Λογοτεχνία Πολιτισμός

Ελισάβετ Τάρη “Ο φράχτης με τα γιασεμιά”

Ήταν δυο σπίτια χαμηλά, το ένα δίπλα στο άλλο. Με μεγάλες αυλές και τα δυο. Γεμάτες με ελιές, μουριές, μανταρινιές, αχλαδιές και νεραντζιές.  Και τριανταφυλλιές. Πολλές και ευωδιαστές τριανταφυλλιές. Και ήταν εκείνος ο χαμηλός πέτρινος φράχτης, φορτωμένος με γιασεμιά, που χώριζε τις δυο όμορφες αυλές.

Στο ένα σπίτι έμεναν ο παππούς και η γιαγιά μου, ο Κώστας και η Ελισάβετ. Εκεί έμενα κι εγώ τα καλοκαίρια. Στο άλλο κατοικούσαν ο κυρ- Θόδωρος και η κυρία Λίζα.  Και ήταν τόσο όμορφα τα δυο αυτά σπίτια που στα παιδικά μου μάτια έμοιαζαν παραμυθένια. Από το πλαϊνό παράθυρο του σπιτιού μας έβλεπα τον κήπο του κυρ-Θόδωρου. Κάθε πρωί σηκωνόταν και με ένα ποτιστήρι στα χέρια πότιζε τα λουλούδια, τα δέντρα και τον μικρό κήπο.  Η κ. Λίζα, με ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι και φορώντας συνήθως ένα φαρδύ παντελόνι με μια μακριά πουκαμίσα, μάζευε τα ζαρζαβατικά και τα έβαζε με προσοχή σε ένα καλάθι που είχε κρεμασμένο στον διπλωμένο αγκώνα της. Και όση ώρα μάζευε τα πολύτιμα δώρα της γης σιγοτραγουδούσε παλιά τραγούδια της εποχής της. Είχε υπέροχη φωνή η κυρία Λίζα και μου θύμιζε τη δασκάλα της ωδικής στο σχολείο.

Τραγουδούσε ακόμα και την ώρα που τάιζε τις πολλές γάτες της αυλής της. Ήταν πάνω από δέκα κάθε φορά που προσπαθούσα να τις μετρήσω. Και σε όλες είχε δώσει ονόματα: Λίλα, Μάρα, Λούσι, Ιγνάτιος, Βάνιας, Σούζυ, Ζουζού, Τέτα, Τίγρης… Άκουγα συχνά τα ονόματά τους όταν ανέβαιναν στη βεράντα να  πιούνε το γάλα από τις κούπες που τους έβαζε και απορούσα πώς μπορούσε να τις ξεχωρίζει όλες. Λες και ήταν παιδιά της! Και φαινόταν να απολαμβάνει τόσο πολύ την καθημερινή χορωδία από τα νιαουρίσματά τους.

Όμως, δεν ήταν μόνο οι γάτες τα μοναδικά ζωντανά του σπιτιού τους. Πίσω, σε μια άκρη της αυλής, ήταν το κοτέτσι, με τον κόκορα να είναι το αθέατο αλλά ηχηρό ξυπνητήρι όλης της γειτονιάς. Αυτός ήταν που με ξυπνούσε κάθε πρωί και θυμάμαι πως δεν μου άρεσε καθόλου.

Εκεί, στην αυλή του κυρ-Θόδωρου, ήταν η πρώτη φορά που είχα δει πηγάδι. Ήταν πέτρινο και στρογγυλό και από εκεί τον έβλεπα που έβγαζε νερό με ένα κουβά που τραβούσε με σχοινί. Ήταν το μοναδικό πηγάδι στη γειτονιά, έλεγε ο παππούς μου.

Εκείνο όμως που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα δυο μεγάλα σκιάχτρα που υπήρχαν στις δύο άκρες της αυλής τους. Ήταν ντυμένα με μεγάλα καπέλα και σχισμένα ρούχα. Τα κοιτούσα με περιέργεια και καμιά φορά μου προκαλούσαν φόβο.

Συχνά βρίσκαμε ακουμπισμένο πάνω στον φράχτη, ανάμεσα στα γιασεμιά, ένα καλάθι γεμάτο με φρούτα και λαχανικά που άφηνε η κυρία Λίζα.  Και η γιαγιά μου, για αντάλλαγμα, όταν μαγείρευε φαγητά πολίτικα, της προσέφερε ντολμαδάκια ή σμυρναίικα σουτζουκάκια που ήταν η σπεσιαλιτέ της και άρεσαν τόσο πολύ στην γειτόνισσά της.  Ήταν όμως και δικά μου αγαπημένα φαγητά, ιδίως τα σουτζουκάκια με φρέσκια σάλτσα ντομάτας, που η γεύση και η μυρωδιά τους είναι ακόμα στη μύτη μου κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε. Τη ρωτούσα, θυμάμαι, γεμάτη περιέργεια, να μου πει πώς κατάφερνε και μαγείρευε τόσο ωραία σουτζουκάκια. «Πολύ σκόρδο και ξύδι, αρκετό ψωμί και λίγο κύμινο», μου έλεγε ψιθυριστά, σχεδόν συνωμοτικά, στο αυτί λες και ήταν το μεγάλο της μυστικό.

Τα πρωινά, σχεδόν κάθε μέρα, έβλεπα τη γιαγιά μου να πιάνει κουβέντα με την κ. Λίζα. Όρθιες και οι δυο στις δυο πλευρές του φράχτη με τα γιασεμιά. Και τι δεν έλεγαν, θυμάμαι. Απορούσα πού έβρισκαν τόσα νέα. Αλλά δεν ήταν νέα. Ήταν συνήθως οι αναμνήσεις τους. Ιστορίες από την Πόλη που διηγούνταν η γιαγιά μου και από το χωριό της που έλεγε η κυρία Λίζα. Ιστορίες από τα νιάτα τους, την παλιά τους γειτονιά, τις φίλες τους στο σχολείο και μερικά άλλα, μάλλον μυστικά, αφού τα έλεγαν με σιγανή φωνή για να μην τα ακούει κανείς άλλος.  Μαγευόμουν από τις ιστορίες τους!

Ήταν παράξενο, θυμάμαι, που έκαναν αυτές τις κουβέντες χωρίς να πηγαίνει η μία στο σπίτι της άλλης. Εκείνος ο πέτρινος φράχτης που μοσχοβολούσε από τα γιασεμιά ήταν φαίνεται το καλύτερο τραπεζάκι της παρέας τους.  Εκεί ακουμπούσαν το φλιτζανάκι του καφέ και καμιά φορά εκεί άκουγαν αμίλητες από το ραδιοφωνάκι την αστυνομική σειρά «Το σπίτι των ανέμων». Έβλεπα στα πρόσωπά τους να ζωγραφίζεται η  αγωνία για την πλοκή της υπόθεσης ενώ τα επιφωνήματα έδιναν και έπαιρναν. Συχνά καλούσαν κι εμένα κοντά τους και θυμάμαι ακόμα εκείνη τη βαθιά αντρική φωνή του «δικηγόρου Λαμπίρη».

Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό των αναμνήσεων, έρχεται στον νου μου η εικόνα του παππού μου που καθόταν στη βεράντα με την εφημερίδα στα χέρια και δίπλα, στο χαμηλό τραπεζάκι, ακουμπισμένο πάνω σε ένα κεντητό λευκό σεμεδάκι, το φλιτζάνι με το καφεδάκι του. Απολάμβανε τον καφέ του χαμένος για ώρες μες στις σελίδες της εφημερίδας. Πιστεύω όμως ότι άκουγε όλες τις κουβέντες των δύο γυναικών στον φράχτη, αφού τον έβλεπα συχνά να κατεβάζει από το ύψος των ματιών του την εφημερίδα και να κοιτάζει αμίλητος προς το μέρος τους.

Ο κυρ-Θόδωρος, από την άλλη μεριά του φράχτη, ακούραστος, να κλαδεύει, να ποτίζει και να σκαλίζει τον κήπο του. Σε αντίθεση με τις δυο γυναίκες, αυτοί δεν μιλούσαν και τόσο συχνά μεταξύ τους. Μια καλημέρα, δυο τρεις κουβέντες για τον καιρό, άντε και καμιά σύντομη συζήτηση για την επικαιρότητα και αυτό ήταν όλο. Η αλήθεια είναι πως δεν είχαν και πολλά να πουν.  Ο ένας, σπουδαγμένος στην Πόλη και πολυταξιδεμένος δημοσιογράφος. Ο άλλος, δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό και από μικρός είχε βγει στο μεροκάματο δουλεύοντας στην οικοδομή και όπου αλλού έβρισκε. Έτσι, στις λίγες φορές που έπιαναν την κουβέντα ο κυρ-Θόδωρος από σεβασμό στη μόρφωση του παππού μου, τον άκουγε πάντα αμίλητος κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του, όση ώρα εκείνος του μιλούσε, κυρίως, για τις πολιτικές εξελίξεις. Και τώρα που θυμάμαι, νομίζω πως ο παππούς μου σαν να προσπαθούσε να τον φέρει κοντά στις δικές του επαναστατικές ιδέες.

Και δεν ήταν μόνο η μόρφωση που τους έκανε διαφορετικούς. Ήταν διαφορετικοί ακόμα και οι ήχοι που έβγαιναν μέσα από τη σιωπή τους. Από τη μια πλευρά του φράχτη άκουγες τα χτυπήματα από τα σφυριά και τα εργαλεία του κυρ-Θόδωρου που μαστόρευε ασταμάτητα. Από την άλλη, ακουγόταν το γρήγορο κροτάλισμα από τα πλήκτρα της γραφομηχανής του παππού μου καθώς αυτός έγραφε καθημερινά άρθρα για γνωστή εφημερίδα των Αθηνών. Όμως, παρά τις διαφορές σ’ αυτούς τους ήχους, έβλεπα μια βαθιά αρμονία ανάμεσά τους. Ίσως ήταν η αρμονία που γεννούν οι αντιθέσεις.

Τον θαύμαζα τον παππού μου, γιατί μπορεί να μην φρόντιζε  όπως ο κυρ-Θόδωρος τα δέντρα της αυλής, αλλά μου έλεγε τόσες ιστορίες γι’ αυτά.  Μου έλεγε για τη λεμονιά που τη φύτεψε για να του θυμίζει μια ίδια που είχαν στο σπίτι τους στην Πόλη. Για τις τριανταφυλλιές που, όπως έλεγε, αγαπούσε τόσο πολύ η γιαγιά μου. Κυρίως τις κόκκινες. Γι’ αυτό και σε κάθε ευκαιρία έκοβε και της προσέφερε ένα τριαντάφυλλο. Μου έδειχνε την ελιά του κήπου, δίπλα στον φράχτη με τα γιασεμιά, και άρχιζε να μου μιλάει για το ιερό δέντρο της ελιάς, όπως πίστευαν στην αρχαιότητα και για τον μύθο με τη θεά Αθηνά και τον Ποσειδώνα. Μου είπε πως την είχαν φυτέψει την χρονιά που είχε γεννηθεί η μητέρα μου και πως πάνω της είχαν κρεμάσει μια κούνια για να παίζω, όταν ήμουν μικρή. Όλη η παιδική μου ξεγνοιασιά, θυμάμαι, πως είχε κρεμαστεί στο πηγαινέλα εκείνης της κούνιας. Μου μιλούσε για τη μιμόζα δίπλα στη σκάλα ή, αλλιώς την ντροπαλή μιμόζα, όπως την έλεγαν, και μου εξηγούσε πως είχε πάρει το όνομά της από τη λέξη «μίμος». Ήταν, θυμάμαι, γεμάτη από κίτρινα άνθη που όμως δεν ήθελε να τα αγγίξουν γι αυτό την αποκαλούσαν και «μη μου άπτου». Ο παππούς μου είχε πολλές γνώσεις και πάντα έβρισκε κάτι καινούριο να μου πει.  Ήταν σαν εγκυκλοπαίδεια γι’ αυτό και η γιαγιά μου, όταν ήθελε να τον πειράξει, τον αποκαλούσε «Πάπυρος Λαρούς».

Τα απογεύματα του Σαββάτου θυμάμαι πως είχαμε συχνές επισκέψεις από συγγενείς και φίλους. Η γιαγιά μου τους κερνούσε γλυκό του κουταλιού ή υποβρύχιο με γεύση μαστίχας σε ποτήρια με δροσερό νερό. Ώρες συζητήσεων για τα πολιτικά, την ακρίβεια  και τις θεατρικές παραστάσεις της Αθήνας. Θαυμαστές της Έλλης Λαμπέτη και του Δημήτρη Χορν! Δεν έχαναν καμιά παράστασή τους! Μιλούσαν με πάθος για τις ερμηνείες τους και τα θεατρικά έργα που ανέβαζαν. Αργότερα, έπιαναν την τράπουλα και το έστρωναν στην «ξερή». Πολλές φορές τους άκουγα που σιγοτραγουδούσαν το «τι όμορφη που είσαι, όταν κλαις…», ή το «δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», που ήταν το τραγούδι που της έκανε καντάδα ο παππούς μου στα νιάτα τους.  Και το  άρωμα από τα γιασεμιά στον φράχτη να μας μεθάει όλους γλυκά. Να ταυτίζεται με τις χαρές, τις λύπες και τα καλοκαίρια, με τις παρέες και τις  αγάπες, με τις αναμνήσεις και τα τραγούδια.

Και έφταναν οι Κυριακές που ήταν πάντα πολύ ξεχωριστές.  Με το φαγητό να ψήνεται στον φούρνο και με καλεσμένους συνήθως τα αγαπημένα ξαδέρφια της γιαγιάς που έμεναν στην άλλη άκρη της Αθήνας. Το γλυκό ψυγείου με φρυγανιές και κρέμα βανίλια και το λικέρ από μανταρίνια ήταν καθιερωμένα.  Όλα είχαν μια απλότητα και ένα μοίρασμα αγάπης. Και μετά το μεσημεριανό φαγητό,  ο παππούς συνήθιζε να βάζει στο πικάπ εκείνους τους μεγάλους μαύρους δίσκους από βινύλιο. Τα  Ουγγαρέζικα τσιγγάνικα βιολιά άρεσαν σε όλους, μα περισσότερο ήταν η αδυναμία της γιαγιάς. «Σε κάποια άλλη ζωή θα ήμουν τσιγγάνα», έλεγε χαμογελώντας. Και η αυλαία της Κυριακής έπεφτε πάντα με έναν ελληνικό καφέ και δίπλα, στο πιατάκι, το παραδοσιακό λουκούμι για να γλυκαίνει, ασυναίσθητα, εκείνη την ακαθόριστη μελαγχολία της «τσαγκαροδευτέρας».

Τα χρόνια πέρασαν. Οι παππούδες μου «έφυγαν» και λίγα χρόνια μετά και οι δυο καλοί τους γείτονες. Το τσιμέντο σκέπασε τις όμορφες αυλές τους και στη θέση τους υψώθηκαν δύο τεράστιες πολυτελείς οικοδομές αφήνοντας μπροστά τους μόνο λίγο χώρο για το διακοσμητικό γκαζόν. Χάθηκαν τα δέντρα, τα λουλούδια και ο φράχτης με τα γιασεμιά. Χάθηκαν  οι καλημέρες, τα χαμόγελα, οι κουβέντες και οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων. Χάθηκαν τα τραγούδια, οι μυρουδιές από την κουζίνα και οι αντίθετοι ήχοι από τις δυο πλευρές του φράχτη. Μα, όποτε τύχει να περάσω από τη εκείνη τη γειτονιά έχω την αίσθηση πως μυρίζω ακόμα τα γιασεμιά.

 

banner-article

Ροη ειδήσεων