Λογοτεχνία Πολιτισμός

Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης “Η κυρία Ασπασία πάει στη θάλασσα”

 Λατρεύω την πόλη τα ξημερώματα του καλοκαιριού. Όχι τα καυτά, ανελέητα μεσημέρια της, ούτε καν τα χρωματιστά μα καψαλισμένα της δειλινά, όταν όλοι οι εναπομείναντες ξεχύνονται στους δρόμους για λίγη δροσιά, που δεν πρόκειται να βρουν.

Τα ξημερώματα αγαπώ, που ο αέρας είναι ελαφρύς και δροσερός, το φως γλυκό και διάχυτο, τα σκουπίδια μαζεμένα, η κυκλοφορία ελάχιστη. Πολλοί λείπουν στα εξοχικά τους, κι όσοι δεν λείπουν, κοιμούνται ακόμα, απολαμβάνοντας την πρωινή δροσιά, μετά από ένα ιδρωμένο και ανήσυχο βράδυ. Κανείς σχεδόν δεν κυκλοφορεί. Εκτός από την κυρία Ασπασία. Έτσι πάει.

Λεπτό βαμβακερό φόρεμα με λουλουδάκια. Ως τις λιπόσαρκες κνήμες. Στο ένα χέρι μια ψάθινη τσάντα, στο άλλο ένα πολυκαιρισμένο πλατύγυρο καπέλο, με μια κόκκινη κορδέλα, που γράφει “CORFU”. Το είχε αγοράσει με τον κυρ Μήτσο, στην Κέρκυρα, τότε. Α ρε Μήτσο. Πέθανε με τον καημό των παιδιών που δεν απέκτησαν. Τον έκλαψε βαθιά η Ασπασία- Πώς να μην; Ο μόνος άντρας της ζωής της ήταν. Από παιδιά μαζί, είχαν γίνει ένα- μιλούσαν με τα μάτια, άγγιζε το σώμα του και ήταν σα ν’ άγγιζε το δικό της σώμα. Ο μόνος άντρας της ζωής της. Δηλαδή ο μόνος ως τότε, αφού μετά το τρίχρονο μνημόσυνο και την ανακομιδή του Μήτσου ενέδωσε στον αιώνιό τους γείτονα τον κυρ Σταμάτη- 85χρονο, κοτσανάτο, χήρο, έκφυλο, ευκατάστατο με μια συνταξάρα νάαααααα από τη ΔΕΗ, και τσιφούτη. Το τελευταίο βέβαια το ανακάλυψε αφού ενέδωσε. Έτσι πάει.

“Έτσι είναι η ζωή, μπουμπουκάκι μου”, τής έλεγε, χουφτώνοντας το τροφαντό εβδομηντάχρονο μπουτάκι της, όπως κάθονταν στο μπαλκόνι τους και κοιτούσαν την κίνηση στο μεγάλο δρόμο. “Μάς κοιτάει ο Χάρος και τού τρέχουνε τα σάλια”, σκεφτόταν το στίχο του Σαββόπουλου η Ασπασία, και του χαμογελούσε. Πάει κι αυτός, από καιρό, στα θυμαράκια. Έτσι πάει.

Χαμογελούσε και τώρα η κυρία Ασπασία, περνώντας από τα εγκαταλειμμένα εκδοτήρια του Ηρακλή κάτω από το Καυτανζόγλειο- ε ρε καυγάδες που είχε ρίξει ο Μήτσος ο Ηρακληδεύς με τον Σταμάτη τον Παοκτσή, πριν πεθάνει, αλλά και μετά, μια που ο Σταμάτης κατάγονταν από ελευθεριακό κι αθυρόστομο νησί και έριχνε στην “κωλόγρια το Μήτσο” και μεταθανάτια γηπεδικά μπινελίκια . “Άραγε να τσακώνονται ακόμα κάπου;”, σκέφτηκε η Ασπασία, και χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. Έτσι πάει.

Πλησιάζοντας τη στάση απ’ όπου θα την πάρει το αστικό λεωφορείο για το Κτήμα Καραγκιόζη, αναρωτιέται αν έζησε καλά. Και σκέφτεται πως η ερώτηση αυτή δεν έχει κανένα νόημα. Σίγουρα έζησε καλύτερα από κάποιους και χειρότερα από κάποιους άλλους. Κι αν δεν της έδωσε ο Θεός παιδιά, όπως λέει η παροιμία, “της έδωσε ο διάβολος ανίψια”- το εγγονάκι του μακαρίτη του αδερφού της τής έχει μάλιστα μεγάλη αδυναμία, την παίρνει κάθε μέρα τηλέφωνο να δει αν είναι καλά. Έτσι πάει.

Σημασία έχει ότι έζησε. Και ότι ζει τώρα, αυτήν την στιγμή. Κι ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει, ότι είναι καλοκαίρι, και πάει για μπάνιο. Στη Θάλασσα. Υπάρχει μεγαλύτερη Ευτυχία από αυτήν; – αναρωτιέται και χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά, όπως έρχεται, από το βάθος του δρόμου, το λεωφορείο.

Έτσι πάει!

banner-article

Ροη ειδήσεων