Άμοιρη! το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου την θλιμμένη·
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά, κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα, θολό κι ανέγγιχτο
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.
Όξω, βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας· και τότε αντάμα
τα πράματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα… και ένα κλάμα…
Κι απ’ τη γωνιά ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ’ αγαπημένο μας παλιό ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας
ρυθμίζει αργά, φριχτά, το μοιρολόι…