Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα, μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι. Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.
Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα. Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε, και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική. Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο, σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.
Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ’ αγαπάω. Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια κι από άπληστο γάλα και κραταιό. Ω, τ’ αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας! Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!
Σώμα της δικιά μου γυναίκας, υπήκοος θα ‘μαι πιστός των θέλγητρών σου. Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου! Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί, και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.
…………
Από τα “20 ερωτικά ποιήματα”