Πόπη Φιρτινίδου. Στους δρόμους της μουσικής και της γραφής / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
“Ευλογήθηκα να γίνει η μουσική πατρίδα μου και τα χέρια μου τρένα επιστροφής… Κι ο μακρύς δρόμος, η μεγάλη, η ατέλειωτη ζωή, έγιναν ένα δρομάκι μιας γειτονιάς. Από την καρδιά στους ανθρώπους, από τους ανθρώπους στην καρδιά…” Πόπη Φιρτινίδου. Από το βιβλίο της “Πες μου πού θα πας”
Αφιέρωσε τη ζωή της στη μουσική και τα παιδιά, τους μαθητές της. “Η διδασκαλία είναι γλυπτική” έλεγε η δική της δασκάλα κι αυτή πορεύτηκε στα βήματα εκείνης, με το θαυμασμό και την αγάπη που της είχε. Πορεύτηκε από τότε που θυμάται τον εαυτό της με τη μουσική και πριν από πολλά χρόνια και με τη γραφή. Οι νότες έγιναν λέξεις και οι λέξεις νότες, και το κοινό ταξίδι συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι μαθητές και οι γονείς τους την αγαπούν. Χαίρονται τη δουλειά της, τη συνέπεια, την εργατικότητα, την αφοσίωση σ’ αυτό που τάχθηκε, στη μουσική και τη διδασκαλία της. Και ύστερα ήρθε και η γραφή με την έκδοση τεσσάρων βιβλίων και ενός θεατρικού έργου, που της χάρισε ένα πρώτο βραβείο σε πανελλαδικό διαγωνισμό στην Αθήνα.
Άνθρωπος που δεν αφήνει εύκολα να τον ξεκλειδώσεις. Τα καλύτερα κλειδιά τα έχουν οι μαθητές της. Αυτοί έχουν τον τρόπο τους, καθώς σκύβουν πάνω από τα πλήκτρα του πιάνου και νιώθουν τη σκιά της, πότε τρυφερή και προστατευτική και πότε αυστηρή. Πάντα, όμως αληθινή και ποτέ διεκπεραιωτική στο μάθημά της.
Και όσοι έχουν διαβάσει τα βιβλία της ανακαλύπτουν εκεί έναν άνθρωπο εξαιρετικά ευαίσθητο, που πιάνει με τις κεραίες του όχι μόνο τα μεγάλα, τα φανερά που μας κατακλύζουν, αλλά και τα μικρά, πληγές και τραύματα που πονάνε και μας καθηλώνουν. Ο πάσχων άνθρωπος του σήμερα, ιδέες και αξίες που χάνονται… Επιστροφή στη μαγεία του λόγου, όπου ορθολογισμός και συναίσθημα συμπορεύονται.
Μιλά στη faretra για τη μουσική που την κέρδισε και την απόσπασε από τις θετικές επιστήμες, τη Φυσική που σπούδασε. Μιλά για τη δασκάλα της που τη σημάδεψε, για τα παιδιά της, που γίνονται μαζί της κοινωνοί της μουσικής, για το Δημοτικό Ωδείο της πόλης, το δεύτερο σπίτι της 38 τώρα χρόνια, για τα βιβλία της και τους ήρωές τους, για την περιπέτεια της γραφής.
Ενώ, όταν κουβεντιάζω με κάποιον και χτίζεται ένα κείμενο, για να γίνει συνέντευξη, ποτέ δεν χρησιμοποιώ τον ενικό αριθμό, η μακροχρόνια φιλία μου με την Πόπη, φιλία ακριβή, με οδηγεί στην επιλογή του ενικού. Δε χωράνε ψέματα σε μια φιλία.
…………………..
Η ζωή σου ανάμεσα στη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη. Παιδικά και εφηβικά χρόνια στη Βέροια. Τα πρώτα χρόνια της νιότης, τα φοιτητικά, στη Θεσσαλονίκη. Σπουδές στο Αριστοτέλειο, στο Τμήμα της Φυσικής και παράλληλα η αγάπη για τη Μουσική, που ξεκινά πολύ νωρίς, παίρνει τους τίτλους της με πτυχίο και δίπλωμα πιάνου. Γιατί Φυσική και γιατί πιάνο;
Φυσική, γιατί, καθώς μεγάλωνα, μου φάνηκε ότι ήταν πιο κοντά στις αναζητήσεις μου. Εξηγούσε τον κόσμο και μάλιστα με τρόπο αδιαμφισβήτητο, με ζεύγη αιτίου και αιτιατού. Τα Μαθηματικά δεν με άγγιξαν ποτέ ιδιαίτερα, αν και ήταν το μάθημα που ήμουνα καλύτερη απ’ όλα, και η Χημεία, με τον τρόπο που τη διδασκόμασταν τότε, ήταν ένα πράγμα που γινόταν μόνο στον πίνακα, δεν είχαμε δει ούτε διάλυμα να αλλάζει χρώμα μπροστά στα μάτια μας, δεν μπορούσε να είναι γοητευτικό για μένα. Ενώ η Φυσική εξηγούσε πράγματα που είχαν να κάνουν με τη ζωή κι αυτό με γοήτευσε.
Όσο για το πιάνο απλώς, γιατί οι γονείς μου ήταν δυο μικροαστοί, που στα παιδικά τους χρόνια δεν μπορούσαν και στα χρόνια τα γονεϊκά τους μπορούσαν. Με έστειλαν να μάθω πιάνο απλώς, γιατί είχαν αυτή τη δυνατότητα.
Τότε τα κορίτσια μάθαιναν πιάνο και τα αγόρια μάθαιναν βιολί, είναι τόσο απλή η απάντηση! Με πήραν από το χέρι και με πήγαν να μάθω πιάνο, μου άρεσε και έμεινα. Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία πίσω απ’ το ότι έμαθα πιάνο!
Επιστροφή από τη Θεσσαλονίκη των φοιτητικών χρόνων στη Βέροια και αρχίζει ο κύκλος της διδασκαλίας σου στο Δημοτικό Ωδείο της πόλης. Γιατί επιλέγεις τη Μουσική και όχι τη Φυσική ως επάγγελμα; Και ακόμη περισσότερο, γιατί επιλέγεις τη διδασκαλία και όχι την καριέρα μιας πιανίστριας;
Καριέρα πιανίστριας δεν είχα τις δυνατότητες να κάνω. Ήθελε ικανότητες όλων των ειδών, τεχνικές, ψυχολογικές και άλλες, που εγώ δεν είχα, το ήξερα πως δεν τις είχα, ούτε ποτέ θα τις αποκτούσα. Δεν με πείραξε αυτό, παίζω, εμφανίζομαι ακόμη, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου να είναι μόνο πίσω από τις κουρτίνες της σκηνής, θέλω να ανεβαίνω στη σκηνή, και πιστεύω πως είμαι αξιοπρεπής, αλλά δεν είχα τα προσόντα να γίνω πιανίστρια, να ζω από αυτό.
Η διδασκαλία με γοήτευσε, γιατί λάτρεψα τη δασκάλα μου και εκτίμησα αυτό που έκανε. Η δασκάλα μου έλεγε, και αυτό το έβρισκα πάρα πολύ γοητευτικό, ότι η διδασκαλία είναι γλυπτική, πως μέχρι την τελευταία μέρα πριν εμφανίσεις τον μαθητή σε μια επίδειξη σε μια εξέταση, κάτι ακόμη έχεις να κάνεις, κάτι ακόμη έχεις να διορθώσεις, να πεις, να εμπνευστείς.
Επίσης, σκοπίμως επέλεξα τη διδασκαλία σε ωδείο απέναντι από τη διδασκαλία στο Δημόσιο. Και ο βασικότερος λόγος, παρά το γεγονός ότι αμειβόμαστε απείρως χειρότερα και η μονιμότητα και η σιγουριά είναι κάτι άγνωστο στον ωδειακό καθηγητή, είναι πως με γοητεύει το γεγονός ότι κάθε μαθητής και κάθε μαθήτρια που έρχονται στο τμήμα μου έρχονται, γιατί με διάλεξαν. Αυτό είναι μια καλή αρχή για να ξεκινήσει μια σχέση. Το να μου δίνει έναν μαθητή ένας διευθυντής ή ένας σύλλογος και να μου λένε «φέτος θα κάνεις μάθημα με αυτόν, με αυτήν» είναι κάτι το οποίο είναι ένας δρόμος που, εφόσον μπορούσα, προτίμησα να τον αποφύγω. Μ’ αρέσει το ωδείο, και το συγκεκριμένο που εργάζομαι, αλλά και γενικά μου αρέσει το ωδείο ως μουσική κοινωνία.
Αναφέρθηκες στη δασκάλα σου στο πιάνο, την Πόπη Χατζηδήμου, (άλλωστε της έχεις αφιερώσει κι ένα από τα ωραιότερα διηγήματά σου στο δεύτερο βιβλίο σου). Ποια ήταν; Πώς μορφοποιήθηκε για ‘σένα σε σύμβολο;
Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, η μουσική ήταν για μένα ένα χόμπι, κάτι που απλώς δεν ήθελα να αφήσω. Αλλά τα δύο πρώτα χρόνια στο πανεπιστήμιο εκμεταλλευόμουν το χρόνο που είχα, σχεδόν αποκλειστικά, για να παίζω πιάνο, να ακούω, να ακούω, να ακούω μουσική, να αγοράζω δίσκους, να φτιάχνω κασέτες και να ακούω πράγματα που με τρέλαιναν, τα συναισθήματα που μου προκαλούσε η μουσική με τρέλαιναν… Κάποια στιγμή είπα εγώ δεν έχω σχέση μ’ αυτό, η Μουσική είναι το τάξιμό μου.
Τον Ιούνιο του ’87 ήταν το πτυχίο του Φυσικού και του πιάνου, και το δίπλωμα ήταν δύο χρόνια μετά. Η αλήθεια είναι πως σκέφτηκα κάποια στιγμή να αφήσω τη σχολή, μα, όταν ήρθα στο σπίτι και είπα ότι σκέφτομαι να παρατήσω το πανεπιστήμιο, έπεσε μεγάλο δάκρυ, έγινε μεγάλη επανάσταση! Θα ήταν μεγάλο τραύμα για τους γονείς μου ένα από τα παιδιά τους να μην τελειώσει το πανεπιστήμιο! Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν είχα τα κότσια να τους πάω τόσο πολύ κόντρα κι έτσι βρέθηκα με ένα πτυχίο Φυσικής και μάλιστα τελείωσα αμέσως. Ιούνιο του ’87, (’83 μπήκα), αλλά ο λόγος ήταν ακριβώς ότι ήθελα να το ξεφορτωθώ, με ένα πολύ μέτριο βαθμό, βέβαια, πάντως τελείωσα για να μπορώ να ασχοληθώ με τη Μουσική. Η αποστολή μου, το κατάλαβα πολύ νωρίς, ήταν αυτή…
Όσο για τη δασκάλα μου… Πραγματικά έγινε σύμβολο για μένα. Ναι, ήταν αξιοπρεπής στον τρόπο που συμπεριφερόταν στους συναδέλφους, ήτανε αυστηρή μεν αλλά πολύ δοτική με τους μαθητές της, δεν αρνήθηκε ποτέ κανέναν μαθητή λόγω μικρού ταλέντου, ή οτιδήποτε άλλο. Ήταν μια εργάτρια, ένα μυρμήγκι με την έννοια της μεθοδικότητας, της εργατικότητας αλλά και του ότι, (όπως λένε για τα μυρμήγκια ότι κουβαλάνε πολύ μεγάλο βάρος σε σχέση με το μέγεθός τους τους), ενώ έδειχνε αδύναμη και απομακρυσμένη, είχε άπειρη δύναμη. Πρώτα τη λάτρεψα, αλλά μετά την αγάπησα, όταν την κατάλαβα στη θνητότητά της. Δεν έχω συναντήσει δάσκαλο σαν αυτήν, τηρουμένων των αναλογιών. Σέβομαι πολλούς ανθρώπους σ’ αυτόν το χώρο, αλλά η δασκάλα μου ήταν κάτι άλλο, ήταν άνθρωπος που εργάστηκε στη σκιά, μεθοδικά, χωρίς παρεκκλίσεις, χωρίς ποτέ να φύγει από αυτό που πίστευε ότι πρέπει να κάνει. Κατάφερα στα χρόνια αυτά που δουλεύω οι μαθητές μου να την ξέρουν. Ξέρουν το όνομά της, ξέρουν τις παροιμίες που έλεγε, ξέρουν το χιούμορ που έκανε, στο βαθμό που μπορώ θέλω να την κρατάω ζωντανή, νομίζω πως κάτι κατάφερα σ’ αυτό τον τομέα.
Το Δημοτικό Ωδείο της πόλης έχει μια μακρά ιστορία κι εσύ τη ζεις και ως μαθήτριά του και ως δασκάλα του μέχρι σήμερα. Τι αποτελεί για την πόλη; Πώς διαμορφώνει την πνευματική ζωή της;
Για το τι σημαίνει για την πόλη, καλό είναι να μιλήσει η πόλη, δηλαδή να μιλήσουν και άνθρωποι που δεν σχετίζονται με αυτό, γιατί η αλήθεια είναι ότι με όλα τα πάνω και τα κάτω, αυτό που ο κόσμος γνωρίζει είναι γενικά η Στέγη. «Πάω στη Στέγη», λένε, «δίνουμε ραντεβού έξω από τη Στέγη», «έχει μια εκδήλωση στη Στέγη». Η Στέγη έχει καθορίσει τη ζωή των παιδιών και των οικογενειών τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, και δεν έχει να κάνει μόνο με το Δημοτικό Ωδείο, έχει να κάνει με όλα τα τμήματα. Έχει δημιουργηθεί μια κουλτούρα συμμετοχής σε δραστηριότητες στα παιδιά και στις οικογένειές τους, μια κουλτούρα προσφοράς δυνατοτήτων συμμετοχής.
Τώρα σχετικά με το ωδείο: στο βαθμό που εγώ μπορώ να πω, βλέπω πως είναι πολλοί οι άνθρωποι μέσα στην πόλη που πέρασαν απ’ το ωδείο μας και ζουν ακόμη κοντά στη μουσική, μέσα στη μουσική, ή απ’ τη μουσική. Βέβαια και τα ωδεία, τα άλλα της πόλης, και ενέπνευσαν, και δημιούργησαν, και εκπαίδευσαν παιδιά. Εγώ μπορώ να μιλήσω για το δικό μας ωδείο.
Είναι ένας χώρος που, ακριβώς επειδή είναι δημοτικός, όπως όλα τα δημοτικά, έχει ένα περιθώριο να κάνει πράγματα που ο ιδιώτης ενδεχομένως δεν μπορεί. Όταν ξεκινάς την πρώτη κάθε μήνα έχοντας λυμένο το νοίκι, το ρεύμα, το νερό, τη θέρμανση, τη γραμματειακή υποστήριξη, λύνονται τα χέρια. Από την άλλη πλευρά υπάρχει και μια γραφειοκρατία και μια δέσμευση από το Δήμο, από το συμβούλιο, από τον πρόεδρο, την πρόεδρο, τον διευθυντή, τη διευθύντρια… Κάποια στιγμή σού λένε δεν θα αποφασίσεις εσύ, ο καλλιτέχνης, θα αποφασίσουν όλα αυτά τα όργανα.
Ο ιδιώτης έχει τη δυνατότητα κάθε τι που σκέφτεται, τη στιγμή που το σκέφτεται, να το βάλει μπροστά, να το υλοποιήσει. Σ’ έναν δημοτικό φορέα αυτό δεν μπορεί να γίνει, και όσα κι αν είναι τα καλά του, αυτό κάποτε το βρίσκεις μπροστά σου. Το γνωρίζω, γιατί πέρασα και από τη διεύθυνση του Ωδείου, αλλά κυρίως γιατί έχω 38 χρόνια εκεί, πέρα από τα 15 χρόνια που ήμουνα μαθήτρια. Το ξέρω αυτό. Οι άνθρωποι με εξουσία εύκολα λένε «βάλε πλάτη», ή «πρόσφερε» ή «κάνουμε ένα λειτούργημα». Αλλά, αν γίνεις ενοχλητικός για κάτι που αφορά στη δουλειά σου, θα ’ρθουν και θα σου πουν «είσαι μόνο ένας υπάλληλος, μία υπάλληλος», κι εσύ πρέπει να συμμορφωθείς, και να πορεύεσαι ισορροπώντας και περιμένοντας τις καλές συμπτώσεις, υπό την έννοια του ποιοι άνθρωποι είναι ανά πάσα στιγμή στα πράγματα και αν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους και πόσο.
Χτίζεις με τους μαθητές σου στο πιάνο γέφυρες επικοινωνίας, που δεν σταματούν στα πλήκτρα του πιάνου. Τι είναι για σένα οι μαθητές σου;
Οι μαθητές μου είναι οι δάσκαλοί μου. Ο καθένας με βάζει σ’ έναν κόσμο με επιτυχία ή χωρίς, πάντως ειδικά τα τελευταία περίπου 15 χρόνια, που για κάποιους λόγους άλλαξα λίγο την ιεράρχηση των πραγμάτων μέσα στην τάξη, η αλήθεια είναι ότι κάθε μαθητής γίνεται δάσκαλος και με βάζει σε έναν κόσμο! Μου διδάσκει τη γλώσσα του κόσμου αυτού, και τους κώδικες επικοινωνίας του. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσα παιδιά έχουν περάσει από την καρέκλα του πιάνου στο ωδείο. Η αλήθεια είναι ότι με τα παιδιά με τα οποία κατάφερα να μείνω κοντά μέχρι να ενηλικιωθούν έχω πάρα πολύ καλές σχέσεις, είτε αποφοιτούν, είτε απλώς διακόπτουν. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό και για τις οικογένειες, που με βάλανε μέσα μέσα στο σπίτι τους και τη ζωή τους, αλλά δεν είναι μόνο ρόδινη η σχέση αυτή, δεν είναι πάντα ρόδινη. Ίσως με κάποια παιδιά να έκανα λάθη…
Έχω κάνει λάθη. Είναι κάποιες περιπτώσεις σ’ αυτά τα χρόνια, που, όταν βγω απ’ τη δουλειά σε τέσσερα χρόνια, θα τα κουβαλάω ως βάρος στη συνείδησή μου. Υπήρξαν φορές που ξεπέρασα τα όρια. Υπάρχουν και παιδιά που τα έδιωξα από το ωδείο, εγώ με τη συμπεριφορά μου, ελπίζω όχι και από τη μουσική. Πάντως σίγουρα δεν είναι αλήθεια ότι είναι μόνο εύκρατη η σχέση με τα παιδιά. Είναι αλήθεια ότι πολλά παιδιά με αγαπούν πάρα πολύ, αλλά υπάρχουν και παιδιά που τα πλήγωσα, μπορεί να ένιωσαν ότι τα πρόσβαλα, πάντως νομίζω πως κανένας δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι τον αδίκησα, εν γνώσει μου τουλάχιστον.
Αγαπάω το παιδί ως έννοια, το σέβομαι, νομίζω πως για τα παιδιά ό,τι και να κάνει κάποιος, όχι ο γονιός τους μόνο, εννοώ η κοινωνία, ο δάσκαλος, το σχολείο, ό,τι και να κάνει κάποιος για τα παιδιά είναι λιγότερο από ό,τι πρέπει. Πάντα μπορείς να κάνεις κάτι ακόμη και το αξίζουν και κυρίως το δικαιούνται, γιατί παραλαμβάνουν μια συνθήκη ζωής την οποία δεν επέλεξαν, ενώ εμείς την επιλέξαμε με τον τρόπο μας, με τον τρόπο που ζήσαμε, με τον τρόπο που πορευόμαστε, που πολιτευόμαστε, που ψηφίζουμε, που ζούμε, που λέμε ψέματα, που οδηγούμε, που καταναλώνουμε, που σπαταλάμε ενέργεια. Εμείς φτιάξαμε τη συνθήκη που αργότερα αυτά τα παιδιά θα αναγκαστούν να υφίστανται δια βίου. Τα πάντα δικαιούνται τα παιδιά.
Και δεν είναι μόνο οι σχέσεις μουσικής που σας συνδέουν, αλλά με τους μαθητές σου προχωράτε σε εκδηλώσεις ποιότητας, που αγγίζουν θέματα πολιτισμού με ιδιαίτερη ευαισθησία. Πόσο γόνιμη είναι αυτή η συμπόρευση για τα παιδιά, αλλά και για σένα;
Όταν έρχονται παλιοί μαθητές μου, απόφοιτοι, εργαζόμενες, μητέρες, κάποιες από αυτές που ταξιδεύουν από το εξωτερικό, για να συνεργαστούν με μαθητές που είναι 12 χρονών σε μια εκδήλωση από αυτές τις μεγάλες, που συνήθως τις ετοιμάζω ένα χρόνο,(είναι θεματικές, έχουν κείμενα, εικόνες, απαγγελίες και πολλά άλλα), ε, τότε είναι από τις λίγες περιπτώσεις που λέω ότι κάτι καλό έχω κάνει στη ζωή μου, για να αξίζω τόσο κόπο και έξοδα και έκθεση.
Η σκηνή δεν είναι απλό πράγμα, το σανίδι σε εκθέτει σε κινδύνους, που μόνο κάποιος που το γνωρίζει μπορεί να πει πόσο είναι σημαντικοί. Μπορεί να δυσκολευτείς, μπορεί να νιώσεις δυσάρεστα και να μην μπορέσεις να το διαχειριστείς. Η σκηνή είναι ξεγύμνωμα, δεν μπορεί κανένας να κρύψει τίποτα. Επειδή έχω αυτό το μεράκι απ’ το 2005, που κάνω αυτήν την μεγάλη ετήσια εκδήλωση για τη δασκάλα μου, στη μνήμη της, αφιερωμένη στο Σύλλογο Καρκινοπαθών του Νομού “Άγιος Παρθένιος”, φαίνεται πως έχω συγκινήσει κάποια παλιά παιδιά μου και με βοηθούν.
Στην αρχή πήγα ψηλαφητά, λίγο λίγο. Πήγαμε να κάνουμε κάτι που να είναι και να μην είναι μαθητικό, να είναι και να μην είναι ερασιτεχνικό… Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω μεγάλες λέξεις, και να παινεύομαι μόνη μου, αλλά, όταν καμιά φορά συναντάω ανθρώπους, (όχι πως συμβαίνει κάθε μέρα, αλλά συμβαίνει), που δεν τους γνωρίζω και που δεν είχα στείλει τα παιδιά τους στο ωδείο και με ρωτάνε «φέτος τι θα κάνετε» ή «του χρόνου τι θα κάνετε» λέω κάτι καλό είναι αυτό που έκανα, δηλαδή κατάφερα να φτιάξω ένα πράγμα που αξίζει να ονομάζεται θεσμός, που δεν κόστισε σε κανέναν τίποτα και που ό,τι κι αν είναι, σίγουρα είναι αξιοπρεπές, οι άνθρωποι φεύγουν έχοντας δει ότι είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και όταν κάτι είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς είναι δίδαγμα.
Ειδικά στα μικρά παιδιά πώς λειτουργεί το στήσιμο μιας τέτοιας εκδήλωσης;
Οι πρόβες, τα καμαρίνια, το ότι ακούν τον άλλον που είναι πιο μεγάλος απ’ αυτούς ακόμα και τον απόφοιτο να μοιράζεται τις ίδιες αγωνίες που έχουν τα μικρά παιδιά, δηλαδή να ανησυχεί αν θα βγει ένα πασάζ (πέρασμα από γρήγορες δύσκολες νότες, που είναι από τα πράγματα που λέμε ότι είναι τα κομβικά από πλευράς τεχνικής σε ένα έργο), αν θα κολλήσει η μνήμη κάπου, μαθαίνουν πολλά από αυτό. Δεν έχω αντίρρηση να μου πει ένα παιδάκι «εγώ δεν θέλω να παίξω στην εκδήλωση» δεν επιμένω, κάποτε επέμενα, τώρα όχι πια. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η τέχνη μας είναι μια τέχνη σκηνική, όπως είναι το μπαλέτο, όπως είναι το θέατρο.
Ένα από τα πράγματα που πρέπει να μάθουμε στα παιδιά, όταν τους λέμε ότι τους μαθαίνουμε μουσική, είναι το τι να κάνουν, όταν εμφανιστούν, πώς να διαχειριστούν το άγχος τους, τι να κάνουν σε περίπτωση που ξεχάσουν κάτι στη μνήμη τους. Είναι κομμάτι της δουλειάς μας. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορεί να σου τα μάθει ούτε το μάθημα, ούτε καν οι εξετάσεις. Η επίδειξη μπροστά στον κόσμο που σε κοιτά είναι κάτι άλλης κατηγορίας και είναι κάτι που πλάθει τη μουσική προσωπικότητα. Καταλαβαίνεις αν πρέπει να μπορείς να πας προς την καριέρα σολίστ, αν πρέπει να πας προς τη συνοδεία, ή τη διδασκαλία, ή πρέπει να πας προς το να είσαι καλό ακροατήριο, ή προς τη διεύθυνση.
Έχεις μεταπτυχιακούς τίτλους και σεμινάρια, που αποτελούν απλά τίτλους ή ουσία στον κόσμο της Μουσικής; Κι επειδή ξέρω πως δεν μπορεί να ισχύει το πρώτο, ειδικά για σένα, ποια η θέση τους στον τρόπο που βλέπεις τη μουσική;
Το μεταπτυχιακό στο Reαding στην Αγγλία δεν μου έμαθε πολλά πράγματα. Το έκανα, όταν ήμουν ήδη στη δουλειά 20 χρόνια. Έχω μια έμφυτη φιλομάθεια, ανέλαβα τον κόπο και τα έξοδα και τα ταξίδια με χαρά, αλλά η αλήθεια είναι ότι περίμενα ότι θα μάθω περισσότερα πράγματα για περισσότερα πράγματα. Ανακάλυψα με μεγάλη μου χαρά και πάλι γυρίζοντας, με θαυμασμό και σεβασμό στη μουσική μου καταγωγή, (την ταπεινή μου μουσική καταγωγή), ότι εργαζόμενη είχα πάρα πολλά πράγματα μάθει στο πεδίο, περισσότερα από ό,τι πίστευα. Δηλαδή ότι υπήρχαν πράγματα που είχα ανακαλύψει, για να προσεγγίσω, προβλήματα που ανέκυπταν με τους μαθητές μου, που μπορεί να μην ήξερα ότι χαρακτηρίζονταν από έναν «ισμό», έναν τρόπο διδασκαλίας που είχε ένα όνομα και κάποιος τον είχε προτείνει πριν από δεκαετίες, κάπου, αλλά εγώ τα είχα βρει εμπειρικά.
Αυτό που πραγματικά έμαθα στο μεταπτυχιακό, συγκεκριμένα σε τρία από τα έξι εξάμηνά του, ήταν ότι ασχολήθηκα με τη διδασκαλία έξω από τα τυπικά πλαίσια. Παράδειγμα: σε υπερήλικες, σε παιδιά που απέχουν από την τυπική ανάπτυξη, που τα χαρακτηρίζει μια ειδική ανάγκη, μια μαθησιακή δυσκολία, μια αισθητηριακή αναπηρία, μια πνευματική αναπηρία, ή είναι στο φάσμα. Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχα γνωρίσει στη δική μου εποχή. Τα παιδιά που απείχαν από την τυπική ανάπτυξη απείχαν από παντού, προφανώς και από τα ωδεία. Τώρα αυτό ευτυχώς αλλάζει. Όσο για τα διαδικτυακά μαθήματα, έχω κάνει δέκα, δώδεκα, δεν θυμάμαι ακριβώς, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στο Ιωαννίνων, στο ΕΚΠΑ, στο ΠΑΜΑΚ. Είναι μια δυνατότητα που μου δίνεται, μπορώ να την εκμεταλλευτώ στον χρόνο μου, μπορώ να την πληρώσω.
Είναι μαθήματα που πληρώνονται. Δεν είναι πολλά τα χρήματα, σε σχέση με αυτό που προσδοκώ να πάρω, πάντως πληρώνονται. Η αλήθεια είναι ότι μερικά από αυτά είναι φανερό ότι είναι μόνο ένας τρόπος τα πανεπιστήμια να βγάζουν χρήματα, γιατί είναι μερικά προγράμματα που παρακολούθησα, που και το υλικό που μας δινόταν και η επικοινωνία με τους διδάσκοντες ήταν πολύ ευτελή και τα δύο, αλλά υπήρχαν και άλλα, στα οποία έμαθα πάρα πολλά. Το υλικό ήτανε πλούσιο, η συμπεριφορά των διδασκόντων εξαιρετική και όταν τραβάω τη γραμμή λέω πως άξιζε τον κόπο. Μπαίνουν πλέον στα ωδεία καινούργια παιδιά, με καινούριες ανάγκες, πρέπει να βρούμε τη γλώσσα τους να μιλήσουμε, δεν μπορούμε να μείνουμε με αυτά που μαθαίναμε στον καιρό μας, δεν φτάνουν.
Μελετώντας το βιογραφικό σου, παρατηρεί κανείς ένα έντονο ενδιαφέρον από την πλευρά σου για τα παιδιά με αναπηρία. Μπορεί να προσφέρει σ’ αυτά η Μουσική; Μπορεί αυτό το ενδιαφέρον και η αναζήτηση να γίνει πράξη;
Είναι κάτι που δεν γνώριζα. Κι εσύ κι εγώ και ο α και η β, και ο καθένας σε ένα βαθμό, μάθαμε να διδάσκουμε, πατώντας πάνω από τα παιδιά, γιατί τα μοντέλα που διδασκόμαστε είναι μοντέλα, που θεωρητικά δουλεύουν. Όταν όμως βλέπεις ότι το εφαρμόζεις και ο τοίχος δεν πέφτει, τότε σίγουρα πρέπει να βρεις κάτι άλλο, δεν μπορείς απλώς να παρακάμψεις τον τοίχο.
Η εμπειρία που έχω μέχρι εδώ είναι πως η μουσική μπορεί να γίνει καταρχάς ένα θετικό κομμάτι της ταυτότητάς αυτών των παιδιών, πολύ ισχυρό, και καμιά φορά μπορεί να αναπληρώνει κομμάτια της προσωπικότητας που μπορεί να λείπουν, που έχουν να κάνουν συνήθως με την κοινωνικότητα. Όταν σε κάτι υστερείς, οι δυνατότητές σου να επικοινωνείς, να συμμετέχεις σε παρέες και να μοιράζεσαι, μικραίνουν. Η μουσική είναι καλή παρέα και κυρίως δεν είναι τσιγκούνα. Ό,τι τής δώσεις ως μελέτη, ως ενδιαφέρον, ως προσωπική αναζήτηση, θα σου το δώσει πίσω στο πολλαπλάσιο. Αυτό είναι μια πραγματικότητα για τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα στην μοναξιά του διαφορετικού. Από τη στιγμή που ξεπεράσεις τα αναχώματα που μπαίνουν, ή μάλλον από τη στιγμή που τα δεις ως αναχώματα και όχι ως ανυπέρβλητα εμπόδια, θα αναγκαστείς να βρεις ένα εργαλείο για να τα αντιμετωπίσεις.
Ήσουν Διευθύντρια στο Δημοτικό Ωδείο Βέροιας αλλά και της Νάουσας για κάποια χρόνια. Πώς είδες το χώρο των ωδείων απ’ αυτήν τη διαφορετική θέση τώρα πια; Ποια θα έπρεπε να είναι η αντιμετώπισή τους από τους Δήμους και την Πολιτεία;
Το 2008 με 2011 ήμουν στην Νάουσα, το 2011 με 2016 στη Βέροια. Οι Δήμοι κάνουν ό,τι μπορούν, όπως το εννοεί ο κάθε Δήμος. Δεν μπορώ να πω τι γίνεται αλλού. Υπάρχουν πόλεις, όπου γίνονται πράγματα που τα ζηλεύω, που εμείς δεν τα ’χουμε, υπάρχουν άλλες που μας ζηλεύουν και λένε ότι είμαστε πολύ καλύτερα εμείς εδώ. Κάθε Δήμος ιεραρχεί τις ανάγκες του και τα στόματα που πρέπει να ταΐσει, (Πολιτισμό, πρόνοια, δρόμους, Παιδεία κλπ.). Η Πολιτική είναι μια ιδιαίτερη ανθρώπινη αλληλεπίδραση και δοκιμάζει και τις καλύτερες προθέσεις, πόσω μάλλον που πολλές φορές αυτές οι καλές προθέσεις δεν υπάρχουν. Στο τέλος όλοι κρίνονται.
Αλλά με την Πολιτεία υπάρχει ένα ζήτημα: τα πτυχία μας είναι αδιαβάθμητα, δεν ανήκουν σε καμία βαθμίδα εκπαίδευσης. Τραγικό; Τραγικό! Γελοίο; Γελοίο! Ύποπτο; Πολύ ύποπτο! Αλλά είναι η πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι να αρχίσουν να βγάζουν τα μουσικά πανεπιστήμια πτυχιούχους, τα ωδεία ήταν οι μόνοι φορείς παραγωγής μουσικής γνώσης στην Ελλάδα. Θα σου πω τη δική μου περίπτωση, και ο καθένας ας κρίνει, γιατί είναι μετρήσιμα αυτά που θα πω: μπήκα στο πανεπιστήμιο και παράλληλα έκανα το πιάνο μου. Εγώ μπορώ να πω πόσο κόπο έκανα για το ένα και πόσο κόπο έκανα για το άλλο. Τα δύο χρόνια που έκανα το Δίπλωμά μου, μελετούσα ένα εξάρι ώρες τη μέρα και μέσα σ’ εκείνα τα υπέροχα δυο χρόνια, οι μόνες μέρες που δεν μελέτησα πιάνο ήταν η Μεγάλη Παρασκευή του ’88 και η Μεγάλη Παρασκευή του ’89. Λοιπόν, ας μου πει κάποιος, ποια σχολή στο πανεπιστήμιο για να την τελειώσεις με άριστα πρέπει να κάνεις αυτό που περιέγραψα. Και όλοι οι μουσικοί εκείνης της σεζόν, της δικής μας, έτσι εργάστηκαν.
Μόλις άρχισαν να βγαίνουν οι πτυχιούχοι από τα μουσικά πανεπιστήμια, και κυρίως αργότερα, όταν άρχισαν να δίνονται και πτυχία με ειδικεύσεις οργάνων, εν μια νυκτί γίναμε απλώς κάτοχοι ενός αδιαβάθμητου τίτλου σπουδών. Ο καθένας μπορεί να λέει για μας ό,τι του επιτρέπει η συνείδησή του να πει, χωρίς κανέναν έλεγχο. Είναι πολύ θλιβερό. Και το θλιβερότερο απ’ όλα είναι πως δεν ξεχωρίζουν ούτε καν τους ανθρώπους που τελείωσαν τα Ωδεία πριν βγουν οι πρώτοι πτυχιούχοι από τα μουσικά τμήματα των Πανεπιστημίων. Αν εγώ έμπαινα στο πανεπιστήμιο όχι το 83, αλλά το 93 ή το 2003, μπορεί να πήγαινα κι εγώ σε ένα από αυτά τα τμήματα, αλλά, όταν σήμερα κάποιος υποτιμάει την επάρκειά μου, τις σπουδές μου και την επαγγελματική μου αξία, και τοποθετεί τα πτυχία μου στον πάτο μιας μοριοδότησης, για ποιο πράγμα με κατηγορεί; Για το ότι γεννήθηκα το 1966 και δεν γεννήθηκα το 1986; Πληρώσαμε τα δίδακτρά μας, όργανα, χορδίσματα, βιβλία, σεμινάρια, (εκείνα τα χρόνια υπήρχαν σεμινάρια, που μπαίναμε σε λίστα αναμονής για να μας κάνουν δεκτούς, τόση ζήτηση υπήρχε), εργαστήκαμε πολύ σκληρά, εξεταστήκαμε από μια επιτροπή που τη διάλεξαν άλλοι, σύμφωνα με τον νόμο της χώρας μας, υποστήκαμε οποιαδήποτε βάσανο έπρεπε να υποστούμε, και τώρα ξαφνικά ζούμε αυτήν την απαξίωση… και, τολμώ να πω, την ορφάνια, διαχρονικά από την Πολιτεία… Δεν εξαιρώ καμία κυβέρνηση και κανέναν ή καμία υπουργό.
Και το ότι απολύεστε και επαναπροσλαμβάνεστε κάθε χρονιά, ποιος το καθορίζει;
Όταν δόθηκε η δυνατότητα στους Δήμους να αποφασίσουν εάν θέλουνε να μετατρέψουν τις συμβάσεις των συμβασιούχων τους σε αορίστου χρόνου, στη δική μας επιχείρηση, και μάλιστα ομόφωνα, το συμβούλιο ψήφισε ενάντια στους ανθρώπους της, εμάς δηλαδή.
Κι ενώ συνεχίζεις να είσαι η αγαπημένη των παιδιών και να έχεις αφιερώσει τη ζωή σου στη Μουσική, σε κερδίζει η γραφή, η Λογοτεχνία. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί τέσσερα βιβλία σου. Πώς περνάς από τις νότες στις λέξεις; Ποιο αόρατο νήμα τις δένει;
Η δασκάλα μου συχνά, όταν μας δίδασκε και ήθελε να δώσει μια συμβουλή για κάτι ερμηνευτικό, συνήθιζε πολύ να λέει πράγματα όπως «σκέψου εδώ έναν ηθοποιό που κάνει αυτό» ή «σκέψου κάποιον που θυμώνει και απαντάει έτσι» κλπ. Έχουν κοινά πράγματα και στη δομή τους και στο μεδούλι τους νομίζω οι τέχνες της γραφής και της μουσικής. Το πώς έρχεται η κορύφωση, το πώς διαχειρίζεσαι την ένταση, και πώς την εκτονώνεις και σε πόσο χώρο, πώς φωτίζεις τους δεύτερους χαρακτήρες, (τις δεύτερες φωνές θα λέγαμε στη μουσική), είναι παρόμοια, τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη. Αλλά επειδή εγώ γράφω λίγο και γράφω μόνο όταν μού ‘ρχεται κάτι στο μυαλό που με ενοχλεί και θέλω να το βγάλω από μέσα μου, δεν νιώθω συγγραφέας και δεν συστήνομαι έτσι, γι’ αυτό δεν ξέρω να σου πω πώς γράφω.
Πότε ξεκινά η περιπέτεια της γραφής; Πώς γίνεται η σύλληψη, η κυοφορία και η γέννηση ενός λογοτεχνικού κειμένου; Πόσο δύσκολο είναι να βγει στο φως, και στη συνέχεια να περάσει στον αναγνώστη; Πόσο κοστίζει πνευματικά και ψυχικά στο συγγραφέα;
Το πρώτο βιβλίο βγήκε το ’99. Οπότε μάλλον άρχισα να γράφω κάπου μέσα στη δεκαετία του 90, δε θυμάμαι ακριβώς. (Κάτι στιχάκια έγγραφα, αλλά, εντάξει, άλλο τα στιχάκια.)
Η σύλληψη δεν ξέρω από πού έρχεται. Όταν μου έρχεται η ιδέα ξαφνικά, ξέρω και πώς θα τελειώσει και συνήθως γράφω την αρχή, όπως μου έρχεται στο μυαλό και γράφω και το τέλος, το οποίο σπανίως παραλλάσσω. Το γεφυράκι ανάμεσα είναι η κυοφορία και αυτή είναι δύσκολη.
Ζω το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου εξαντλημένη σωματικά, η ξεκούραση μού είναι άγνωστη λέξη, και ψυχικά και σωματικά περνάνε πολύ μεγάλα διαστήματα που δεν το πιάνω το κείμενο. Όταν το ξαναπιάνω, σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό εγώ είμαι άλλη, και κάτι που έχω γράψει μου φαίνεται υπερβολικό ή πολύ λιτό, πρέπει να το ξαναφτιάξω, δεν είναι απλό πράγμα. Επίσης, όταν γράφω δεν διαβάζω, σταματάω να διαβάζω, δεν θέλω να επηρεαστώ, και όταν δεν διαβάζω ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου είναι κουτσό, οπότε από αυτή την άποψη η κυοφορία δεν είναι ευχάριστη. Η γέννα, δηλαδή το να το τελειώσω ένα πράγμα, είναι ευχάριστη. Σπανίως έχω πόνο, όταν κάτι τελειώνει. Όσο κάτι φτιάχνεται, ο ψυχικός μου κόσμος ταράζεται, γίνομαι πιο ευσυγκίνητη, αλλά μετά, όταν πάει προς τους ανθρώπους, αυτό έχει χαρά, δεν έχει τίποτα άλλο εκτός από χαρά.
Πριν φτάσει στο τυπογραφείο, έχεις την αγωνία πώς θα το υποδεχτούν οι αναγνώστες; Και μετά, όταν κυκλοφορήσει;
Κάποιοι άνθρωποι θα βρίσκουν χαριτωμένα αυτά που γράφω, κάποιοι συγκινητικά, κάποιοι αδιάφορα, δεν με χαλάει αυτό, δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτό.
Ποτέ δεν ρωτάω αν πουλάει το βιβλίο, δεν τηλεφωνώ στην Αθήνα να μάθω τι θα μου πούνε οι άνθρωποι από τον εκδοτικό οίκο, ποτέ δεν το κάνω αυτό. Είχα φτάσει και σε μια ηλικία, όταν άρχισα να γράφω, που είχα καταλάβει ότι πρώτον δεν μπορώ να ικανοποιώ τους πάντες, δεύτερον ότι είναι αδύνατον να με συμπαθούν οι πάντες, τρίτο ότι αυτό δεν είναι κακό. Αν με πει κάποιος ψεύτρα η κλέφτρα αυτό με πειράζει, γιατί ξέρω ότι δεν είμαι τίποτα από τα δύο, αλλά να μου πει κάποιος ότι το βιβλίο μου δεν του άρεσε, αυτό είναι απολύτως θεμιτό, δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτό. Εδώ συγγραφείς πολύ μεγάλοι και διαβάζουμε βιβλία τους και λέμε «προτιμώ το προηγούμενο» και τολμάμε να πιάνουμε στο στόμα μας ονόματα, που εγώ δεν μπορώ να γράψω ούτε μια πρόταση δική τους, κοινό και κριτικοί δεν τους υποδέχονται καλά… Τι να με πειράξει… Που κάποιος δεν εκτιμάει τη γραφή μου;
Εκείνο που εντυπωσιάζει στα βιβλία σου δεν είναι μόνο η πλήρης κατοχή των εκφραστικών μέσων και η δημιουργία ατμόσφαιρας, αλλά η βαθιά αγάπη σου για τον άνθρωπο και τα ζώα, που τα τελευταία ενυπάρχουν στις σελίδες σου ως αυτόνομες προσωπικότητες. Παρατηρείς με μια πολύ διεισδυτική ματιά τον κόσμο και η γραφή σου, από τη νουβέλα και το διήγημα μέχρι το παραμύθι σου, είναι μια έμμεση πολιτική κραυγή για έναν καλύτερο κόσμο. Πού αναζητάς τους ήρωές σου και πώς;
Δεν τους αναζητώ εγώ, αυτοί με αναζητούν και, όταν με βρουν, καμιά φορά κάτι γίνεται. Διάλεξα μια ζωή, κυρίως μέσα από τη δουλειά που κάνω, η οποία έχει πολλούς ανθρώπους. Έχει πολλά παιδιά, πίσω και γύρω από τα παιδιά υπάρχουν μητέρες, πατέρες, αδελφάκια μικρά και μεγάλα, φίλοι, δάσκαλοι, πληγές κάθε είδους και βάθους. Όποιος δεν είναι τυφλός, και δεν ατενίζει τον κόσμο με αυτάρεσκη ματιά, είτε θέλει είτε δεν θέλει, βλέπει τους ανθρώπους. Ένας χορεύει, ένας διδάσκει, ένας γράφει, ένας στέκεται αλληλέγγυος με άλλο τρόπο… Αν τα βλέπεις, κάνεις.
Ο ευτυχισμένος άνθρωπος δεν έχει την ανάγκη μας, κανενός την ανάγκη δεν έχει. Ποιος ήταν αυτός που το είχε πει, (ο Τολστόι νομίζω), πως οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι περίπου όλες ίδιες, αλλά οι δυστυχισμένες οικογένειες καθεμιά μια είναι διαφορετική. Ισχύει και για τους ανθρώπους το ίδιο. Έχω μια χορδή ακόμη μέσα μου, η οποία δεν έχει σκληρυνθεί και νομίζω ότι σέβομαι τον άνθρωπο χωρίς φωνή. Προσπαθώ να δω τι είναι αυτό που τον κινητοποιεί, τι τον πληγώνει, τι τον ανακουφίζει, ποια σοφία… Αυτό είναι σημαντικό για μένα, ποια σοφία σωρεύει μέσα στη ζωή, για να μπορεί να αντέξει.
Η βαθιά αγάπη για τους ηλικιωμένους και τα ζώα πραγματικά εντυπωσιάζει στα βιβλία σου. Πώς αναβλύζει;
Η ζωή που ζούμε, στο δυτικό κόσμο τουλάχιστον, είναι μια ζωή η οποία είναι φτιαγμένη γύρω από τους ανθρώπους που είναι γεροί, νέοι και παραγωγικοί. Οι άλλοι είναι κάτι σαν ένα αναγκαίο παρακολούθημα, όπως είχε πει και εκείνος ο υπουργός «και δεν πεθαίνουν κιόλας οι συνταξιούχοι»! Δηλαδή, όλα εκπέμπουν μία εντολή, «δεν μπορείς πια να παράγεις, δεν με αφοράς, δεν αφοράς το μοντέλο που πουλάει το πρωινάδικο, το μεσημεριανάδικο, δεν αφοράς το μοντέλο των διαφημίσεων στην τηλεόραση, που είναι γεμάτες από νέους που γελάνε, λες και οι νέοι που δουλεύουνε μαύρα στις καφετέριες είναι ανύπαρκτοι. Τέλος πάντων, δεν με αφοράς εσύ, ο ηλικιωμένος. Ό,τι σου αναλογεί είναι μια θέση στον καναπέ, να βλέπεις μόνο τηλεόραση μέχρι να πεθάνεις». Για οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων και αν το άκουγα αυτό, θα θύμωνα. Όπως δεν δέχομαι ότι ο μετανάστης αξίζει μόνο για να καθαρίσει το σπίτι μου και να μου πλένει το αμάξι, ή το προσφυγάκι μόνο για γίνει μπασκετμπολίστας, και αν δε γίνει, το θέλω να μείνει μακριά μου χωρίς δικαιώματα και Παιδεία. Έτσι δεν δέχομαι και ότι οι άνθρωποι αυτοί, ό,τι μάζεψαν σε γνώση σε συναισθήματα, σε σοφία είναι ασήμαντο. Έχω θυμό μ’ αυτό…
Και όχι μόνο θυμό, αλλά και μια απέραντη τρυφερότητα γι’ αυτούς… και για τα ζώα…
Η εικόνα που έχω για τους ηλικιωμένους είναι μια εικόνα ανθρώπων, που θέλουν να προλάβουν να μιλήσουν και να ακουστούν και αυτό με συγκινεί. Νομίζω ότι έχουν μια βιασύνη, αυτό το εισπράττω με διάφορες αφορμές. Αλλά και γενικά οι άνθρωποι που έχουν ένα ενοχλητικό σπυρί στον πισινό και τους δυσκολεύει να κάτσουνε ήσυχοι και τακτοποιημένοι, αυτό το δύσκολο σπυρί στον πισινό είναι ένα πράγμα που σε όλες τις τέχνες έχει αφήσει πολλά αριστουργήματα, το τραύμα! Αυτό είναι που κινητοποιεί κι εμένα. Αριστούργημα μπορεί να μη γράψω, αλλά και αμέτοχη δε μένω.
Όσο για τα ζώα…Πιστεύω πως τα ζώα τα σώζουμε μία φορά, από το δρόμο, από τις φόλες, από τη μοναξιά, από την αρρώστια, και μετά αυτά μας σώζουν για πάντα, αυτό είναι τα ζώα.
Στις μέρες μας υπάρχει μια υπερπαραγωγή βιβλίων. Σημαίνει αυτό μια “λογοτεχνική άνοιξη” ή μήπως είναι απαραίτητη μια αυστηρότερη αυτοκριτική, πριν παραδώσει κανείς το κείμενό του στο τυπογραφείο;
Δεν συμφωνώ με το τελευταίο. Ας εκφράζονται οι άνθρωποι, ας εκφράζονται, όπως μπορούν, όσο μπορούν, με όποιον τρόπο μπορούν. Δεν έχω πρόβλημα ούτε με τους πολλούς εκδοτικούς οίκους, ούτε που μερικοί θα πάρουν χρήματα, για να εκδώσουν αυτά τα πονήματα. Είναι μεγάλη υπόθεση να δίνεις σε κάποιον βήμα να πει αυτό που έχει μέσα του. Γιατί κάποιος που σήμερα δίνει αυτό, αύριο μπορεί να δώσει κάτι πάρα πολύ περισσότερο. Αν δεν του δοθεί το βήμα, το πρώτο έστω, έστω και με αυτές τις λεόντειες συμφωνίες, που κάνουν καμιά φορά κάποιοι νεαροί/νεαρές συγγραφείς… Αν κάποιος σου πει την πρώτη καλή κουβέντα και βρεις το κοινό σου το πρώτο, των λίγων, των ελάχιστων ανθρώπων, μεθαύριο μπορεί να ωριμάσεις, να δώσεις κάτι άλλο που δεν θα το έδινες, αν το πρώτο βήμα δεν είχε γίνει.
Και από τη γραφή της Λογοτεχνίας περνάς στη θεατρική γραφή. Αν και προσωπικά πιστεύω, (έχοντας διαβάσει όλα τα βιβλία σου), πως κι εκεί υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς τους στο Θέατρο, (κι αυτό αποδείχτηκε με την “Κλεμμένη πλάτη”, που διακρίθηκε σε πανελλαδικό διαγωνισμό θεατρικού μονολόγου), γράφεις το θεατρικό έργο “Αντί στεφάνου”, που παίρνει το πρώτο πανελλαδικό βραβείο αυτήν τη φορά. Τι σε οδηγεί στο Θέατρο και ποια η διαφορά στη γραφή; Τι θεωρείς δυσκολότερο, τη Λογοτεχνία ή το Θέατρο;
Εγώ με το θέατρο δεν έχω ιδιαίτερη σχέση. Ανήκω στους θεατές και όχι στους πολύ φανατικούς. Το σινεμά αγαπώ περισσότερο. Ανάμεσα στα δύο, αυτή είναι η αγάπη μου. Αλλά, όταν μου ήρθε η ιδέα για το θεατρικό, επειδή όλα διαδραματίζονται σε ένα σαλόνι, (μαζεύονται πέντε άνθρωποι σ’ ένα σαλόνι, όπου δίπλα αναπαύεται ο νεκρός φίλος τους, και αυτό στη διάρκεια της νύχτας φέρνει διάφορα πράγματα στην επιφάνεια), το πήγα από δω, το πήγα από κει, κατάλαβα ότι αυτή η ιδέα που μου είχε έρθει, ήταν μια ιδέα που είναι για να γίνει θεατρικό έργο.
Μεταξύ πεζού και θεατρικού λόγου νομίζω ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω, γιατί και το ένα με αγάπη και χαρά το έκανα και το άλλο με αγάπη και χαρά το έκανα.
Βέβαια, το διήγημα είναι πιο κοντά στο χέρι μου, γιατί έχω και αυτή τη μικρούτσικη πείρα, εμπιστεύομαι περισσότερο το χέρι μου στο διήγημα, αλλά το «Αντί στεφάνου» δεν θα μπορούσε να γίνει διήγημα, δεν υπήρχε τρόπος, το προσπάθησα, δεν δούλεψε καθόλου. Από την άλλη υπάρχουν και διηγήματα που έχω γράψει, που δεν θα μπορούσαν να γίνουνε θεατρικό, όπως και άλλα που είναι σχεδόν έτοιμα, δραματοποιημένα.
Αλλά, αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στα δύο, σίγουρα το διήγημα είναι πιο κοντά μου.
Κλείνοντας, πόσο μπορεί σ’ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο που ζούμε και που όλο γίνεται σκοτεινότερος να λειτουργήσει η Μουσική και η Γραφή; Και ακόμη πιο μακριά, πώς μπορεί να λειτουργήσει η αγάπη για τον άνθρωπο;
Και πώς αλλιώς να γίνει; Τι να κάνεις, ή μάλλον τι να ΜΗΝ κάνεις;
Ένας αγώνας είναι, και με τη μουσική και με τη γραφή, και πιο πολύ με την καθημερινότητα. Αλλά από την άλλη πλευρά, ποια εναλλακτική έχεις; Δηλαδή είτε μιλήσουμε για τη νεκρανάσταση του φασισμού, που έχει γίνει κανονικότητα στην ίδια την ήπειρο που μακελεύτηκε απ’ αυτόν, είτε μιλήσουμε για την άπειρη βία και το θυμό που υπάρχει στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, για ό,τι κι αν μιλήσουμε, μου φαίνεται πως κάτι πρέπει να κάνουμε, να μην πνιγεί ο άνθρωπος στην αμεριμνησία μας. Η αμεριμνησία πήρε πολύ κόσμο στο λαιμό της. Γι’ αυτό ρωτάω ξανά “και πώς αλλιώς να γίνει;” Ρίχνω ένα σπόρι και ελπίζω σε μια βροχή.
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Πόπης Φιρτινίδου
………………….