Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: «Πανδαιμόνιο και άλλες ιστορίες από κάτω – Ρωμανός» / Εκδόσεις Δυσήνιος Τύπος
Ως εκ τούτου, η σημασία της πολιτικοποιημένης λογοτεχνίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Και σε καιρούς που η κυριαρχία δείχνει ικανή και πρόθυμη να διαμορφώσει ένα νέο μοντέλο πλήρως αδιάφορου και ατομικιστή πολίτη, είναι καθήκον και των ανθρώπων του βιβλίου να βάλουν το λιθαράκι τους στην προσπάθεια διατήρησης και όξυνσης της κοινωνικής και ταξικής συνείδησης και μνήμης
————
-
Στον χρόνο που «κλέβω» από τις μελέτες μου για να απολαύσω λογοτεχνικές σελίδες (ποίηση και πεζογραφία) παλαιών και νεότερων συγγραφέων δημιουργών, προσπαθώ να ενημερωθώ και για τις νεότερες γενιές και την γραφή τους. Τι έχουν να πουν «εγγράφως» οι νέοι μας, που οι γενιές των μεγάλων τους θέλουν «αλήτες», τα ΜΜΕ τους θέλουν «αναρχικούς μπαχαλάκηδες», και η «καθωσπρέπει» κοινωνία τους τσουβαλιάζει όλους ανεξέλεγκτα και τους βαπτίζει «χουλιγκάνους», και τους βλέπει όμοια και απαράλλακτα ίδιους με αυτούς της νυν λεγόμενης «οπαδικής βίας»; Ωραίος ο νεολογισμός αλλά θαρρώ πως έχει σχέση με τα «σκουριασμένα μυαλά» που ουδέποτε γνώρισαν φιλί από τα «σκουριασμένα χείλη».
-
Οφείλω να ομολογήσω –και δεν το παίζω κριτικός βιβλίου– πως οι τελευταίες βιβλιοπαραγωγές είναι εξόχως καλαίσθητες ως βιβλίο-προϊόν, αλλά ως περιεχόμενο προδίδουν την «θητεία» των συγγραφέων τους στην μαθητεία τους στις «Σχολές Δημιουργικής Γραφής». Και δεν αμφισβητώ ότι δεν είναι μικρό πράγμα να βάζεις σε τάξη τα πράγματα του «εσωτερικού κόσμου» σου και να τα δίνεις είτε ως ποίηση είτε ως πεζό. Αυτό, όμως, δεν συνιστά ντε και καλά από μόνο του ή εξ ορισμού… και λογοτεχνία. Ευελπιστώ ότι τούτοι οι «πτυχιούχοι» τέτοιων Σχολών, δεν θα ζητήσουν στο μέλλον την κατοχύρωση του δικαιώματος της γραφής μόνον σε όσους έχουν τίτλους πιστοποίησης τέτοιων «σπουδών» και ότι άλλοι δεν θα μπορούν να ασκούν αυτό το «επάγγελμα»: Ποτέ δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει το μέλλον…
-
Και για όσους «επιδίδονται» στην συγγραφή «ιστορικών μυθιστορημάτων», καλό είναι να έχουν πρότυπα μεγάλους και σπουδαίους συγγραφείς ή να τους μιμούνται, αλλά οφείλουν να σέβονται τα «ακριβή ιστορικά γεγονότα» κα τα όποια «ιστορικά πρόσωπα» πρωταγωνιστούν στις γραφές τους (να μην τα χρησιμοποιούν μόν σαν κράχτες της πραμάτειας τους) και συνάμα να «σέβονται την γεωγραφική μνήμη των χώρων» μέσα στους οποίους διαδραματίζονται τα όποια γεγονότα της αφήγησής τους. Παρά είναι «ανιστόρητα» τέτοια αφηγήματα και τα οποία κατακρεουργούν το ιστορικό γεωγραφικό ανάγλυφο ως χώρο όπου λαμβάνουν χώρα τα «διαδραματιζόμενα γεγονότα»! Οι υψηλές ιδέες που συνήθως καταχωρίζουν οι συγγραφείς τους σε αυτά τα πονήματα, θα ήταν πολύ πιο ωραίες αν υπήρχε και ο απόλυτος σεβασμός στην ιστορική αλήθεια των γεγονότων και των ιστορικών προσώπων και στην «γεωγραφική ιστορική πραγματικότητα». Αυτή η «βουλιμία» με πρωταγωνιστές σε μυθιστορήματα «διάσημα» ιστορικά πρόσωπα, απαιτεί σεβασμό! Αν έχουν άλλη άποψη οι μυθιστοριογράφοι… ας γράψουν ιστορία, και όχι «ιστορικό μυθιστόρημα» με στρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας, και ας επαινούνται από τους κριτικούς λογοτεχνίας αυτού του είδους οι συγγραφές.
-
Στις ευχάριστες εκπλήξεις ήταν το βιβλίο «Πανδαιμόνιο και άλλες ιστορίες από κάτω – Ρωμανός, Εκδόσεις Δυσήνιος Τύπος, Πάτρα 2023» (Χρονολογία Έκδοσης: Ιανουάριος 2023, σσ. 256, Διαστάσεις 21×14). Πρόκειται για βιβλίο με διηγήματα, και έχει ως Περιεχόμενα: Πρόλογος, Μήνυμα από το μέλλον, Παίζουν ακόμα rock’n’roll, 360P, Βολικές ανοησίες, Ταξιδεύοντας με μια Cadillac Eldorado του ’57, Τις ψυχές τους στην αρένα, Φιλί, Trigger warning, Να γίνεσαι ένα, Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο, Το πρόβλημα με τις γυναίκες, Περιμένει, Πάντα οι μάγισσες, Μια μέρα μιας από τις ζωές του Καλαντάρι, Ο Fukoyama στο παιχνίδι των “six word stories”, Η μέρα που πέταξα ό,τι μου ‘χε απομείνει, Πανδαιμόνιο.
Δεκαοχτώ διαμαντάκια στέρεης γραφής, με δροσερόν αγέρα, νιότης και νεανικής προβληματικής, με θέαση των πραγμάτων από μια οπτική γωνία που οι μεγάλοι δεν μπορούν να ιδού, είτε γιατί αλληθωρίζουν, είτε γιατί η στραβωμάρα και η μυωπία της σκέψης τους δεν τους επιτρέπει, είτε γιατί η «θαλπωρή της βόλεψής» τους τους έχει καταστήσει παντελώς «τυφλούς».
Ο συγγραφέας με ειλικρίνεια κάνει καθαρές εξηγήσεις από την αρχή και ξεκαθαρίζει από τον πρόλογό του:
-
«Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή. Τα βιβλία δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αυτό είναι κάτι δεδομένο. Όμως οι άνθρωποι που τα διαβάζουν μπορούν να τον αλλάξουν, και οι ιστορίες έχουν την ιδιαίτερη δύναμη να αλλάζουν τους ανθρώπους. Για αιώνες ολόκληρους ο γραπτός λόγος και η τέχνη –με την ποίηση και τη λογοτεχνία στο επίκεντρο καθώς συνταίριαζαν και τα δυο– αντιμετωπίζονταν από την κάθε λογής εξουσία ως πλάστες συλλογικών συνειδήσεων και φορείς πολιτικών νοημάτων. Ως μέσο είτε προπαγάνδας του εξουσιαστικού λόγου είτε διάδοσης ιδεών αμφισβήτησης και ανατροπής, η λογοτεχνία βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο πολιτικών ανακατατάξεων και μετασχηματισμών. Ποιητές και συγγραφείς έχουν κληθεί να εξυμνήσουν την εξουσία και να παραχαράξουν την ιστορία για χάρη της, ενώ την ίδια στιγμή δεν είναι λίγα τα βιβλία που έχουν ριχτεί στην πυρά για τις ιδέες που έφεραν, δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που έχουν κατά καιρούς βρεθεί να φιγουράρουν σε μαύρες λίστες λόγω των πεποιθήσεων τους και του περιεχόμενου των έργων τους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η κυριαρχία πάντοτε επιφύλασσε για τη λογοτεχνία μια ιδιαίτερη θέση στην ατζέντα της.
Κατά τον 20ό αιώνα, η ήδη από παλιότερα προϋπάρχουσα αντίληψη πολλών λογοτεχνών και καλλιτεχνών πως η τέχνη οφείλει να μπορεί να σταθεί από μόνη της, δίχως να εξυπηρετεί πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες (η λεγόμενη “Ars gratia artis”, δηλαδή “Τέχνη για την τέχνη”), βρήκε εκ νέου νόημα στη διαμάχη με την αντίληψη της στρατευμένης τέχνης που εισήγαγε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Με ιδιαίτερη βάση στη θέση ότι η τέχνη δικαιολογείται να παραμένει ηθικά ουδέτερη καθώς η ίδια της η ύπαρξη διαθέτει αυταξία, πολλοί λογοτέχνες της συγκεκριμένης αντίληψης προτίμησαν την επί τούτου απογύμνωση των έργων τους από την πολιτική έκφραση και τη στοχευμένη κοινωνική κριτική, προτιμώντας την εκδοτική και εμπορική ασφάλεια της ουδετερότητας μιας “πνευματικής” ελίτ που δημιουργούσε για την υποτιθέμενη “χαρά της δημιουργίας”, απολαμβάνοντας μια δήθεν ελευθερία έκφρασης που προσέφερε το “αχρωμάτιστο” εκδοτικό κατεστημένο.
Ασφαλώς, όλα αυτά ήταν (και συνεχίζουν να είναι) κούφιες έννοιες που δεν εξυπηρέτησαν παρά έναν σκοπό: τη διαμόρφωση και την εκπαίδευση απαθούς αναγνωστικού κοινού, πλήρως αδιάφορου και αμέτοχου ως προς το πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι.
Σε όσους ασχολούνται έστω λίγο με το βιβλίο και τις λογοτεχνικές κυκλοφορίες, είναι πασιφανής ο τρόπος που το εκδοτικό κατεστημένο έχει αποφασίσει εδώ και πολλά χρόνια να λειτουργεί. Το ποιοι τίτλοι διαλέγονται από τον άπειρο σωρό των προς έκδοση βιβλίων για να τυπωθούν και να κυκλοφορήσουν, το ποια από αυτά απολαμβάνουν προώθησης και διαφήμισης και υπό ποιους όρους συμβαίνει αυτό, τα κριτήρια που πρέπει να πληροί και οι συμβιβασμοί που οφείλει να κάνει ένας συγγραφέας για να (έχει την ελπίδα να) βραβευτεί, το οικονομικό –και όχι μόνο– αλισβερίσι στο κύκλωμα των εκδοτών και των κριτικών λογοτεχνίας, είναι όλα αντικείμενα που άπτονται, λιγότερο ή περισσότερο, στην ιδεολογική κατεύθυνση που έχει επιλεχθεί να δοθεί στη σύγχρονη λογοτεχνία. Από το θάψιμο και την καταδίκη σε αφάνεια των μικρότερων φωνών που έχουν κάτι καινούριο και ουσιαστικό να πουν, στην προσεκτική διαλογή για διαφήμιση των λιγότερο “επικίνδυνων” έργων των πιο πολιτικοποιημένων συγγραφέων, μέχρι την τεχνητή και προσχεδιασμένη ανάδειξη ως best-sellers των πιο βολικών και ακίνδυνων δημιουργών, είναι σαφές πως ο εκδοτικός κόσμος πασχίζει για την αποσιώπηση –ή έστω τη λείανση– των λογοτεχνών που έχουν τη δυνατότητα και την πρόθεση να καλλιεργήσουν μια πιο ευαίσθητη και προοδευτική κοινωνικοπολιτική συνείδηση στους αναγνώστες τους.
Η “Τέχνη για την τέχνη” και ο δήθεν απολιτίκ, “καθαρός” χαρακτήρας της λογοτεχνίας που κατά βάση προωθείται, συνιστά ένα καθ’ όλα βολικό ψέμα. Μια απάτη που επιχειρεί να παρουσιάσει τις πολιτικοποιημένες φωνές ως ακραίες ή ως τυχοδιωκτικούς καταχραστές (για ίδιον ή στρατευμένο πολιτικό όφελος) μιας υποτιθέμενης ευγενούς τέχνης την οποία ο λογοτεχνικός κόσμος οφείλει να προστατέψει και να διατηρήσει αμόλυντη. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει καμία απολιτίκ λογοτεχνία. Ο κάθε συγγραφέας, ο κάθε δημιουργός, μετουσιώνει σε έργο τις πεποιθήσεις του, τα βιώματά του, τις απόψεις και τις εικόνες του. Ακόμα και αν δεν είναι στρατευμένη (κυρίως κομματικά στρατευμένη, όπως την επιθυμούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός), η λογοτεχνία πάντοτε θα φέρει τα πολιτικά πιστεύω και τις κοινωνικές ανησυχίες του ανθρώπου που τη γράφει. Η απόπειρα συγγραφής μη πολιτικοποιημένων βιβλίων είναι ξεκάθαρα συνειδητή επιλογή και απαιτεί από τον συγγραφέα να γυμνώσει το κείμενο από όλα εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν δικό του έργο, να αφαιρέσει επί της ουσίας τον εαυτό του από αυτό για χάρη των επιταγών του εκδοτικού κατεστημένου. Είναι μια απόφαση αυτό-ευνουχισμού και εκούσιας υποταγής, μια μη δημιουργική πράξη.
Παραφράζοντας την πολύ όμορφη ρήση του Terry Pratchett για τη φαντασία, θα μπορούσαμε να πούμε πως «Η λογοτεχνία είναι για το μυαλό ό,τι ακριβώς το ποδήλατο γυμναστικής για το σώμα: δεν σε κάνει να προχωράς μπροστά, όμως γυμνάζει τους μύες που θα το κάνουν». Ως εκ τούτου, η σημασία της πολιτικοποιημένης λογοτεχνίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Και σε καιρούς που η κυριαρχία δείχνει ικανή και πρόθυμη να διαμορφώσει ένα νέο μοντέλο πλήρως αδιάφορου και ατομικιστή πολίτη, είναι καθήκον και των ανθρώπων του βιβλίου να βάλουν το λιθαράκι τους στην προσπάθεια διατήρησης και όξυνσης της κοινωνικής και ταξικής συνείδησης και μνήμης. – Ρωμανός»
Σκέτο: ΡΩΜΑΝΟΣ! Και ακολουθούν οι όμορφες διηγήσεις, ανατρεπτικές, ερεβώδεις και αινιγματικές, σε χώρους που θυμίζουν περιβάλλοντα Μπουκόφσκι, και ιδεολογικούς συνειρμούς σε Φροϋδικές και Βιλχεμ-Ραϊχικές ψυχολογικές ατραπούς, σε πορείες που ακροβατούν στην Μαρξιστική Ιδεολογία και στην οροφή των ιδεών του κλασικού Αναρχισμού. Οι αφηγήσεις έχουν να αποκαλύψουν τα αλλόκοτα του σύγχρονου βίου της ευμάρειας των καταναλωτών, και της έλλειψης της κοινωνικής συνείδησης και αλληλεγγύης. Οι ιστορίες είναι προϊόν του φωτογραφικού φακού και φίλτρου του συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί να φωτίσει γωνιές του σήμερα, σε σημεία που δεν μπαίνουν ηλιακές ακτίνες και καθαρός αέρας. Οι καλοστολισμένοι και χλιδάτοι με τα τιποτένια διάσημα ονόματά τους και τα ευτελή διαδήματα καρφιτσωμένα στο πέτο τους, αφήνουν αδιάφορους τους πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών, που σαν τερμίτες υποσκάπτουν τα θεμέλια του σύγχρονου χάρτινου οικοδομήματος των κοινωνιών της ευημερίας και της ανάπτυξης, της κυριαρχίας του τεχνολογικού εξοπλισμού και της ψηφιακής εικονικης πραγματικότητας,
Υποψιάζομαι την καλή παιδεία του συγγραφέα, και υποψιάζομαι ότι έχει εκκινήσει το πρώτο του βήμα για μια γραφή που θα πιάνει τον παλμό των νέων γενεών, αυτών που το μουχλιασμένο μυαλό των ήδη βολεμένων αδυνατεί να κατανοήσει.
Το ΡΩΜΑΝΟΣ, με έβαλε σε σκέψεις και άρχισα να ανακαλώ στην μνήμη πόσους γνωρίζω με τέτοιο όνομα! Μου προέκυψαν ενδιαφέροντα πρόσωπα:
Ρωμανός ο Μελωδός ή ο Υμνογράφος (490–556), από τους μεγαλύτερους υμνογράφους, χαρακτηρισθείε ως «ο Πίνδαρος της ρυθμικής ποίησης», και άνθισε τον 6ο αιώνα, που θεωρείται ο «Χρυσός Αιώνας» της Βυζαντινής υμνογραφίας.
Ρωμανός ο Λεκαπηνός (ή Λακαπηνός (870–948) από τον Οίκο των Λεκαπηνών, που έγινε Βυζαντινός ναυτικός διοικητής και βασίλεψε ως Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 920 έως την εκθρόνισή του στις 16 Δεκεμβρίου του 944.
Ρωμανός Γιώργος (γ. Αθήνα, 1947) τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και κιθαρίστας, του οποίου τις μπαλάντες τραγουδούσαμε οι νεολαίοι της δεκαετίας του 1970, στις όμορφες φοιτητικές παρέες μας.
Ο συγγραφέας του «Πανδαιμόνιο και άλλες ιστορίες από κάτω» δεν μπορεί να είναι κανένας από αυτούς. Είναι όμως αληθινός συγγραφέας, μυθοπλάστης, ένα «πριγκιπόπουλο της γραφής» και θαρρώ πως φέρνει «μαγιάτικον αγέρα» στην νεοελληνική μας λογοτεχνία, Συμμερίζομαι απόλυτα την εκτίμησή του ότι: «Οι λέξεις που απαρτίζουν αυτό το βιβλίο ανήκουν σε ανθρώπους από κάτω. Ανήκουν στον γέρο χωρικό και στο δρεπάνι του»!
-
« Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένα πριγκιπόπουλο…
Γεγονός που δεν θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα, μιας και καμία από τις ιστορίες που φιλοξενούνται σε αυτό το βιβλίο δεν είναι η ιστορία του.
Γιατί κάποτε, η εξέγερση των χωρικών έφτασε μέχρι την πόλη του, πέρασε τις πύλες του παλατιού σαν ασυγκράτητος χείμαρρος. Οι υπηρέτες έτρεξαν έντρομοι να γλιτώσουν, οι φρουροί πέταξαν τα θρασύδειλα όπλα τους. Έκπληκτο το αγόρι παρακολουθούσε τον κόσμο που γνώριζε να γκρεμίζεται. Πάντοτε πίστευε πως το αγαπούσαν όλοι, έτσι όμορφο και καλότροπο που ήταν, έτσι γλυκά όπως του συμπεριφέρονταν. Όμως, στα μάτια του γέρου χωρικού που τώρα ανέβαινε τα σκαλιά του θρόνου, με τα φρύδια σφιγμένα και τις γροθιές ματωμένες και το μεγάλο δρεπάνι στα χέρια, κανένα ίχνος αγάπης δεν ξεχώριζε. Το πριγκιπόπουλο δεν πρόλαβε καν να παρακαλέσει για τη ζωή του. Ο χωρικός το έριξε στα γόνατα και του έκοψε τον λαιμό με το δρεπάνι του. Γαλάζιο αίμα έβαψε τα σκαλιά, κύλησε μέχρι τη βάση του θρόνου. Κανένας δεν εντυπωσιάστηκε. Όλοι προτίμησαν τα διαμάντια στο στέμμα του.
Και κάπου εδώ σταματάμε να ασχολούμαστε με το πριγκιπόπουλο. Γιατί οι λέξεις που απαρτίζουν αυτό το βιβλίο δεν ανήκουν σε ανθρώπους με διαμάντια και στέμματα και γαλάζιο αίμα στις φλέβες τους. Ανήκουν σε ανθρώπους που έχουν υποφέρει. Ανήκουν σε ανθρώπους που έχουν σωριαστεί στο χώμα, είτε κατόρθωσαν να ξανασταθούν στα πόδια τους είτε πέρασαν τη ζωή τους σερνάμενοι. Ανήκουν σε ανθρώπους που αμφισβήτησαν τον κόσμο, σε ανθρώπους που δεν μπόρεσαν παρά να τον αποδεχθούν με πόνο, σε ανθρώπους που συνθλίφτηκαν από αυτόν. Σε επαναστατημένους και σε παραιτημένους. Σε εκείνους που θα θυμόμαστε για το θάρρος και τη γενναιότητά τους, όμως εξίσου σε εκείνους που έχουμε ήδη ξεχάσει. Σε πολλούς, πολλούς ανθρώπους.
Όμως, όχι σε πριγκιπόπουλα.
Οι λέξεις που απαρτίζουν αυτό το βιβλίο ανήκουν σε ανθρώπους από κάτω. Ανήκουν στον γέρο χωρικό και στο δρεπάνι του…»
Ο Ρωμανός είναι μια σύγχρονη φωνή, με σκέψη σπό το μέλλον, με τεράστιο φορτίο από το παρελθόν, με κεραίες που συλλαμβάνουν τα μηνύματα από το «υπερπέραν» -τρέμετε του 666 οι οπαδοί και οι πολέμιοι!- και στα εκφραστικά του μέσα χρησιμοποιεί και την «λεκτική εικονογραφία», όπως είναι τα διηγήματα του δεύτερου μέρους του βιβλίου, και για το οποίο ο συγγραφέας πάλι διευκρινίζει:
-
«Οι σελίδες που έχετε αφήσει πίσω σας έχουν αποτελέσει ένα μικρό ξεγέλασμα, μια άκακη απάτη. Μικρές ιστορίες από κάτω, μυθιστορηματικές ή ποιητικές, που υποθετικά θα σας οδηγούσαν στη μεγαλύτερη απ’ όλες: αυτή που φιγουράρει στον τίτλο του βιβλίου. Σας έχουν οδηγήσει πράγματι στη μεγαλύτερη σε έκταση, όμως δεν πρόκειται για κάποια ιστορία από κάτω, παρά μόνο αν το “από κάτω” αναφέρεται στις λογοτεχνικές προσδοκίες σας. Και γι’ αυτό, ο συγγραφέας σας χρωστά μια σκανδαλιάρικη συγγνώμη.
Οι σελίδες που ακολουθούν συγκαταλέγονται δίχως δεύτερη σκέψη στη λεγόμενη “παραλογοτεχνία”, πρόκειται δηλαδή για λογοτεχνίζοντα κείμενα τα οποία στερούνται λογοτεχνικής αξίας και δεν τα ενδιαφέρει καν να διεκδικήσουν κάτι τέτοιο. Επιπλέον, είναι κενά κάθε είδους καλλιτεχνικής ή φιλοσοφικής ευαισθησίας, καθώς επιδεικνύουν μια ισχυρή προτίμηση προς το σχετικά χοντροκομμένο χιούμορ. Συναποτελούν μια καρτουνίστικη ιστορία άνευ βαθύτερων νοημάτων, που δεν επιθυμεί να πει κάτι πέρα από το προφανές, άδεια από συμβολικούς ήρωες και γεμάτη με διαβόλια, τριβόλια, και λοιπά πλασματάκια που έχουν διάθεση αποκλειστικά να σπάσουν πλάκα με τα νεύρα του αναγνώστη.
Ασφαλώς, πρόκειται για τις αγαπημένες σελίδες του συγγραφέα.
Συνεχίζετε (ή και όχι) με δική σας ευθύνη.»
Άγνωστέ μας ΡΩΜΑΝΕ καλώς όρισες στον κόσμο των… γραφιάδων. Περιμένουμε και συνέχεια… Δεν πειράζει που οι «κριτικοί» … δεν βρίσκουν τέτοια βιβλία στην «αγορά βιβλίου» για να τα κριτικάρουν, να τα υποδείξουν, να τα… ναι βρε παιδί μου, υπάρχουν και άλλες εκδοτικές παρουσίες, πέρα από αυτές των μεγάλων και γνωστών εκδοτών και τα «μεγάλα ονόματα»!…
Ορθά επισημαίνεται σε κάποια «κριτική» που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά:
«Σε αυτή τη συλλογή, από τις πρώτες σελίδες γνωρίζουμε έναν σύγχρονο παραμυθά που φέρει βαριές τις σφραγίδες της ενασχόλησης με τη λαογραφία, του Δεκέμβρη του ‘08, των σύγχρονων κινημάτων για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια και της λογοτεχνίας του τρόμου και του φανταστικού. Πώς αυτά τα στοιχεία διασταυρώνονται και ερωτοτροπούν στο κεφάλι ενός ανθρώπου; Όπως περιγράφεται στις πρώτες σελίδες, πρόκειται για ιστορίες «δίχως αρχή και δίχως τέλος, σκηνές αποσπασματικές και ξεκομμένες, τραγικές μονάχα για τον πρωταγωνιστή τους και αδιάφορες για όλους τους άλλους.»
Προσυπογράφω και την εκτίμηση:
«Όλες οι ιστορίες έχουν δυο κοινούς παρονομαστές που αποτελούν και την πολιτική-εκπαιδευτική ραχοκοκαλιά της συλλογής. Ο πρώτος είναι η επιμονή στην αφήγηση των ιστοριών των ανθρώπων που προσπερνάμε στον δρόμο και στην ζωή. Με άλλα λόγια, η θέση πως η λογοτεχνία δεν είναι ανάγκη να είναι «κοινωνία ηρώων». Και κατ’ επέκταση, ότι ο κόσμος δεν είναι ανάγκη να είναι μια κοινωνία πρωταγωνιστών, αλλά ανθρώπων. Ο δεύτερος παρονομαστής είναι η επιμονή στο ζήτημα τις εξουσίας και της επιβολής. Από τις πιο εμβληματικές και δημόσιες κοινωνικές σχέσεις όπως η εκκλησιαστική επιρροή, έως τις πιο προσωπικές και καθημερινές.»
Καλό ταξίδι στις ευρύχωρες αυλές των ψυχών των αναγνωστών. Απόλαυση…