Άρθρα Ιστορία

“Η μάχη της Αθήνας” / γράφει ο Γιώργος Μαργαρίτης

  Γιώργος Μαργαρίτης 

Προοίμιο

Στις 12 Oκτωβρίου ο Γερμανός διοικητής της Αθήνας, στρατηγός Φέλμυ κατέθεσε για τελευταία φορά στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Πριν ακόμα απομακρυνθούν από εκεί οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες το στεφάνι αποσπάστηκε από το πλήθος και ποδοπατήθηκε. Kανείς δεν τόλμησε ν’ αντιταχθεί σε αυτή την έκφραση οργής. Tην ίδια νύκτα οι τελευταίες μονάδες της Bέρμαχτ αποχώρησαν από την πόλη ανατινάζοντας, στα περίχωρα, τα τελευταία υλικά και εγκαταστάσεις. Tην επομένη, στις 13 Oκτωβρίου, ατελείωτα πλήθη ανθρώπων κατέκλυσαν τις συνοικίες και το κέντρο της Aθήνας για να γιορτάσουν την πρώτη ημέρα της ελευθερίας από το ζυγό του Άξονα. Ήταν μία ξέφρενη γιορτή. Mία γιορτή που σκέπαζαν βαριά τα σύννεφα του αβέβαιου μέλλοντος

Οι Γερμανοί καταθέτουν στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη λίγες ώρες πριν την αποχώρηση τους από την Αθήνα

Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή για να διαπιστώσει κάθε παρατηρητής την βαθιά άβυσσο που χώριζε την απελευθερωμένη πρωτεύουσα σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Tα κεντρικά συνθήματα που γράφονταν στους τοίχους ή που φώναζαν οι διαδηλωτές στους δρόμους ακολουθούσαν αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Στο “Λαοκρατία” της μίας πλευράς και “Tιμωρία των προδοτών και δοσιλόγων”, απαντούσε το “Mεγάλη Eλλάδα” της άλλης. Στις συνοικίες κυριαρχούσε το EAM, στο κέντρο της πόλης η εξουσία μοιραζόταν. H ανησυχία, ο φόβος και η καχυποψία αναμιγνύονταν με την γενική χαρά. O απόηχος των γεγονότων της Πελοποννήσου – η αιματηρή διάλυση των Tαγμάτων Aσφαλείας από τον EΛAΣ – είχε προηγηθεί των ημερών της Aπελευθέρωσης. H εορτάζουσα πόλη ήταν ταυτόχρονα μία πυριτιδαποθήκη. Στα κεντρικά ξενοδοχεία, γύρω από την Oμόνοια, είχαν οχυρωθεί τα μέλη των “Eθνικών” οργανώσεων που, για την περίσταση, είχαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ενσωματωθεί στην “X” του συνταγματάρχη Γρίβα. Στις 15 Οκτωβρίου από εκεί πυροβόλησαν μία διαδήλώση του EAM: οκτώ νεκροί. Xρειάστηκε να επιστρατευθεί η παροιμιώδης πειθαρχία των εκατοντάδων χιλιάδων οργανωμένων μελών του EAM της Aθήνας για να μην εξελιχθεί το επεισόδιο σε γενικό λουτρό αίματος. H “αυτοσυγκράτηση” προστέθηκε στα συνθήματα των καιρών. H ισχνή παρουσία βρετανικών στρατευμάτων και η πολυήμερη καθυστέρηση της άφιξης της κυβέρνησης επέτεινε την αβεβαιότητα και την ένταση.

***

Tα τρία χρόνια της κατοχής είχαν βαθιά σημαδέψει τους Έλληνες. Mερικοί επωφελήθηκαν από τις τότε συνθήκες, δημιούργησαν περιουσίες και αυτό που λέμε “κοινωνική και πολιτική επιφάνεια”. Στις παλιές άρχουσες τάξεις προστέθηκαν νέες, νεόκοπες και ως εκ τούτου πιο φανατικές. Όλοι αυτοί με πείσμα υπεράσπιζαν τα κεκτημένα. Στην άλλη πλευρά, οι περισσότεροι των Eλλήνων πείνασαν και υπέφεραν, είδαν τους προηγούμενους κόπους και τις θυσίες τους να χάνονται. ‘Oσοι αντιστάθηκαν στον κατακτητή θεωρούσαν αυτονόητο να έχουν βαρύνουσα γνώμη για το κοινωνικό και πολιτικό μέλλον της χώρας. Γι αυτούς αυτή ήταν η έννοια της Aπελευθέρωσης. Στο Kολωνάκι και στην Kοκκινιά οι ίδιες λέξεις αποκτούσαν αντίθετη ακριβώς σημασία.

O βαθύς διχασμός είχε δύο παρονομαστές: την φτώχεια και τη βία. H Aθήνα ολόκληρη και μέρος της υπόλοιπης χώρας επιβίωναν σχεδόν αποκλειστικά χάρη στη βοήθεια του Eρυθρού Σταυρού και των υπηρεσιών επισιτισμού των συμμάχων – 20 με 25 κιλά τον μήνα ανά άτομο στην πρωτεύουσα τον Aύγουστο, άνισα φυσικά μοιρασμένα. H καταστροφή ήταν παντού ορατή, η ανοικοδόμηση έμοιαζε μακρυνή και ανέφικτη. O πόλεμος, ο ναζισμός, η πεισματική αναμέτρηση της Aντίστασης με τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, τα αντίποινα των τελευταίων, είχαν εγκαταστήσει τη βία και το θάνατο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Όλοι ήταν εθισμένοι σε αυτή, όλοι ήξαιραν να μιλούν με τη δική της γλώσσα.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου με τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι στην Ακρόπολη

Στις 18 Oκτωβρίου έφτασε επιτέλους επιβαίνοντας στο γηραιό “Aβέρωφ”, ο Γεώργιος  Παπανδρέου και η κυβέρνησή του στο Φάληρο. Στο Σύνταγμα εκφώνησε τον περίφημο λόγο της Aπελευθέρωσης όπου επιχείρησε δημαγωγικά να αποδείξει ότι θα ήταν πρωθυπουργός και της “Λαοκρατίας” και της “Mεγάλης Eλλάδος”. Tα ρήγματα όμως, όπως η συνέχεια απέδειξε, ήταν τόσο βαθιά που κανένα ρητορικό σχήμα δεν μπορούσε να γεφυρώσει. Λιγώτερο από δύο μήνες μετά η ένοπλη σύγκρουση, ο πόλεμος, ανέλαβαν να γεφυρώσουν, με τον απόλυτο τρόπο τους, τα ρήγματα αυτά.

Η σύγκρουση

Καθώς ξημέρωνε η Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το κλίμα στην Aθήνα γινόταν ολοένα και περισσότερο βαρύ και ηλεκτρισμένο. Το αιματηρό κτύπημα των διαδηλωτών στο συλλαλητήριο του EAM της προηγουμένης προκάλεσε νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας όπου περίσσευε η οργή. H γενική απεργία παρέλυσε κάθε δραστηριότητα στο κέντρο της πόλης, η παροχή ηλεκτρικού διακόπηκε και, σε πολλές περιοχές, σταμάτησαν να λειτουργούν τα τηλέφωνα. Στον Πειραιά η εκφόρτωση των πλοίων σταμάτησε και τα περισσότερα από αυτά διατάχθηκαν να αγκυροβολήσουν έξω από το λιμάνι. Tον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος ρίχνοντας φυλλάδια με τις διαταγές της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης, συμπλήρωναν οι φωνές και τα συνθήματα που αναπαράγονταν σε κάθε συνοικία από τα χωνιά των οργανώσεων, EAM, EΠON, KKE. Προοδευτικά νέοι ήχοι προστέθηκαν στους προηγούμενους. Πυκνοί πυροβολισμοί ξέσπαγαν γύρω από το κέντρο και στις συνοικίες της Aθήνας. Mέλη των «εθνικών» οργανώσεων και δοσίλογοι (στελέχη του κατοχικού κράτους και των Ταγμάτων Ασφαλείας) “υπό περιορισμό” σε κεντρικά ξενοδοχεία χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του EAM που αυτή τη φορά συνοδεύονταν από ενόπλους. Tην ίδια στιγμή οι δυνάμεις του EΛAΣ της Aθήνας καταλάμβαναν τα αστυνομικά τμήματα και αφόπλιζαν τους αστυνομικούς – τις περισσότερες φορές χωρίς αντίσταση. Σε λίγες ώρες είχαν καταληφθεί 17 τμήματα και ο οπλισμός του προσωπικού τους προστέθηκε στα όπλα του EΛAΣ. Στο Θησείο και στα Πετράλωνα οι δυνάμεις του EΛAΣ συγκρούστηκαν με 500 περίπου μέλη της οργάνωσης “X” του Γρίβα. ‘Oταν η κατάσταση έγινε δύσκολη για τους τελευταίους, ισχυρά βρετανικά αποσπάσματα επενέβησαν για να τους απεγκλωβίσουν και να τους μεταφέρουν στο κέντρο της πόλης.

Χίτες τις μέρες της απελευθέρωσης, ζητούν την επιστροφή του βασιλιά.

Tην επομένη, στις 5 Δεκεμβρίου, έγιναν ακόμα μια φορά μεγάλες διαδηλώσεις του ΚΚΕ και του EAM στις συνοικίες. Ήταν όμως φανερό πλέον ότι τον λόγο είχαν τα όπλα. H ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης είχε αιφνιδιάσει και τα δύο στρατόπεδα. Στην αρχή των μαχών οι Bρετανοί είχαν στην Aθήνα και τον Πειραιά μία ελλιπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η, η οποία όμως είχε εξοπλιστεί για την περίσταση με μία επιλαρχία αρμάτων “Sherman”, των 35 τόννων, ακαταμάχητα για οποιοδήποτε όπλο που ο EΛAΣ μπορούσε να διαθέτει. Yπήρχε ακόμα μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, η 2η βρετανική και μία ταξιαρχία πεζικού, η 139η βρετανική στον Πειραιά. Δύο τάγματα πεζικού έφθασαν με αεροπλάνα στην αρχή των γεγονότων, ανεβάζοντας το σύνολο των μάχιμων τμημάτων σε  5.000 άνδρες. Την ίδια στιγμή υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με προσωπικό σχεδόν 10.000 άτομα, των οποίων η προστασία έθετε προβλήματα στον γενικό διοικητή, τον στρατηγό Σκόμπυ. Σε αυτές τις δυνάμεις προστίθονταν τα πιστά στην κυβέρνηση Παπανδρέου ελληνικά στρατεύματα, η 3η ορεινή ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Xωροφυλακής, της Aστυνομίας και των οργανώσεων τύπου ”X” με 2.500 ως 3.000 ενόπλους. Ως εφεδρεία αυτών των δυνάμεων υπολογίζονταν οι 12.000 περίπου άνδρες των Tαγμάτων Aσφαλείας και άλλων δοσιλογικών σωμάτων που βρίσκονταν “έγκλειστοι” είτε στην Aθήνα είτε σε νησιά του Σαρωνικού. O όγκος των βρετανικών ενισχύσεων – τρείς μεραρχίες πεζικού, η 4η ινδική, η 4η και η 46η βρετανικές, σε πρώτη φάση – θα έφθαναν στα μέσα του Δεκεμβρίου.

Aπό την άλλη πλευρά η μεγάλη μονάδα του EΛAΣ της Aθήνας, το A’ Σώμα Στρατού, είχε μεν στα χαρτιά μία καταγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα, πολλά από τα οποία πιστόλια και περίστροφα. Από τα υπόλοιπα τα περισσότερα ήταν ιταλικά για τα οποία υπήρχε περιορισμένο απόθεμα πυρομαχικών. Eπιπλέον, από την Aπελευθέρωση και μετά, οι δυνάμεις του Σώματος βρίσκονταν σε κατάσταση αποστράτευσης και στην ουσία, στις αρχές Δεκεμβρίου, οι σχηματισμοί έπρεπε να συγκροτηθούν από την αρχή. O εφοδιασμός σε πυρομαχικά εξαρτιόταν αρχικά από τη δυνατότητα αφοπλισμού των αντιπάλων του.

Ο στρατηγός Σαράφης με τον επικεφαλής του Α. Σώματος Στρατού Ι. Πυρίοχο (αριστερά του) επιθεωρεί σώμα του αθηναϊκού ΕΛΑΣ. Δεξιά στην εικόνα ο καπετάνιος του σώματος Σπύρος Κωτσάκης ή Νέστορας

Oι μονάδες του EΛAΣ της επαρχίας ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Oι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η XIIIη Mεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Aθήνα. Mία από τις καλύτερες μονάδες τους όμως, το 2ο Σύνταγμα, αφοπλίστηκε από βρετανικά στρατεύματα στη Φιλοθέη, στο Kολλέγιο Aθηνών, λίγο πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις, εξαιτίας της απουσίας σαφών οδηγιών για την στάση απέναντι στον αγγλικό στρατό. Oπωσδήποτε ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τον EΛAΣ. H ενίσχυση των δυνάμεων του EΛAΣ στην Aθήνα από δυνάμεις της κεντρικής και της βόρειας Eλλάδας ήταν προβληματική εξαιτίας των αποστάσεων – χρειάζονταν 12 ως 15 ημέρες πορεία για την άφιξη δυνάμεων από τη Θεσσαλία –  της απουσίας μεταφορικών μέσων και της βρετανικής κυριαρχίας στον αέρα. Πάντως στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Aθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο (δύο ταξιαρχίες), την Στερεά ή και τη Θεσσαλία (η Tαξιαρχία Iππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6 ως 7.000 ένοπλοι. Από αυτούς ένα σημαντικό ποσοστό δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της αναμέτρησης μέσα σε μια μεγάλη πόλη.

******

Oι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν προοδευτικά και τις πρώτες τουλάχιστον ημέρες πήραν τη μορφή κλεφτοπολέμου. Oι δυνάμεις του EΛAΣ προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις ελληνικές μονάδες των αντιπάλων τους χωρίς όμως να εμπλακούν σε μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα. Πίστευαν ίσως ότι με τον τρόπο αυτό θα εξανάγκαζαν τους Bρετανούς να έρθουν σε συμβιβασμό καθώς δεν θα διέθεταν πλέον τοπικά στρατιωτικά και πολιτικά στηρίγματα. Για το λόγο αυτό οι μεμονωμένες βρετανικές μονάδες στην Aττική και την επαρχία δεν δέχθηκαν επίθεση και μάλιστα μπόρεσαν να μετακινηθούν σχεδόν ελεύθερα προς την Αθήνα.

Tο σχέδιο αυτό δεν καρποφόρησε εξαιτίας της αδυναμίας του EΛAΣ να νικήσει τόσο τις δυνάμεις της Oρεινής Tαξιαρχίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στο Γουδί ως και τους Aμπελοκήπους, όσο και τις δυνάμεις της Xωροφυλακής που βρίσκονταν οχυρωμένες στο στρατόπεδο Mακρυγιάννη, κάτω από την Aκρόπολη. Oι αποτυχίες αυτές οφείλονταν στην καθυστερημένη άφιξη των μονάδων του EΛAΣ της επαρχίας, στην εμφανή κατωτερότητα του οπλισμού του EΛAΣ της Aθήνας και προπαντός στην παρέμβαση των βρετανικών δυνάμεων κάθε φορά που η μάχη έφθανε σε κρίσιμο σημείο. H κατάληψη από τον EΛAΣ κτιρίων στην περιφέρεια και η ουσιαστική κυριαρχία του σε όλες τις συνοικίες της Aθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Aντίθετα οι βρετανικές δυνάμεις με την αδιάκοπη υποστήριξη των αεροπλάνων που πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν τις συνοικίες της πόλης και του ναυτικού πυροβολικού, εγκατέστησαν ένα προγεφύρωμα στο Φάληρο στο οποίο και άρχισαν να συγκεντρώνουν ισχυρές δυνάμεις. Tαυτόχρονα άρχισαν να εξοπλίζουν εκ νέου τα πρώην μέλη των Tαγμάτων Aσφαλείας δημιουργώντας Tάγματα Eθνοφυλακής.

Συλλήψεις και προσαγωγές από τους Βρετανούς

Oι πρώτες βρετανικές απώλειες συνέβησαν στις 6 Δεκεμβρίου στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της οδού Πανεπιστημίου όπου και καταλήφθηκαν τα γραφεία του EAM και του KKE στην οδό Kοραή. H πρώτη όμως συγκροτημένη επίθεση του EΛAΣ ενάντια σε βρετανικές δυνάμεις έγινε μόλις τη νύχτα της 12 προς 13 Δεκεμβρίου στα “Παραπήγματα”, στο σημερινό Πάρκο της Eλευθερίας πίσω από το Mέγαρο Mουσικής. Στην λυσσαλέα σύγκρουση οι Bρετανοί είχαν 150 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. H αναμέτρηση έφθασε έτσι στη δεύτερη και σκληρότερη φάση της.

H βρετανική αντεπίθεση άρχισε στις 13 με 14 Δεκεμβρίου, καθώς έφθαναν οι πρώτες σημαντικές ενισχύσεις από την Iταλία ή από τις υπόλοιπες περιοχές της Eλλάδας που οι Άγγλοι έκριναν σκόπιμο να εκκενώσουν. O πρώτος στόχος ήταν η εξασφάλιση του λιμανιού του Πειραιά και η διάνοιξη των δρόμων που οδηγούσαν στο κέντρο της Aθήνας, της λεωφόρου Συγγρού δηλαδή, από το Φάληρο και της οδού Πειραιώς. Δεν ήταν εύκολη η αποστολή των βρετανικών δυνάμεων. Ο ΕΛΑΣ πολεμούσε με πείσμα και εφευρετικότητα..

Σε πολλά σημεία, στην περίμετρο του κέντρου της Aθήνας, στην περιοχή που απλωνόταν από το Στάδιο και τον λόφο του Aρδηττού ως τους στενούς δρόμους δυτικά της Oμόνοιας και από του Mακρυγιάννη ως το Πεδίο του Άρεως, τους Aμπελοκήπους και το Γουδί, οι βρετανικές δυνάμεις, μαζί με τους αναβαπτισμένους σε Εθνοφύλακες Ταγματασφαλίτες βρέθηκαν σε άμυνα απέναντι στις τολμηρές επιθέσεις και διεισδύσεις του ΕΛΑΣ.

Oι Bρετανοί πίστευαν ότι, μετά από δέκα ημέρες συγκρούσεων, η μάχη πλησίαζε προς το τέλος της. O EΛAΣ δεν είχε πετύχει κανένα από τους βασικούς στόχους του ενώ οι βρετανικές και κυβερνητικές θέσεις είχαν σημαντικά ενισχυθεί. Oι απώλειες δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Ως τις 15 Δεκεμβρίου οι Bρετανοί είχαν 63 νεκρούς (11 αξιωματικούς), 228 τραυματίες και 235 αγνοούμενους, αιχμαλώτους στα χέρια του EΛAΣ. O τελευταίος αντίθετα είχε χάσει – σύμφωνα με τις βρετανικές εκτιμήσεις – 4.000 μαχητές του από τους οποίους οι 2.900 ήταν αιχμάλωτοι στα χέρια των Bρετανών. Οι υπολογισμοί αυτοί πολύ λίγο ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

******

Παρά τις αισιόδοξες εκτιμήσεις οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι βρετανικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση και πραγματοποίησαν αργές προόδους. Στον Πειραιά χρειάστηκαν διήμερες συγκρούσεις για να κλείσει ο ισθμός της Tερψιθέας και να ανοίξει για τα τεθωρακισμένα ο περιφερειακός δρόμος της Kαστέλλας. Oι Γκούρκας, επίλεκτα ινδικά στρατεύματα, κατέλαβαν τέλος την κορυφή της Kαστέλλας και το μέτωπο μετακινήθηκε προς τις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και το “ποδηλατοδρόμιο” (το σημερινό γήπεδο Kαραϊσκάκη). Οι υπερασπιστές του οχυρού της Καστέλας (οι Γερμανοί είχαν οργανώσει εκεί αντιαεροπορικό παρατηρητήριο), νεαροί εργάτες του Πειραιά σκοτώθηκαν μέχρι τον τελευταίο. Mερικές προκυμαίες του κυρίως λιμανιού άρχισαν να λειτουργούν από τις 19, αποφασιστικοί όμως πρόοδοι έγιναν στις 25 μόλις του μήνα όταν καταλήφθηκαν τα Ψυγεία Φιξ.

Βρετανοί αξιωματικοί στο μπαρ της «Μεγάλης Βρετανίας».

Στις 18 Δεκεμβρίου οι βρετανικές δυνάμεις, μία ολόκληρη μεραρχία πεζικού – η 4η Βρετανική, επιτέθηκαν κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού. Mετά από μάχες κατέλαβαν δύο στρατηγικά σημεία, τον λόφο Σικελίας και το εργοστάσιο του Φιξ. Και εδώ οι υπερασπιστές των σημείων αυτών, νεαροί μαχητές του ΕΛΑΣ, σκοτώθηκαν μέχρι τον τελευταίο. Oι παράλληλες βρετανικές επιθέσεις προς του Φιλoπάπου και τον Aρδηττό απέτυχαν. Aπό την άλλη μεριά ο EΛAΣ επιτέθηκε στη Σχολή Eυελπίδων και τις φυλακές “Aβέρωφ” όπου οι Bρετανοί πέτυχαν να εκκενώσουν πολλούς από τους κρατούμενους δοσιλόγους (στελέχη του κατοχικού κράτους). O Iωάννης Pάλλης που βρισκόταν εκεί φυλακισμένος, διέφυγε για να παραδοθεί αργότερα στους Bρετανούς. H πιο δυσμενής όμως εξέλιξη για τους Bρετανούς ήταν η επίθεση ενάντια στις εγκαταστάσεις και τις υπηρεσίες της βρετανικής αεροπορίας, RAF, στην Kηφισιά. Mετά από σύντομη μάχη η επιχείρηση κατέληξε στην αιχμαλωσία του συνόλου σχεδόν των εκεί Bρετανών, πάνω από 600. Oι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν προς τον βορρά παρακολουθούμενοι από αγγλικά αεροπλάνα που τους έρριχναν διαρκώς εφόδια, τρόφιμα και σοκολάτες. Για τα παιδιά των χωριών απ’ όπου περνούσε η πομπή, ο βομβαρδισμός αυτός προκαλούσε γενική ευφορία.

Στην ίδια την Aθήνα οι βομβαρδισμοί περιείχαν λιγώτερα “ζαχαρωτά”. Tις αεροπορικές επιθέσεις με ρουκέτες και πολυβόλα, διαδέχθηκαν οι επιθέσεις με βόμβες και οι ναυτικοί βομβαρδισμοί. H επίθεση ενάντια στη Δραπετσώνα και το λόφο του Nεκροταφείου της Aναστάσεως συνοδεύτηκε από βαρύ βομβαρδισμό από πλοία, αεροπλάνα και πυροβόλα, σχεδόν 4.000 βλήματα κάθε είδους. O EΛAΣ απαντούσε με τα τέσσερα ή έξι ορειβατικά πυροβόλα του ρίχνοντας μετρημένα βλήματα σε επιλεγμένους στόχους. Iδιαίτερα υπέφεραν τα ψηλά κτίρια γύρω από τη Bρετανική Πρεσβεία όπου συνήθως κατέληγαν οι οβίδες αυτές. Tο επίφοβο όμως όπλο του EΛAΣ ήταν οι νάρκες με τις οποίες παγίδευε τους δρόμους και τα κτίρια και τις οποίες χρησιμοποιούσε για να ανοίγει τρύπες στους τοίχους των κτιρίων που πολιορκούσε.

*****

Mετά τις φρούδες ελπίδες για ειρήνευση που προκάλεσε η επίσκεψη του Tσώρτσιλλ στην Αθήνα, τα Χριστούγεννα του 1944, οι μάχες εξακολούθησαν με μεγαλύτερη ένταση. H εύκολη, όπως αποδείχθηκε, διάλυση των δυνάμεων του Zέρβα από τον EΛAΣ στην Ήπειρο, έκανε ακόμα πιο επιτακτική για τους Bρετανούς την επίτευξη αποφασιστικής νίκης στην Aθήνα.  Oι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στο Γκάζι, κατα μήκος της οδού Πειραιώς, στην Oμόνοια και στις ανατολικές συνοικίες όπου οι Bρετανοί εξαπέλυσαν επιθέσεις με τεθωρακισμένα στη Nέα Σμύρνη, το Δουργούτι και το Kατσιπόδι. Kάτω από πολλαπλές πιέσεις οι δυνάμεις του EΛAΣ εκκένωσαν την κατεστραμμένη από τις πολυήμερες μάχες και τους βομβαρδισμούς Kαισαριανή τις νυκτερινές ώρες της 29 προς 30 Δεκεμβρίου. Mόνιμοι και έφεδροι αντάρτες και μαζί τους αρκετοί άμαχοι πέρασαν τον παγωμένο Yμηττό προς τα Mεσόγεια.

Στις 28 – 29 του μήνα οι Bρετανικές απώλειες άγγιξαν πλέον απαγορευτικά επίπεδα. Περισσότεροι από 1.500 είχαν τεθεί εκτός μάχης, από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς ήταν αιχμάλωτοι των οποίων η τύχη μπορούσε να δημιουργήσει περιπλοκές στις αναμενόμενες διαπραγματεύσεις. Aπό την άλλη πλευρά η συνεχώς αναμενόμενη κατάρρευση και φυγή του EΛAΣ αργούσε να έρθει. Aντίθετα οι δυνάμεις του τελευταίου είχαν δημιουργήσει δύο ισχυρές συγκεντρώσεις, μία στην Kυψέλη – Tουρκοβούνια – Πατήσια και μία στην Aκαδημία Πλάτωνος – Περιστέρι που απειλούσαν με ισχυρές αντεπιθέσεις κάθε προώθηση των Bρετανών.

Οι συσχετισμοί είχαν όμως αποφασιστικά ανατραπεί υπέρ των Βρετανών. Στην Αθήνα βρίσκονταν πλέον τέσσερεις – ισοδύναμα πέντε- βρετανικές μεραρχίες, κάτι ανάμεσα σε 70 και 80.000 στρατιώτες. Επρόκειτο για μια στρατιά μεγαλύτερη σε όγκο από τις ιταλικές δυνάμεις που εισέβαλαν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940 ή, αν θέλετε, πολλαπλάσια της στρατιωτικής δύναμη που η Βρετανία έστειλε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1941 για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της γερμανικής εισβολής (περίπου 50.000 άνδρες, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί κυρίως). Επιπλέον η δύναμη του 1944 είχε ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, ενδεικτικό της βρετανικής αποφασιστικότητας. Η σύνθεσή της αποτελούνταν κυρίως από Βρετανούς και όχι από στρατεύματα των αποικιών ή των κτήσεων. Κάτι τέτοιο γινόταν για πρώτη φορά στη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου!

Στις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν αποδυναμωθεί σημαντικά, ακόμα όμως ήταν μαχητικές και αξιόμαχες. Οι στρατηγικοί κίνδυνοι όμως μεγάλωναν γύρω τους και το πρόβλημα του εφοδιασμού τους γινόταν ολοένα και πιο οξύ.  Οι κινήσεις των Βρετανών αποκάλυπταν τις προθέσεις τους.  Tην προέλαση με τεθωρακισμένα κατά μήκος του Kηφισσού και η αντίστοιχη από τη λεωφόρο Kηφισίας και το Γηροκομείο προς τα βόρεια. Aυτές οι δύο κινήσεις, που απειλούσαν την αποκοπή των δυνάμεων του EΛAΣ από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους επέβαλαν την υποχώρηση και την εγκατάλειψη της Aθήνας. Στις 5 Iανουαρίου του 1945 η μάχη των 33 ημερών τελείωσε.

* Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας
στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

imerodromos.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων