Άρθρα

“Και ξαφνικά… τους βρήκε η Ποίηση! Να το δούμε κι αλλιώς;” / γράφει η Νικολέτα Θάνου

Και ξαφνικά τους βρήκε η Ποίηση… Και συγκεκριμένα  η ποίηση του Αμερικανού ποιητή, συγγραφέα και μεταφραστή Ρον Πάτζετ.

Εξαιρουμένων των μυημένων και ειδημόνων, των ανθρώπων εκείνων που δημιουργούν,  «τρέφονται»  και ανθίζουν με την ποίηση,  αλλά και όλων αυτών που διανθίζουν την καθημερινότητά τους με την ανάγνωση κάποιου ποιήματος, οι περισσότεροι Έλληνες  – εκπληκτικό πράγματι – βρέθηκαν στα χαρακώματα για την υπεράσπιση της ποίησης και τη θωράκισή της  από  τους κακοποιητικούς τηλεοπτικούς «λοιδωρούς» της, οι οποίοι προέβησαν στην γελοιοποίησή της  με όπλα την κακώς εννοούμενη σάτιρα και την  παρωδία του ποιητικού δημιουργήματος. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν..

Δεν μπορεί παρά να  αναρωτηθεί κανείς αν η σάτιρα μπορεί να λειτουργήσει φορμαλιστικά υπακούοντας σε νόρμες που την περιορίζουν και την καθιστούν αρεστή στους πολλούς, στη μάζα. Ποιος είναι αυτός που μπορεί να οριοθετήσει το κωμικό; Ποιος μπορεί σε καθεστώς ελευθερίας να απαγορεύσει την ελεύθερη- έστω ατυχή κάποιες φορές, ωστόσο ελεύθερη – κριτική ματιά,  που στόχο έχει την έκφραση της αμφισβήτησης απέναντι σε ένα πιθανό ποιητικό κακοτέχνημα; Θα έλεγα μετά ισχυρής πεποιθήσεως ότι μια αποτυχημένη ποιητική σύνθεση που παραστράτησε μπορεί να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς της σάτιρας, η οποία μπορεί να είναι ανάλογη της ποιότητας του ερεθίσματος που την πυροδότησε. Τι είδους είναι τα ερεθίσματα αυτά και γιατί τα βέλη των κωμικών να στραφούν εναντίον του συγκεκριμένου ποιήματος; Ακόμα και ο Αριστοφάνης οδήγησε λένε με τις «Νεφέλες» του στο θάνατο τον Σωκράτη με όπλο όχι μόνο τον σκωπτικό και δηκτικό λόγο, αλλά τη γελοιοποίηση. Ωστόσο,  στα σχολικά βιβλία παρουσιάζεται ως μεγαλοφυής  κωμοδιογράφος της Αρχαιότητας και οι κωμωδίες του χαρακτηρίζονται ασύγκριτες, γιατί δημιούργησε ανεμπόδιστα μέσα σε καθεστώς  πλήρους ελευθερίας, ακόμα κι αν σε αρκετούς δεν ήταν αρεστός.

Δεν μπορούμε να καταδικάζουμε και να κατακλυζόμαστε από μια καθολική αφοριστική διάθεση απέναντι στην απόπειρα κάποιων να στιγματίσουν τη φτωχή,  ίσως σε πνεύμα, παιδεία ή φαντασία,  αμερικανική κουλτούρα (σ.σ. Το ποίημα «Σκούπισμα» του Αμερικανού ποιητή Ρον Πάτζετ, από τη συλλογή Big Cabin). Γιατί η ποίηση πρέπει να σε φτάνει εκεί που δεν μπορείς μόνος σου να πας. Πρέπει να στέκεις με δέος απέναντί της όταν εκτινάσσεται το συναίσθημα, όταν αναθαρρεί  ψυχή και όταν μέσα στα δαιδαλώδη της μονοπάτια συναντάς τις απαντήσεις  που έψαχνες ή την συγκίνηση που αναζητούσες. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ είχε πει το σπουδαίο «όπου κι αν με πήγαν οι θεωρίες μου ανακάλυψα πως κάποιος ποιητής είχε ήδη φτάσει εκεί» . Αν η ποίηση δε σε φτάσει εκεί, δεν είναι ποίηση.

Αλατιέρα & Πιπεριέρα

Η γυναίκα μου κι εγώ σκοπεύουμε να αγοράσουμε

ένα σετ αλατιέρας – πιπεριέρας εδώ και αρκετά χρόνια.

Έχουμε ήδη ένα, που το πηγαινοφέρνουμε

από την κουζίνα στην τραπεζαρία.

Για κάποιο λόγο, δεν κουνήσαμε ποτέ

να πάρουμε και δεύτερο.

Προφανώς, δεν είναι και τόσο σημαντικό για μας

ώστε να αγοράσουμε ένα,

αλλά αρκετά ώστε να μας κάνει

να σκεφτόμαστε πως πρέπει, κάποια στιγμή.

«Που είναι το αλάτι και το πιπέρι;»

ακούγομαι συχνά να ρωτώ.

«Α, είναι στην κουζίνα» απαντά η γυναίκα μου βαριεστημένα.

Και στο σημείο αυτό, ο γιος μας λέει

«Εντάξει, εντάξει, κατάλαβα»,

και πηγαίνει να φέρει το αλάτι και το πιπέρι.

[…..]

Ρον Πάτζετ

Επιβάλλεται ο θεατής ενός έργου τέχνης, αλλά και ο μέσος Έλληνας τηλεθεατής να διαθέτει  κριτήριο αισθητικό και όχι ισοπεδωτικό ούτε ψευδο – κουλτουριάρικο. Η ποίηση, η καλή ποίηση, δεν κινδυνεύει από την κριτική, όσο κακοπροαίρετη κι αν είναι. Η κακή κινδυνεύει. Και αυτό γιατί αναδεικνύονται τρωτά και ασχήμιες που αντιβαίνουν στους όρους της Τέχνης , τη βιάζουν, τη στρεβλώνουν και την παραποιούν. Οπότε,  λογικό είναι και η κριτική να εξωθείται σε υπερβολές, υπερβολές όμως που αναδεικνύουν την εμπορευματοποιημένη, ευτελή φτηνή Τέχνη ως απόρροια της πνευματικής ένδειας της σύγχρονης εποχής που χαιρετίζει την επιφάνεια αποστρεφόμενη το βάθος.

Εμείς οι Έλληνες είμαστε εξοικειωμένοι  με τις  διαστάσεις του ύψους και του βάθους τόσο στο στοχασμό όσο και στα υψηλά δείγματα Τέχνης,  τα οποία έχουμε προσφέρει στην ανθρωπότητα. Θα οφείλαμε, λογικά,  εμποτισμένοι με ένα τέτοιο πνεύμα αισθητικής καλλιέργειας  να διαθέτουμε αδιάψευστο αισθητικό κριτήριο. Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι αυτό το κριτήριο αφορά και τη στάση μας απέναντι στην  κριτική. Αναντίλεκτα. Κακό χιούμορ; Κακοπροαίρετο; Ασφαλώς και πρέπει να περάσει από τη κρησάρα του αποδέκτη, να αξιολογηθεί μεν, να μην καταδικαστεί αγελαίως δε, αφήνοντας μια πικρή γεύση Μεσαίωνα και μαζικής υστερίας. Είναι ενδεικτικό συλλογικής παρακμής και όχι μόνο. Κυρίως γιατί καλλιεργεί μια μανιχαϊστική στάση και μια   ακαμψία σκέψης που δε θυμίζει σε τίποτα πρόοδο, αλλά κυνήγι μαγισσών εν έτει προσεχώς… 2024

Αν στη θέση, λοιπόν,  εκπροσώπων της συγκεκριμένης σατιρικής τηλεοπτικής εκπομπής αμφισβητούσαν κάποια έργα της σύγχρονης ποιητικής – όχι πάντα ποιοτικής όμως- παραγωγής οι νέοι μας, πώς θα αντιδρούσαμε άραγε; Θα φιμώναμε τη ελεύθερη σκέψη, θα υποβαθμίζαμε το κριτήριό τους ή θα μειώναμε την προσωπική τους ανταπόκριση απέναντι στο ποιητικό δημιούργημα πιέζοντάς τους να συμμορφωθούν υιοθετώντας «το σωστό»;

Είμαστε μια βαθιά συντηρητική, φορμαλιστική, (ή φορμολη-στική ), μια βαθιά τακτοποιημένη κοινωνία, όπου η κριτική από όπου κι αν προέρχεται προκαλεί τρόμο τρίζοντας τα θεμέλια της κλυδωνιζόμενης ύπαρξης και ταράζοντας τα  ασφαλή νερά της πεπατημένης. Οι κωμικοί του σήμερα δεν είναι του αριστοτεχνικού αριστοφανικού μεγέθους στην σάτιρα ή τη διακωμώδηση  προσώπων και καταστάσεων, εντούτοις συνιστούν και αυτοί παράγωγα  μιας  κοινωνίας που έχει εθιστεί στα οπιούχα σκευάσματα της δυτικής κουλτούρας τα οποία υιοθετεί με την ίδια ευκολία που τα απορρίπτει.

Οι εποχές έχουν αλλάξει. Το ίδιο και η σάτιρα. Εξάλλου προέκυψε και κάτι καλό: Η γνωριμία των νέων με τον Θεσσαλονικιό ποιητή Γιώργο Αλισάνογλου, που τους οδήγησε να γράψουν το όνομά του στη γραμμή αναζήτησης της Google, από το να ποστάρουν στο ίνσταγκραμ ή να αποχαυνωθούν με τα  εμετικά βιντεάκια του tik tok. Ο όρος «διαπόμπευση» είναι ατυχής,  γιατί η σάτιρα διαθέτει ποικιλία μηχανισμών και το χιούμορ μπορεί να εκδηλωθεί ποικιλοτρόπως, να καυτηριάσει,  να προβληματίσει, να κολαφίσει, να βελτιώσει. Αλλά στις «ιδανικές» κοινωνίες το χιούμορ περισσεύει, ενώ αντίθετα  η ποίηση και γενικότερα το πνεύμα γενικότερα έχουν προσλάβει κατακλυσμιαίες διαστάσεις.  Για χιούμορ θα μιλάμε τώρα;

……………………..

Από τα όσα γράφτηκαν για την επίμαχη εκπομπή:

Η δημοσιογράφος Τασούλα Επτακοίλη

Κάτι κουρασμένα παλικάρια, με μπαγιάτικα αστεία, τα έβαλαν με την ποίηση κι έκαναν καζούρα σ’ έναν νέο ποιητή. Δεν γελάμε. Τους λυπόμαστε. Είναι θλιβερό να προσπαθείς να βγάλεις το παντεσπάνι σου με γερασμένο χιούμορ (ο θεός να το κάνει)

Η δημοσιογράφος Φωτεινή Λαμπρίδη

Το πρόβλημα με τους ράδιο Αρβύλα και τους ομοίους τους είναι πως έχουν κάνει δημοφιλές ένα χιούμορ που κάποτε αφορούσε μόνο μια μειοψηφία χοντρόπετσων. Εκβιάζουν το γέλιο με ένα ψεύτοχαϊλίκι που προκαλεί κατάθλιψη σε ανθρώπους που έχουν όντως υψηλή αίσθηση χιούμορ. Θέλω να πω με αυτό πως ο Γιώργος Αλισάνογλου δεν πέφτει στα μάτια μας επειδή αποφάσισαν να τον διαπομπεύσουν, ούτε η ποίηση απαξιώνεται επειδή δυο τρεις από τη γαλαρία δεν καταλαβαίνουν γρι και δεν αισθάνονται τίποτα. Το μόνο που συνέβη είναι ότι οι ίδιοι μας προκάλεσαν για άλλη μια φορά αηδία. Η αλληλεγγύη μας είναι αυτονόητη
Καμιά υψηλή τηλεθέαση δεν θα μας πείσει πως ο κόσμος μας έπαψε να είναι ποιητικός. Η ποίηση που φτύνουν μας λυτρώνει.

banner-article

Ροη ειδήσεων

Ο Λόμπο