Μια τέτοια μέρα, σαν σήμερα 6 Γενάρη, ένας άντρας με ματωμένο πουκάμισο, κάθεται να γράψει τραγούδια.
Παίρνει κάτι τσαλακωμένα χαρτιά με ποιήματα και συνεχίζει αυτό που είχε ξεκινήσει ο ποιητής.
Τη μάχη, σώμα με σώμα, με τον θάνατο.
Με όλες τις μορφές θανάτου: Την καταπίεση, τη σκλαβιά, την αδικία, την εκμετάλλευση, την ανελευθερία.
Μια μάχη ως το «αταξικό γαλάζιο», όπως συνήθιζε να λέει ο ποιητής.
Ο χτυπημένος άντρας είναι ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο ποιητής ο Γιάννης Ρίτσος. Στα τσαλακωμένα χαρτιά – που είχαν ξεχαστεί χρόνια στο συρτάρι – είναι γραμμένη η «Ρωμιοσύνη». Εννέα ποιήματά της θα γίνουν εκείνη την παγωμένη νύχτα αθάνατα τραγούδια.
Το ημερολόγιο έδειχνε 6 Γενάρη του 1966.
Εποχή μεγάλων και δραματικών γεγονότων, με το πολιτικό κλίμα ιδιαίτερα οξυμένο. Έχουν ήδη προηγηθεί – μεταξύ άλλων – οι δολοφονίες του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη και του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα. Ηταν οι μέρες που η Ελλάδα συγκλονιζόταν από ένα κύμα διαδηλώσεων, που πέρασαν στην Ιστορία ως το «κίνημα των 70 ημερών» ή «Ιουλιανά», στις οποίες πήραν μέρος τρεις γενιές: Της ΕΑΜικής Αντίστασης, της μεταπολεμικής εργατικής τάξης, της φοιτητικής και σπουδάζουσας νεολαίας, ακόμα και μαθητές. Πολιτικά κυριαρχούσε το αίτημα για ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, απαλλαγμένου από σκουριές του μετεμφυλιακού πλέγματος καταστολής.
Τα «Ιουλιανά», όμως, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ξεκινούσαν από την αρχή της δεκαετίας του ’50 (αν όχι και νωρίτερα) κι έφταναν μέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από τη χούντα τον Δεκέμβρη του 1967 και (από μια συνολικότερη οπτική) μέχρι το 1974.
Τυπικά, λοιπόν, οι διαδηλώσεις τον Ιούλη του 1965 ξεκίνησαν με αφορμή την παραίτηση της κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά Κωνσταντίνου να υπογράψει το Βασιλικό Διάταγμα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Ηταν τότε που ο Γ. Παπανδρέου – με τις προσφιλείς του μεγαλοστομίες – προσπαθούσε να εγκλωβίσει το τεράστιο λαϊκό κίνημα στα στενά πλαίσια της πολιτικής του Κέντρου, βάζοντας παρασκηνιακά τρικλοποδιές στον λαό, ώσπου να οδηγήσει στο ξεθύμασμα.Σε λίγους μήνες, η χώρα θα βυθιζόταν στο σκοτάδι της δικτατορίας των συνταγματαρχών και οι πρωταγωνιστές της ιστορίας της «Ρωμιοσύνης» θα έπαιρναν πάλι τον δρόμο της φυλακής και της εξορίας.
Επιστρέφουμε, όμως, σ’ εκείνα τα επεισοδιακά Θεοφάνεια, στον Πειραιά, στο κλίμα μπαρουταποθήκης. Ο Γεώργιος Παπανδρέου βρίσκεται στο λιμάνι, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και τα μέλη της κυβέρνησης Στέφανου Στεφανόπουλου στο Τουρκολίμανο.
Ο αγιασμός των υδάτων μετατρέπεται ταχύτατα σε μια οργισμένη διαδήλωση κατά του βασιλιά και της κυβέρνησης (αν προσθέσουμε και τη λαϊκή δυσαρέσκεια, μετά το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του βασιλιά Κωνσταντίνου, στο οποίο έχει χαρακτηρίσει «μίασμα» τον κομμουνισμό, η εξέλιξη είναι αναμενόμενη).
Η πρωτοφανής λαϊκή κινητοποίηση κατατρομάζει την εξουσία (οι ξένοι ανταποκριτές μεταδίδουν για 50.000 κόσμου). Ο Μίκης είναι τότε πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη και επικεφαλής βουλευτής της αντιπροσωπείας της ΕΔΑ.
Εκεί, λοιπόν, κοντά στο Δημοτικό Θέατρο και την πλατεία Κοραή, χτυπιέται άγρια από αστυνομία και παρακρατικούς.Ο Φώντας Λάδης στο βιβλίο του «Μίκης Θεοδωράκης: Το χρονικό μιας επανάστασης 1960 – 1967» (εκδ. «Εξάντας»), γράφει: «Αρχισε η επίθεση της αστυνομίας. Επεφταν με λύσσα σ’ όποιον έβρισκαν στο πέρασμά τους. Ρίχτηκαν πάνω στο Μίκη. Τον τραυμάτισαν. Ενας αρχιφύλακας ούρλιαξε: Θεοδωράκη, Βούλγαρε»!
Όταν καταφέρνει, αγκομαχώντας και κουτσαίνοντας να γυρίσει στη Ν. Σμύρνη, στο σπίτι του, διαπιστώνει πως είναι βαριά χτυπημένος, με βαθιά τραύματα στο πρόσωπο και στο σώμα, με τα ρούχα του σκισμένα, γεμάτα αίματα και μέσα στις λάσπες. Πηγαίνει τότε κατευθείαν στο γραφείο του, για να μην τον δει κάποιος από την οικογένειά του και τρομάξει με το θέαμα. Θέλει κάπου να ξεσπάσει, το ηφαίστειο μέσα του κοχλάζει. Ανοίγει το συρτάρι του, βρίσκει μέσα εκείνα τα παλιά χειρόγραφα που του είχε στείλει – μέσω των γυναικών των πολιτικών κρατουμένων – ο Γιάννης Ρίτσος. Αρχίζει να θυμάται. Κάπου στις αρχές του 1962, μία οργάνωση γυναικών που αγωνιζόταν για την αποφυλάκιση των κρατουμένων, είχε έρθει στο σπίτι του, του είχε δώσει τα ποιήματα του Ρίτσου και τον παρακαλούσε να βγάλει έναν δίσκο, να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, μήπως βγουν οι άντρες τους από τις φυλακές.
Τα διαβάζει.Καιρό μετά, ο Μίκης εξομολογείται:
«Επιασα στα χέρια μου τα χειρόγραφα και όταν διάβασα το στίχο “Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό”, είπα πως έφτασε η ώρα της Ρωμιοσύνης και έκατσα στο πιάνο».
Εχει πάθος, πείσμα, θυμό, έχει όμως και έμπνευση. Γίνεται ένα με τα τσαλακωμένα χαρτιά, και μέσα στις επόμενες ώρες καταφέρνει το απίθανο. Μελοποιεί, σε χρόνο – ρεκόρ, εννέα τραγούδια από τη «Ρωμιοσύνη»!
Πού να φανταζόταν πως αυτά που θα δημιουργούσε εκείνη την έκτη νύχτα του Γενάρη, σε λίγο καιρό, μέσα στην κόλαση της χούντας, θα γίνονταν οι φωτεινοί ύμνοι των εξεγέρσεων, των διαδηλώσεων, των εξοριών, του Πολυτεχνείου.
Πού να φανταζόταν πως ακόμη και σήμερα, παραπάνω από μισό αιώνα μετά, μ’ αυτά τα τραγούδια του, θα κατεβαίνουμε πάλι στις κινητοποιήσεις, αυτά θα τραγουδάμε κι απ’ αυτά θα παίρνουμε δύναμη. Τραγούδια πιο ισχυρά κι από όπλα. Αφού ξέρουμε πια, πως:
«Όταν σφίγγουν το χέρι,
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μες απ’ τα άγρια γένια τους.
όταν κοιμούνται,
δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους,
όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόραμε σημαίες και με ταμπούρλα».
Ο Αραγκόν έχει πει για τον Ρίτσο:
«…Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, που μου φέραν στίχους μεταφρασμένους απ’ τα ελληνικά, ενός ποιητή για να διορθώσω τα γαλλικά τους. Άξαφνα ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαρύγγι και το παράξενο είναι πως αργότερα, κάθε φορά που μου φέρναν στίχους, καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα ανίκανος να κυριαρχήσω στα δάκρυά μου… Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ’ τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα τον συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας…».
(Κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος»)
«Το ψωμί σώθηκε,
τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους
μόνο με την καρδιά τους».
Για τη «Ρωμιοσύνη» η κόρη του ποιητή, η συγγραφέας Ερη Ρίτσου, έχει ξεκαθαρίσει:
«Είτε φασίστες την τραγουδήσουν, είτε πατριδολάγνοι, είτε πατριδοκάπηλοι, είτε δοσίλογοι, είτε άσχετοι, είτε ανύποπτοι, η “Ρωμιοσύνη” είναι το ποίημα που είναι, γράφτηκε για τον λόγο που γράφτηκε και αυτό δεν αλλάζει».Ο Ρίτσος δεν απομακρύνεται ποτέ από τους συντρόφους του, είναι δοσμένος πάντα σε αυτούς. Σ’ αυτούς καταλήγει και στη ζωή και στην ποίηση. Εκεί, δίπλα σ’ αυτούς και μέσα στο Κόμμα, λέει πως βρίσκει την πλήρωση και τη δικαίωση της ζωής του:
«Κάθε φορά ξαναγυρνάω κοντά σας
κι είναι μια χαρά για μένα
να ξέρω πως με περιμένετε, να ξέρω την ωραία υπομονή σας
και τη βαθύτητα της εμπιστοσύνης σας.
Λοιπόν αφήστε με
να ξαναγράφω τ’ άρθρα της πίστης μας,
με την απλή ιερατικότητα μαθητευόμενου,
με τον γλυκύ ενθουσιασμό του νέου προσήλωτου
που αποστηθίζει τ’ άρθρα ζωής,
γραμμένα με μεγάλα κόκκινα γράμματα (…)».
Πιστεύω – και δεν ξεχνώ ποτέ – κάθε λέξη του αξέχαστου οικογενειακού φίλου και σημαντικού σκηνοθέτη Νίκου Αντωνάκου, που επεσήμαινε: «Το έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Είναι μέρος της πολιτικής και οικονομικής επιστήμης. Είναι μέρος της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. Είναι εργαλείο στα χέρια της εργατικής τάξης. Είναι μέρος της επανάστασης».
Επαψα δίπλα του να αναρωτιέμαι αν η ποίηση θα μας σώσει. Μαθαίνω μέσα από τις ατέλειωτες συζητήσεις – στην εφηβεία μου – με τον Αντωνάκο πως οι πραγματικοί ποιητές δεν γράφουν για να περνάει ο χρόνος. Γράφουν για να αποκτάει αξία ο χρόνος και τα ποιήματα του Ρίτσου, όπως και η ζωή του, είναι η δική του συμμετοχή στην επανάσταση. Γράφει για να συνεισφέρει και αυτός στην έφοδο στους ουρανούς!
Πάντα, όμως, μαζί με τη μεγάλη του περιουσία, τους συντρόφους του.
Σ’ αυτούς που γύριζε πάντα κι ο άλλος μεγάλος ποιητής, ο Γιώργος Κακουλίδης, που πίστευε πως «η ποίηση πρέπει ν’ αναγνωριστεί ως μία εκ των πολεμικών τεχνών, ως πράξη που ανατρέπει τα αποτρόπαια όρια της Ιστορίας».
Και συμπλήρωνε:
«Πάντοτε στα δύσκολα ακούω τον ψίθυρο των Διακοσίων του Σκοπευτηρίου, που μου λένε πως ό,τι κάνουμε το κάνουμε για λόγους “ορθοστασίας” ενάντια στην άβυσσο που μας περιβάλλει. Για το στοίχημα που επέβαλαν οι κομμουνιστές του “εμείς”, μακριά από το “εγώ”».
Απέναντι σε όσα έρθουν αυτήν τη νέα χρονιά, σε όλα όσα βάρβαρα κι απάνθρωπα υπαγορεύσει ο νόμος του κέρδους, σ’ όλες τις άγριες επιθέσεις που θα εξαπολύσουν το κεφάλαιο και τα κόμματά του, ένας είναι ο δρόμος. Αυτός που ήταν πάντα. Ο δρόμος του αγώνα και της διεκδίκησης.
Και πάντα, μ’ εκείνα τα τραγούδια που γράφτηκαν μια τέτοια μέρα, από έναν άντρα με ματωμένο πουκάμισο κι έναν εξόριστο ποιητή.
Καλή χρονιά