Άρθρα Βιβλίο Ιστορία Λαογραφία Περισσότερο διαβασμένα Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Οι Τσιγγάνοι του Adriano Colocci / Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού – Οι Τσιγγάνοι της Ελλάδας (μέρος 2ο)

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

 ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ (GLI ZINGARI) ΤΟΥ ADRIANO COLOCCI

–Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΥ ΛΑΟΥ–

ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Παρουσίαση των Τσιγγάνων της Ελλάδας έχω κάνει στο έργο μου Αυτοί είναι οι Τσιγγάνοι, Ιστορία–Γλώσσα–Λαογραφία–Πολιτισμός, 1Γαβριηλίδης Αθήνα 1996 και 2Νεφέλη Αθήνα 2007, οπότε δεν πρόκειται να ασχοληθώ εδώ με τα όσα ήδη έχω παρουσιάσει ως τα τώρα. Έχω όμως να προσθέσω στην παρούσα εισαγωγή ορισμένα νέα στοιχεία σχετιζόμενα με τον ρόλο των Τσιγγάνων στην «πραγματική οικονομία», αλλά και με τον «κοινωνικό αποκλεισμό» τους, ιδίως στην παιδεία και στη μάθηση. Αν και για το πληθυσμιακό τους μέγεθος οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρουν 300.000, η αλήθεια είναι ότι δεν πρέπει να ξεπερνούν τις 150.000, παρ’ όλο που δεν υπήρξε ποτέ κάποια επίσημη απογραφή στη χώρα μας η οποία να καταχωρίζει με αριθμητική ακρίβεια τέτοια στοιχεία.

   Ο ρόλος στην πραγματική οικονομία:

     Για τους εδραίους και για τους ανέστιους Τσιγγάνους κύριες απασχολήσεις είναι αυτές που κατά βάσιν έχουν εποχικό χαρακτήρα. Τα γυρολογικά επαγγέλματα που λειτουργούσαν προσοδοφόρα μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα έπαψαν να αποφέρουν μεγάλα χρηματικά ποσά ως εισόδημα ή παρήκμασαν παντελώς, λόγω της μαζικής παραγωγής και του οργανωμένου εμπορίου, και το γεγονός αυτό οδήγησε πολλές τσιγγάνικες οικογένειες σε περαιτέρω εξαθλίωση και παρασιτισμό. Η εποχική εργασία κατά τη συγκομιδή των αγροτικών προϊόντων και το εμπόριο των γυρολόγων είναι τα μοναδικά που μπορούν να τους διασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον ή και να αντιπαρατεθούν στη σύγχρονη οργάνωση της παραγωγής και του εμπορίου. Αρνιούνται ωστόσο να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία και να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη, αρνιούνται να γίνουν προλετάριοι ή σκλάβοι της μισθωτής εργασίας, έτσι όπως την ορίζουν την εργασία τα εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας και η καπιταλιστική ιδεολογία και αντίληψη. Γι’ αυτό επιζητούν την αυτοαπασχόληση που τους δίνει το αίσθημα της μεγαλύτερης ανεξαρτησίας, που τους προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλογή δουλειάς για κάθε εποχή του έτους. Η υποχρέωση παρουσίας σε ένα συγκεκριμένο χώρο δουλειάς επί 8ωρο, τους περιορίζει τις ευκαιρίες για εναλλακτικές οικονομικές δραστηριότητες τόσο στη διάρκεια της ημέρας όσο και στη διάρκεια ολόκληρου του έτους. Η μονοτονία των εργασιακών συνθηκών (π.χ. η εργασία σε εργοστάσιο) και ο μικρός βαθμός ελευθερίας κινήσεων σε τέτοιου είδους παρόμοιες συνθήκες, αποτελεί γι’ αυτούς στέρηση της επαφής με τον κόσμο, διότι βλέπουν τη δουλειά σαν διασκέδαση, σαν διαδικασία αλλαγής παραστάσεων. Αποφεύγουν τη μόνιμη μισθωτή εργασία έξω από την οικογένεια, παραμένουν έξω από τις εργασιακές δομές που κυριαρχούνται από καταμερισμό της εργασίας με οριοθετημένο έργο, επιβαλλόμενη πειθαρχία και μακροχρόνια ειδίκευση. Ίσως αυτή η έλλειψη εξειδίκευσης και εκπαίδευσης στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων της κυρίαρχης κοινωνίας, αποτελεί τη μεγάλη τους δύναμη, οπότε έχουν πολλαπλές απασχολήσεις κατά περιόδους. Λόγω της αγραμματοσύνης και της μη μόρφωσής τους δεν μπορούν να είναι ειδικευμένοι για καινούρια ζήτηση ακόμα και των παραδοσιακών επαγγελμάτων τους. Η γνώση του επαγγέλματος δεν αποκτάται μέσα από τυπικούς και εξωτερικούς οργανισμούς-θεσμούς (σχολείο) αλλά μέσα από την οργάνωση της οικογένειας και μάλιστα από την παιδική ηλικία. Τούτη η βιωματική κατάρτιση οξύνει την εργασιακή τους όσφρηση και τους οδηγεί στο να αναπτύξουν ικανότητες και επιδεξιότητες που τους καθιστούν ικανούς στο να αποκτήσουν εύκολα: α) γνώση της τοπικής οικονομίας και των δυνατοτήτων όπου η ζήτηση και η προσφορά είναι ακανόνιστη· 

β) γνώση των μη τσιγγάνικων κοινωνιών για ανεύρεση πελατών και εντοπισμό των ψυχολογικών αναγκών και αδυναμιών τους· γ) οξύνοια στην επιλογή επαγγελμάτων και προϊόντων για κάθε τόπο· δ) ευελιξία στο επάγγελμα σε δεδομένο χρόνο· ε) πρόσωπο με πρόσωπο επαφή με τον πελάτη που απαιτεί ικανότητα πειθούς και θάρρους στην αντιμετώπιση ξένων στις πόρτες τους και ριψοκινδυνότητα πιθανής απόρριψης και είσπραξης βλασφημιών· στ) ευελιξία στο παίξιμο ρόλων κατά περίσταση (πολλές φορές προσαρμόζεται η ενδυμασία, οι τρόποι κ.λπ., οπότε λ.χ. οι Τσιγγάνες φορούν «ευρωπαϊκά» ρούχα όταν βγαίνουν για γυρολογικό εμπόριο ενώ ντύνονται παραδοσιακά εκείνες που λένε τη μοίρα, προσαρμοσμένες στην ανάγκη του εξωτικού στερεότυπου)· ζ) αναπτυγμένη μνήμη· η) φυσική δύναμη και αντοχή, μιας και δουλεύουν έξω με όλες τις καιρικές συνθήκες. Με βάση στοιχεία σχετικής έρευνας (Αναπτυξιακή Σύμπραξη EQUAL / ‘ΔΙ.ΚΑ.ΔΙ.-ROM’ / Σεπτέμβριος 2006), οι αριθμοί έχουν ως ακολούθως ανά διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, για τους Τσιγγάνους Αθήνας και Θεσσαλονίκης: α) Ειδικότητες απασχόλησης Τσιγγάνων: ανειδίκευτος (39,8%), πωλητής σε λαϊκές κ.λ.π. μικροπωλητές (20,5%), παλαιοπώλης (8,4%), εργάτης (6,0%), σιδεράς (3,6%), αλουμινάς (2,4%), ελαιοχρωματιστής (2,4%), καρεκλοποιός (2,4%), κηπουρός (2,4%), μηχανικός αυτοκινήτων (2,4%), μουσικός (2,4%), οικοδόμος (2,4%), συντηρητής επίπλων (2,4%), λατζιέρης (1,2%), οδηγός καθαρισμού (1,2%). β) Ειδικότητα απασχόλησης των γονέων των Τσιγγάνων: παλαιοπώλης (34,1%), πωλητής σε λαϊκές κ.λ.π. μικροπωλητές (15,4%), οικοδόμος (12,1%), άνεργος (9,9%), μουσικός (4,4%), δημοτικός υπάλληλος (2,2%), εργάτης (2,2%), κηπουρός (2,25%), οδηγός (2,2%), τραγουδιστής (2,2%), ανεπάγγελτος (1,1%), λατερνατζής (1,1%), ψιλικατζίδικο (1,1%). Οι Τσιγγάνοι ασκούν τα επαγγέλματα των γονιών τους, κάτι που διέπει συνήθως τις κλειστές παραδοσιακές κοινωνίες, και φαίνεται από τις απαντήσεις σε σχετική ερώτηση με τη δουλειά των γονιών, αφού προσπαθούν μέσα από τα επαγγέλματά τους να κατοχυρώσουν την αυτοαπασχόλησή τους.

Η κατάταξή τους σε γενικές κατηγορίες: α) Πώληση αγαθών: 1. Γυρολογικό εμπόριο (είδη προικός, στερεοφωνικά, ρολόγια, δερμάτινα, χαλιά, κουβέρτες, ρουχισμός, μαχαιροπήρουνα κ.λπ.). 2. Άλλες πωλήσεις (π.χ. παλιατζήδες, ζωέμποροι). 3. Καταστηματάρχες (δερμάτινα είδη, είδη προικός, γενικό εμπόριο κ.λπ.). 4. Πωλήσεις τροφίμων (φρούτα, λαχανικά) γυρολόγοι ή/και σε λαϊκές. β) Υπηρεσίες: 1. Διασκέδαση (μουσικοί, τραγουδιστές). 2. Καθάρισμα (τζάμια, σκάλες, δρόμοι). γ) Εποχική εργασία: Αγροτικές εργασίες (συγκομιδή φρούτων, λαχανικών). δ) Παραδοσιακά τσιγγάνικα επαγγέλματα: καλαθοπλεχτική, χαλκουργική, σιδηροκατασκευές (σιδεράδες, πεταλωτές), ακόνισμα, γάνωμα, μοίρα, κατασκευή ξύλινων εργαλείων, κ.λ.π.  ε) Υπάλληλοι – Μισθωτή εργασία: Δημοτικοί υπάλληλοι (μάλλον οδοκαθαριστές). Η κατάσταση δεν πρέπει να είναι κατά πολύ διαφορετική στους Τσιγγάνους των άλλων ελληνικών περιοχών. Τα συμπεράσματα της έρευνας είναι: 1) Οι Τσιγγάνοι προσαρμόζονται σταδιακά στο ελληνικό οικονομικό σύστημα με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων και την αναζήτηση νέων περισσότερο ενταγμένων στον τρόπο καταναλωτικής συμπεριφοράς και διαβίωσης του κοινωνικού συνόλου. Διατηρούν παραδοσιακά στοιχεία άσκησης επαγγέλματος με κύριο χαρακτηριστικό τη συνεχή μετακίνηση, όχι για μεγάλα χρονικά διαστήματα, έχοντας δημιουργήσει μια βάση εξόρμησης. 2) Το εμπόριο αποτελεί βασική οικονομική δραστηριότητα των Τσιγγάνων, κυρίως στις αστικές περιοχές. Εμπόριο, βέβαια, εκσυγχρονισμένο, όσο απαιτείται, για γρήγορη και μεγαλύτερη σε όγκο και αξία εμπορία προϊόντων κάθε είδους, από γεωργικά έως ημιδιαρκή και διαρκή προϊόντα. Στις αγροτικές περιοχές η κατεξοχήν απασχόλησή τους είναι οι γεωργικές εργασίες. 3) Το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής δραστηριότητας ασκείται παράνομα, αφού η απόκτηση άδειας είναι δύσκολη καθώς η τοπική αυτοδιοίκηση και το κράτος δεν τους διευκολύνουν να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις παροχής άδειας, τις οποίες στη συντριπτική τους πλειονότητα οι Τσιγγάνοι είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να πληρούν. 4) Το επίπεδο μόρφωσης είναι αντιστρόφως ανάλογο της επαγγελματικής επιτυχίας και αυτό εκφράζεται ως άποψη από τους ίδιους. Συγκεκριμένα, αυτοί που δεν έχουν πάει καθόλου στο σχολείο θεωρούν την εκπαίδευση ως μέσο εξασφάλισης καλύτερης δουλειάς, ενώ, στο άλλο άκρο οι απόφοιτοι Λυκείου θεωρούν ότι η εκπαίδευση δεν παίζει κανένα ρόλο και δεν εξασφαλίζει δουλειά. Ταυτόχρονα οι απόφοιτοι Λυκείου, περισσότερο προσαρμοσμένοι στο καπιταλιστικό πρότυπο, θεωρούν το χρήμα ως στοιχείο δύναμης και ανεξαρτησίας. 5) Αυτοί που δεν έχουν πάει στο σχολείο ή έχουν παρακολουθήσει μερικές τάξεις του δημοτικού θεωρούν το χρήμα ως στοιχείο της εμπορικής δραστηριότητας που απλώς τους εξασφαλίζει επάρκεια εμπορεύματος και μάλιστα σε καλύτερη τιμή. 6) Η προσέγγιση του πελάτη, η άμεση επικοινωνία, η διευκόλυνσή του και η χαμηλή τιμή προϊόντων αποτελούν τα πλεονεκτήματα των Τσιγγάνων εμπόρων. 7) Το βιοτικό επίπεδο είναι χαμηλό, κάτω του ορίου φτώχειας (αν και παρουσιάζονται εξαιρέσεις σε ορισμένα επαγγέλματα). 8) Το οικογενειακό εισόδημα, αν και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί λόγω του είδους της απασχόλησής τους, είναι εξαιρετικά χαμηλό, ώστε να μην μπορεί να διαβιώσει στοιχειωδώς μια οικογένεια. 9) Όπως προκύπτει από την έρευνα, η εικόνα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κατάστασης των Τσιγγάνων άλλαξε σε ελάχιστα σημεία σε σχέση με το παρελθόν, παρ’ όλο που, κατά καιρούς, πολλοί φορείς, από διαφορετικές αφετηρίες, με διαφορετική φιλοσοφία ή προγράμματα, προσπάθησαν να ασχοληθούν με τους Τσιγγάνους. Απόρροια όλων αυτών είναι ο κοινωνικός κι εκπαιδευτικός αποκλεισμός των Τσιγγάνων, με όσα αυτός συνεπάγεται. Οι Τσιγγάνοι απέναντι σε αυτή την κατάσταση αντιδρούν με θυμό και συχνά με παραβατική συμπεριφορά. Παράλληλα, η απογοήτευση κι η παραίτηση από τη διεκδίκηση κάθε δικαιώματος είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνικής τους παρουσίας.

  

  Ο κοινωνικός αποκλεισμός:

     Οι οργανωμένες (θεσμισμένες/θεσπισμένες) κοινωνίες διάκεινται αδιάφορα ή εχθρικά απέναντι σε πολιτισμικά διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, γεγονός που οδηγεί ευθέως στον κοινωνικό αποκλεισμό αυτών των ομάδων, που, για να μπορέσουν να μετάσχουν στα κοινά και δημόσια αγαθά, πρέπει να αντιμετωπίσουν ή να ξεπεράσουν σειρά εμποδίων ή αντίξοων καταστάσεων. Τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ομάδες που διαφέρουν πολιτισμικά από τις εχθρικά διακείμενες απέναντί τους θεσμισμένες και οργανωμένες κοινωνίες είναι πάμπολλα και διαφορετικά, εν σχέσει με τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει μια πολιτεία αδιάφορη απέναντί τους. Ας δούμε αυτά τα δύο σκέλη: α) Κοινωνική αδιαφορία και κοινωνικός αποκλεισμός: Η πολιτισμικά διαφορετική κοινωνική ομάδα, που κινείται στο κοινωνικό περιθώριο κι αδυνατεί να έχει πρόσβαση στα κοινωνικά δημόσια αγαθά, αντιμετωπίζει μια πολιτεία αδιάφορη απέναντί της, οπότε πρέπει να κινηθεί προς δύο επιλογές: είτε να κάνει κάτι ώστε να κινήσει και να ξυπνήσει το ενδιαφέρον της πολιτείας, είτε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα από μόνη της –με δικές της κατάλληλες ενέργειες– προσπαθώντας να επιτύχει την κοινωνική ένταξη κι αποδοχή και τη συμμετοχή της στην απόλαυση των κοινωνικών αγαθών και του κοινωνικού πλούτου. Πρέπει να αντιμετωπίσει την αδιαφορία της κοινωνίας κι όχι κάποια εχθρότητα. Η πραγμάτωση ενός τέτοιου στόχου μπορεί να γίνει με δημόσιες τοποθετήσεις διακεκριμένων προσωπικοτήτων από μεριά της οργανωμένης κοινωνίας είτε με γεγονότα από μεριά της αποκλεισμένης ομάδας, που μπορεί να συνταράξουν, συγκινήσουν ή προκαλέσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να προκληθεί έτσι το κοινωνικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν την αποκλεισμένη ομάδα κι έτσι να ληφθούν κρατικές αποφάσεις, να δρομολογηθούν παρεμβάσεις, δράσεις, ενέργειες που να αποσκοπούν στην ομαλή κοινωνική ένταξη των κοινωνικά αποκλεισμένων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τούτο το απαράδεκτα υφιστάμενο κοινωνικό θέμα μπορεί να μετασχηματίσει την κοινωνική αδιαφορία σε συμπάθεια και τη συμπάθεια σε συγκεκριμένη πολιτειακή στάση και κρατική συμπεριφορά, ώστε, χωρίς διακρίσεις, οι κοινωνικοί παρίες να πάρουν θέση ενεργών πολιτών. Οι τέτοιου είδους διαδρομές απαιτούν πολιτισμικά και κοινωνικά ανώτερους που να επιδίδονται σε ιδεολογικούς μαραθώνιους για αποκατάσταση της κοινωνικής ευνομίας και τάξης όλων των κοινωνικών ομάδων, στο πλαίσιο σύγχρονων, δημοκρατικά οργανωμένων κοινωνιών. Οι Τσιγγάνοι συγκυριακά αντιμετωπίζουν την κοινωνική αδιαφορία, διότι το μεγάλο τμήμα της οργανωμένης κοινωνίας διάκειται απέναντί τους εχθρικά. Η καταπολέμηση αυτού του είδους κοινωνικού αποκλεισμού απαιτεί διαφωτισμό της κοινής γνώμης και συνειδητοποίηση των μελών της κοινωνικά αποκλεισμένης ομάδας. Ένα από τα βασικότερα κοινωνικά αγαθά που στερούνται οι κοινωνικά αποκλεισμένοι είναι η παιδεία και η εκπαίδευση. Η «αδιάφορη πολιτεία» κατ’ ουσίαν με τη στάση της στερεί από τους κοινωνικά αποκλεισμένους το βασικό δικαίωμα στη μόρφωση και μάθηση, στοιχεία αναγκαία για το ξύπνημα ατομικών συνειδήσεων και κοινωνικών συνειδητοποιήσεων για υπεράσπιση της οντολογικής αυταξίας που ονομάζεται «άνθρωπος-ρομ/ρομά».

Μέρος πρώτο

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Οι Τσιγγάνοι του Adriano Colocci / Η ιστορία ενός περιπλανώμενου λαού (μέρος 1ο)

β) Κοινωνική εχθρότητα και κοινωνικός αποκλεισμός: Η εκδήλωση της κοινωνικής έχθρητας (εχθρότητας) απέναντι σε μια πολιτισμικά (ή και γλωσσικά) διαφορετική ομάδα, πιστοποιείται από τη στάση άρνησης και μη αποδοχής από τη θεσμισμένη (θεσπισμένη) κοινωνία αυτής της ομάδας και πραγματώνεται διά μέσου παρεμβατικών ενεργειών για πλήρη αλλοίωση και αφομοίωσή της από την πλα-τειά κοινωνία. Επειδή τούτο είναι δύσκολο να επιτευχθεί, η οργανωμένη κοινωνία προβαίνει σε πράξεις που εδράζονται σε ιδεολογικές επιλογές και απάνθρωπες πρακτικές, οπότε έτσι «γκετοποιεί» τα μέλη των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, τα οδηγεί και τα εξαναγκάζει στην «περιθωριοποίηση», κλείνει τους δρόμους προς την πρόσβαση των κοινωνικών και δημόσιων αγαθών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες είναι αδύνατο να ενταχθεί η αποκλεισμένη ομάδα στο κοινωνικό σώμα. Το «παιχνίδι» είναι «άγριο και ανισοβαρές», με έναν πόλο την ισχυρή κοινωνική πλειονότητα (πλειονοψηφία) και με άλλον πόλο την αδύναμη μειονότητα (μειονοψηφία). Ο αγώνας, λόγω της διαφοράς δυναμικού, είναι σημαντικός και άνισος, είναι αγώνας δύσκολος και με δεδομένο ότι η κυρίαρχη ιδεολογία της οργανωμένης κοινωνίας είναι ο γεννήτορας της αρνητικής στάσης απέναντι στην πολιτισμικά (ή γλωσσικά) διαφορετική ομάδα. Κύρια αιτία της εχθρικής στάσης απέναντι στους πολιτισμικά (ή γλωσσικά) διαφορετικούς είναι τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της θεσμισμένης (θεσπισμένης) κοινωνίας ή της πλειονότητας των μελών της, τα οποία ονομάζονται εθνοκεντρισμός και φυλετική καθαρότητα και τα οποία αντλούνται από τα «πηγάδια/βόθρους» των πιο αντιδραστικών σκέψεων και θεωριών του φασισμού και του ναζισμού και των παραφυάδων τους. Με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται ο κοινωνικός αποκλεισμός της ομάδας, οι δε επαφές με την οργανωμένη κοινωνία συνοδεύονται από συγκρούσεις, κατάχρηση εξουσίας, βία, περιφρόνηση, καχυποψία, προκατάληψη, εκμετάλλευση. Η ένταξη στο κοινωνικό σώμα αποβαίνει δύσκολη διαδικασία και πορεία, διότι δεν είναι εύκολη η απαγκίστρωση και η έξοδος από το γκέτο. Οι παρεμβατικές πολιτικές που ασκούνται για την κοινωνική ένταξη αυτών των ομάδων εκκινούν από τη λογική της πολιτισμικής αλλοίωσης και αφομοίωσης, με εξαφάνιση του διαφορετικού. Οι λόγοι που επικαλούνται είναι, συνήθως, πολιτικοοικονομικοί, εθνικοί και προληπτικοί και ενδεχόμενων κοινωνικών ταραχών. Οι εξουσιαστικοί εκβιασμοί κι η μαζική προπαγάνδα, με σχεδόν το σύνολο των ΜΜΕ, είναι οι μοχλοί της κοινωνικής ένταξης. Έτσι, η πρόσβαση στα κοινωνικά και δημόσια αγαθά γίνεται σταδιακά, αφού η βία και η προπαγάνδα κάνουν τους «κοινωνικά ανένταχτους» πιο καχύποπτους, ανασφαλείς, επιφυλακτικούς, άφιλους. Η διά της βίας ενσωμάτωση –κι όταν συνοδεύεται από απόλαυση κοινωνικών και δημόσιων αγαθών– αποτελεί κατάφωρη παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως η ελεύθερη έκφραση της κουλτούρας και η διαφύλαξη της πολιτισμικής ταυτότητας αλλά και θίξιμο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, των συναισθημάτων, του φιλότιμου, τα οποία, όταν καταπατούνται, προ-καλούν πρόβλημα εμπιστοσύνης στη λειτουργία των θεσμών της ορ-γανωμένης κοινωνίας. (Βλ. Γ. Γκουτζαμάνης, Νεοφώτιστοι Φλώρινας, ΑΠΘ, 2005).

     Με βάση στοιχεία έρευνας (Αναπτυξιακή Σύμπραξη EQUAL / ‘ΔΙ.ΚΑ.ΔΙ.–ROM’ /Σεπτέμβριος 2006), το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού για τους Τσιγγάνους Αθήνας και Θεσσαλονίκης σε αριθμούς, έχει ως ακολούθως: α) Επίπεδο εκπαίδευσης: Στην περιοχή Αθηνών μικρό ποσοστό ανδρών και γυναικών έχει πάει μέχρι κάποιες τάξεις στο Γυμνάσιο (10% των ανδρών και 7% των γυναικών), ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι εντελώς αναλφάβητοι (24% των ανδρών και 41% των γυναικών). Η μεγάλη διαφορά του αναλφαβητισμού ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες δηλώνει την αντίληψη των Τσιγγάνων για τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία τους. Στην περιοχή Θεσσαλονίκης μόνο ένα μικρό ποσοστό ανδρών και γυναικών έχει πάει μέχρι κάποιες τάξεις στο Γυμνάσιο (7% των ανδρών και 5% των γυναικών), ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό είναι εντελώς αναλφάβητοι (47% των ανδρών και 70% των γυναικών). Από τη σύγκριση των δύο περιοχών είναι εμφανές ότι το ποσοστό των αναλφάβητων της Θεσσαλονίκης είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Αθηνών (47% έναντι 21% για τους άντρες και 70% έναντι 41% για τις γυναίκες αντίστοιχα). Το ποσοστό του οργανικού αναλφαβητισμού (δεν πήγαν καθόλου σχολείο) ανέρχεται στην Αθήνα σε 32%, στη Θεσσαλονίκη σε 58%. Το ποσοστό του λειτουργικού αναλφαβητισμού (παρακολούθησαν μέχρι 4 τάξεις) ανέρχεται στην Αθήνα σε 17%, στη Θεσσαλονίκη σε 15%. Στην Αθήνα ποσοστό 30% και στη Θεσσαλονίκη 17% έχει απολυτήριο Δημοτικού. Στην Αθήνα ποσοστό 0% και στην Θεσσαλονίκη 1% τελείωσε το Γυμνάσιο. Οι αριθμοί δείχνουν τον βαθμό εκπαιδευτικού αποκλεισμού των Τσιγγάνων με τα όσα συνεπάγεται. Παρατηρείται, επίσης, ότι μειώνεται σημαντικά ο αριθμός των Τσιγγάνων που φοιτούν στις υψηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Πρέπει να αναφερθεί ότι οι Τσιγγάνοι, ως λαός με μητρική γλώσσα τη Ρομανί –προφορική γλώσσα η οποία ακόμα στην Ελλάδα δεν έχει σύστημα γραφής– δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αναλφάβητοι στη μητρική τους γλώσσα. Το να μη γνωρίζουν οι Τσιγγάνοι ανάγνωση και γραφή, ενώ ζουν στην ελληνική κοινωνία όπου οι συγκεκριμένοι κώδικες επικοινωνίας είναι απαραίτητοι στην ενημέρωση, στην καθημερινή ζωή, στην επιβίωση και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής, είναι γεγονός που δημιουργεί διαφορετικές συνθήκες πρόσβασης στις απολαβές της σύγχρονης κοινωνίας, στη διεκδίκηση δικαιωμάτων αλλά και στην εκπλήρωση υποχρεώσεών τους. Σύμφωνα με δηλώσεις γονιών τους, μόνο 32,2% των παιδιών πηγαίνουν σχολείο με τακτική φοίτηση (δηλ. πηγαίνουν κάθε μέρα σχολείο) και μόνο 9,3% εμφανίζεται με άτακτη φοίτηση, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό (58,5%) δεν δίνει καμιά απάντηση, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί ότι το ποσοστό των παιδιών που φοιτά περιοδικά σε σχολείο είναι, ενδεχομένως, σημαντικά μεγαλύτερο. Αιτίες μη φοίτησης σε σχολείο ή διακοπής της φοίτησης: «οι Τσιγγάνοι τότε δεν πήγαιναν σχολείο», «βγήκαν για δουλειά», «πρόβλημα αποδοχής στο σχολείο», «φτώχεια», «δεν ήθελα» ή «είχα πρόβλημα στο σχολείο». Οι γονείς αδυνατούν να βοηθήσουν τα παιδιά στα μαθήματα (μόνο 12,8% δηλώνει ότι μπορεί να βοηθήσει), καθώς οι περισσότεροι είναι αναλφάβητοι (αν και 45,3 % δηλώνει ότι μπορεί να διαβάζει εφημερίδα). Πολύ συχνά απαντούν: «Τι θα τα κάνεις τα γράμματα; Μήπως θα βρεις καλύτερη δουλειά; Πάλι Γύφτος δεν θα είσαι;» Η αντίληψη που έχει για την εκπαίδευση η δική τους κοινωνική ομάδα, στην οποία θέλουν να είναι αποδεκτοί, επηρεάζει ση-μαντικά την απόφασή τους για το αν θα συνεχίσουν στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και στις υπόλοιπες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Καθώς έρχονται από νωρίς σε επαφή με το χρήμα, επειδή συμμετέχουν στην εργασία των γονιών, έλκονται περισσότερο από αυτό παρά από το σχολείο αλλά η εκπαίδευση, ως κοινωνικό και δημόσιο αγαθό, απο-τελεί δικαίωμα του κάθε πολίτη.

     Όσοι δεν αποποιούμαστε τον ρόλο ενεργού πολίτη οφείλουμε να αγωνιστούμε ώστε να παρασχεθεί από τις οργανωμένες πολιτείες και από τα κράτη και σε αυτούς τους τρισκατάρατους της γης το αγαθό της παιδείας, διότι, κατά τον Αριστοτέλη (Πολιτικά: 133α, 32): «έστι παιδεία τις ην ουχ ως χρησίμην παιδευτεόν τους υιείς ουδ’ ως αναγκαίαν, αλλ’ ως ελευθέριον και καλήν». Και ο άνθρωπος γίνεται πολίτης μόνον με κατάλληλη παιδεία: «Θεωρούμενη ανά τους αιώνες, η εκπαίδευση του ατόμου ότι είναι κάτι το λεπτότερο από την εκπαίδευση του πολίτη, αλλά θεωρούμενη από πολιτική άποψη, σε σχέση με τις ανάγκες της εποχής, ότι πρέπει η εκπαίδευση του πολίτη να πάρει την πρώτη θέση.» (Μ. Ράσελ). Ο δρόμος για την πλήρη κοινωνική ένταξη περιθωριακών κοινωνικά ομάδων –και πρωτίστως των Τσιγγάνων– χωρίς ρατσισμούς και φυλετικές-πολιτισμικές-θρησκευτικές-εθνικές και άλλου είδους διακρίσεις, φαίνεται ότι είναι ακόμα μακρύς. Και στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, με ή χωρίς δημοκρατία δυτικοευρωπαϊκού τύπου, αναπτυγμένες ή μη οικονομικά και κοινωνικά.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ