«Έμπαινε Γιούτσο»: Ο «Γιούτσοφ» ο «παλιοκομμουνιστής» πέρασε στην αιωνιότητα – Η ζωή του θρυλικού «κανονιέρη»
«Έφυγε» ένας από τους σπουδαίοτερους ποδοσφαριστές που εμφανίστηκαν στα ελληνικά γήπεδα από καταβολής του πρωταθλήματος της Α’ Εθνικής, μια θρυλική μορφή του Ολυμπιακού, ο Νίκος Γιούτσος, σε ηλικία 81 ετών.
Μαζί με τον Γιώργο Σιδέρη αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα επιθετικά δίδυμα της ομάδας του Πειραιά ενώ ήταν μέλος δύο σπουδαίων ομάδων. Της ομάδας που κατέκτησε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα με τον Μάρτον Μπούκοβι στην άκρη του πάγκου αλλά και της ομάδας του Νίκου Γουλανδρή. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές την ιστορία του Ολυμπιακού, με τη φανέλα του οποίου αγωνίστηκε από το 1964 έως το 1974, σκοράροντας 128 γκολ φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα, κατακτώντας 4 πρωταθλήματα και 4 Κύπελλα. Ο “Γιουτσώφ”, όπως τον έλεγαν στην Ουγγαρία όπου βρέθηκε από 6 ετών ως πολιτικός πρόσφυγας, αγωνίστηκε σε 330 παιχνίδια με τη φανέλα του Ολυμπιακού, μπαίνοντας στο πάνθεον των “ερυθρόλευκων” σκόρερ.
Συνολικά κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα Ελλάδας (1966, 1967, 1973, 1974) και ισάριθμα Κύπελλα (1964, 1968, 1971, 1973), ενώ σε 276 συμμετοχές πέτυχε 100 γκολ. Μάλιστα έγραψε ιστορία καθώς το 1972 ήταν εκείνος που πήρε από το χέρι την ομάδα του Πειραιά και την οδήγησε σε μία σπουδαία πρόκριση επί της Κάλιαρι, σκοράροντας τόσο στο 2-1 στο Καραϊσκάκης όσο και στο 0-1 μέσα στο καυτό «Stadio Sant’Elia».
Γεννήθηκε στο Μακροχώρι Καστοριάς και μεγάλωσε στην Ουγγαρία (είχε καταφύγει εκεί ως πολιτικός πρόσφυγας μαζί με την μητέρα και την αδερφή του), ενώ η πρώτη ομάδα στην οποία αγωνίστηκε ήταν η ουγγρική Τσέπελ, στην οποία έπαιξε από το 1960 έως το 1964, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα για χάρη τον Ολυμπιακό.
Σπουδαίος επιθετικός, έκανε όσους τον παρακολουθούσαν να τον παραδεχτούν για την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του στο σκοράρισμα. Η θρυλική φράση «Έμπαινε Γιούτσο» που φώναζαν τότε στο «Καραϊσκάκης» οι φίλοι του Ολυμπιακού, εμπνευσμένη από τις «επελάσεις» του στους χωμάτινους αγωνιστικούς χώρους της εποχής, μέχρι και σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει ορμή, ατρόμητη κίνηση. Ορμή που χαρακτήρισε και τον ίδιο τον Νίκο Γιούτσο στη ζωή του και στην πορεία του μέχρι την καταξίωση στην ελληνική πραγματικότητα, απέναντι σε μια σειρά από δυσκολίες.
Ψηλός, γρήγορος, με μεγάλο διασκελισμό και τον χαρακτηριστικό “καλπασμό” που του προσέδωσε το παρατσούκλι “ουγγρικό άλογο”, ο Νίκος Γιούτσος έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η τελευταία του παρουσία στο «Καραϊσκάκης» ήταν στον αγώνα με την Φράιμπουργκ για τη φάση των ομίλων του Europa League, με την τεράστια αυτή μορφή του ελληνικού ποδοσφαίρου να νοσηλεύεται τις τελευταίες 20 ημέρες στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου «Μετροπόλιταν» και να φεύγει τελικά από τη ζωή την Τρίτη (7/11), έχοντας διασωληνωθεί από την Κυριακή.
Η ανακοίνωση της ερυθρόλευκης ΠΑΕ:
«Η ΠΑΕ Ολυμπιακός πενθεί και εκφράζει τη βαθύτατη θλίψη της για τον χαμό του Νίκου Γιούτσου.
Ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ολόχρυση ιστορία του Ολυμπιακού, μια μεγάλη μορφή στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Γεννημένος στην Καστοριά, μεγαλωμένος στην Ουγγαρία, φόρεσε τα ερυθρόλευκα για δέκα χρόνια και αγαπήθηκε όσο λίγοι. Από τη σεζόν 1964-’65 έως το καλοκαίρι του 1974 ξεσήκωνε τον κόσμο στις κερκίδες με τις προσωπικές του ενέργειες.
«Εμπαινε Γιούτσο!» τον παρότρυναν χιλιάδες άνθρωποι στο κατάμεστο «Γ. Καραϊσκάκης», εξαιτίας των επελάσεών του προς τις αντίπαλες εστίες. Ένα σύνθημα, μια ιαχή που έμεινε στην ιστορία!
Με τη φανέλα του Θρύλου αγωνίστηκε σε 330 παιχνίδια, σημείωσε 128 γκολ και δοξάστηκε. Ένας αυθεντικός μπαλαδόρος, ο οποίος με τον Ολυμπιακό κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα και τέσσερα κύπελλα.
Το αποτύπωμά του Νίκου Γιούτσου θα μείνει βαθύ στην ιστορία του Συλλόγου».
Η ανακοίνωση του ΚΚΕ
Με ανακοίνωση του το ΚΚΕ εξέφρασε τα συλλυπητήρια του στην οικογένεια και τους οικείους του Νίκου Γιούτσου
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΚΚΕ:
‘’Ο Νίκος Γιούτσος υπήρξε μια σπουδαία προσωπικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου και της ομάδας του Ολυμπιακού.
Γεννήθηκε στις 16/4/1941 στο Μακροχώρι Καστοριάς, ένα χωριό με ηρωική ιστορία. Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, μαζί με την αδελφή του και χιλιάδες άλλα παιδιά, φιλοξενήθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας. Εκεί, έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα στην Ουγγρική ομάδα Τσέπελ, στην οποία αγωνίστηκε για μια τετραετία (1960-64). Ο ίδιος ερωτηθείς για τις συνθήκες ζωής του και ειδικά στο ειδικό σχολείο στο οποίο μεγάλωσε, είχε απαντήσει: ‘Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στην μπάλα. Στην Εκπαίδευση και στον Αθλητισμό έδιναν μεγάλη βάση’.
Το καλοκαίρι του 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και αγωνίστηκε στην ομάδα του Ολυμπιακού για περίπου μια δεκαετία και στη συνέχεια του συμπολίτη Εθνικού. Σε αυτή τη δεκαετία κατέκτησε 4 πρωταθλήματα και ισάριθμα Κύπελλα Ελλάδας.
Η δεινότητά του στο σκοράρισμα και το δυναμικό στιλ που τον χαρακτήριζε, είχαν ως αποτέλεσμα να βγει η θρυλική φράση ‘Έμπαινε Γιούτσο’, που έγινε σύνθημα και παραμένει ζωντανό στις μνήμες μέχρι και σήμερα” αναφέρει στην ανακοίνωσή του το ΚΚΕ, για να εκφράσει στη συνέχεια τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια του Νίκου Γιούτσου.
H Ουγγαρία και η επεισοδιακή μεταγραφή
Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1942 στο Μακροχώρι Καστοριάς. Το 1946 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος και το χωριό συντάσσεται με τους κομμουνιστές αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι έχουν ως πρόγραμμα την εθνική ισοτιμία για τη σλαβομακεδονική μειονότητα της περιοχής.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Μακροχώρι βομβαρδίζεται ανηλεώς από τον εθνικό στρατό και 69 Μακροχωρίτες χάνουν τη ζωή τους. Έτσι, οι αντάρτες του ΔΣΕ, σε συνεννόηση με τους γονείς των παιδιών, παίρνουν 219 παιδιά απ’ το χωριό και τα μετακινούν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης όπου θα ήταν ασφαλή. Ο Νίκος Γιούτσος ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά και βρέθηκε στην Ουγγαρία μαζί με τη μικρή του αδερφή.
Μιλώντας για τη μετάβασή του στην Ουγγαρία, ο ίδιος ο Γιούτσος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φως των Σπορ», πολλά χρόνια αργότερα, έδωσε τη δική του απάντηση στο αν αυτές οι μετακινήσεις έγιναν με τη βία, σύμφωνα με τον αστικό μύθο περί «παιδομαζώματος». Είχε πει χαρακτηριστικά:
«Το χωριό μου ήταν έξω από την Καστοριά, το Μακροχώρι. Ηταν ανταρτοκρατούμενα μέρη αυτά. Με το ζόρι δεν πήρανε κανέναν εκεί! Μας πήρανε για να μη σκοτωθούμε, γιατί μας βομβαρδίζανε. Και είπαν ότι πρόχειρα θα φεύγαμε και σύντομα θα γυρίζαμε πίσω… (χαμογελάει). Αλλά δεν γυρίσαμε. Επικρατήσανε οι άλλοι. Ο κυβερνητικός στρατός».
Στην ίδια συνέντευξη, ερωτηθείς για τις συνθήκες ζωής του στην Ουγγαρία και ειδικά στο εσωτερικό κολέγιο στο οποίο μεγάλωσε, είχε απαντήσει: «Κάτι τέτοιο (σ.σ. ορφανοτροφείο), αλλά σε πολύ υψηλότερα στάνταρντ. Κοιμόμασταν μέσα, τρώγαμε μέσα, σχολείο εκεί, μπάλα εκεί. Οργανωμένη εκπαίδευση στην μπάλα. Στην Εκπαίδευση, στον Αθλητισμό, έδιναν μεγάλη βάση τα κομμουνιστικά καθεστώτα τότε. Και παίρναμε και πολύ καλά λεφτά!».
Ο Νίκος Γιούτσος, ή Miklós Jucsov όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία, ή Nikolay Jucsov όπως έχει βρεθεί αλλού καταγεγραμμένος στα αρχεία της ουγγρικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, ξεχώρισε από νωρίς για τις ποδοσφαιρικές του αρετές στις αλάνες του χωριού Μπελογιάννης, όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες από την Ελλάδα.
Αγωνιζόμενος με την ελληνική προσφυγική ομάδα «Ολυμπος» τράβηξε τα βλέμματα των Ούγγρων υπευθύνων, με αποτέλεσμα τη μετακίνησή του στην Τσέπελ, ομάδα δεύτερης κατηγορίας του ουγγρικού ποδοσφαίρου, την οποία οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και μετέπειτα σε σημαντικές επιτυχίες στο πρωτάθλημα της πρώτης κατηγορίας, πετυχαίνοντας 11 γκολ την διετία 1963 – 1964.
Αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του Έλληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο οποίος γνωρίζει την καταγωγή του. Τότε αρχίζει μια σειρά επαφών και τελικά το 1964, πραγματοποιείται η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό με μεσολαβητή τον Μανώλη Γλέζο.
Μάλιστα, η ΑΕΚ ενδιαφέρθηκε έντονα για την απόκτησή του, όμως ο Γιούτσος φόρεσε τα ερυθρόλευκα με την παρέμβαση και του εκδότη της εφημερίδας “Το Φως των Σπορ”, Θεόδωρου Νικολαΐδη.
Τα εμπόδια και η απόπειρα φυγής
Στην επιστροφή του στην Ελλάδα αρχικά βρήκε μπροστά του έναν δρόμο γεμάτο εμπόδια και δυσκολίες. Τον περίμενε ένα μεγάλο σοκ τις πρώτες του ημέρες ως παίκτης των “ερυθρόλευκων”. Η διαφορά οργάνωσης και ποιότητας μεταξύ του ουγγρικού αθλητισμού και του ελληνικού τού έκανε αμέσως άσχημη εντύπωση. Ο ρουχισμός, οι εγκαταστάσεις, τα γήπεδα δεν είχαν καμία σχέση με αυτά στα οποία μεγάλωσε και έμαθε ποδόσφαιρο στην Ουγγαρία.
«Είχα μάθει άλλο ποδόσφαιρο, έπαιζα άλλο ποδόσφαιρο. Οταν πρωτοήρθα εδώ έπαθα σοκ… Είδα ένα χάλι και ήθελα να φύγω! Δεν είχε νορμάλ γήπεδα εδώ. Δεν είχαμε σοβαρό χορτάρι. Δεν είχαμε καλά – καλά νορμάλ ποδοσφαιρικά παπούτσια. Υπήρχαν μεγάλες διαφορές με την Ουγγαρία τότε».
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την αθέτηση υποσχέσεων από κάποιους παράγοντες του Ολυμπιακού, τον οδήγησαν στο να πάρει την απόφαση να φύγει άρον άρον από την Ελλάδα.
Το ελληνικό ΥΠΕΞ δυσκολευόταν να δώσει βίζα στον Γιούτσοφ, καθώς ίσχυε η απαγόρευση επανόδου στη χώρα πολιτικών προσφύγων και ιδιαίτερα (σλαβο)μακεδονικής καταγωγής. Για το λόγο αυτό, ο Ολυμπιακός τον έφερε με διαβατήριο μίας χρήσης! Ετσι, ο Γιούτσοφ έγινε Γιούτσος – γι’ αυτό άλλωστε κατέστη δυνατό και να αγωνιστεί με την Εθνική ομάδα.
Τα εμπόδια όμως συνεχίστηκαν. Κάποιοι παράγοντες του Ολυμπιακού δεν κράτησαν το λόγο τους για κάποιες υποσχέσεις που του είχαν δώσει, και έτσι προσπάθησε να φύγει, χωρίς ωστόσο να μπορεί να ταξιδέψει, λόγω διαβατηρίου.
Σε συνέντευξή του τον Νοέμβριο του 1964 ο Γιούτσος δήλωσε: “Θα φύγω οπωσδήποτε από την Ελλάδα. Στην ανάγκη, θα ζητήσω άσυλο στην ουγγρική πρεσβεία των Αθηνών! Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ”.
Στην ομάδα του Μπούκοβι
Μένοντας αναγκαστικά στην Ελλάδα, δεν μπορεί ούτε να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητάς του. Έτσι, περιορίζεται στη συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις.
Ωστόσο, το πρόβλημα λύνεται και λίγους μήνες μετά ο Γιούτσος κατακτά το πρώτο του Κύπελλο με τον Ολυμπιακό. Θα ακολουθήσουν άλλα τρία, αλλά και τέσσερα πρωταθλήματα, με τον “Ούζο”, όπως τον αποκαλούσαν, να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης ομάδας του Μάρτον Μπούκοβι, μαζί με τον Γιώργο Σιδέρη, τον Βασίλη Μποτίνο και άλλους.
Δέκα χρόνια αργότερα, τo καλοκαίρι του 1974, αποχώρησε από τον σύλλογο, καθώς δεν ακολούθησε την αποστολή του Ολυμπιακού που ταξίδεψε για προετοιμασία στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια αντιπαράθεση με τον τότε προπονητή των “ερυθρολεύκων” Λάκη Πετρόπουλο πριν από τον χαμένο τελικό κυπέλλου Ελλάδος του 1974 με τον ΠΑΟΚ και είχε αποχωρήσει από το ξενοδοχείο.
Ο «παλιοκομμουνιστής»
Ο “Γιουτσόφ” έγινε τελικά δεκτός και στην Εθνική Ελλάδας, με την οποία αγωνίστηκε 15 φορές σημειώνοντας 6 γκολ. Με τη στάμπα του “κομμουνιστή” από την Ουγγαρία δεν τον άφηναν να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο…
Η ειρωνεία είναι ότι το ντεμπούτο έγινε στον πιο… κομμουνιστικό τόπο που μπορούσε να υπάρξει, στη Σοβιετική Ένωση, και συγκεκριμένα στο στάδιο Λένιν της Μόσχας παρουσία 80.000 θεατών. Η Εθνική αντιμετώπιζε την ΕΣΣΔ για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966.
Μπορεί να λατρεύτηκε από τους Έλληνες φιλάθλους, όμως όταν οι αντίπαλοι οπαδοί ή ποδοσφαιριστές ήθελαν να τον νευριάσουν, θυμούνταν το παρελθόν του.
“Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Όλοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες όπως “Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις” και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!”, έχει πει σε συνέντευξή του.
Η φράση “Έμπαινε Γιούτσο” συνδυάστηκε για πάντα με το πρόσωπό του, μια προτροπή που φέρεται να εμπνεύστηκε ένας μικροπωλητής στο παλιό Στάδιο Καραϊσκάκη. “Έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε, και κάν’ τα όλα λίμπα…”.