Περιβάλλον

Τέμπη: Περπατώντας το Μονοπάτι σιδηροδρομικών Πηνειού ή Κλεφτών

Περιγραφή – φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

«Να μην αφήσεις κανέναν να σε σταματήσει από τον στόχο σου.

Αυτός που προσπαθεί να σου βάλει φρένο στο όνειρο είναι αυτός που φοβάται την ημέρα που θα ανακαλύψεις τη δύναμή σου και θα γίνεις καλύτερος από αυτόν

Λάτρης της φύσης και με χόμπι την ορειβασία μπαίνω πολλές φορές στον πειρασμό να ψάχνω για ορειβατικές διαδρομές.

Έτσι,  ψάχνοντας, κάποτε, για μονοπάτια άγνωστα σε μένα, μονοπάτια που κάποιοι άλλοι τα περπάτησαν και κάνανε σχετικές αναφορές-περιγραφές, ανακάλυψα τυχαία την ύπαρξη ενός από αυτά με το τοπωνύμιο: ‘‘Κλέφτικο’’ ή ‘‘Μονοπάτι Σιδηροδρομικών Πηνειού ’’.

Η ύπαρξή του και οι περιγραφές βιωμάτων κάποιων ορειβατών και ομάδων ορειβασίας, μού κίνησαν το ενδιαφέρον και για κάποια χρόνια το μονοπάτι αυτό έγινε μελλοντικός μου σκοπός να το περπατήσω.

Συζητώντας την επιθυμία μου αυτή με τον φίλο μου, τον Ηλία, ο συνοδοιπόρο μου στα βουνά το βρήκε εξίσου ενδιαφέρον για μια εξερευνητική εμπειρία.

Αποφασίσαμε λοιπόν να το περπατήσουμε.

Να το γνωρίσουμε και να το προσθέσουμε, σαν μία ακόμη δραστηριότητα, στο «ορειβατικό» μας «βιογραφικό».

Έτσι, ξεκίνησα την συλλογή των επιπλέον χρήσιμων στοιχείων.

Πληροφορήθηκα για την ύπαρξη δύο σημείων εισόδου στο μονοπάτι από την ΝοτιοΑνατολική πλευρά του ορεινού όγκου του Ολύμπου.

Το πρώτο σημείο, από το Ιερό Προσκύνημα της ‘‘Αγίας Παρασκευής’’ Τεμπών που είναι κτισμένο μέσα σε μεγάλη σπηλαιοεσοχή του σχεδόν κάθετου βράχου και δίπλα στον Πηνειό ποταμό.

Και το δεύτερο σημείο, από το χωριό Ραψάνη της Δημοτικής Ενότητας Κάτω Ολύμπου Νομού Λάρισας, που απλώνεται στα 500 περίπου μέτρα υψόμετρο.

Μελέτησα, στους χάρτες της περιοχής, τα περάσματα του μήκους 15,5 περίπου χιλιομέτρων μονοπατιού.

Αξιολόγησα, από τις περιγραφές άλλων ορειβατών, τον βαθμό δυσκολίας του και υπολόγισα, στο περίπου, τον χρόνο που θα χρειαζόμασταν, σύμφωνα πάντα με τις δυνατότητές μας, για να τον περπατήσουμε  όλο από την αρχή του μέχρι το τέλος του (φωτ. 1).

Στη συνέχεια, μετέφερα τα στοιχεία που συνέλεξα στον Ηλία.

Ήταν ένα πρωινό, που απολαμβάναμε τον καφέ μας σχεδιάζοντας το πρόγραμμα της ορειβατικής μας δραστηριότητας που σκοπεύαμε να πραγματοποιήσουμε.

Στην παρέα μας βρέθηκε, τυχαία, και ο κοινός μας φίλος, ο Βάϊος.

Το φιλαράκι μας άκουσε το πρόγραμμα, το βρήκε αρκετά ενδιαφέρον και δήλωσε, χωρίς δεύτερη σκέψη, την επιθυμία του να συμμετάσχει μαζί μας.

Τον δεχτήκαμε με μεγάλη μας χαρά.

Συζητώντας πλέον και οι τρεις μας, αποφασίσαμε, τελικά, το ‘‘μονοπάτι των Σιδηροδρομικών’’ ή ‘‘Κλέφτικο’’ να το περπατήσουμε ξεκινώντας από το Ιερό Προσκύνημα της Αγίας Παρασκευής Τεμπών και να το ανηφορίσουμε όσο θα το θέλαμε εμείς.

Το μήκος, δηλαδή, της διαδρομή θα το καθορίζαμε εμείς κατά τη διάρκεια της ανάβασής μας, γιατί σκοπεύαμε να κάνουμε μία υπέρβαση την ίδια μέρα της ορειβατικής μας εκείνης εξόρμησης.

Η υπέρβαση ήταν να πραγματοποιήσουμε την ίδια μέρα και μία δεύτερη ορειβατική δραστηριότητα.

Η ορειβατική μας εκείνη δραστηριότητα θα περιελάμβανε: μετά την εξερεύνηση του ‘‘Μονοπατιού Κλεφτών’’ στο βουνό των θεών, να ανηφορίσουμε και μέχρι τον Καταρράκτη ‘‘Καλυψώ’’ στον ορεινό όγκο του για αιώνες ‘‘αντίζηλο’’ του Ολύμπου, τον Κίσαβο ή Όσσα, ξεκινώντας από το παραθαλάσσιο Κόκκινο Νερό Ν. Λάρισας.

Στο πρωϊνό μας εκείνο καφέ ορίσαμε τη μέρα απόδρασής μας στη φύση και καθορίσαμε την ώρα αναχώρησής μας από την Βέροια.

Μετά από μέρες, έφτασε, επιτέλους, η πολυπόθητη εκείνη στιγμή που θα πραγματοποιούσα την επιθυμία μου χρόνων και το όνειρό μου θα γινόταν επιτέλους πραγματικότητα..

Έφτασε, δηλαδή, η μέρα που θα περπατούσα το ‘‘Μονοπάτι των Κλεφτών’’ ή ‘‘Κλέφτικο’’ στην Νοτιοανατολική πλευρά του Ολύμπου.

Στο ημερολόγιο έγραφε: Πέμπτη 06 Ιούλη του 2023.

Συνεπείς στην ώρα μας, συγκεντρωθήκαμε στο καθορισμένο σημείο συνάντησης.

Φορτώσαμε τα πράγματά μας στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.

Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε: 06.00΄ π.μ.

Φεύγοντας από την Βέροια, αφήναμε πίσω μας την «ωραία κοιμωμένη» και μαζί με αυτήν την τυποποιημένη άχαρη καθημερινότητα.

Είπαμε: ‘‘byebye’’ στους θορύβους της πόλης και μπήκαμε στην Εγνατία Οδό με κατεύθυνση προς Αθήνα.

Προορισμός μας τα Τέμπη.

Πηγαίναμε, οδικώς, για το κομμάτι εκείνο της περιοχής του Πηνειού που το πέρασμα αιώνων του ποταμού δημιούργησε ανάμεσα από τους δύο θεόρατους ορεινούς όγκους έναν…επίγειο παράδεισο…προτού τα νερά Του τα ρίξει στον Θερμαϊκό Κόλπο.

Χρειαστήκαμε λιγότερο από ένα δίωρο χαλαρής οδήγησης και να διανύσουμε 130 περίπου χιλιόμετρα για να βρεθούμε από την πρωτεύουσα της Ημαθίας στην ‘‘Κοιλάδα των Τεμπών’’.

Βρεθήκαμε στο Φαράγγι που δημιουργήθηκε μετά από ένα μεγάλο, σύμφωνα με αρχαίες αναφορές, σεισμό.

Από ένα δυνατό, δηλαδή, «ταρακούνημα» της γης που προκάλεσε μεγάλο ρήγμα χωρίζοντας τα δύο μεγάλα βουνά, εκείνο των θεών από τον  «αντίζηλό» του ΚίσσαβοΌσσα).

Το Φαράγγι αυτό σε κάποιο τμήμα του έχει βάθος 500 περίπου μέτρων και στο στενότερο σημείο του έχει 25 μόλις μέτρα πλάτος.

Σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας στο Parking του Ιερού Προσκυνήματος, που βρίσκεται στη μεριά του Κισσάβου, και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την 1η προγραμματισμένη μας ορειβατική δραστηριότητα.

Απέναντί μας ορθωνόταν ο βράχινος όγκος της ΝοτιοΑνατολικής πλευράς του Ολύμπου που θα ορειβατούσαμε.

Ένας όγκος με γκρεμούς, με σπηλαιοβαθουλώματα, με μυτερές απολήξεις, που τα βλέπαμε με θαυμασμό και με ανοικτό, κυριολεκτικά, στόμα όσες φορές έτυχε να περάσουμε από την περιοχή, κάνοντας οδικώς το δρομολόγιο της Παλιάς Εθνικής: Αθηνών-Θεσσαλονίκης και αντίστροφα.

Το ξανακοιτάξαμε μετά από χρόνια και «τρέξαμε» νοερά με τη ματιά μας το μονοπάτι που θα περπατούσαμε κάποια ώρα κατά τη διάρκεια της ορειβατικής μας δραστηριότητας (φωτ. 2).

Στη συνέχεια φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας, ενεργοποιήσαμε το GPS, ανοίξαμε τον ασύρματο, «οπλίσαμε» τις φωτογραφικές μας μηχανές και ήμασταν πλέον έτοιμοι για το ξεκίνημα.

Με το: ‘‘Πάμε !! ’’, ξεκινήσαμε διαγράφοντας από το μυαλό μας όλα εκείνα τα άχρηστα που το βάρυναν μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Απαλλαγμένοι από το βάρος όλων εκείνων που πιάνανε πολύτιμο χώρο στο μυαλό μας προχωρούσαμε με τη δυνατότητα, πλέον, να τον αναπληρώσουμε με όμορφες εικόνες που θα τις «αιχμαλώτιζε» η ματιά μας στο αντίκρισμά τους, καθώς και τις ευχάριστες στιγμές που θα βιώναμε κατά τη διάρκεια της πορείας μας.

Περνώντας την διάβαση πεζών, που διασχίζει υπόγεια την ΠΕΟ Αθηνών-Θεσσαλονίκης, πλησιάσαμε τον Πηνειό.

Στη συνέχεια περπατήσαμε τη σιδερένια πεζογέφυρα, την κρεμαστή που κατασκευάστηκε το 1960, για να βρεθούμε στην απέναντι όχθη του ποταμού (φωτ. 3).

Μέχρι την χρονιά εκείνη, της κατασκευής της, οι πιστοί μεταφέρονταν με βάρκα ή περνούσαν από μία μικρή ξύλινη γέφυρα.

Βρεθήκαμε στον χώρο με το εκκλησάκι της ‘‘Αγ. Παρασκευής ’’ και το Αγίασμά Της.

Το Προσκύνημα της Αγίας Παρασκευής χτίστηκε το 1910, περίπου, από τους Σιδηροδρομικούς Υπαλλήλους μετά από ένα θαύμα.

Σύμφωνα από αναφορές, κατά την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής και την δημιουργία των τούνελ ένας ογκώδης βράχος αποκολλήθηκε από την σχεδόν κάθετη πλαγιά και κατέληξε στο ποτάμι χωρίς να πέσει πάνω στους εργάτες που εργάζονταν στο σημείο.

Στο Ιερό Προσκύνημα συναντήσαμε πολλούς επισκέπτες που είχαν έρθει με λεωφορεία από διάφορες περιοχές (φωτ. 4).

Με τη σκέψη ότι πουθενά στη διαδρομή μας δεν θα συναντούσαμε πηγές και ότι η επέλαση του ‘‘Κλέωνα’’, ονομασία από την Μετεωρολογική Υπηρεσία του ακραίου φαινομένου καύσωνα, θα απαιτούσε περισσότερα νερά στα ψηλότερα και γυμνά, από βλάστηση, κομμάτια του ορεινού όγκου…γεμίσαμε τα παγούρια μας και τροφοδοτήσαμε τον οργανισμό μας με παγωμένο νεράκι από το Αγίασμα (φωτ. 5).

Τα σακίδιά μας βάρυναν, κάπως, από τα επιπλέον νερά που πήραμε.

Τα φορτωθήκαμε και ξεκινήσαμε για την εξερεύνηση της μέρας περνώντας μέσα από τη μεγάλη

σπηλαιοεσοχή στην βραχώδη ορθοπλαγιά με το κτισμένο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής στο εσωτερικό της.

Προσκυνήσαμε την εικόνα Της και συνεχίσαμε (φωτ. 6).

Ακολουθήσαμε τη σήμανση του μονοπατιού, μια μεταλλική «πινακιδούλα» με κόκκινο φόντο και την απεικόνιση ορειβάτη, καθώς και την «κόκκινη βούλα» στους κορμούς των δένδρων και των βράχων (φωτ. 7).

Ανεβήκαμε τα αρκετούτσικα τσιμεντοκατασκευασμένα σκαλοπάτια και αμέσως συναντήσαμε το μονοπάτι που περνά πάνω από την σπηλαιοεσοχή με το εκκλησάκι.

Από το σημείο εκείνο άρχιζε η ορειβατική μας δραστηριότητα στην περιοχή με μυθολογία, με ιστορία, με απελευθερωτικούς αγώνες και με απείρου κάλλους ομορφιά.

Βαδίζαμε και βλέπαμε τους προσκυνητές να πηγαινοέρχονται κάτω από…πόδια μας ( φωτ. 8).

Η αρχική πορεία μας θα γινόταν σε ένα κομμάτι της διαδρομής που χαρακτηρίζεται μια από τις ομορφότερες της Θεσσαλίας, γιατί περνάει μέσα από φυτικά τούνελ της πυκνής μεικτής βλάστησης, κινείται δίπλα στα τρεχούμενα νερά του Πηνειού ποταμού και ανάμεσα σε τεράστια αιωνόβια πλατάνια που στο αντίκρισμά τους σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι είσαι ένα κομμάτι του παραμυθένιου εκείνου τοπίου.

Στη συνέχεια της η πορεία μας θα συνέχιζε σε τμήματα της διαδρομής με ενδιαφέρον και εναλλαγής συναισθημάτων, γιατί στα κομμάτια εκείνα συναντά κανείς εγκαταλειμμένα σκοτεινά τούνελ με ή χωρίς ράγες τρένων, μισογκρεμισμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, παλιά φυλάκια-πολυβολεία φύλαξης της σιδηροδρομικής γραμμής κ.α.

Προχωρώντας συναντήσαμε το πρώτο σύντομο τούνελ και περάσαμε από μέσα.

Απουσίαζαν οι ράγες των τρένων και η εικόνα του σού θύμιζε έναν χωμάτινο δρόμο που περνούσε μέσα από σκοτεινό άνοιγμα σε βράχο.

Αποτέλεσμα της αχρηστίας ετών και απουσίας διέλευσης των τρένων εδώ και δεκάδες χρόνια.

Προσθέσαμε στα κεφάλια μας τους φακούς κεφαλής και συνεχίσαμε.

Δεν αργήσαμε να περάσουμε μέσα και από ένα δεύτερο, το πιο σκοτεινό, αυτή τη φορά, και το μακρύτερο σε μήκος από το πρώτο.

Και εδώ απουσίαζαν οι ράγες.

Συνεχίζοντας, περάσαμε από στένωμα που σχημάτιζαν η βραχώδης ορθοπλαγιά, στα δεξιά μας όπως προχωρούσαμε, και τα μισοκατεστραμμένα, στα αριστερά μας, πέτρινα κτίσματα με τα φυλάκια-πολυβολεία των παλιών στρατιωτικών εγκαταστάσεων φύλαξης της σιδηροδρομικής γραμμής.

Λίγο πιο πέρα συναντήσαμε και το τρίτο σκοτεινό τούνελ με τις ράγες των τρένων να έχουν κάνει, πλέον, την εμφάνισή τους.

Στο τέλος του τούνελ κάναμε μία ολιγόλεπτη σύσκεψη ( φωτ. από 9 έως και 13).

Στην τελευταία, όπως πηγαίναμε, τσιμεντοκολώνα στήριξης υπάρχει βέλος με κατεύθυνση στα αριστερά, που οδηγεί στην όχθη του ποταμού.

Οδηγεί δηλαδή στο κλασικό μονοπάτι που κινείται δίπλα στα τρεχούμενα νερά του Πηνειού και μέσα στη σκιά των αιωνόβιων πλατάνων ενός…επίγειου παράδεισου.

Βρεθήκαμε στο σημείο που έπρεπε να επιλέξουμε: ή να μπούμε στο κλασικό μονοπάτι και να συνεχίσουμε περπατώντας στο όλο μαγεία τοπίο ή να συνεχίσουμε ακολουθώντας τις ράγες του παλιού σιδηρόδρομου.

Επιλέξαμε τη δεύτερη διαδρομή για διαφορετικότητα και γιατί ήταν πρωϊ ακόμη.

Έτσι, θα αργούσαμε να αισθανθούμε τη ζεστασιά του καυτού ήλιου όσο διάστημα θα βαδίζαμε στη γυμνή από βλάστηση διαδρομή.

Ο δεύτερος λόγος της επιλογής μας αυτής ήταν η επιθυμία μας να περάσουμε δίπλα από εγκαταλειμμένα κτίσματα, από μισογκρεμισμένα στρατιωτικά πολυβολεία και από το σημείο που έγινε η ανατίναξη της γραμμής κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Προς το μεσημεράκι, όμως, όταν θα επιστρέφαμε και η ατμοσφαιρική θερμοκρασία θα ήταν ανυπόφορη, λόγω υπερβολικής ζέστης, η πορεία μας στο κλασικό μονοπάτι και δίπλα στη δροσιά των τρεχούμενων νερών, καθώς και στη σκιά των μεγαλόκορμων πλατάνων θα ’ταν πιο ευχάριστη.

Με την απόφασή μας αυτή, θέλαμε να είχαμε εικόνες και από τις δύο αυτές διαδρομές ώστε όλες μαζί να σχημάτιζαν μια σφαιρική εικόνα της περιοχής που θα περπατούσαμε.

Προχωρήσαμε, λοιπόν, ευθεία ακολουθώντας τις παλιές σκουριασμένες, από τον φθοροποιό χρόνο, ράγες.

Η σήμανση μονοπατιού απουσίαζε, περιπατητικό μονοπάτι δεν υπήρχε.

Βαδίζαμε πατώντας τα ακανόνιστου σχήματος χονδροχάλικα και υπήρξαν φορές που αισθανόμασταν σαν τους φακίρηδες που περπατούν πάνω στα…καρφιά !!

Κάποιες φορές προσπαθήσαμε να περπατήσουμε ισορροπώντας πάνω στη ράγα, μιμούμενοι τους ισορροπιστές σε τεντωμένο σχοινί κάποιου τσίρκου (φωτ. 14, 15, 16).

Συνεχίζαμε.

Παντού η απόλυτη ησυχία.

Η φύση σιωπούσε και τα διάφορα εγκαταλειμμένα κτίσματα-κατασκευές, που προσπερνούσαμε, μάς «παρακολουθούσαν» βουβά.

Τρένα δεν περνούσαν και ούτε επρόκειτο να περάσουν όσο και να προσπαθούσαμε με τον πατροπαράδοτο τρόπο, ακουμπώντας το αυτί μας στη ράγα, να ακούσουμε τον χαρακτηριστικό τράνταγμα του ερχομού του (φωτ. 17)..

Η συγκεκριμένη σιδηροδρομική γραμμή: Αθηνών – Θεσσαλονίκης και αντίστροφα έχει καταργηθεί εδώ και δεκάδες χρόνια.

Προχωρούσαμε.

Ήμασταν μόνο εμείς, η θετική μας ενέργεια και η διάθεση εξερεύνησης.

Η ανταμοιβή της επιλογής μας αυτής και της όλης μας αυτής μικροταλαιπωρίας ήταν οι εικόνες που αντικρίζαμε στη μακρόστενη ανοιχτοσιά του παλιού περάσματος των τρένων.

Στα δεξιά μας ο γιγάντιος βράχινος τοίχος, που ορθωνόταν πάνω σχεδόν από τα κεφάλια μας και οι απολήξεις του φαίνονταν σαν να «άγγιζαν» το γαλάζιο του ουρανού !!

Η γεωμορφολογία του μάς προκαλούσε την περιέργεια.

Οι διάφοροι σχηματισμοί, τα βράχια που προεξείχαν και έδειχναν έτοιμα να «πετάξουν», τα «γαντζωμένα» στο γκριζωπό πέτρωμα δένδρα που θύμιζαν τους δεινούς αναρριχητές να προσπαθούν να σκαρφαλώνουν ακόμη πιο ψηλά !!

Βλέποντάς τα θαυμάζαμε τα αποτελέσματα της δημιουργικής διάθεσης της φύσης όταν αυτή είχε τα…κέφια της.

Στα αριστερά μας και πάνω από το πυκνό φύλλωμα των κορυφών των πλάτανων βλέπαμε τμήματα του ορεινού όγκου του ‘‘Κίσσαβου’’ ή ‘‘Όσσα’’.

Χαμηλά μας ο ‘‘Πηνειός ποταμός’’.

Υπήρξαν φορές που το πυκνό φύλλωμα μάς έκανε τη χάρη να διακρίνουμε τα καταπράσινα τρεχούμενα νερά του μέσα από κάποια ανοίγματα.

Κάποια στιγμή: ‘‘Νάτο !!’’.

Η ορθοπλαγιά, πέρα στα αριστερά μας και κάπου στη μέση του ορεινού όγκου του Κισσάβου, με το μοναδικό τμήμα υπολείμματος ενός κτίσματος βυζαντινής εποχής που κατάφερε να αντισταθεί, μέχρι σήμερα, στον φθοροποιό χρόνο.

Ήταν ό,τι απέμεινε από το ‘‘Κάστρο της Ωριάς’’ των Τεμπών, που το ξεχωρίζαμε με δυσκολία βλέποντάς το από χαμηλά και από μεγάλη απόσταση.

Το σημείο εκείνο, λέγεται,  ότι ήταν οχυρωμένο από την αρχαιότητα ακόμη.

Στη δε ορθοπλαγιά, σύμφωνα πάντα με το μύθο, και στο γκριζωπό εκείνο απότομο βράχο που βλέπαμε είχε «αφήσει» ανεξίτηλο, στο χρόνο, το σημάδι του κορμιού της η ‘‘Ωραία’’ Βεζυροπούλα, που έπεσε από τα τείχη και σκοτώθηκε για να μη βρεθεί στα χέρια των Οθωμανών.

Συγκινητική ιστορία και απάντηση στην απορία της προέλευσης της ονομασίας του Κάστρου (φωτ. 18).

Συνεχίζαμε.

Όσο απομακρυνόμασταν από το Ιερό Προσκύνημα της Αγ. Παρασκευής κοντεύαμε στο σημείο με την μαρμάρινη πλακέτα  που έχει εντοιχιστεί εκεί στη μνήμη των σαμποτέρ του ΕΛΑΣ οι οποίοι, αφού κατέβηκαν, ακολουθώντας το μονοπάτι: ‘‘Κλέφτικο’’, στα στενά της κοιλάδας των Τεμπών και μέχρι τις γραμμές του τρένου ανατίναξαν το εξπρές του Γ’ Ραιχ (γερμανικής αμαξοστοιχίας που κατευθυνόταν στο Ανατολικό Μέτωπο).

Και να την!!

Έχει χαραγμένα πάνω της τα εξής: «23 ΦΛΕΒΑΡΗ 1944. ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ ΤΗΣ 53 ΤΑΧΕΙΑΣ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΤΟΥ ΕΛΑΣ ΜΕ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΒΡΑΤΣΑΝΟ. ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ ΛΑΡΙΣΑΣ

Αναμνηστική φωτογραφία και συνεχίσαμε (φωτ. 19).

Δεν απομακρυνθήκαμε πολύ από τη θέση με την πλακέτα και βρεθήκαμε στο σημείο που οι

ράγες της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής διασταυρώνονταν με το παρόχθιο μονοπάτι, το κλασικό, στα αριστερά και με το άλλο, στα δεξιά, που κάποτε ήταν πέρασμα των Κλεφτών.

Χρειαστήκαμε 45 λεπτά χαλαρής πορείας για να φτάσουμε από το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής στο σημείο που θα εγκαταλείπαμε τις ράγες και θα ακολουθούσαμε το πιο πάνω παλιό πέρασμα στα δεξιά.

Μπήκαμε στο ‘‘μονοπάτι Κλέφτικο’’, όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι.

Προχωρήσαμε στο μονοπάτι που κάποτε το ανεβοκατέβαιναν φουστανελάδες πολεμιστές, οι Κλέφτες, κάνοντας τον δικό τους απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων.

Πολεμούσαν και στη συνέχεια ανέβαιναν την αρκετά απαιτητική βραχώδη πλαγιά για να κρυφτούν ή να οργανωθούν στις σπηλιές στα 400 περίπου μέτρα υψόμετρο (φωτ. 20).

Κοντά στην είσοδο του μονοπατιού συναντήσαμε δύο υπολείμματα βράχων που το μεγαλύτερο τμήμα τους τούς το είχε σκεπάσει το χώμα και είχαν χαραγμένα, από χέρι, πάνω τους τα ονοματεπώνυμα κάποιων ανταρτών και το έτος: «Α. ΝΙΚΟΛΑΟΥ 1947» και «Ν ΜΑ 1947 Ν. ΜΑΛΙΑΧΟΒΑ» (φωτ. 21).

Η παρουσία τους μαρτυρούσε το πέρασμα, από το κομμάτι εκείνο, και των ανταρτών που είχαν για κρυψώνες-ορμητήριά τους τις ίδιες πιο πάνω σπηλιές.

Έτσι, το μονοπάτι αυτό πήρε και δεύτερο όνομα: ‘‘των Ανταρτών’’.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το ονομάζουν και: ‘‘των Σιδηροδρομικών’’  γιατί το χρησιμοποίησαν και οι σιδηροδρομικοί την εποχή της κατασκευής των έργων και υποδομών για το πέρασμα των τρένων.

Ανεβαίναμε πατώντας τα «πατήματα» που «άφησαν» τα τσαρούχια και τα άρβυλα όλων των παραπάνω.

Και στο πέρασμά μας μάς «ακουμπούσαν» τα πουρνάρια και οι θάμνοι που είχαν «ακουμπήσει», αρκετά χρόνια πριν, τις φουστανέλες και τους στρατιωτικούς χιτώνες των αγωνιστών-πολεμιστών

Το αρχικό τμήμα του μονοπατιού κινείται σε αρκετά μεγάλη κλίση και έχει περάσματα πάνω από κομμάτια συγκεντρωμένων αποκομμένων βράχων, καθώς και πάνω από τα λιθάρια  που δεν είχαν καμιά σταθερότητα.

Εμφανές πέρασμα μονοπατιού δεν υπήρχε πουθενά.

Ακολουθούσαμε τις κόκκινες βούλες που συναντούσαμε στους βράχους και τους κορμούς των θάμνων.

Στο τμήμα εκείνο της αρκετά ανηφορικής διαδρομής το κάθε πάτημά μας απαιτούσε αρκετή προσοχή και καμιά χαλαρότητα.

Έτσι, η ανάβασή μας εκείνη απαιτούσε κουράγιο, δύναμη στα πόδια, επιμονή, υπομονή και πάνω απ’ όλα σοβαρότητα για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου τραυματισμού (φωτ. 22).

Δεν άργησε να φτάσει προς το τέλος του το μικρό παραπάνω μαρτύριο της ανάβασης και μάλιστα με την έντονη πλέον αίσθηση του καυτού ήλιου από πάνω μας.

Βρεθήκαμε κοντά σε ένα τμήμα του τούνελ της καινούργιας σιδηροδρομικής γραμμής.

Το προσπεράσαμε και συνεχίσαμε την πορεία μας σε κάπως βατό, κάπως ξεκούραστο πλέον μονοπάτι, η γεωμορφολογία του οποίου εναλλασσόταν όσο ανεβαίναμε ( φωτ. 23).

Πατούσαμε σε χώμα που είχε πάνω του εμφανή σημάδια ξηρασίας, βρεθήκαμε σε χωμάτινο δρόμο, ανεβοκατεβαίναμε βράχια σε απότομες πλαγιές, περάσαμε από σαθρά τμήματα και από στενώματα που σχημάτιζαν οι γκριζωποί όγκοι που ορθώνονταν από τη μια  και από την άλλη το απέραντο χάος των ρεματιών που το βλέπαμε με δέος να «βυθίζεται» κάτω από τα πόδια μας.

Ο βαθμός δυσκολίας του στην κλίμακα ‘‘Α’’ και σε κάποια τμήματά του στην ‘‘Α+’’.

Μαζί με την γεωμορφολογία του μονοπατιού εναλλασσόταν και η βλάστηση του τοπίου.

Περνούσαμε δίπλα από θάμνους και από αραιά μικρόκορμα δένδρα που δεν ήταν ικανά να μας προστατέψουν από τις ακτίνες του καυτού ήλιου.

Σκιερά φυτικά τούνελ σχεδόν απουσίαζαν.

Δεν είχαμε καμιά ασπίδα προστασίας από την «επιθετικότητα» του ακραίου καύσωνα με την μετεωρολογική ονομασία: ‘‘Κλέων’’

Μόνο  κάποια περάσματα από ελαιώνες μας ανακούφιζαν κάπως με την υποτυπώδη σκιά που δημιουργούσε η κώμη των ελαιόδενδρων.

Κάτι ήταν και αυτό.

Συνεχίζαμε με όλες αυτές τις εναλλαγές για να βγούμε σε κάποιο ξέφωτο και να μπορέσουμε έτσι να αντικρίσουμε εικόνες του γύρω τοπίου και να απολαύσουμε τη θέα από τα ψηλά (φωτ. από 24 έως και 29).

Κοντεύαμε στα 400 περίπου μέτρα υψόμετρο με τις σπηλιές-κρυψώνες-ορμητήρια που τα τελευταία χρόνια τα χρησιμοποιούν οι κτηνοτρόφοι της περιοχής.

Και να το!!!

Βρεθήκαμε επιτέλους στο ξέφωτο με τις πανέμορφες εικόνες γύρω μας.

Η θέση του και η διαμόρφωσή του από τη δημιουργό φύση μάς θύμιζε ένα μπαλκόνι πάνω σε απόκρημνο βράχο και η θέα του χαώδη γκρεμού ακριβώς από κάτω μάς τρόμαζε.

Ανάμεικτα συναισθήματα και θαυμασμός.

Νιώθαμε σαν αετοί που πέταγαν πολύ ψηλά βλέποντας κάμπους, το ποτάμι, τη θάλασσα και τα βουνά !!!

Πηγαινοερχόμασταν αριστερά-δεξιά στην απέραντη αυτή φυσική βεράντα προσπαθώντας να «αιχμαλωτίσουμε» όσο περισσότερες εικόνες μπορούσαμε.

Το όλο τοπίο ξεδίπλωνε τις ομορφιές του.

Δεν ξέραμε που να πρωτοκοιτάξουμε και που να εστιάσουμε τη ματιά μας.

Τα «κλικ» των φωτογραφικών μας μηχανών ασταμάτητα και οι ψηφιακές μνήμες γέμιζαν από εικόνες.

Βλέπαμε τη θέση του ‘‘Κάστρου Ωριάς’’, από ψηλά αυτή τη φορά (φωτ. 30).

Κάτω χαμηλά η…«τρεχούμενη διαχωριστική γραμμή» που χώριζε τον Όλυμπο από τον αντίζηλό του, τον Κίσσαβο, που τον βλέπαμε να ορθώνεται απέναντί μας σαν ένας απέραντος γιγάντιος τοίχος.

Η «διαχωριστική»  αυτή «γραμμή» ήταν ο Πηνειός ποταμός.

Λίγο πιο πάνω από τα τρεχούμενα θολά νερά του και στην απέναντι όχθη του βλέπαμε κάποια αυτοκίνητα να κινούνται στον ασφαλτόδρομο της παλιάς Εθνικής Οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης και αντίστροφα.

Από ψηλά φαινόταν και η παλιά σιδηροδρομική γραμμή που την είχαμε περπατήσει νωρίτερα.

«Ταξιδεύοντας» τη ματιά μας ακόμη πιο πέρα της διαδρομής εκείνης που κάναμε καταφέραμε να διακρίνουμε, στο βάθος, ένα τμήμα του Θεσσαλικού κάμπου ( φωτ. 31).

Κοιτάζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, είδαμε το σημείο που αποφασίσαμε να τερματίσουμε την πορεία μας και ακόμη πιο πέρα, στο βάθος, διακρίναμε ένα τμήμα του Λαρισαϊκού κάμπου, την μακρουλή ακτογραμμή των παραθαλάσσιων περιοχών του, το Δέλτα που εκβάλουν τα θολά νερά του Πηνειού για να σμίξουν με την αλμύρα των νερών του Θερμαϊκού Κόλπου (φωτ. 32).

Από τα 400 περίπου μέτρα υψόμετρο καταφέραμε να δούμε την κρεμαστή γέφυρα και τη σκέπη από κάποιο κτίσμα κοντά στο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής (φωτ. 33).

Τελευταία ματιά, φωτογραφίες και ξεκινήσαμε για τη συνέχεια.

Δεν ήμασταν μακριά από τις σπηλιές-κρυψώνες-ορμητήρια.

Η πορεία μας ελάχιστα ανηφορική.

Κάποια στιγμή φάνηκαν, κοντεύαμε.

Ήταν τρείς, με τις δύο μεγαλύτερες να είναι η μία δίπλα στην άλλη (φωτ. 34).

Η περιέγεια μάς «φόρεσε» φτερά στα πόδια και «πετάγαμε».

Δεν καταλάβαμε για πότε βρεθήκαμε στις μεγάλες βαθιές εσοχές στον κάθετο βράχο.

Οι δύο μεγαλύτερες, έτσι όπως ήταν ενωμένες μεταξύ τους,  σχημάτιζαν τα μάτια  και όλο το σύνολο του βράχου μάς θύμιζε, στο αντίκρισμά του, την όψη ενός αγριεμένου «πολεμιστή» που ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί την περιοχή και με το τρομακτικό εκείνο βλέμμα του να φοβερίσει τον εχθρό (φωτ. 35).

Στη σκιά των εσοχών αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε, να κολατσίσουμε και να εξερευνήσουμε τα μαυρισμένα από την κάπνα βαθουλώματα στον βράχο.

Όμορφη εμπειρία, καταπληκτική θέα από τα ψηλά (φωτ. 36, 37 και 38).

Στο σημείο εκείνο δεν καθυστερήσαμε πολύ.

Η ολιγόλεπτη στάση μάς ήταν αρκετή για τη συνέχεια, που δεν ήταν και τόσο απαιτητική.

Συμμαζέψαμε τα πράγματά μας, πήραμε μαζί μας και τα σκουπίδια μας.

Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδια και ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς την ορεινή Ραψάνη.

Σκοπός μας ήταν να φτάσουμε μέχρι το άλλο μεγάλο ξέφωτο και να επιστρέψουμε.

Πήραμε αυτή την απόφαση γιατί έπρεπε να προλάβουμε και τη δεύτερη ορειβατική μας δραστηριότητα της μέρας, που προέβλεπε την ανάβαση στον ορεινό όγκο του Κισσάβου μέχρι τον ‘‘Καταρράκτη Καλυψώ’’.

Προχωρούσαμε προσπερνώντας γκρεμούς, βαθιές ρεματιές, ακανόνιστου σχήματος βράχια και περνώντας στενώματα μονοπατιού.

Το μονοπάτι μάς οδηγούσε μέχρι τη διχάλα  στο τοπωνύμιο ‘‘Επικίνδυνο’’, εκεί που όσοι έχουν χρόνο, αντοχές και διάθεση αλλάζουν πορεία και κατευθύνονται προς την Ραψάνη για να τερματίσουν την όλη διαδρομή των 15,6 χιλιομέτρων.

‘‘Επικίνδυνο’’ το ονομάτισαν κάποιοι, επειδή το πέρασμά του απαιτεί περισσότερη προσοχή και όχι αστειάκια και χαλαρότητα.

Κάποια στιγμή φτάσαμε στο δεύτερο ξέφωτο με τα ξερά χόρτα να φτάνουν, στο ύψος, μέχρι τη μέση μας.

Κατευθυνθήκαμε μέχρι το πέτρινο λαμαρινοσκέπαστο κτίσμα μιας παλιάς στάνης, που είχε κτιστεί στην άκρη του ορεινού εκείνου λιβαδότοπου και κολλητά στη βάση του κάθετου βράχου που ορθωνόταν ακριβώς από πάνω του.

Το μονοπάτι συνέχιζε και πέρα από το κτίσμα εκείνο.

Δεν το συνεχίσαμε.

Πιστοί στην εφαρμογή του αρχικού μας σχεδιασμού, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε.

Κάποια άλλη φορά σκεφτήκαμε με τον Ηλία να κάνουμε ολόκληρη τη διαδρομή: ‘‘Αγ. Παρασκευή’’ – ‘‘Ραψάνη’’.

Μία διαδρομή 15,6 χιλιομέτρων που θα απαιτούσε 6,5 ώρες πορείας με στάσεις.

Η επιστροφή μας ήταν κατηφορική.

Τα περάσματα μέχρι τις ράγες των τρένων μάς ήταν πλέον γνώριμα και οι εικόνες που αντικρίζαμε στην πορεία μας γνωστές.

Τη διαφορετικότητα την έκανε μόνο η γωνία φωτισμού τους (φωτ. 39 και 40).

Φτάσαμε στην έξοδο από το ‘‘μονοπάτι Κλεφτών’’ και περνώντας κάθετα τις σιδηρογραμμές μπήκαμε στο κλασικό.

Εκείνο το επίπεδο μονοπάτι, το χωρίς τα απαιτητικά ανεβοκατεβάσματα, που περνά δίπλα από τον Πηνειό.

Τα περάσματά μας στη δροσιά, μέσα από τα φυτικά τούνελ της πυκνής μεικτής βλάστησης και κάτω από τη παχιά  σκιά των τεράστιων αιωνόβιων πλάτανων.

Φανταστικές εικόνες, όμορφη και η αίσθηση της δροσιάς του περιβάλλοντος (φωτ. από 41 έως και 44).

Φτάσαμε στο Ιερό Προσκύνημά της Αγίας Παρασκευής.

Ο κόσμος λιγοστός, προσκυνητές μετρημένοι στα δάκτυλα.

Καθίσαμε λίγο να ξαποστάσουμε, να ξεδιψάσουμε.

Αφού γεμίσαμε τα παγούρια μας με δροσερό νερό για τη συνέχεια, κατευθυνθήκαμε προς το parking.

Φτάνοντας στο χώρο στάθμευσης έφτασε στο τέλος της το πρώτο σκέλος της προγραμματισμένης μας διπλής ορειβατικής δραστηριότητας της μέρας.

Γεμάτοι από αμέτρητες εικόνες, από δεκάδες συναισθήματα, από πρωτόγνωρα βιώματα, από καινούργιες εμπειρίες, επιβιβαστήκαμε στα αυτοκίνητά μας και κατευθυνθήκαμε οδικώς προς το παραλιακό Κόκκινο Νερό Ν. Λάρισας, που φωλιάζει στους πρόποδες του Κισσάβου, για να ξεκινήσουμε από τις πηγές των ιαματικών νερών την ανάβασή μας μέχρι τον ‘‘Καταρράκτη Καλυψώ’’.

Οδεύαμε για τη συνέχεια και για το δεύτερο σκέλος της προγραμματισμένης ημερήσιας ορειβατικής μας δραστηριότητας.

«Ποτέ δεν είναι αργά για να βάλουμε κι άλλους στόχους ή να οραματιστούμε νέα όνειρα

( C. S. Lewis )

Απολογισμός :

Διαδρομή : Ιερό Προσκύνημα ‘‘Αγ. Παρασκευής’’ Τεμπών παλιά σιδηροδρομική γραμμή →   ‘‘Μονοπάτι Κλεφτών’’ φυσικό μπαλκόνι ( 1ο ξέφωτο ) σπηλιές ‘‘Επικίνδυνο’’2ο ξέφωτο επιστροφή

Υψομετρική  διαφορά:  380 μ. ( με ανεβοκατεβάσματα )

Απόσταση:  15,3 χλμ.  (ένδειξη GPS).

Διάρκεια:     5 ώρες και 50 λεπτά  ( συνολικός χρόνος).

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ