“Το δέντρο της αυλής μας” .
Αυτός είναι, ο μπάρμπα Γιάννης ο Κουκούδης, ο πατέρας μου . Σήμερα τον γιορτάζαμε! Κατάφερε να σώσει και να κρατήσει την βαριά κτηνοτροφία στην …χώρα, σε πείσμα πολλών εμποδίων πολλές φορές από την ίδια την πολιτεία. Είχε την αντοχή, την γνώση, την μαγκιά και την θέληση να κάνει την μεγαλύτερη κτηνοτροφική μονάδα της χώρας. Γενιές κτηνιάτρων φοιτητών κάναν πρακτική στους στάβλους του. Κατάφερε τον νομό Ημαθίας να κατέχει το 60% της ζωϊκής παραγωγής της χώρας. Άφησε πίσω του πολλούς μαθητές κι αν υπάρχει βαριά κτηνοτροφία στην χώρα και παραγωγή κρέατος στην Ημαθία το οφείλουμε στον τσαμπουκά του, να μην κάνει πίσω, όταν όλα του πηγαίναν κόντρα. Βοήθησε πολλά νέα παιδιά να μάθουν ζωεμπόριο και πάχυνση μόσχων, τα χρόνια που η ίδια η κτηνιατρική σχολή, δεν ήξερε και σήμερα αυτά τα παιδιά …..μεγάλοι άντρες, κρατάν την σοβαρή κτηνοτροφία στην Ελλάδα.(ξέρουν αυτοί.)
Όργωσε την Ευρώπη όλη κι έφερνε τις καλύτερες ράτσες μόσχων στην Ελλάδα. Ασπούδαστος, δεν τέλειωσε ούτε δημοτικό αλλά μπορούσε κι έκανε εμπόριο, στην γλώσσα της χώρας που πήγαινε. Ήξερε όλες τις βαλκανικές γλώσσες. “Εγώ είμαι τσαμπάζης” έλεγε κι άμα δώσω το χέρι μου, δεν το παίρνω πίσω. Γι αυτό τον περίμεναν οι αγρότες στα σταροχώραφα πρώτος να πάει αυτός και μετά άλλος έμπορος. Κι έτσι καπάρωνε ολόκληρες πλαγιές από άχυρα με μια χειραψία !!! Βαριά η χειραψία του, βαρύς ο λόγος του, βαρύς κι ο ίσκιος του. Ήταν λεβέντης, μάγκας, ντόμπρος, καλαμπουρτζής, γυναικάς, πονόψυχος, χουβαρντάς, γλεντζές και χόρευε τον ….Λεωνίδα πατώντας σε δυο ποτήρια. Κανείς δεν τόλμησε να το χορέψει σαν αυτόν. Ήταν ο χορός του Κουκούδη, για όλους τους οργανοπαίχτες της εποχής του. Ιερατικά χόρευε πάνω στα ποτήρια, θηρίο άντρας, ένα κεφάλι πιο ψηλά από όλους μας. Ένα κεφάλι πιο ψηλά απ` όλους ήταν σε όλα. Μ’ αυτό το τραγούδι τον θυμούνται όλοι όσοι τον έζησαν. Με το παλτό αμάνικο, ριγμένο στους ώμους και μ’ ένα τσιγάρο μονίμως στο στόμα. Έτσι σήκωσε το χέρι, με χαιρέτησε και δεν τον ξανά είδα ποτέ. Έφυγε χωρίς να με βαρύνει, τιμώντας μια φράση που τον χαρακτήριζε:……”εγώ είμαι στρατηγός, λοχίας…δεν γίνομαι” !!! Τον κήδεψα με νταούλια και χάλκινα να παίζουν τον… Λεωνίδα. Ο Θεός να τον αναπαύει, δούλεψε όσο ένας στρατός άντρες ! Αυτός ήταν το δέντρο της αυλής μας, που σαν κόπηκε, τράβηξε τον ίσκιο του και σκόρπισαν όλοι. Άδειασε η αυλή μας, από καλούς και κακούς. Έμεινα μόνο εγώ να θυμάμαι το μέρος που ήταν η ρίζα του . Και του χρόνου.
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
Ένας αστικός μύθος τον Βλάχων από το Σέλι της Βέροιας
Η Τάνα !!!. (Σουλτάνα)
Η Τάνα που ήταν ένα υπαρκτό άτομο, μιας ερωτικής ιστορίας, από αυτές που αλλού γινόταν βιβλία κι αλλού τραγούδια .
Η Τάνα που έγινε τραγούδι και χορευόταν σε κάθε περίσταση στα βλαχογλέντια της περιοχής. Μετά από τόσα γλέντια και χορούς έγινε στο τέλος μύθος.
Η Τάνα που γελάστηκε ….από έρωτα .
Η Τάνα που ερωτεύτηκε κάποιον Σωτηράκη και άφησε το όνομά της σε ένα τραγούδι και έφυγε στην Αμερική, φορώντας τα Βλάχικα ρούχα με το …λιμπαντέ (κοντό γελεκάκι με χρυσοκέντημα), ενώ ο Σωτηράκης χάθηκε πίνοντας …τον περίφημο καφέ που λέει και το τραγούδι .
Το βρήκα να το τραγουδάει ο Νίκος Ζιώγαλας και θυμήθηκα τον Γιώργο τον Κόγκα που μας μάθαινε χορό τότε και μου έλεγε χαμογελώντας …. θεία μου ήταν η Τάνα ….!!!
Μια απροσδόκητη μέρα στο σπίτι του, δεκαετία του εβδομήντα ήταν, εκεί που μιλούσαμε, είδα μια γυναίκα με Βλάχικα ρούχα να διασχίζει τον διάδρομο για να περάσει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Πρόλαβα και την είδα μόνο από την πλάτη και μόνο όσο για να αναρωτηθείς: ” κάποιος πέρασε, ή μου φάνηκε;” Ο Γιώργος τότε γύρισε και μου είπε χαμηλόφωνα :
-Ξέρεις ποια είναι αυτή; η Τάνα… Ήρθε για λίγο από την Αμερική και ετοιμάζεται να φύγει.
-Βλάχικα ρούχα φοράει στην Αμερική; τον ρώτησα…
-Όχι, μόνον εδώ τα φοράει …..
Αυτό ήταν. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι είδα έναν μύθο…
Έναν μύθο που ανήκε σε μια εποχή που οι έρωτες γινόταν και …τραγούδια εκτός από αιτία καταστροφής…
Η μάλλον η καταστροφή του έρωτα γινόταν τραγούδι.
Τέτοιες ιστορίες οι Ιταλοί τις κάναν Όπερες …!
Η νύχτα που έσπασαν τα κρύσταλλα
Τις μέρες που μαζεύαν τους Εβραίους στην Θεσσαλονίκη, ένας μπακάλης από το χωριό Κορυφή στο Ρουμλούκι της Ημαθίας, με κίνδυνο της ζωής του, πήγαινε με το κάρο στην Θεσσαλονίκη την μέρα και μετά μέσα στην νύχτα τους έφερνε στο σπίτι του. Τους κοίμιζαν με την γυναίκα του σε μια κάμαρη και τα παιδιά τους στο παχνί στον στάβλο. Την άλλη μέρα τους έβγαζε, με το κάρο πάλι, στον Αλιάκμονα, για να περάσουν να κρυφτούν στα Πιέρια.
Η γυναίκα του ήταν η κόρη του παπά του χωριού και το ζευγάρι ήταν ο Γεώργιος Αγγελόπουλος και η Παρασκευή το γένος Μπαμπαλή.
Όταν τον πήραν χαμπάρι οι Γερμανοί, έκανε το εξής εξωφρενικό.
Πήγε στον Βαρδάρη στην Θεσσαλονίκη και έμενε σ’ ένα υπόγειο κάτω από τα γραφεία της Γκεστάπο και ζούσε κάνοντας τον Λούστρο, για να μην τον ψάχνουν. Μέχρι την μέρα, που κάποιος από την Αντίσταση, έβαλε το παπούτσι του για να του το βάψει και του είπε χαμηλόφωνα: ” φύγε, σε βρήκανε “. Έφυγε και σώθηκε γιατί οι Γερμανοί φεύγανε κι αυτοί. Τέλειωνε ο πόλεμος.
Λίγο πριν πεθάνει, ένας από τους επιζήσαντες Εβραίους, κάποιος κύριος Ναχμία, άφησε στην διαθήκη του εντολή να τους τιμήσουν. Έτσι το Ισραήλ τους τίμησε σε ειδική τελετή και τους κατέταξε στους σωτήρες του. Στην κατηγορία εκείνων, που με δική τους βούληση και όχι μέσα από κάποια οργάνωση σώζανε κάποιους Εβραίους από τον θάνατο. Οι άγνωστοι αυτοί ήρωες, ήταν οι παππούδες μου (στην φωτογραφία). Οι γονείς της Κυρά Ρίτσας της μητέρας μου. Ο Θεός να τους αναπαύει .
Κόλιντι Μόλιντι
Το πατρικό μας ήταν χτισμένο στην όχθη του ποταμού που ερχόταν από το Μαυρονέρι κι αφού περνούσε από μπατάνια κι αλευρόμυλους, βουίζοντας έπεφτε στην καρούτα του σουσαμόμυλου δίπλα μας .
Στην άκρη της αυλής είχαμε ένα πλατάνι που είχε τις ρίζες του μισές μέσα στο ποτάμι και τις άλλες κάτω από το σπίτι μας .
Δεν μας είχε αφήσει ίσιο μέρος στα πατώματα. Όλα τα έπιπλα είχαν τακουνάκι για να αλφαδιαστούν. Ειδικά το τραπέζι, που χωρίς τακούνια στα πόδια, έγερνε τα πιατικά και τα ποτήρια. Ο παππούς μου ο Στέργιος με ειχε αδυναμία, γιατί γεννήθηκα μετά από άδικο χαμό και είχα το όνομα του …αδικοχαμένου γιού του.
Το όνομα του θείου Τάκη που με κοιτούσε με την στολή του αξιωματικού από την φωτογραφία του και με την Χολιγουντιανή του ομορφιά έμοιαζε να με ρωτάει κάθε φορα ! -Εσύ έχεις το όνομα μου;…
Έμοιαζε σαν να με ρωτούσε αν ζει ο Μεγαλέξανδρος, μια γοργόνα που έκανε βουτιές στο ποτάμι μας. Δεν απάντησα ποτέ, ούτε σ’ εκείνον, ούτε στην γοργόνα που κολυμπούσε στο ποτάμι πλάι στο σπίτι μας κάτω από το μεγάλο πλατάνι.
Τέτοιο καιρό πήγαινα να πω τα κάλαντα με την παρέα μου στους παππούδες μου.
Το πλατάνι είχε αδειάσει άλλη μια μέρα τα φύλλα του στην αυλή μας κι εμείς τρελλαινόμασταν να περνάμε σπρώχνοντας τα ξερά πλατανόφυλλα, κάνοντας θόρυβο για να μας ακούσουν και να βγουν στην πόρτα.
Πρώτα έβγαινε η γιαγιά μου στην πόρτα, φορώντας τα μακριά Βλάχικα φουστάνια κι αφού έβλεπε ότι είμαι εγώ φώναζε τον παππού …
-Στέργιου σκοάλι, βίνι φιτσόρλου, τρικόλιντι, σκοάτι παράτσι.
(Στέργιο σήκω, ήρθε το παιδί, για τα κάλαντα,βγάλε παράδες)
Κι έτσι ξεκινούσαμε την εξόρμηση στις γειτονιές γύρω απ’ την Παναγία την Κυριώτισσα, τότε 60 με 70.
Μετά δεν ξανά είπαμε κάλαντα !
Μετά στεκόμασταν εμείς στην πόρτα να ασημώσουμε τα παιδιά της γειτονιάς.
Και πού ξέρεις, ας μας αξιώσει ο Θεός, κάποια στιγμή να βγούμε στην πόρτα για τα δικά μας εγγόνια .
Κόλιντα / kolinda, κοινώς κάλαντα εκ του λατιν: calendae = νεομηνίες.
Τα “Κάλαντα” των Χριστουγέννων είναι ένα έθιμο που προέρχεται από το Βυζάντιο (“Άσματα Αγερμού”, κατά τους βυζαντινούς), με απώτερη καταγωγή από το αρχαιοελληνικό έθιμο της “Ειρεσιώνης”.
Οι Τραγουδιάρες και ο Αστροναύτης
Πριν να γκρεμιστεί η σκεπαστή αγορά μας στην Βέροια προλάβαμε να γνωρίσουμε τα κορίτσια που κάνανε το κομμάτι τους στα καφενεία και στα πατσατζίδικα, στην σκεπαστή αγορά .
Νυσταγμένες, με μισοσβησμένο μακιγιάζ στα μάτια και φαγωμένα τα κραγιόν .
Με θηλιά στην κάλτσα, σταματημένη με μια σταγόνα όζα, για να μην προχωρήσει και πεσμένη μόνιμα την τιράντα από το σουτιέν, επίτηδες πάντα, για να την σηκώνουν με …τρόπο σαν τον ψαρά τα δίχτυα κοιτώντας με νόημα.
Ερχόταν μετά τα ξενύχτια να φάνε κάτι τις, στο ταβερνάκι πιο κάτω από το χασάπικό μας και περνώντας από μπροστά χαιρετούσαν τον Σμυρνιό κάλφα μας, που τον είχε κάνει μεταγραφή στην Βέροια από το Μουδιάνο της Θεσσαλονίκης κι έμαθε στα Βλαχάκια της πόλης την τέχνη του χασάπη.
-Γεια σου μάστορ-Νίκο.
-Καλώς τα κορίτσια μας, φώναζε με νόημα και χτυπούσε την πλατιά σατήρα στο κούτσουρο να ντιντινίσει το μέταλλο.
Ρίξανε κάποια στιγμή, την σκεπαστή αγορά μας που σκέπαζε τόσα πράγματα κι ανθρώπους μαζί και χάθηκε ένας ολόκληρος κόσμος και μαζί και οι τραγουδιάρες.
Πρόσωπα που έμειναν στον νού μου σαν φωτογραφία πιασμένη στην χαραμάδα ανάμεσα στον καθρέφτη και την κορνίζα.
Αλλά ποιός τις θυμάται τώρα πιά ….
Ήταν ψηλοτάβανη η ταβέρνα που συχνάζανε, όπως όλα τα μαγαζιά στην σκεπαστή Δημοτική Αγορά Βεροίας κι είχε πάντα σύννεφα τσιγάρου μαζεμένα στο ταβάνι, σαν να είχε μονίμως συννεφιά εκεί μέσα κι ας είχε έξω καλό καιρό.
Ψηλά ταβάνια, χαμηλωμένα βλέμματα, σηκωμένα φουστάνια, να φαίνονται τα μπούτια και οι ζαρτιέρες.
Τσιγάρα κερασμένα από άντρες, όπως και τα ποτά.
Το κραγιόν βγαλμένο από τα χείλια στα ποτήρια.
Τα κορίτσια της ταβέρνας, τρία μαγαζιά πιο κάτω απ`το χασάπικό μας.
Στο πάτωμα σκορπισμένο πριονίδι, όπως ρίχναμε στο χασάπικό μας, να ρουφάει τα αίματα και τα λασπωμένα παπούτσια.
Στον τοίχο ο Κωνσταντίνος και η Άννα Μαρία κι ένα εικονισματάκι με τον Χριστό να χτυπάει μια πόρτα μ` ένα αρνάκι στην πλάτη.
Μύριζε το μαγαζί τσιγάρα, τηγανιτά ψάρια και κάτι σαν γυναικείο άρωμα.
Θα ήμουν οχτώ χρονών όταν την αντάμωσα, σαν μ’ έστειλαν να φέρω μια ρετσίνα να κεράσουμε κάτι πελάτες.
Μάλλον θα την κοίταξα περίεργα, μου έκλεισε το μάτι και μου έσκασε ένα χαμόγελο τραβώντας την φούστα της από το σκίσιμο στο πλάι, με νάζι και συστολή.
Έσβησε το τσιγάρο κι άναψε άλλο. Σήκωσε την τιράντα και ήρθε κοντά μου. Έσκυψε, φύσηξε στο πλάι τον καπνό, μ’ έπιασε από τον σβέρκο και με ρωτάει με βραχνή φωνή που έβγαινε από το κόκκινο στόμα.
-Πώς σε λένε κούκλε; με ρώτησε…
-Δημήτρη !
-Του Γιάννη του ζωέμπορα ο γιος είναι, της είπε ένας!
– Α, Κουκουδάκι είσαι ρε μόρτη;;
-Ναι, της έκανα με το κεφάλι .
-Και τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις, θα μας πεις;;
-Αστροναύτης, της είπα μουδιασμένος.
-Πασάκα μου!!!
Θες να πας στο φεγγάρι και στ’ αστέρια ε;;
Να πας !!!
Να πας πασά μου…
Να πας και να μας χαιρετάς …
Στην μέση του μαγαζιού σηκώθηκε και χόρευε ένας άντρας με καπέλο, γύρισε και άρχισε να του χτυπάει παλαμάκια.
Φεύγοντας γύρισα να την δω. Περίμενε να γυρίσω μάλλον και γέλασε.
Μού έκλεισε το μάτι και μού έκανε νόημα με το δάχτυλο προς τα πάνω .
Ή το φεγγάρι μου έδειχνε, ή τ’ άστρα…
Όταν την έβλεπα να μπαίνει στην σκεπαστή αγορά, έσιαζα την ποδιά μου κι έβγαινα μπροστά στο κούτσουρο που κόβαμε το κρέας.
Μου έκλεινε το μάτι πάντα και μου έδειχνε με το δάχτυλο προς τα πάνω χαμογελώντας.
Μια μέρα κοντοστάθηκε και μου λέει.
-Σε πάει ρε μόρτη η άσπρη ποδιά, αλλά είπαμε …αστροναύτης θα γίνεις εσύ!!!
Ούτε χασάπης, ούτε αστροναύτης όμως έγινα …
Αρχιτέκτονας έφτασα να γίνω. Τόσος ήμουν τελικά!