Πώς τέσσερα μουσεία της Κριμαίας «δάνεισαν» περίπου 400 αρχαιολογικά εκθέματά τους στην Ολλανδία, η οποία τελικά τα γύρισε σε άλλο μουσείο… στο ΚίεβοΤο μουσείο του Άμστερνταμ παρακράτησε παράνομα τα περίπου 400 αρχαιολογικά εκθέματα
Μία άκρως ενδιαφέρουσα υπόθεση, η οποία θα μπορούσε να αποκληθεί «τα Ελγίνεια της Ουκρανίας» αφορά στο γεγονός ότι τέσσερα μουσεία της Κριμαίας (το Κεντρικό Μουσείο της Ταυρικής, το Ιστορικό και Πολιτιστικό Μουσείο του Κερτς, το Κρατικό Πολιτιστικό Μουσείο της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της Ιστορίας του Μπαχτσισαράι και το Εθνικό Μουσείο της Ταυρικής Χερσονήσου) είχαν δανείσει στο Μουσείο Allard Pierson στο Άμστερνταμ 400 πολιτισμικούς θησαυρούς στο πλαίσιο έκθεσης με θέμα «Η Κριμαία: Ο Χρυσός και τα Μυστικά της Μαύρης Θάλασσας» (ύστερα από αντίστοιχη έκθεσή τους στη Βόννη της Γερμανίας). Μετά, όμως, τα γεγονότα του 2014, το μουσείο του Άμστερνταμ παρακράτησε παράνομα τα περίπου 400 αρχαιολογικά εκθέματα και τελικά ύστερα από σχεδόν δέκα χρόνια τα έστειλε σε άλλο μουσείο στο Κίεβο, αντί να τα παραδώσει στα τέσσερα μουσεία της Κριμαίας, από τα οποία τα είχε δανειστεί.
Μεταξύ των εκθεμάτων ήταν ένα χρυσό σκυθικό κράνος, χρυσά περιδέραια και πολλά ακόμη ανυπολόγιστης αξίας αντικείμενα από την αρχαιότητα της Κριμαίας, στην οποία αφορούσε η έκθεση, καθώς και αρχαιολογικά αντικείμενα από τον πολιτισμό των Σαρματών και από την Κίνα. Ο διευθυντής του ολλανδικού μουσείου Els van der Plas παραδέχτηκε σε δήλωσή του ότι οι γεωπολιτικές εξελίξεις έχουν προτεραιότητα. Γίνεται επίσης επίκληση στον ιδεολογικό χαρακτήρα της αρχαίας ιστορίας της Κριμαίας. Ωστόσο, τα τέσσερα μουσεία της Κριμαίας καταγγέλλουν ότι αυτό συνιστά κατάφωρη παραβίαση των όρων δανεισμού των πολύτιμων αρχαιοτήτων που είχαν δοθεί στο μουσείο του Άμστερνταμ και οι οποίες έχουν αξία 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων περίπου.
Κατά ειρωνική σύμπτωση η υπόθεση αυτή συνέπεσε με τη συζήτηση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα από το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία και απέτυχε, όπως ήταν αναμενόμενο. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι η αποικιοκρατική αντιμετώπιση ως προς τις κλοπές αρχαιοτήτων δεν είναι μια υπόθεση που αφορά στο παρελθόν, αλλά είναι κάτι που συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Δυτικά μουσεία θεωρούν ότι δεν έχουν καμία υποχρέωση να επιστρέφουν πολύτιμες αρχαιότητες στα μέρη από όπου τις πήραν, όταν κρίνουν ότι μια πολιτική εξέλιξη δεν είναι της αρεσκείας τους και οι υποθέσεις «λύνονται» όχι με βάση τους όρους με τους οποίους έγινε ο δανεισμός, αλλά με βάση νέες καινοφανείς αποφάσεις σε δικαστήρια δυτικών χωρών, εν προκειμένω ολλανδικών. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η αποικιοκρατία δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά είναι πολύ ζωντανή και σήμερα και για τον λόγο αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς και τις αντιδράσεις των χωρών του Παγκόσμιου Νότου προς τα δυτικά κράτη, τα οποία έχουν κλέψει και συνεχίζουν να υπεξαιρούν και τη δική τους πολιτιστική μνήμη. Ύστερα βεβαίως από τις αποφάσεις αυτές των ολλανδικών δικαστηρίων, εύλογες ανησυχίες προκαλούνται και για τα κειμήλια από τη Μονή της Λαύρας του Κιέβου, ορισμένα εκ των οποίων έχουν σταλεί στη Δύση, με το πρόσχημα συντήρησης ή για έκθεση και τα οποία πλέον αποτελούν οιονεί «ομήρους», που είναι εύλογο κανείς να φοβάται ότι θα επιστραφούν στην Ουκρανία μόνο αν οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη χώρα είναι προς την αρέσκεια της Δύσης.
Επιδρομές σε εκατοντάδες ναούς
Η αποικιοκρατική αυτή πολιτισμική πολιτική ως προς την υπεξαίρεση του παρελθόντος έρχεται σε μια συγκυρία όπου έχουν παρατηρηθεί επιδρομές σε εκατοντάδες ναούς της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας υπό τον μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο, με άσκηση βίας κατά των πιστών, όπως δήλωσε ο βουλευτής του ουκρανικού κοινοβουλίου, Αρτιόμ Ντμιτρούκ. Το πρόσχημα είναι χαλκευμένες ψηφοφορίες, στις οποίες συμμετέχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με το εκκλησίασμα και τον πραγματικό λαό των εν λόγω ενοριών. Χαρακτηριστική περίπτωση η κατάληψη ναού στο Λουγκ της Υπερκαρπαθίας, όπως και προηγουμένως στον καθεδρικό ναό στο Ιβάνο-Φρανκίβσκ και σε Μονή στην περιοχή Τσερκάσι. Όπως τόνισε ο βουλευτής Ντμιτρούκ, όλες αυτές οι βίαιες καταλήψεις εκκλησιών έχουν ως κοινό τα κτυπήματα εναντίον κληρικών και λαϊκών, τα δάκρυα και το αίμα χιλιάδων Ουκρανών πιστών. Η συνεχής αυτή βία ασκείται βεβαίως από το καθεστώς του Κιέβου με τη συνδρομή ειδικών δυνάμεων ή ακόμη και παρακρατικών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των θεολόγων και κληρικών κατεξοχήν στην Ελλάδα (και πολύ λιγότερο στη Δύση) απλά κωφεύουν και προτιμούν την ένοχη άγνοια για τη βία που συνοδεύει την εκκλησιαστική μετάλλαξη στην Ουκρανία, με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις.
Σίγουρα πάντως δεν κωφεύουν στο δράμα της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας ιεράρχες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, οι οποίοι έχουν βιώσει στο πετσί τους τα αποτελέσματα των αποικιοκρατικών πολιτικών, όπως ο Μητροπολίτης Σεβαστείας Θεοδόσιος, ο οποίος σε συνάντηση στον ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα με θρησκευόμενους από πολλές περιοχές του πλανήτη καταδίκασε τη δίωξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας από το καθεστώς του Κιέβου ως «παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επιβουλή μιας αρχαίας Εκκλησίας, η οποία υφίσταται στην Ουκρανία από τότε που εκχριστιανίσθηκε αυτή η γη». Ο μητροπολίτης Σεβαστείας Θεοδόσιος εξέφρασε την αλληλεγγύη του στον μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο και σε όλους τους επισκόπους που υφίστανται απηνείς διώξεις.
Βεβαίως δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι η δίωξη της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι κατάφωρα αντίθετη προς τον νομικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκφράζονται ανησυχίες ακόμη και από Ουκρανούς βουλευτές, όπως ο Ευγένιος Σεφτσένκο, μήπως αποτελέσει πρόσκομμα για τις ενταξιακές διαδικασίες, αν υπάρξουν. Αυτό που τόνισε ο βουλευτής είναι ότι το νομοσχέδιο για την επικείμενη απαγόρευση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο, το οποίο θα οδηγήσει σε πρωτόγνωρη βία, δεν συμμορφώνεται με τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί θρησκευτικών ελευθεριών, εφόσον δεν μπορεί κανένα δημοκρατικό κράτος να επιβάλει μια Εκκλησία ως υποχρεωτικά μοναδική. Πόσω μάλλον που η πλειονότητα των πιστών Ουκρανών ανήκει στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία και ανθίσταται στην κατάργησή της.
Ως προς τη Λαύρα του Κιέβου, η πολιτική που πριμοδοτείται από την ουκρανική κυβέρνηση είναι ο αποκλεισμός όσων αντιστέκονται. Χαρακτηριστική περίπτωση το γεγονός ότι η αστυνομία δεν επιτρέπει να παραδίδεται φαγητό σε πιστούς της Ορθόδοξης Ουκρανικής Εκκλησίας υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο, οι οποίοι αντιστέκονται στο κτήριο υπ’ αριθμόν 58 στη Λαύρα, ενώ προπηλακίστηκε ο αρχιμανδρίτης Βαρνάβας, ο οποίος επρόκειτο να κάνει την παραλαβή των τροφίμων για τους έγκλειστους. Η τροφή για την επιβίωση των εγκλείστων κατασχέθηκε από αστυνομικό που έκανε τη βάρδια του στο έδαφος της Μονής της Λαύρας Κιέβου. Οι διώξεις αυτές συμβαίνουν εν όψει της δεύτερης ανάγνωσης του νομοσχεδίου που αναμένεται να οδηγήσει σε απαγόρευση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας υπό τον μητροπολίτη Ονούφριο και η οποία θα λάβει πιθανότατα χώρα στις αρχές του 2024.