Περιβάλλον

Βέρμιο: «Στο πιο απαιτητικό μονοπάτι από “Ταξιάρχες” για τις Δίδυμες κορυφές

Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

«Λατρεύω τα μέρη που με κάνουν να συνειδητοποιώ πόσο μικροσκοπικά είναι τα προβλήματά   μου.» (Άγνωστος)

Τέλη Σεπτέμβρη.

Ξημέρωνε Κυριακή.

Με το ξημέρωμά της ξεκινούσε για μάς, τους ανήσυχους, η μέρα-αντίδοτο τόσο στην άχαρη ρουτίνα της πόλης, όσο και στα τυποποιημένα «πρέπει» της καθημερινότητας.

Όπως κάθε Κυριακή, έτσι και τώρα, ξεκίνησε για μας, που αγαπάμε το περπάτημα – την ορειβασία  και αποζητούμε τη δράση – την αναζήτηση – την εξερεύνηση – την καινούργια εμπειρία…η μέρα που έχει το ονοματεπώνυμο: ‘‘απόδραση στη Φύση’’.

Στο ημερολόγιο έγραφε: 24-09-2023.

Συγκεντρωθήκαμε, κάποια από τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας ‘‘Τοτός’’, στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης για να αποδράσουμε στο δικό μας «καταφύγιο», όπως αποκαλούμε τη φύση.

Αυτή τη φορά είχαμε επιλέξει, για «καταφύγιο» ικανοποίησης των ‘‘θέλω’’ μας, το τμήμα εκείνο του ορεινού όγκου του βουνού Βέρμιο που ορθώνεται πάνω από την Ηρωϊκή πόλη της Νάουσας.

Όλοι ήμασταν συνεπείς στο ραντεβού μας και αποφασισμένοι να φύγουμε από τους θορύβους της πόλης και να βρεθούμε  εκεί, που η οποιαδήποτε δράση μας θα γινόταν μια ξεχωριστή και με πολλά ενδιαφέροντα ‘‘δράση νέας εμπειρίας’’.

Η ‘‘δράση’’ αυτή  της μέρας προέβλεπε: « να πραγματοποιήσουμε την αρκετά απαιτητική ανάβαση για τις κορυφές ‘‘Δίδυμες’’ (στα 2.020 μέτρα υψόμετρο) ξεκινώντας από τη θέση ‘‘Άγιοι Ταξιάρχες’’ (στα 800 μέτρα υψόμετρο) και περνώντας από τα πιο κάτω χαρακτηριστικά σημεία της διαδρομής: ‘‘Πρ. Ηλίας’’εξωκλήσι ‘‘Υπαπαντής’’ (1.070 μέτρα υψόμετρο)κορυφή ‘‘Ντούρλια’’ (υψ. 1.760 μ.) → μικρό εκκλησάκι ‘‘Αγ. Πνεύμα’’ (στα 1.900 μ. υψόμετρο).» (φωτ. 1).

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την αναχώρησή μας.

Παντού η απόλυτη σιωπή. Η πόλη ακόμη «κοιμόταν».

Η φθινοπωρινή πρωϊνή ατμοσφαιρική ψυχρούλα αισθητή, αλλά ήταν ακόμα ανεκτή.

Με το πρώτο φως της μέρας τα πάντα γύρω μας άρχισαν να σχηματίζονται και να παίρνουν μορφή.

Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα.

Ετοιμαστήκαμε.

Φορτώσαμε τα σακίδιά μας στο αυτοκίνητο και φύγαμε.

Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε 07.00΄ π.μ.

Ήταν η ώρα που αφήναμε πίσω μας την «όμορφη κοιμώμενη» Βέροια και πηγαίναμε για τη δική μας «ελεύθερη γωνιά», εκεί που οι έντονες δραστηριότητές μας θα συναντούσαν την φθινοπωρινή ομορφιά της φύσης και η διασκέδασή μας θα γινόταν μία ακόμη ευχάριστη εμπειρία (φωτ. 2).

Βγαίνοντας από την πρωτεύουσα της Ημαθίας κατευθυνθήκαμε προς Σκύδρα-Έδεσσα.

Προορισμό μας ο Αγ. Νικόλαος Νάουσας.

Η οδική πορεία μας χαλαρή. Ήμασταν εμείς, εκείνη τη στιγμή, οι ρυθμιστές του χρόνου.

Οι «εντός έδρας» αποστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες και έτσι, δεν καταλάβαμε για πότε βρεθήκαμε στην περιοχή με τον αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο, όπως: η Σχολή Αριστοτέλους, οι Μακεδονικοί τάφοι, η Αρχαία Μίεζα κ.α.

Κοντεύοντας στο Κοπανό βγήκαμε από τον περιφερειακό: Βέροια-Σκύδρα και πήραμε τον ανηφορικό ασφαλτόδρομο στα αριστερά μας.

Φτάνοντας στα 330 μέτρα υψόμετρο, φάνηκαν τα πρώτα σπίτια της Ηρωϊκής πόλης της Νάουσας, που σε κερδίζει από το δρόμο, ακόμη, καθώς την πλησιάζεις.

Κτισμένη στην ανατολική πλευρά του Βερμίου, «φωλιάζει» στην κατάφυτη πλαγιά του ορεινού όγκου και κάτω από το φυσικό μπαλκόνι της να πέφτουν τα άφθονα πηγαία νερά της περιοχής σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες (φωτ. 3).

Βρεθήκαμε στο κομμάτι εκείνο της Ημαθιώτικης γης που τη χαρακτηρίζουν τόσο το ιδιαίτερο γεωλογικό ανάγλυφό της, όσο και το ξεχωριστό φυσικό της κάλος.

Το πέρασμά μας από τους δρόμους της Νάουσας, που άρχιζε να μπαίνει στον κυριακάτικό ρυθμό της, ολιγόλεπτο.

Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο της Ηρωϊκής πόλης, εκείνη δηλαδή που οδηγούσε στον Άγιο Νικόλαο.

Πριν φτάσουμε στα τελευταία σπίτια, περάσαμε από την περιοχή με τις εργοστασιακές εγκαταστάσεις κλωστοϋφαντουργίας, που ήταν έρημα από κόσμο.

Η εικόνα των πανύψηλων φουγάρων των εργοστασίων – άλλο ένα σήμα κατατεθέν της πόλης-, που δεν καπνίζουν πια, δεν ήταν και η καλύτερη.

Φωνές εργατριών-εργατών δεν ακούγονταν. Έπαψαν να ακούγονται εδώ και πολλά χρόνια. Φορτηγά φορτωμένα με προϊόντα παραγωγής δεν κυκλοφορούσαν.

Κρίμα.

Αφήσαμε πίσω μας την θλιβερή αυτή εικόνα της ερημιάς και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας για άλλα 4 περίπου χιλιόμετρα.

Κοντεύοντας στο ‘‘Άλσος Αγίου Νικολάου’’, δεν προχωρήσαμε προς τον «επίγειο παράδεισο», με τα πανύψηλα αιωνόβια πλατάνια του, με τα πλακόστρωτα δρομάκια του, με τις ξύλινες γεφυρούλες του και τα ξύλινα παγκάκια του, με τις βρυσούλες και την τεχνητή λίμνη ψαρέματος, με τους χώρους άθλησης και το εκκλησάκι του ‘‘Αγ. Νικολάου’’, με τα πολλά μαγαζιά για φαγητό και με τους κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους για να απολαύσει κανείς την ηρεμία και την ομορφιά του τοπίου (φωτ. 4).

Δεν υπήρχε κανένας λόγος και εξ’ άλλου δεν ήταν, αυτός,  ο τελικός μας οδικός προορισμός.

Έτσι, φτάνοντας στο Στρατόπεδο των καταδρομέων (ΛΟΚ), που βρίσκεται κοντά στην είσοδο του Άλσους, αφήσαμε τον κεντρικό ασφαλτόδρομο και ακολουθήσαμε έναν δευτερεύοντα που συναντήσαμε στα δεξιά μας.

Στη διασταύρωση υπάρχουν πινακίδες-βέλη. Μία από αυτές έχει την ένδειξη: « 3-5 Πηγάδια, 16 km ».

Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε, αφού πρώτα προσπεράσαμε το δρόμο, στα δεξιά μας, που οδηγούσε προς την περιοχή με τις κατασκηνωτικές εγκαταστάσεις ‘‘Αγ. Τριάδος’’.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από την πιο πάνω διασταύρωση και βγήκαμε από τον δευτερεύοντα ασφαλτόδρομο.

Ακολουθήσαμε τις ενδείξεις των πινακίδων: « Προς Υπαπαντή».

Μπήκαμε, λοιπόν, σε ένα ανηφορικό δασικό δρόμο, στα αριστερά μας, με τα πολλά στροφηλίκια του.

Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στον οδικό προορισμό μας.

Βρεθήκαμε στα 800 μέτρα υψόμετρο και κοντά στο εξωκλήσι των «Αγίων Ταξιαρχών», με το μεγάλο προαύλιο χώρο του και τις ξύλινες κατασκευές του, όπως: κιόσκια, παγκάκια, τραπέζια κ.α., που όλα μαζί «φωλιάζουν» μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο περιτριγυρισμένα από πανύψηλα δένδρα οξιάς (φωτ. 5).

Όλα αυτά σε μια απόσταση 5 χιλιομέτρων από την πόλη της Νάουσας.

Στο σημείο δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο.

Σταθμεύσαμε το δικό μας σε ασφαλές σημείο του δασικού δρόμου και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την πολύωρη απαιτητική ανηφορική πορεία μας.

Η ατμοσφαιρική ψυχρούλα του υψόμετρου ανεκτή.

Δεν χρειάστηκε να φορέσουμε αντιανεμικά.

Ο ουρανός με αραιά σύννεφα που ετοιμάζονταν να κάνουν το παιχνιδάκι τους κάπου εκεί ψηλά.

Στο βουνό όλα είναι απρόοπτα.

Έτσι, στα σακίδιά μας φροντίσαμε να έχουμε τα πλέον απαραίτητα.

Ενεργοποίησα το GPS για την καταγραφή της πορείας μας και να σημειώσω τα σημεία ενδιαφέροντος.

Άνοιξα τον ασύρματο και «όπλισα» τη ψηφιακή μου φωτογραφική μηχανές.

Αφού ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και περιμέναμε το νεύμα του 86χρονου αρχηγού μας.

Το: «Πάμε !!» του Τοτού (Θεόδωρος-Τοτός Σαρόγλου) δεν άργησε να ακουστεί.

Ξεκινήσαμε για τα «θέλω» μας και για την καινούργια εμπειρία της μέρας που τόσο περιμέναμε.

Μπήκαμε στο μονοπάτι, το μοναδικό τρόπο πρόσβασης στο εξωκλήσι της ‘‘Υπαπαντής’’.

Στην είσοδό του έχουν τοποθετηθεί μεταλλικές πινακίδες με ενδείξεις και ενημέρωση.

Μπροστά μας οι…«κοπελιές»: «Διάθεση», «Δράση» και «Προσπάθεια».

Ακολουθούσαμε εμείς και στο τέλος αφήσαμε όλα εκείνα, τα άχαρα – τα «πρέπει» της καθημερινότητας, που μας βάρυναν το μυαλό μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Το μονοπάτι αρκετά ανηφορικό στην αρχή του.

Είναι ένα αυλάκι-νεροφαγιά με μεγάλη κλίση (φωτ. 6).

Είναι όμως καθαρό, πολυπερπατημένο και με πολύ καλή σήμανση.

Περνά μέσα από πυκνά πανύψηλα δένδρα οξιάς.

Στο πέρασμά μας αντικρίζαμε ένα σκηνικό ανοιξιάτικο και ας κοντεύαμε στο δεύτερο μήνα του φθινοπώρου.

Βλέπαμε, παντού, δένδρα με καταπράσινα ακόμη φύλλα, που τα κλαδιά τους με την πλούσια κόμη τους σκοτείνιαζαν το όλο γύρω τοπίο.

Ανηφορίζαμε.

Δεν κάναμε παραπάνω από 15 λεπτά ανηφορικής πορείας και φτάσαμε από τους ‘‘Ταξιάρχες’’ στην όμορφα διαμορφωμένη πηγή με τη βρυσούλα και το τρεχούμενο νερό, που τη συναντά κανείς ακριβώς δίπλα στο μονοπάτι (φωτ. 7).

Από το σημείο της πηγής και προς τα πάνω η σήμανση του μονοπατιού ήταν φρεσκαρισμένη και υπήρχαν πινακιδούλες με τις ενδείξεις – βέλη κατεύθυνσης, που είχαν τοποθετηθεί για τις ανάγκες της διοργάνωσης αγώνων ορεινού τρεξίματος στην περιοχή (φωτ. 8).

Ακολουθούσαμε δηλαδή, από δω και πέρα, ένα κομμάτι της διαδρομής που τρέξανε αθλήτριες/τές που συμμετείχαν στο αθλητικό γεγονός με την ονομασία: « 5ο Νάουσα Βέρμιο Trail και 6 κορυφές» που διοργανώθηκε με επιτυχία στις 15-16 και 17 Σεπτέμβρη του 2023.

Ενημέρωσα τα μέλη της ομάδας μου ότι ένας από τους διοργανωτές της όμορφης αυτής αθλητικής εκδήλωσης ήταν ο δραστήριος διαδικτυακός μου φίλος Κωνσταντίνος Παρίζας, ο οποίος φρόντισε, με εθελοντές, για τον καθαρισμό και τη σήμανση της όλης διαδρομής που θα ακολουθούσαμε.

Καθώς επίσης τους πληροφόρησα ότι η αθλήτρια που τερμάτισε πρώτη, από τις γυναίκες, αγωνιζόμενη στα 24 χλμ ορεινού τρεξίματος της διαδρομής ‘‘Αμαζόνιος’’ ήταν η διαδικτυακή μου φίλη Veni Dimpari (φωτ. 9 και 10).

Την βρύση την προσπεράσαμε. Νερό θα βρίσκαμε και σε άλλα δύο σημεία πιο πάνω.

Το μονοπάτι, στο κομμάτι εκείνο, βατό. Χωρίς καμιά δυσκολία στο πέρασμά του.

Κοντεύαμε στο εξωκλήσι του ‘‘Πρ. Ηλία’’.

Χρειαστήκαμε 5 μόλις λεπτά πορείας για να φτάσουμε από την πηγή με το τρεχούμενο νερό σε ένα πανέμορφο χώρο αναψυχής.

Στο σημείο υπάρχουν: ένα οίκημα (μικρό καταφύγιο), ξύλινα τραπέζια με παγκάκια, βρύσες, κιόσκια, ψησταριές κ.α. (φωτ. 11 και 12).

Άναψα κεράκι στο εκκλησάκι του «Πρ. Ηλία» και στη συνέχεια ακολούθησα την ομάδα.

Το μονοπάτι στη θέση εκείνη φαρδύ και όμορφο.

Λίγο πιο πάνω όμως άρχιζε να στενεύει και να αλλάζει γεωμορφολογικά.

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τον χώρο αναψυχής και συναντήσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι στα δεξιά μας.

Οδηγούσε στα τοπωνύμια: «Κάτω-Άνω Παλιοπμάτσι».

Το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε.

Περνούσαμε μέσα από πυκνά πυξάρια.

Το μονοπάτι άρχιζε να γίνεται πετρώδες και με μεγάλη κλίση. Αλλά όχι ιδιαίτερα δύσκολο.

Το πέρασμά του κάνουν περισσότερο προσεκτικό οι βροχές και το ελάχιστο χιονάκι, γιατί τότε οι βράχοι γλιστρούν με κίνδυνο πρόκλησης ενός ανεπιθύμητου τραυματισμού.

Ανεβαίνοντας υψομετρικά το μονοπάτι αυτό εναλλασσόταν γεωμορφολογικά και μαζί με τη γεωμορφολογία του εναλλασσόταν και η γύρω του βλάστηση.

Οξιές, πυξάρια, μεικτή βλάστηση, χαμηλή βλάστηση και πάλι οξιές κλπ.

Το μονοπάτι που περπατούσαμε το «στόλιζαν» τα ανθισμένα κρινάκια της εποχής και τα άγρια μικροσκοπικά κυκλάμινα, λες και μας τα «έριχνε», σαν ροδοπέταλα, η φύση «καλωσορίζοντάς» μας έτσι στο όλο μαγεία καταφύγιό της.

Δεν κάναμε παραπάνω από 10 λεπτά πορείας και βρεθήκαμε από τον ‘‘Πρ. Ηλία’’ στο σημείο με το εικονοστάσι: ‘‘Παναγία η Μεγαλόχαρη’’.

Από τη θέση αυτή βλέπαμε όλη την γύρω περιοχή, που «ξεδίπλωνε» κάτω από τα…πόδια μας.

Μπροστά μας, ο κάμπος του Αγίου Νικολάου με τις δενδροκαλλιέργειές του και τα πολλά εργοστάσια, που κάποτε λειτουργούσαν ασταμάτητα.

Ακόμη πιο πέρα, βλέπαμε την πόλη της Νάουσας και στο βάθος τα χωριά και όλο τον κάμπο της περιοχής της.

Αριστερότερα, μόλις που διακρίναμε κάποιες από τις περιοχές του Νομού Πέλλας.

Ακριβώς από κάτω, «απλωνόταν» ολόκληρο το στρατόπεδο της Μοίρας Ορεινών Καταδρομέων (φωτ. 13).

Η ατμόσφαιρα ακόμη μουντή.

Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.

Λίγο πιο πάνω συναντήσαμε το χαρακτηριστικό ξύλινο παγκάκι, που το κατασκεύασαν οι συντηρητές του μονοπατιού, για να ξαποσταίνει, στο σημείο εκείνο, ο κόσμος μετά την απαιτητική ανάβασή του.

Το προσπεράσαμε (φωτ. 14).

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από το παγκάκι και συναντήσαμε το δεύτερο εικονοστάσι.

Είναι μία μικρή μεταλλική κατασκευή που τοποθετήθηκε στην άκρη μιας ορθοπλαγιάς με θέα προς Νάουσα (φωτ. 15).

Κατηφορίσαμε.

Προσπεράσαμε και τη σπηλιά-εσοχή στο βράχο, που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο μονοπάτι.

Η κατηφοριά σύντομη.

Κοντεύοντας στην ‘‘Υπαπαντή’’ άρχιζαν και πάλι τα δύσκολα.

Μετά το δεύτερο εικονοστάσι, που προσπεράσαμε, φτάσαμε στο επόμενο μυτερό βράχο, που ορθώνεται στην άκρη ακριβώς του μονοπατιού.

Από το σημείο εκείνο καταφέραμε, επιτέλους, να διακρίνουμε μέσα από το πλούσιο καταπράσινο φύλλωμα των πανύψηλων δένδρων οξιάς την κόκκινη σκεπή του ολόλευκου κτίσματος της μικρής εκκλησούλας.

Μετά τον χαρακτηριστικό μυτερό βράχο άρχιζε το τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού μέχρι το εξωκλήσι.

Είναι απαιτητικό, πετρώδες και με αρκετούτσικη κλίση εδάφους.

Στην οφιοειδή ανηφορική πορεία μας, στο τμήμα εκείνο της διαδρομής, συναντήσαμε ένα ακόμη δευτερεύον μονοπάτι, στα αριστερά μας αυτή τη φορά.

Οδηγούσε στη ‘‘Σπηλιά Υπαπαντής’’(φωτ. 16).

Το προσπεράσαμε και δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην πηγή με το τρεχούμενο νερό, που βρίσκεται κοντά στην είσοδο στο φυσικό μπαλκόνι με το εξωκλήσι, τους ξύλινους τραπεζοπάγκους και τα 3 κτίσματα φιλοξενίας-εξυπηρέτησης προσκυνητών.

Χρειαστήκαμε 50 λεπτά ανηφορικής πορείας, για να φτάσουμε από τους ‘‘Ταξιάρχες’’ στο εκκλησάκι της ‘‘Υπαπαντής’’ που βρίσκεται στα 1.070 μέτρα υψόμετρο.

Στη βρύση-πηγή μάς «υποδέχτηκε» ένα χαριτωμένο φιλικότατο τετράποδο.

Ένα σκυλί με υπέροχο τρίχωμα που μας πλησίασε, μας μύρισε και «δέχτηκε» να του δείξουμε την αγάπη μας (φωτ. 17).

Μπαίνοντας στον προαύλιο χώρο της μικρής εκκλησίας συναντήσαμε λιγοστούς επισκέπτες που είχαν έρθει πριν από εμάς.

Κάθονταν στο μικρό μπαλκονάκι ενός από τα κτίσματα-καταφύγια και απολάμβαναν τον πρωϊνό καφέ τους στην ησυχία του χώρου, στην ομορφιά του γύρω δάσους, στον καθαρό αέρα και με εικόνα τον κάμπο της Νάουσας που απλωνόταν πέρα στο βάθος χαμηλά (φωτ. 18).

Στο σημείο που βρεθήκαμε η Ευγενία Ράϊου (1844-1957), σύμφωνα με τη μαρμάρινη επιγραφή που έχει τοποθετηθεί πίσω από το ιερό της μικρής εκκλησίας: «Το έτος 1921 ονειρευθείσα τον τόπον της Μονής αφού ετέλεσεν αγιασμόν υπό του ιερέως Παπαγιώργη Λεμπενια εξεκίνησεν μαζί με άλλους κατοίκους της Ναούσης, περιοχής Μπατανιων. (Θ. Ράϊον, Μπαταντζήδες, Στεφανάδες, Ζιώταν, Μπαϊτσην, Γιαντσηδες κ.α.) ήρχισαν να καθαρίζουν τον τόπον. Η Μονή ευρέθη την 5ην Κυριακήν των εξερευνήσεων, βοηθεία θαύματος…..».

Από το φυσικό μπαλκόνι «ταξιδέψαμε» και εμείς τη ματιά μας στο γύρω μαγευτικό τοπίο και τη «σκοντάψαμε» στην απέναντι κορυφογραμμή με τις κορυφές ‘‘Χτένι 1, 2 και 3’’.

Κορυφές που πριν από κάποιους μήνες τις επισκεφτήκαμε (φωτ. 19).

Εκεί πρωτογνώρισα τους αθλητές ορεινού τρεξίματος που στη συνέχεια γίνανε διαδικτυακοί φίλοι. Κάνανε, τη μέρα εκείνη, τη δική τους προπόνηση σε μονοπάτι με μεγάλη κλίση, σε απότομες βραχώδεις πλαγιές, που σε κάποια σημεία τους το πέρασμά τους απαιτούσε τη χρήση και των χεριών !!

[ Για τον Κωνσταντίνο Παρίζα και την Veni Dimpari, τα φιλαράκια μου, είχα γράψει σε κάποιο σημείο του παρόντος κειμένου-περιγραφή.]

Στο εκκλησάκι της ‘‘Υπαπαντής’’ ανάψαμε τα κεράκια μας και στη συνέχεια αναχωρήσαμε για το υπόλοιπο και το πιο απαιτητικό κομμάτι της διαδρομής μέχρι τις κορυφές του προορισμού μας.

Φύγαμε, χωρίς την επιπλέον καθυστέρηση, γιατί το κυριακάτικο πρόγραμμά μας προέβλεπε ανάβαση μέχρι τις ‘‘Δίδυμες’’ κορυφές, κάτι που θα απαιτούσε αρκετό χρόνο.

Και ο χρόνος αυτός ήταν χρήσιμος για την πραγματοποίηση του σκοπού μας.

Φωτογραφίες.

Μια τελευταία ματιά από τα ψηλά προς τον κάμπο της Νάουσας και προς τον κατάφυτο ‘‘Μαυρόλακκο’’, που μας χώριζε από την απέναντι πλαγιά με τις μυτερές απολήξεις ‘‘Χτένια’’.

Ξεκινήσαμε για τη συνέχεια.

Μία συνέχεια που θα ήταν ακόμη πιο απαιτητική.

Θα απαιτούσε κουράγιο, υπομονή, επιμονή και δύναμη στα πόδια.

Φτάνοντας στη βρύση, κοντά στην είσοδο-έξοδο στο και από το προαύλιο, γεμίσαμε τα παγούρια μας.

Φροντίσαμε να έχουμε το απαραίτητο νερό για τη συνέχεια, γιατί πιο πάνω δεν θα συναντούσαμε πηγές πουθενά.

Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδια και μπήκαμε στο αρκετά ανηφορικό μονοπάτι στα δεξιά της πηγής (φωτ. 20).

Ακολουθήσαμε, δηλαδή, τα κόκκινα σημάδια που αντικρίσαμε στους κορμούς των δένδρων.

Από το σημείο εκείνο και ανηφορίζοντας προς τα πάνω άρχιζαν, πλέον, τα δύσκολα.

Το μονοπάτι απαιτητικό από την αρχή του κιόλας. Αυλάκι θα μπορούσε να το πει κανείς.

Η μεγάλη κλίση και τα πεσμένα φύλλα που το κάλυπταν κάνανε την ανάβασή μας αρκετά προσεκτική για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού.

Ήταν όμως ευδιάκριτο, καθαρό και με πολύ καλή σήμανση.

Μπράβο στα μέλη του τοπικού Ορειβατικού Συλλόγου και τους συντηρητές για την καλή δουλειά που κάνανε και συνεχίζουν να κάνουν.

Πολλά μπράβο, επίσης, και στους διοργανωτές των πρόσφατων αγώνων ορεινού τρεξίματος που φρόντισαν για το φρεσκάρισμα της σήμανσης και τον καθαρισμό του μονοπατιού από κλαδιά (φωτ. 21).

Η κλίση του εδάφους αρκετούτσικη και η ανηφόρα συνεχής.

Επίπεδα ξεκούραστα τμήματα απουσίαζαν.

Η πορεία «ζιγκ-ζαγκ» απαραίτητη.

Συνεχίζαμε ακολουθώντας την «κοπελιά» μας, την  ‘‘Επιμονή’’.

Όσο ανεβαίναμε υψομετρικά, τόσο άρχιζε να κυριαρχεί η μυστηριώδης σιωπή του δάσους οξιάς. Παντού, η απόλυτη ησυχία.

Δεν κουνιόταν κλαδί, δεν ακουγόταν κανένα τιτίβισμα πουλιού.

Η Φύση βουβή «παρακολουθούσε» όλη την απαιτητική προσπάθειά μας.

Τη μυστηριώδη σιωπή του τοπίου την διέκοπταν, κάπου-κάπου, ο γνώριμος ήχος της επαφής του άρβυλου με το έδαφος και εκείνος, ο χαρακτηριστικός, του μπατόν καθώς «έβρισκε» σε πέτρες ή σε σκληρά αντικείμενα.

Δεν έλειψαν, όμως, και οι στιγμές εκείνες που οι βαθιές ανάσες μας και το ξεφύσημα της απαιτητικής προσπάθειάς μας μαρτυρούσαν την παρουσία ζωής στο σιωπηλό  δάσος.

Ανεβαίναμε υψομετρικά.

Βγήκαμε από το δάσος οξιάς και μπήκαμε σε εκείνο με τα δρυόδενδρα.

Διαφορετική εικόνα, καμιά σχέση με τις προηγούμενες που αντικρίζαμε.

Το κομμάτι αυτό της διαδρομής άχαρο, πετρώδες και με αμέτρητα σύντομα «ζιγκ-ζαγκ».

Προσπεράσαμε ένα δευτερεύον μονοπάτι στα αριστερά μας, που οδηγούσε στη «Σπηλιά Καραμήτσου» (φωτ. 22).

Αγνοήσαμε στη συνέχεια και ένα άλλο που το συναντήσαμε, και αυτό στα αριστερά μας, λίγα μόλις μέτρα πιο πάνω.

Το μονοπάτι εκείνο οδηγούσε στη θέση με το τοπωνύμιο «Κάτω Καρούτια» (φωτ. 23).

Ανηφορίζοντας ξαναμπήκαμε σε δάσος οξιάς.

Ένα κομμάτι της διαδρομής που το είχαμε «βαφτίσει» ‘‘γυμναστήριο της φύσης’’.

Το ονομάσαμε έτσι γιατί στο τμήμα εκείνο συναντούσαμε πάντα πεσμένους κορμούς μεγαλόσωμων δένδρων που το πέρασμα τους μας υποχρέωνε σε ασκήσεις…γυμναστικής, όπως: αλματάκια, επικύψεις, βαθιά καθίσματα, διατάσεις, σπρώξιμο πεσμένων κλαδιών, ρούφηγμα της κοιλιάς, μονόζυγο κ.α. !!

Αυτή τη φορά όμως, όλα ήταν διαφορετικά.

Οι απαιτήσεις των αγώνων ορεινού τρεξίματος «υποχρέωσαν» τους διοργανωτές να καθαρίσουν τη διαδρομή από τους πεσμένους κορμούς και να απομακρύνουν τα κομμένα κλαδιά.

Έτσι, γλυτώσαμε από τις ασκήσεις γυμναστηρίου (φωτ. 24 και 25).

Το δάσος αυτό ήταν σύντομο.

Βρεθήκαμε στο πρώτο ξέφωτο με το πυκνό ξηρό χορτάρι και τις φτέρες να κάνουν τη διαφορά στο τοπίο.

Υπήρχε όμως ένας ανοικτός διάδρομος που είχε δημιουργηθεί από τους διοργανωτές των αγώνων.

Ήμασταν τυχεροί.

Τον ακολουθήσαμε (φωτ. 26).

Και πάλι δάσος, αυτή τη φορά μεικτής βλάστησης. Σύντομο και αυτό.

Περάσαμε από ένα δεύτερο ξέφωτο και ξαναμπήκαμε σε δάσος οξιάς, σκοτεινό στην αρχή του.

Ανεβαίνοντας υψομετρικά το δάσος αυτό άρχιζε να αραιώνει αισθητά (φωτ. 27).

Κοντεύοντας στα 1.700 περίπου μέτρα υψόμετρο βγήκαμε και από το τελευταίο κομμάτι του δάσους.

Μπροστά μας φάνηκε η βραχώδης ράχη με αραιή θαμνώδη βλάστηση.

Από εδώ και πέρα θα ακολουθούσαμε την κορυφογραμμή, που από την αρχή της κιόλας ήταν απότομη και αρκετά απαιτητική στο πέρασμά της.

Απαιτούσε υπομονή, κουράγιο και επιμονή (φωτ. 28).

Άρχισε να φυσάει.

Η ατμοσφαιρική ψυχρούλα άρχιζε να γίνεται αισθητή.

Φορέσαμε τα αντιανεμικά μας και συνεχίσαμε.

Όσο προχωρούσαμε η κλίση της ράχης ολοένα και μειωνόταν. Το μονοπάτι δεν κούραζε πλέον.

Κοντεύαμε στην πρώτη κορυφή της κορυφογραμμής (φωτ. 29).

Κάποια στιγμή φτάσαμε.

Μετά από 1 ώρα και 50 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας βρεθήκαμε από το εξωκλήσι της ‘‘Υπαπντής’’ στα 1.760 μέτρα υψόμετρο.

Φτάσαμε στην κορυφή ‘‘Ντούρλια’’ με το τριγωνομετρικό κολωνάκι και τον φτιαγμένο από κλαδιά χαρακτηριστικό σταυρό.

Τον βρήκαμε, όμως, πεσμένο αυτή τη φορά. Κείτονταν, εκεί, δίπλα στο τσιμεντένιο κολωνάκι, «παραδομένο» στον φθοροποιό χρόνο (φωτ. 30).

Ολιγόλεπτη στάση για ανάσα.

Η θέα από ψηλά φανταστική και ας ήταν η ατμόσφαιρα κάπως μουντή.

Στο σημείο εκείνο αισθανόμασταν, ότι: «γίναμε αετοί, που πέταγαν πολύ ψηλά. Βλέπαμε κάμπους, πολιτείες και βουνά…» (μία παραλλαγή από το τραγούδι της Μαρίνας της εποχή του ’70 ‘‘Να ’μουν αητός’’).

Μπροστά μας βλέπαμε τη μία από τις ‘‘Δίδυμες’’ κορυφή, καθώς και εκείνη με το τοπωνύμιο ‘‘Βουλγάρα’’ (φωτ. 31).

Στα δεξιά μας, όπως ανεβαίναμε, βλέπαμε: τον κάμπο της Ημαθίας, την Νάουσα, τις περιοχές του Νομού Πέλλας, την Έδεσσα.

Στα αριστερά μας και στο τμήμα του υπόλοιπου ορεινού όγκου του Βερμίου, από τη μεριά του ‘‘Αγίου Νικολάου’’ Νάουσας, διακρίναμε τις κορυφές ‘‘Χτένι 1, 2 και 3’’ και χαμηλά τον κατάφυτο ‘‘Μαυρόλακκο’’.

Η κορυφή ‘‘Μουντάκι’’ φαινόταν πολύ καθαρά (φωτ. 32).

Τελευταία ματιά, φωτογραφίες και συνεχίσαμε την ανάβασή μας πάνω στην κορυφογραμμή.

Κοντεύαμε στον επόμενο προορισμό μας.

Φάνηκε το μικρό πέτρινο εκκλησάκι ‘‘Αγ. Πνεύμα’’ και στα αριστερά μας ξεχώριζαν καθαρά οι δύο ‘‘Δίδυμες’’ κορυφές.

Βλέποντάς τες, «τρέξαμε» με τη ματιά μας τη διαδρομή που είχαμε σκοπό να κάνουμε στο τμήμα εκείνο του ορεινού όγκου (φωτ. 33).

Φτάσαμε.

Δεν χρειαστήκαμε παραπάνω από 30 λεπτά πορείας για να φτάσουμε από την κορυφή ‘‘Ντούρλια’’ στα 1.910 μέτρα υψόμετρο  με το πέτρινο μικρό εκκλησάκι, που έκανε τη διαφορά στο σημείο εκείνο.

Βρεθήκαμε στη θέση με το τοπωνύμιο ‘‘Αγ. Πνεύμα’’ (φωτ. 34 και 35).

Αποφασίσαμε να κάνουμε την ολιγόλεπτη στάση μας για ανάσα και για να χαλαρώσουμε.

Δεν καθυστερήσαμε πολύ.

Ξεκινήσαμε.

Η πορεία μας χαλαρή. Η διαδρομή κατηφορική στην αρχή της.

Το μονοπάτι χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

Φτάσαμε στο μνήμα του αεροπόρου που σκοτώθηκε, στην περιοχή, πέφτοντας με το αεροπλάνο του πάνω στη μία από τις ‘‘Δίδυμες’’ κορυφή.

Ονομαζόταν Προκόπιος Διδασκάλου και ήταν μόλις 30 ετών!!!

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!!

Στο πέτρινο σταυρό ήταν χαραγμένα τα εξής: «ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ, 1-1-1916 / 18-12-1946, ΣΜΗΝΑΓΟΣ. ΑΓΑΠΗΣΑΣ ΕΚ ΨΥΧΗΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝ. ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΠΕΛΕΞΕ ΤΟ ΒΕΡΜΙΟΝ ΥΣΤΑΤΑΤΗ ΤΟΥ ΚΟΙΤΙΔΑ» (φωτ. 36).

Μετά το μνήμα άρχισε η ανηφόρα. Δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.

Στη χαλαρή ανάβασή μας συναντούσαμε μανιτάρια, τα περισσότερα ήταν τα εδώδιμα νοστιμότατα ζαρκαδίσια (Macrolepiota Procera) [Φωτ. 37].

Ανεβαίναμε.

Κοντεύαμε στην ψηλότερη από τις ‘‘Δίδυμες’’ κορυφή.

Φυσούσε αέρας και κάποια στιγμή άρχισε να ψιχαλίζει.

Δεν μας φόβισαν. Ένα σύννεφο ήταν που ήθελε να «αδειάσει» το φορτίο που κουβαλούσε.

Εξ άλλου ήμασταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε τα παιχνιδίσματα του καιρού.

Φτάσαμε.

Χρειαστήκαμε 30 μόλις λεπτά πορείας, για να φτάσουμε από τη θέση ‘‘Αγ. Πνεύμα’’ στην ψηλότερη από τις ‘‘Δίδυμες’’ κορυφή, την ‘‘Τρούλος’’ με υψόμετρο 2.020  μέτρα (φωτ. 38).

Από το σημείο αυτό φάνηκαν καθαρά: το λίφτ και οι κτιριακές εγκαταστάσεις του Χιονοδρομικού της Νάουσας «3-5 Πηγάδια».

Μπορέσαμε, επίσης, να δούμε περιοχές του Νομού Πέλλας, τον ‘‘Βόρα’’ ( ή ‘‘Καϊμάκτσαλαν’’), τις κορυφές: ‘‘Μαύρη Πέτρα’’, ‘‘Χαμίτης’’ (υψ. 2.065 μ.), ‘‘Τσανακτσί’’ (υψ. 2.052 μ.), ‘‘Βουλγάρα’’ και άλλες του βουνού Βέρμιο.

Στα 2.020 μέτρα υψόμετρο δεν καθυστερήσαμε πολύ.

Φωτογραφίες και ξεκινήσαμε για τη δεύτερη ‘‘Δίδυμη’’ κορυφή (φωτ. 39).

Δεν κάναμε παραπάνω από 10 λεπτά πορείας, για να καλύψουμε την απόσταση μεταξύ των δύο δίδυμων κορυφών.

Φτάσαμε στην λίγο χαμηλότερη από την προηγούμενη δίδυμή της, την ‘‘Αεροπόρος’’ (υψ. 2.010 μ.), με το μαρμάρινο μνημείο, που έχει τοποθετηθεί στο σημείο εκείνο στη μνήμη του 30χρονου αεροπόρου (φωτ. 40).

Χρειαστήκαμε 4 ώρες και 15 λεπτά πορείας για να φτάσουμε από το τοπωνύμιο ‘‘Ταξιάρχες’’ στον τελικό προορισμό μας.

Καθίσαμε να κολατσίσουμε.

Το…«κυριακάτικο τραπέζι» μας…, είχε: σάντουϊτς, μπισκότα, μπάρες δημητριακών, σοκολατάκια για γλυκό και το ευλογημένο νεράκι για…ποτό !!

Είχαμε όλα δηλαδή τα καλούδια σε τραπέζι…πίστα…και με θέα τα σύννεφα να…«χορεύουν»…πηγαινοέρχοντας κάτω από τα πόδια μας.

Φανταστικό σκηνικό.

Τα λεπτά  τρέχανε, η ώρα περνούσε. Η επιστροφή μας θα απαιτούσε χρόνο και τα σκουρόχρωμα σύννεφα με τα παιχνιδίσματά τους δεν μας επέτρεπαν να καθυστερήσουμε άλλο.

Συμμαζέψαμε τα…πραμάτεια…μας, μαζέψαμε τα σκουπίδια και ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας.

Φωτογραφίες.

Τελευταία ματιά στο γύρω τοπίο από τα ψηλά.

Για να έχουμε εικόνα της διαδρομής που κάναμε, και θα κάνουμε, την «τρέξαμε» με τη ματιά μας κοιτάζοντας την απέναντι κορυφογραμμή (φωτ. 41).

Ξεκινήσαμε.

Ακολουθήσαμε το μονοπάτι που κάποιες ώρες νωρίτερα το ανηφορίσαμε.

Η διαδρομή μας γνώριμη και οι εικόνες που αντικρίζαμε διέφεραν μόνο ως προς τη γωνία φωτισμού τους.

Ο καιρός με τα παιχνιδάκια του. Συννεφιά-ήλιος-συννεφιά-ομίχλη οι εναλλαγές του.

Σε κάποια τμήματα της διαδρομής αισθανόμασταν σαν να περπατούσαμε πάνω από τα…σύννεφα και περνώντας μέσα από το δάσος με ομίχλη είχαμε την αίσθηση ότι θα εμφανιζόταν μπροστά μας κάποιο…ξωτικό του δάσους !!! (φωτ. από 42 έως και 49).

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο αυτοκίνητο.

Χρειαστήκαμε 3 ώρες και 20 λεπτά κατηφορικής πορείας για να φτάσουμε από την κορυφή ‘‘Αεροπόρος’’ στο τοπωνύμιο ‘‘Ταξιάρχες’’.

Κοντά στο δικό μας υπήρχαν και άλλα, αυτή τη φορά, αυτοκίνητα επισκεπτων-περιπατητών (φωτ. 50).

Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.

Στο σημείο αυτό έφτανε στο τέλος της άλλη μία κυριακάτικη δραστηριότητά μας στο βουνό.

Έφτασε η στιγμή που έπρεπε να αφήσουμε τη «δική μας» ελεύθερη γωνιά, το «δικό μας» καταφύγιο των «θέλω».

Έπρεπε να αφήσουμε τη Φύση στην ηρεμία της και να επιστρέψουμε στη θορυβώδη καθημερινότητα της πόλης.

Φύγαμε από τους ‘‘Ταξιάρχες’’ γεμάτοι από εικόνες, από βιώματα, από εμπειρία, από δράση και πάνω απ’ όλα με περισσότερη ευχάριστη διάθεση.

Επιστρέφαμε με γεμάτες τις…«μπαταρίες μας»…για να αντέξουμε στα «πρέπει» της εβδομάδας που ερχόταν.

Επιστρέφαμε έχοντας, επίσης,  άλλη μία ορειβατική δραστηριότητα στο «ορειβατικό βιογραφικό» μας.

«Κάθε άνθρωπος της δράσης είναι άνθρωπος με όνειρα.» (James Gibbons Huneker, Αμερικανός κριτικός)

Απολογισμός :

Διαδρομή: ‘‘Ταξιάρχες’’ (υψ. 800 μέτρα) → ‘‘Πρ. Ηλίας’’ → εξωκλήσι ‘‘Υπαπαντής’’ (υψ. 1.070 μ.) → κορυφή ‘‘Ντούρλια’’ (υψ. 1.760 μ.) → ‘‘Αγ. Πνεύμα’’ (υψ. 1.910 μ.) →                     κορυφή ‘‘Τρούλος’’ (υψ. 2.020 μ.) → κορυφή ‘‘Αεροπόρος’’ (υψ. 2.010 μ.) →

επιστροφή .

Υψομετρική  διαφορά : 1.300 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα)

Χρόνος :      8 ώρες ( συνολικός χρόνος )

Απόσταση:  15 χλμ.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας