Άρθρα Βιβλίο Ιστορία Λαογραφία Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Οι Τσιγγάνοι του Adriano Colocci / Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού (μέρος 3ο, τελευταίο)

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ (GLI ZINGARI) ΤΟΥ ADRIANO COLOCCI

–Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΛΑΟΥ–

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΟΥ ΚΟΛΟΤΣΙ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ «ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ»

     Οι Τσιγγάνοι – λαός παράξενος!

     Περιπλανώμενος, διασκορπισμένος, καταδυναστευμένος, καταραμένος, επαναστάτης απέναντι στους νόμους και στον πολιτισμό. Έζησε ανάμεσά μας χωρίς να αφομοιωθεί και μόλις εδώ και εκατό χρόνια επιχειρήσαμε να εκμαιεύσουμε από αυτή τη φυλή των εισβολέων το μυστικό της ρίζας, της γλώσσας και των εθίμων τους.

     Ήταν η αρχή του 15ου αιώνα και η Δύση είχε χάσει πλέον την ανάμνηση των ατέλειωτων περασμάτων των ανατολικών λαών –κάθε φυλή είχε πλέον τακτοποιηθεί όσο καλύτερα μπορούσε στα όρια που κατάφερε να πάρει από τη φύση ή τις καταστάσεις– όταν ξαφνικά παρουσιάστηκαν από χίλια μέρη τούτες οι ορδές των αρειανιστών που διέτρεξαν κρυφά και άοπλα όλη την Ευρώπη αλλάζοντας ακατάπαυστα διαμονή, υμνώντας την ομορφιά των γυναικών τους, μιλώντας παράξενα γλωσσικά ιδιώματα, εξασκώντας απόκρυφα και διαβολικά έθιμα και λατρεύοντας μυστικά άγνωστες θεότητες.

     Σήμερα εδώ, αύριο εκεί! Επισημασμένοι σε κάποιο μέρος για τις κλεψιές και για τα μάγια τους, εξαφανίζονταν πριν οι τοπικές αρχές και η αστυνομία μπορέσουν να μαστιγώσουν τους κλέφτες και να περιορίσουν τις μαγίστρες. Η παράξενη οδύσσεια αυτών των κάτισχνων και μελαψών Πελασγών έμοιαζε με τη φανταστική κούρσα ενός λαού κακών φαντασμάτων που καθόριζε το Iblis[1].

     Ακόμα και τώρα τους συναντούμε συχνά στις εξοχές μας και στη θέα των μελαχρινών μελαγχολικών τους προσώπων, στη θέα των ζωηρών ματιών τους, στη θέα των πολύχρωμων φορεσιών τους αναπηδούν άθελά μας, κάπου βαθιά στην ψυχή μας, μπερδεμένες θύμησες και παράδοξοι φόβοι από τους θρύλους που μας φόβιζαν από τότε που ήμασταν παιδιά. Έχουμε την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια «απομεινάρια» ενός χαμένου πια κόσμου, όπου βασίλευαν παραδοξολογίες και μύθοι, μαγείες και μαγγανείες, όρκοι και κατάρες.

Εμφανίστηκαν ξαφνικά από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και το ίδιο ξαφνικά εξαφανίστηκαν, όπως ήρθαν, στα βάθη του ορίζοντα. Όμως, και μόνο η θέα τους, μας κάνει εντύπωση. Δεν τους βλέπουμε πια, αλλά ο καθένας μας εξακολουθεί να τους σκέπτεται, και μέσα μας αναδεύεται μια συγκεχυμένη επιθυμία για ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή. Αισθανόμαστε την ποίηση των μακρινών τους ταξιδιών, τη νοσταλγία των τσαντιριών –όπου ξεκουράζονταν τη νύχτα και  μα-ζεύονταν το πρωί–, τη δίψα του άγνωστου και του κινδύνου. Σε αυτούς βλέπουμε σχεδόν προσωποποιημένη τη μοίρα των ανθρώπων, την ανάγκη του Κάδμου[2] για περιπλάνηση, το «περπάτα, περπάτα, περπάτα» του περιπλανώμενου Ιουδαίου προς άγνωστες κατευθύνσεις, το παιγνίδι του πεπρωμένου, τον ακούραστο ταξιδιώτη για την απλησίαστη ευτυχία στον χώρο και στον χρόνο. Εμείς έκπληκτοι από τον καλλιτεχνικό τους πλούτο, σπουδαία έκφραση και συντελεστής αυτού του περιπλανώμενου ανθρώπινου είδους, τον εξιδανικεύουμε και κατόπιν φανταζόμαστε σπουδαίες όπερες, σπουδαίους συγγραφείς, σπουδαίους συνθέτες. Πρόσωπα δε όπως τούτα: Esmeralda, Azucena, Meg-Merrilies, Zemphira, Preciosa, Vielka, Carmen, τα γέννησε η φαντασία και η ιδιοφυΐα των: Vittor Hugo, Verdi, Walter Scott. Puschkin, Weber, Meyerbeer και Merimee.

     Κανένας λαός δεν έχει βρεθεί ποτέ σε χειρότερες καταστάσεις από τους Τσιγγάνους. Αρνητικοί σε κάθε πολιτισμό, αποτελούν ένα είδος αυταπάτης κι απειλής, αντέχουν με αξιοθαύμαστο πείσμα στις καταλυτικές συνθήκες του δυτικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο πρέπει να κινούνται. Δεν υπήρξαν ούτε αποστάτες, ούτε στασιαστές. Έμειναν πιστοί στον χαρακτήρα τους με αμετάβλητη σταθερότητα. Ακόμα και σήμερα είναι ακριβώς οι ίδιοι που ήταν δέκα αιώνες πριν. Ο χρόνος δεν έχει καμιά επίδραση πάνω σε τούτη τη ράτσα, λες κι είναι σμιλεμένη πάνω σε μπρούτζο.

     Απαξιούν να καθυποτάξουν αλλά είναι πολύ περήφανοι για να υποταχθούν, καθώς η παθιασμένη αγάπη τους για τη Φύση ενυπάρχει σε αυτούς σαν ένα απέραντο συναίσθημα περηφάνιας και τους κάνει να ξεχωρίζουν από όλους τους ξένους, τους έξω από την κάστα τους. Συχνά καταδιωγμένοι, πολλές φορές καταφρονεμένοι, πάντα περιφρονημένοι, δεν αφήνονται να αφανιστούν, να διαλυθούν, να αλλάξουν. Περιπλανώνται στο περιθώριο ή διασχίζουν τις πόλεις χωρίς ποτέ να ζητούν τίποτε από αυτές, αφού δεν έχουν λατρεία, ιστορία, πατρίδα, ηθική.

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Οι Τσιγγάνοι του Adriano Colocci / Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού (μέρος 1ο)

     Η ιδέα της μόνιμης κατοικίας δεν φαίνεται να βρίσκει έδαφος στη σκέψη τους. Θα μπορούσε να θεωρηθεί έμβλημά τους το μοναδικό λουλούδι που ποιητικά ονομάζεται «μνηστή του ανέμου», και το οποίο κανείς δεν γνωρίζει τις ρίζες του και που το στέλνει ο άνεμος από την Ανατολή στη Δύση, αυτό το ζωντανό  λουλούδι και την αθέατη γύρη του. Πράγματι, όμοιοι με αυτό το φυτό, οι Τσιγγάνοι αφήνονται σαν και εκείνο στο καπρίτσιο του ανέμου. Και αυτό το καπρίτσιο είναι τόσο δυνατό που, μετά από λίγη απόλαυση μιας κά-ποιας καλοζωίας –για την οποία εμείς είμαστε άπληστοι–, αυτοί, αντίθετα, επιστρέφουν με μεγαλύτερη λαχτάρα στη «χαριτωμένη» τους φτώχεια, στην αγκαλιά της μητέρας Φύσης.

Κάποιες φορές σε ορδές, σε μικρές ή μεγάλες ομάδες, περιπλανώνται γεμάτοι εμπιστοσύνη στον εαυτό τους σε άγνωστους δρόμους, όπου δεν αφήνουν ούτε βρίσκουν ίχνη. Και προχωρούν, προ-χωρούν δίχως να τους αγγίζει η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος στο πέρασμα των αιώνων, δίχως οι πόλεμοι, η ειρήνη και, γενικά, όλα τα σημαντικά γεγονότα που φτιάχνουν την ιστορία και τη ζωή των ανθρώπων, να τους απασχολούν στο ελάχιστο. Μέσα στους κατακλυσμούς που καταλύουν τους λαούς, αυτοί εξακολουθούν να ζουν, μέρα με τη μέρα, ανεπηρέαστοι, αγνοώντας τα πάντα, ξένοι σε ο,τιδήποτε δεν τους αγγίζει άμεσα.

     Εάν ρωτήσετε αυτή τη ράτσα από πού προέρχεται, πού πηγαίνει κι από ποιο θαύμα διατηρείται σε αυτή την ασυνήθιστη μορφή, χωρίς να διαθέτει ούτε παραδόσεις, ούτε γραπτά κείμενα, θα σας απαντήσει ότι δεν γνωρίζει τίποτε. Έχει άγνοια του χρόνου και των αποστάσεων, υπάρχει μόνο χάρη στην επιμονή της να υπάρχει, ανεμπόδιστη από τις θλίψεις και τους διωγμούς, με τα τσαντίρια από κουρέλια, την πείνα και την ελευθερία της.

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Οι Τσιγγάνοι του Adriano Colocci / Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού – Οι Τσιγγάνοι της Ελλάδας (μέρος 2ο)

     Όμως, όσο κι αν είναι πικραμένος και καταφρονεμένος αυτός ο λαός προξενεί ένα τεράστιο ενδιαφέρον στους μελετητές και στους εθνολόγους, για τους οποίους υπήρξε ανέκαθεν ένα μεγάλο πρόβλημα αυτό το πραγματικά μοναδικό είδος ανθρώπων, που κατέχει –επίσης– μία μοναδική θέση μέσα στη μεγάλη ανθρώπινη οικογένεια. Το ότι κι εμείς κατεχόμαστε από το ίδιο ενδιαφέρον αποτελεί την αιτία αυτού του πονήματος για το οποίο προσπαθήσαμε να συλλέξουμε το κομματιασμένο υλικό που διασώθηκε για τις ρίζες, τις περιπέτειες, τη γλώσσα και τα έθιμα αυτής τής τόσο λίγο γνωστής ράτσας.

     Είναι γεγονός ότι είναι εξόχως δύσκολη αν όχι αδύνατη, η μελέτη αυτού του ανθρώπινου χαρακτήρα. Υπήρξε τεράστια δύναμη αντίστασης που οι Τσιγγάνοι μέχρι τώρα πρόβαλλαν στον πολιτισμό, o πληθυσμός τους μειώθηκε, η γλώσσα τους δέχτηκε στοιχεία αυτόχθονα από τις χώρες στις οποίες εγκαταστάθηκαν, τα ένστικτα του νομάδα και της επανάστασης καταπιέστηκαν από αστυνομίες και στρατιωτικές αρχές, πολλοί μικτοί γάμοι έγιναν και τα έθιμά τους υπέστησαν σταδιακές αλλαγές λόγω της μόνιμης εγκατάστασής τους σε κάποιον τόπο. Όλα αυτά δείχνουν ότι σε λίγα χρόνια η τσιγγάνικη ράτσα θα χάσει τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά της και μοιραία θα απορροφηθεί από το κύμα της προόδου των εποχών. Επομένως, δεν πρέπει να χάνεται χρόνος για μια μελέτη η οποία κατά τον επικείμενο 20ό αιώνα θα είναι πλέον πολύ δύσκολο να πραγματωθεί.

     Μακρά εξοικείωση με τους Τσιγγάνους –που αποκτήθηκε σε Ανατολή και Δύση– μας επιτρέπει ικανοποιητική γνώση του θέματος. Όπου δεν κάνουμε χρήση της άμεσης έρευνας βασιζόμαστε σε προηγούμενους μελετητές, σε χρονικά, σε μητρώα, αλλά και σε στοιχεία διασκορπισμένα σε διάφορα αρχεία ή αποσπάσματα δημοσιευμένα σε τόμους διαφορετικών περιόδων και υλικών που έμεναν σχεδόν απροσπέλαστα. Όμως η δυσκολία για άμεση έρευνα και η έλλειψη υλικού μάς υποχρέωσαν στο να περιορίσουμε τα όρια της μελέτης μας στον περιγραφικό/επιστημονικό τομέα, από φόβο μήπως παγιδευτούμε σε φαντασίες και ρομαντισμούς –πράγμα το οποίο προσφέρεται για το θέμα– και το οποίο θα ικανοποιούσε την προσδοκία του συγγραφέα. Ίσως γι’ αυτό να πήγαμε στο αντίθετο άκρο, ήτοι στη σχολαστική εξέταση της ακρίβειας των πηγών και των απόψεων, στη λιτή παρουσίαση των γεγονότων –ιστορικά εξακριβωμένων–, που μας επέβαλλαν την αναγκαιότητα της συγκέντρωσης στοιχείων και την αναδρομή σε σημειώσεις, οι οποίες από το ένα μέρος ενδυναμώνουν την αληθοφάνεια των γεγονότων, και από το άλλο  μέρος έχουν το μειονέκτημα να προσδίδουν στον γραπτό λόγο γυμνή και βαριά μορφή, ζημιώνοντας έτσι το ίδιο το ενδιαφέρον του έργου.

     Παραδίνουμε αυτή την εργασία γνωρίζοντας ότι δεν είναι τέλεια. Παρ’ όλα αυτά, έτσι όπως είναι, θα αγγίξει τον σκοπό της αν προκαλέσει ενδιαφέρον για πιο σύνθετες μελέτες, όσον αφορά μία ράτσα με τόσο μεγάλο ενδιαφέρον.

     Μπροστά στην κοινωνική υποκρισία αποδεικνύει ότι είναι δυνατή πρακτικά μια ζωή, σύμφωνα με τη Φύση, απογυμνωμένη από τυραννίες και προνόμια, με συναίσθημα απόλυτης ισότητας, χωρίς φροντίδα, προκαταλήψεις και ψεύτικες συμβατικότητες. Μια ζωή βασισμένη μόνο στους κοσμικούς και βιολογικούς νόμους, μια ζωή στην οποία τα πλάσματα απολαμβάνουν ελεύθερα αυτά που ο Δημιουργός έθεσε στη διάθεσή τους στη γη, μια ζωή που θεωρεί πατρίδα τον κόσμο ολόκληρο και που, αναγνωρίζοντας σαν αληθινό άρχοντα των πραγμάτων εκείνον που τα χρησιμοποιεί, αντικαθιστά την ιδέα της ιδιοκτησίας με την πιο λογική ιδέα της κατοχής.

     Γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούμε μια γλώσσα ανόητη για τους φανατικούς ενός ψεύτικου πολιτισμού που δεν βρέθηκαν ποτέ μέσα στις εσώτατες χαρές της Φύσης και που δεν έχουν παρακολουθήσει το μεταβλητό θέαμα των ατέλειωτα διαφορετικών εκδηλώσεών της.

     Όμως, θα μας καταλάβουν εκείνοι οι λίγοι που, έστω και για μια στιγμή στην ποιητική φυγή ενός ταξιδιού, έχουν πιει τρεχούμενο νερό από το ρυάκι, έχουν αισθανθεί το χάδι από τον φρέσκο αέρα των βουνών στο πρόσωπό τους, έχουν κοιμηθεί κάτω από τη σκιά των δένδρων, έχουν ονειρευτεί κάτω από το βελούδινο βλέμμα των αστεριών και έχουν ξυπνήσει από τις ακτίνες μιας χρυσής αυγής που χαμογελάει μέσα από την παιγνιδιάρα σκιά των πράσινων φυλλωμάτων.

ADRIANO COLOCCI

[1] Iblis: «Τζίνι». Σύμφωνα με το Κοράνιο, ο Αλλάχ δημιούργησε Iblis από «άκαπνη φωτιά» (μαζί με όλα τα άλλα jinn) και τον «άνθρωπο από πηλό». Αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του «Διαβόλου» και, εκτός από τις βρισιές, δεν έχει καμιά άλλη εξουσία, παρά μόνο τη δύναμη να ρίξει το κακό στις καρδιές των ανδρών και των γυναικών, με τα jinn.

[2] Κατά μία ελληνική παράδοση η Ευρώπη ήταν κόρη του Φοίνικα, βασιλιά της Φοινίκης. Κάποια μέρα η νεαρά Ευρώπη έπαιζε με τις Νύμφες στα λιβάδια και μάζευε λουλούδια, όταν πλησίασε προς το μέρος εκείνο ο Ζεύς, ο οποίος είχε μεταμορφωθεί σε ήμερο ταύρο, και την προσέλκυσε να καθίσει στη ράχη του και αμέσως, ως παντοδύναμος θεός, πέταξε και ήλθε στην Κρήτη, φέρνοντας μαζί του και την Ευρώπη. Η εξαφάνισή της έφερε μεγάλη ανησυχία στην οικογένειά της, που άρχισε έρευνες για την ανεύρεσή της. Ο αδελφός της Κάδμος, ιδρυτὴς των Θηβών, ήλθε στην Ελλάδα προς αναζήτησή της, αλλά δεν την ανεύρε, και μετά από πολλές περιπλανήσεις πέθανε στην Ιλλυρία. Η φήμη ήθελε την Ευρώπη εξαφανισμένη σε μεγάλη και μακρινή χώρα, εκτεινόμενη βόρεια και δυτικά της Ελλάδος, που από τότε πήρε το όνομα της εξαφανισμένης κόρης κι ονομάζεται Ευρώπη.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ