«Ευ ζην». Η μεγάλη πινακίδα σε περίοπτη θέση. Μεγάλα παράθυρα και από κάτω ένας κήπος γεμάτος δέντρα, περιποιημένα φυτά και όμορφα λουλούδια ολόγυρα από το κτίριο. Μια εικόνα που έβγαζε ασπροπρόσωπο το όνομα του κέντρου φροντίδας, το «Eυ ζην».
Γιοι και κόρες βλέποντας τα πέντε αυτά φωτεινά γράμματα, άλλοι καταχώνιαζαν βαθιά οποιαδήποτε ενοχή πήγαινε να γδάρει στιγμιαία το νου ή την απόδιωχναν σαν ενοχλητική μύγα, άλλοι αναστέναζαν με ανακούφιση για τις όμορφες και ξένοιαστες μέρες που τους περίμεναν δίχως το βάρος ενός ηλικιωμένου γονιού κι άλλοι από τη βιασύνη να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα, ούτε καν κοντοστέκονταν να σκεφτούν οτιδήποτε. Είχαν τόσες υποχρεώσεις που τους περίμεναν. Μια ζωή γεμάτη. Υπήρχαν και αυτοί που δε μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο και με βαριά καρδιά κατέληγαν σ’ αυτή την απόφαση.
Η κυρά Φανή ένιωσε μια πίκρα να της πατάει κάτι τσιμπιές στο δέρμα, όταν την αντίκρισε. Δεν ήξερε τι θα πει «ευ ζην» μα ήξερε τι ήταν εκεί. «Για λίγο θα είναι» της είπαν και την ξέχασαν. «Ίσα να μπορείς να περπατήσεις σταθερά, να εξυπηρετείσαι». Μα αυτή περπατούσε μια χαρά. Και το σπιτάκι της το συγύριζε και το καφεδάκι της το έψηνε. Και ένα φαγάκι κάθε δύο μέρες το μαγείρευε. Λίγο με τα ψώνια ήθελε βοήθεια. Και με κανένα γιατρό που τύχαινε να χρειαστεί. Μα δεν είπε τίποτα. Έγνεψε συγκαταβατικά. Πάντα συμφωνούσε σε ό, τι της έλεγαν. Και ιδίως αυτοί που αγαπούσε. Αυτούς σκέφτονταν πρώτα και μετά τον εαυτό της.
Όσο ζούσε ο Λευτέρης της, πριγκίπισσα ένιωθε. Και ήταν. Η Φανούλα του. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, στην κουζινούλα της. Έκανε την αγάπη της γλυκά, φαγητά και πίτες για τις τρεις κόρες της και τον ένα γιο. Όταν πέθανε ο Λευτέρης της, συνέχισε να του βάζει το πιάτο στο τραπέζι και να του μιλά. Τα παιδιά αραίωσαν τις επισκέψεις. Τα δύο έφυγαν στο εξωτερικό. Για δουλειά. Όποτε της μιλούσαν στο τηλέφωνο, το έκλειναν βιαστικά. Δουλειές, τρεχάματα. «Έχουν κι αυτά τα δίκια τους». Μονολογούσε. Τα χέρια της έμειναν άπραγα. Άδεια. Για ποιον να κάνει την αγάπη της φαγητό. Ποιον να φροντίσει. Μόνο τον Λευτέρη της. Αυτός της απόμεινε. Του έβαζε το πιάτο μπρος στην άδεια καρέκλα. Του μιλούσε. Παράπονα δεν του έκανε. Για κανέναν. Για τίποτα.
Όταν έπεσε και χτύπησε στο πόδι, η απόφαση απλά της ανακοινώθηκε. Στο «Ευ ζην». Εκεί θα μπορούσε να αναρρώσει. «Μα είμαι καλά» είπε και ξαναείπε. Κανείς δεν την άκουσε. Ξαπλωμένη στο ξένο δωμάτιο κοίταγε το ταβάνι και ώρες ώρες βούρκωνε. Ήθελε την κουζινούλα της, το σπίτι της,. Την άδεια καρέκλα του Λευτέρη της. Τα παιδιά της την τακτοποίησαν και δεν ξαναφάνηκαν.
Άρχισε σιγά σιγά να σηκώνεται και να περπατά στο δωμάτιο. Τα χέρια της όμως τα ‘νιωθε ανήμπορα. Άχρηστα. Πεσμένα δίχως να έχουν να κάνουν κάτι για κάποιον αγαπημένο. Αυτά τα χέρια που μια ζωή έκαναν τα πάντα. Που την αγάπη της την έκαναν τροφή, φροντίδα κι αγκαλιά και χάδι και ταχτάρισμα.
Από το παράθυρο έβλεπε τον κήπο. Οι γλάστρες της θα ξεράθηκαν σκεφτόταν. Άρχισε να στέκεται με τις ώρες μπροστά στο παράθυρο και να βλέπει έξω τον κήπο. Είχε αρχίσει από το πρωί ένα ψιλόχιονο. Το έβλεπε να πασπαλίζει τα πάντα. Σαν την άχνη που πασπάλιζε αυτή τους κουραμπιέδες για τα παιδιά. Ο κήπος σιγά σιγά άσπρισε. Κοίταξε τα χέρια της. Αδειανά. Δίχως να κάνουν κάτι. Διογκωμένες φλέβες τα όργωναν. Τσιμπήματα πόνου σούβλιζαν την καρδιά της, ένα βουβό παράπονο άρχισε να μαδάει τα φυλλοκάρδια της. Βούρκωσε.
Το φαγητό στο κομοδίνο άθικτο. « Θα σας μαλώσω κυρία Φανή» της έλεγε η κοπέλα κάθε φορά που το έβρισκε έτσι. Εκείνη σήκωνε τους ώμους, χαμογελούσε αδέξια σα μικρό κοριτσάκι που το μαλώνουν και γύριζε ξανά το κουρασμένο βλέμμα της στον κήπο, σταυρώνοντας μπροστά της τα αδειανά γέρικα χέρια. «Καλά Χριστούγεννα κυρά Φανή» της είπε βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο εκείνο το βράδυ. «Καλά Χριστούγεννα μονολόγησε» εκείνη μα κανείς δεν την άκουσε. Η κοπέλα είχε κλείσει ήδη την πόρτα και είχε φύγει. «Χριστούγεννα…», ξαναείπε ξέπνοα. Είδε τα αδειανά της χέρια. Τι μελομακάρονα, τι κουραμπιέδες, τι σουσαμόπιτες… Απ’ όλα έκανε. Να μοσχομυρίσει το σπίτι για τα παιδιά. Για τα παιδιά της. Από το χάραμα σηκώνονταν να τα’ χει όλα έτοιμα.
Το χιόνι έπεφτε πιο πυκνό τώρα. Τράβηξε μια καρέκλα. Άνοιξε με κόπο το παράθυρο. Η παγωνιά του Δεκέμβρη όρμησε στο δωμάτιο. Ησυχία. Κάθισε στην καρέκλα και ακούμπησε στο περβάζι. Άπλωσε το χέρι έξω. Νιφάδες απαλές το αγκάλιασαν. Άπλωσε και το άλλο. Άρχισε να τις πιάνει κι αυτές να λιώνουν και να χάνονται. Χοροπηδούσαν, στέκονταν για λίγο στα χέρια της, έλιωναν και χάνονταν στη στιγμή. Συνέχισε να κάνει έτσι το χέρι και να πιάνει άλλες. Και το άλλο. Κι άλλες…κι άλλες. Τα χέρια της ζωντάνεψαν. Άρχισε να τα κουνά πέρα δώθε και να πιάνει κι άλλες νιφάδες. Πολλές. Αυτές χοροπηδούσαν, ακουμπούσαν στα γέρικα χέρια και έλιωναν. Χάνονταν. «Έτσι πέρασε και η ζωή της και χάθηκε» σκέφτηκε.
Έτσι όπως κουνούσε τα χέρια της αδέξια πέρα δώθε με σπασμωδικές κινήσεις, έμοιαζε με μωρό που κουνάει τα χεράκια του, τους πρώτους μήνες της ζωής του.
Έβγαλε και το κεφάλι λίγο έξω από το παράθυρο. Τα άσπρα μαλλιά γέμισαν κάτασπρες νιφάδες. Έγιναν ένα. Κρύωνε μα δε σταματούσε. Τα χέρια της μετά από πολύ καιρό τα ένιωθε ξανά ζωντανά. «Χρι…στού…γε…ννα» είπε με μια φωνή κομματιασμένη από το κρύο. Τουρτούριζε. «Κα…λά…Χρι…στού…..γε……ννα….» Το κρύο την έκανε να τρέμει. Μα αυτή δε σταματούσε. Συνέχιζε να κάνει έτσι τα χέρια και να πιάνει τις νιφάδες. Κι αυτές να χοροπηδούν, να στέκονται για λίγο πάνω στις ζεστές διογκωμένες φλέβες και να λιώνουν. Ώσπου σιγά σιγά έλιωναν πάνω στις κρύες φλέβες της.
Όταν το πρωί η κοπέλα έκανε να ανοίξει την πόρτα η παγωνιά του δωματίου την έκανε να σφίξει τη ζακέτα πάνω της. «Κυρά Φανή»….. το κρεβάτι αδειανό. Στρωμένο. Το παράθυρο ορθάνοιχτο. Η κυρα Φανή γερμένη σε μια καρέκλα δίπλα στο περβάζι με τα χέρια απλωμένα έξω. Παγωμένα. Κι αυτή παγωμένη. Οι νιφάδες χοροπηδούσαν ανέμελες στις αδειανές της χούφτες, τις γέμιζαν προς στιγμή και ύστερα έλιωναν. Τα χέρια της Κυρα Φανής έμεναν ξανά και ξανά άδεια.
……………………..
(*Η Βασιλική Μαργιόλα έχει τελειώσει το Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, έχει κάνει Μετεκπαίδευση στην Ειδική Αγωγή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος στη Δημιουργική γραφή του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.)