αυτός ο ισχυρισμός συμβάδιζε με το γεγονός ότι χώρες που αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία.
Ήδη από τις αρχές Απριλίου, ωστόσο, λίγο περισσότερο από ένα μήνα μετά την έναρξη της σύγκρουσης, μπορούσε να εντοπιστεί κάποια μετρίαση της υπερβολής. Η Ρωσία, άλλωστε, δεν είχε ακριβώς καταρρεύσει και μάλιστα ο αρχικός οξύς πανικός είχε υποχωρήσει πολύ γρήγορα. Μεταξύ των πρώτων που σημείωσαν την εκκολαπτόμενη ανθεκτικότητα της Ρωσίας ήταν ο Economist, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο στο οποίο έθετε το ερώτημα: «Η στρατηγική της Δύσης εξακολουθεί άραγε να πηγαίνει σύμφωνα με το σχέδιο;»”. Ήταν, προς τιμήν του εντύπου, μια αρκετά ισορροπημένη απεικόνιση του πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα.
Ο εικονιζόμενος, διακεκριμένος οικονομικός αναλυτής, ανώτερος συνεργάτης (fellow) του Foreign Policy Research Institute και περιζήτητος ‘Ρωσολόγος’ Maximilian Hess, του οποίου το βιβλίο «Οικονομικός πόλεμος: Η Ουκρανία και η παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης» επιλέχτηκε από τους Financial Times ως ένα από τα «βιβλία που πρέπει να διαβάσετε» κατά το 2023, θεωρούσε ως εξαιρετικά ήπιες τις προβλέψεις του Τζο Μπάιντεν για το είδος της καταστροφής που θα επέφεραν οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία. Κατά τον Hess, σε άρθρο του της 4ης Μαρτίου 2022: «Η Ρωσία βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την επιλογή μεταξύ μιας νέας οικονομικής κρίσης τύπου 1918, 1991 ή 1998. Αν ο Πούτιν δεν αποσυρθεί από την Ουκρανία ή αν ο ρωσικός λαός δεν μπορέσει με άλλο τρόπο να επιβάλει αλλαγή στη στρατηγική του Κρεμλίνου, μια κατάρρευση τύπου 1918 είναι το βασικό σενάριο και οι εκδοχές [κατάρρευσης] όπως αυτές της δεκαετίας του 1990 είναι αισιόδοξες».
Περίπου με την εμφάνιση αυτού του άρθρου σημειώνεται η απαρχή μιας αλλαγής στον τόνο του αφηγήματος «Η—Ρωσία—Καταρρέει» κατά τους επόμενους μήνες. Πλέον οι τέσσερις καβαλάρηδες της αποκάλυψης δεν καλπάζουν προς το Κρεμλίνο. Οι εξωφρενικές ιστορικές συγκρίσεις υποχώρησαν. ‘Αλλά μην τυχόν και κάνετε κανένα λάθος’, διαβεβαίωναν οι δυτικοί αναλυτές, ‘η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση—απλώς η κάθοδος αποδείχθηκε λίγο πιο αργή και λιγότερο δραματική από ό,τι αναμενόταν’.
Ένα άρθρο του Atlantic Council από τον Ιούνιο του 2022 ενσαρκώνει αυτή τη μετατόπιση, με τίτλο: «Η επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία είναι ένα μακροχρόνιο παιχνίδι. Να πώς θα κερδίσουμε». Το περιοδικό Foreign Policy συνέχισε να επιμένει στο θέμα της [επικείμενης] κατάρρευσης, αλλά ο τίτλος ενός άρθρου από τον Ιούλιο του 2022 «Κατά βάση, η Ρωσική Οικονομία καταρρέει εκ των έσω» [“Actually, the Russian Economy Is Imploding”] έχει προσθέσει αυτή την πολύ χαρακτηριστική λέξη «κατά βάση» [“actually”]. Μεταφράζεται περίπου ως: ‘υπάρχουν πολλά στοιχεία για το αντίθετο, αλλά εμείς εξακολουθούμε να το υποστηρίζουμε’[3].
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, η ευφορία των πρώτων εβδομάδων είχε δώσει τη θέση της σε μια υφέρπουσα δυσφορία. Το CNN δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Οι ρωσικές κυρώσεις αργούν να δαγκώσουν, καθώς Αμερικανοί αξιωματούχοι παραδέχονται την δυσαρέσκειά τους για τον ρυθμό του πόνου που αυτές προκαλούν στη Μόσχα».
Στο άρθρο, «ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ» δήλωσαν στο CNN ότι υπήρχε απογοήτευση για το γεγονός ότι οι περιορισμοί δεν είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο μέχρι στιγμής, αλλά πίστευαν ότι οι πιο σκληρές επιπτώσεις πιθανώς δεν θα υλοποιούνταν μέχρι τις αρχές του 2023. Οι αρχές του 2023, φυσικά, ήρθαν και παρήλθαν.
Εν τω μεταξύ, μια επιχείρηση διάσωσης των προσχημάτων σχετικά με τον πραγματικό στόχο των κυρώσεων είχε ήδη μπει μπροστά και μπορούσε να γίνει αντιληπτή σε αυτό το άρθρο όπως και σε πολλά άλλα. Ένας άλλος αξιωματούχος δήλωσε στο μέσο ότι εκείνοι που επεξεργάζονταν τις κυρώσεις στην πραγματικότητα «πάντα πίστευαν ότι οι πιο δραστικές επιπτώσεις δεν θα ήταν απαραίτητα και άμεσες», προσθέτοντας ότι «πάντα το βλέπαμε αυτό ως ένα μακροπρόθεσμο παιχνίδι». Με άλλα λόγια, ήξεραν από την αρχή ότι τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί σύντομα. Ίσως κάποιος θα μπορούσε να το είχε πει αυτό στον Μπάιντεν και να τον γλιτώσει από την αμηχανία να μιλάει με λυρισμό για τη διαγραφή των οικονομικών κατακτήσεων των τελευταίων 15 ετών.
Τον Φεβρουάριο του 2023, κυκλοφόρησε μια σειρά από δημοσιεύματα του τύπου ‘οι κυρώσεις ένα χρόνο μετά’. Το γενικό ύφος τους ήταν καθαρά αυτό της αποτροπής της απογοήτευσης μέσω της εστίασης στο μακροπρόθεσμο παιχνίδι. Ο συγγραφέας[4] μιας έκθεσης του Martens Centre για τις κυρώσεις έγραψε: «Μην κοιτάτε το ρολόι κάθε πέντε λεπτά για να δείτε αν οι κυρώσεις λειτουργούν. Ασκήστε στρατηγική υπομονή».
Πράγματι, για το πρώτο μέρος του 2023, το κυρίαρχο ύφος ήταν σε μεγάλο βαθμό μια απρόθυμη αναγνώριση της ανθεκτικότητας της ρωσικής οικονομίας, αναμεμειγμένη με παραμένουσες χαρωπές εμμονές ότι η μέρα της κρίσης για τη Ρωσίας θα έρθει. Εν τω μεταξύ, κατά περίεργο τρόπο, τα άρθρα που άρχισαν να εμφανίζονται στον δυτικό Τύπο έμοιαζαν να έχουν γραφτεί πάνω στο ίδιο καλούπι: αρχίζουν με μια ευθεία παραδοχή ότι η Ρωσία δεν καταρρέει στην πραγματικότητα, πριν ξεκινήσουν μια συζήτηση για το πώς κάτω από την επιφάνεια συσσωρεύονται κάθε είδους προβλήματα.
Τον Αύγουστο, το αφήγημα ‘η Ρωσία καταρρέει’ πήρε λίγο αέρα στα πανιά του όταν το ρούβλι μπήκε σε μια δύσκολη φάση και έσπασε ακόμη και το ψυχολογικά σημαντικό φράγμα των 100 [ρουβλίων] έναντι του δολαρίου. Εκείνη την εποχή είχε υποχωρήσει περίπου 20% σε ετήσια βάση και ήταν μεταξύ των νομισμάτων με τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των αναδυόμενων αγορών. Εμφανίστηκε μια πληθώρα άρθρων που συζητούσαν τα δεινά του ρουβλίου και υποστήριζαν ότι η αποδυνάμωση του νομίσματος ήταν ενδεικτική των πολυαναμενόμενων ρωγμών που επιτέλους είχαν αρχίσει να εμφανίζονται.
Ένα άρθρο γνώμης του Bloomberg που συζητούσε αυτό που αποκαλούσε «άρρωστο ρούβλι» είχε τον υπότιτλο: «Οι κυρώσεις δεν έχουν παραβιάσει το οικονομικό φρούριο της Ρωσίας, αλλά έχουν βάλει ωρολογιακή βόμβα κάτω από τα θεμέλιά του». Αλλά η εισαγωγή του άρθρου διατηρούσε το παραπάνω μοτίβο: «Οι δυτικές χώρες έχουν επιβάλει περισσότερες από 13.000 κυρώσεις στη Ρωσία – αλλά η ρωσική οικονομία δεν δείχνει κανένα σημάδι κατάρρευσης»[5].
Την αμέσως επόμενη ημέρα, ο Timothy Ash, ένας σημαίνων βετεράνος αναλυτής αναδυόμενων αγορών, έγραψε ένα άρθρο που επίσης ξεκίνησε με μια μικρή υποχώρηση. «Ένα παράπονο που ακούγεται συχνά… είναι ότι οι δυτικές κυρώσεις δεν αποδίδουν», αρχίζει το άρθρο. «Ας το αναγνωρίσουμε αυτό από την αρχή – η Ρωσία επιδεικνύει μεγάλη οικονομική ανθεκτικότητα και αντοχή»[6].
Αλλά τελικά φτάνει στο κύριο θέμα, το οποίο είναι ότι το εξασθενημένο ρούβλι είναι ένα «κόκκινο φως που αναβοσβήνει και δείχνει ότι οι κυρώσεις όντως λειτουργούν». Ως απόδειξη αναφέρει ότι «σε καμία χώρα δεν αρέσει να βλέπει το νόμισμά της να υποτιμάται, καθώς αυτό συνεπάγεται οικονομικά προβλήματα, ιδίως αποδυνάμωση της θέσης του ισοζυγίου πληρωμών, και προκαλεί υψηλό πληθωρισμό». Η κεντρική τράπεζα, υποστηρίζει, «δεν θα άφηνε το ρούβλι να διολισθήσει αν δεν βρισκόταν σε δυσχερή θέση». Το πώς ακριβώς η κεντρική τράπεζα ήταν ‘σε δυσχέρεια’ δεν εξηγείται, αλλά κάτι απειλητικό πρέπει να παραμόνευε κάτω από τις σανίδες του πατώματος.
Για να στηρίξει το ρούβλι το περασμένο φθινόπωρο, η Ρωσία έκανε αυστηρότερους τους νομισματικούς ελέγχους και αύξησε τα επιτόκια και έκτοτε το νόμισμα σταθεροποιήθηκε. Βεβαίως, πρόκειται για προσωρινά μέτρα που οι αρχές αναγκάστηκαν να λάβουν ως απάντηση σε μια ανισορροπία. Όμως ο Ash και άλλοι χειροκροτητές των κυρώσεων πίστευαν σαφώς ότι θα επιτυγχάνονταν περισσότερα [στην κατεύθυνση της καταστροφής της ρωσικής οικονομίας] από τη μεταβλητότητα του ρουβλίου.
Με το «κόκκινο φως που αναβοσβήνει» να έχει μειωθεί σε μια αμυδρή λάμψη, η αφήγηση προχώρησε παρακάτω. Δεν έχουμε δει πολλές ιστορίες για το ρούβλι πρόσφατα. Το επόμενο και πιο πρόσφατο θέμα στο οποίο προσκολλήθηκαν οι θιασώτες του ‘η Ρωσία καταρρέει’ είναι η ιδέα ότι η ρωσική οικονομία υπερθερμαίνεται. Μια οικονομία θεωρείται ότι υπερθερμαίνεται όταν επεκτείνεται με μη βιώσιμο ρυθμό που φτάνει στα όρια της ικανότητάς της να καλύψει τη ζήτηση.
Το θέμα της υπερθέρμανσης καθιερώθηκε και, όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησε ένα κύμα άρθρων. Ο Economist δημοσίευσε ένα άρθρο τον Δεκέμβριο, στο οποίο συζητούσε το αυξημένο ποσοστό πληθωρισμού της Ρωσίας, το υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται για την άμυνα και την εκρηκτική έλλειψη εργατικού δυναμικού. Ενώ παραδέχεται ότι «οι προβλέψεις για οικονομική κατάρρευση—που έγιναν σχεδόν ομοιόμορφα από δυτικούς οικονομολόγους και πολιτικούς στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία—αποδείχθηκαν παταγωδώς λανθασμένες»,—το μοτίβο ισχύει!—ισχυρίζεται ότι η ρωσική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει τέτοια επίπεδα ανάπτυξης.
Παρόλο που το άρθρο συνεχίζει αναγνωρίζοντας τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για τον μετριασμό των επιπτώσεων αυτής της υπερθέρμανσης, καταλήγει με τις λέξεις: «[αλλά] στη Ρωσία υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από την οικονομική σταθερότητα», υπονοώντας ότι η ρωσική ηγεσία θυσιάζει την οικονομία για να κερδίσει τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Πρόκειται για μια αξιοσημείωτη παρατήρηση καθώς προέρχεται από το δυτικό στρατόπεδο, όπου πολλοί πολιτικοί—σκεφτείτε πρώτα και κύρια τη Γερμανία—έχουν επιδείξει μεγάλη προθυμία να θυσιάσουν την οικονομική σταθερότητα στο βωμό των φαντασιοπληξιών περί Ουκρανίας.
Στον απόηχο του Economist ήρθε ένα μακροσκελές άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs, γραμμένο από την Alexandra Prokopenko, μια ρωσικής καταγωγής ερευνήτρια στο Carnegie Russia Eurasia Center στο Βερολίνο. Με τίτλο “Το μη βιώσιμο όργιο δαπανών του Πούτιν”, ήταν επίσης φτιαγμένο σύμφωνα με το ίδιο πρότυπο, αναγνωρίζοντας ότι η οικονομία της Ρωσίας έχει διαψεύσει τις προβλέψεις πριν προχωρήσει στην ανακοίνωση των κακών ειδήσεων [για τη Ρωσία]. Τα κακά νέα είναι η υπερθέρμανση της οικονομίας. Η άποψή της είναι ότι τα εκπληκτικά ισχυρά στοιχεία ανάπτυξης της Ρωσίας, «αντί να σηματοδοτούν οικονομική υγεία [είναι αντίθετα] σύμπτωμα υπερθέρμανσης».
Παρόμοια με το άρθρο του Economist, η Prokopenko θίγει τις υψηλές κρατικές δαπάνες -ιδιαίτερα για την άμυνα- καθώς και την αύξηση των μισθών λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού και τον υψηλό πληθωρισμό, τα οποία συνθέτουν «μια ψευδαίσθηση ευημερίας». Αναρωτιέται κανείς τι θα είχε να πει η Prokopenko με έδρα το Βερολίνο για τη νέα της υιοθετημένη χώρα, όπου όλα τα ίχνη ευημερίας—απατηλής ή μη—ξεθωριάζουν γρήγορα.
Παρόλο που η Prokopenko επιδίδεται στη συνήθη ρωσοφοβική ρητορική και στις φθαρμένες δυτικές εμμονές, ορισμένες από τις ανησυχίες της για την υπερθέρμανση έχουν εκφραστεί από τις ίδιες τις ρωσικές αρχές. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος υπερθέρμανσης είναι ένα αναγνωρισμένο ως υπαρκτό πρόβλημα. Τον Σεπτέμβριο, για παράδειγμα, η κεντρική τράπεζα προειδοποίησε ότι η οικονομία μπορεί να έχει αναπτυχθεί πέραν του παραγωγικού της δυναμικού. Ιστορικά, μια ιδιαίτερα επικίνδυνη πτυχή της υπερθέρμανσης αποτελούν οι φούσκες περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες τείνουν να προκαλούν καταστροφές σε μια οικονομία όταν σκάσουν. Η Ρωσία έχει γίνει μάρτυρας μιας πρωτοφανούς ανόδου των τιμών των ακινήτων—γεγονός που, και πάλι, δεν έχει διαφύγει της προσοχής της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία έχει ζητήσει να τερματιστεί ένα γενναιόδωρο κρατικά επιδοτούμενο πρόγραμμα ενυπόθηκων δανείων, ώστε να μην δημιουργηθεί φούσκα.
Πέρα από τις συζητήσεις σχετικά με την υπερθέρμανση, αξίζει να σταματήσουμε για μια στιγμή για να αναλογιστούμε από πού ξεκινήσαμε και πού φτάσαμε. Αυτό που ξεκίνησε ως προβλέψεις για άμεση οικονομική κατάρρευση έχει εξελιχθεί σε συλλογισμούς ότι η ρωσική οικονομία αναπτύσσεται υπερβολικά γρήγορα! Ίσως η τελευταία ελπίδα του κοινού που υποστηρίζει ότι ‘η Ρωσία καταρρέει’ να είναι η ιδέα ότι η ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία θα υπερθερμανθεί και θα πέσει στον γκρεμό.
Μένει να δούμε πού θα πάει η ρωσική οικονομία από εδώ και πέρα, αλλά αν τα τελευταία (σχεδόν) δύο χρόνια είναι ενδεικτικά, θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και να προσαρμόζεται. Εν τω μεταξύ, οι εκπατρισμένοι τραπεζίτες έχουν ως επί το πλείστον περάσει στην ασημαντότητα και εγώ δεν βρέθηκα σε καμία μαύρη αγορά. Παρατηρώντας τους πολυσύχναστους δρόμους από ένα πολύβουο καφέ της Μόσχας, αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πόσο πεζή είναι η σκηνή. Οι άνθρωποι περνούν μόνοι και σε ομάδες, συνομιλούν, κοιτάζουν τα τηλέφωνά τους, πίνουν καφέ και δεν ακούω καμία κουβέντα για την οικονομία ή το ρούβλι.
Οι δυτικοί ειδήμονες και οι αξιωματούχοι που απαρέγκλιτα ξεφουρνίζουν το τελευταίο αφήγημα περί οικονομικής κατάρρευσης θα συνεχίσουν να γαβγίζουν, αλλά το καραβάνι προχωράει.
Πηγή: RT.com
Μετάφραση – επιμέλεια: Κ. Μηλολιδάκης
[1] Ο Henry Johnston είναι στέλεχος του αγγλόφωνου Russia Today. Έχει εργαστεί για πάνω από μια δεκαετία στον χρηματοπιστωτικό τομέα και είναι κάτοχος άδειας FINRA Series 7 και Series 24.
[2] Είναι η γνωστή ‘εξυπνάδα/λογοπαίγνιο’ του Μπάιντεν που αναπαράχθηκε ευρύτατα από τα καθεστωτικά δυτικά ΜΜΕ, καθώς ruble=ρούβλι, rubble=ερείπια.
[3] «Οι διεθνείς κυρώσεις και η εθελοντική αποχώρηση των επιχειρήσεων δεν είναι καθόλου αναποτελεσματικές ή απογοητευτικές, όπως πολλοί έχουν υποστηρίξει, αλλά αντίθετα έχουν ασκήσει καταστροφική επίδραση στη ρωσική οικονομία. Η επιδείνωση της οικονομίας λειτουργεί ως ισχυρό, αν και παραγνωρισμένο, συμπλήρωμα του επιδεινούμενου πολιτικού τοπίου που αντιμετωπίζει ο Πούτιν» παρατηρεί το άρθρο.
[4] Συγγραφέας της έκθεσης με τίτλο «Πέρα από τις επικεφαλίδες: Οι πραγματικές συνέπειες των Δυτικών κυρώσεων στη Ρωσία» είναι ο Ρώσος εμιγκρές Vladimir Milov, υποστηρικτής του μακαρίτη ακροδεξιού Αλ. Ναβάλνι, που διετέλεσε μάλιστα και αναπληρωτής υπουργός ενέργειας της Ρωσίας κατά το 2002.
[5] Και σ’ αυτό το άρθρο συγγραφέας είναι μια ακροδεξιά εμιγκρέ, η πρώην σύμβουλος της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας Alexandra Prokopenko, νυν περιπλανώμενη ανά τα think tanks της Γερμανίας και της Δύσης γενικότερα. Στο άρθρο δίνει πλήθος συμβουλών προς τη Δύση ώστε οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας να καταστούν πιο αποτελεσματικές.
[6] Ο τίτλος του άρθρου είναι χαρακτηριστικός: «Να εγκαταλειφθεί η ελπίδα για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας; Μην το κάνετε», με υπότιτλο: «Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πότε οι δυτικές κυρώσεις θα πλήξουν τη ρωσική οικονομία, αλλά υπάρχουν ελπιδοφόρα σημάδια».