Ενοίκια που ενίοτε ξεπερνούν τα 450 ευρώ για γκαρσονιέρες και φτάνουν ως τα 700 ευρώ για μικρά δυαράκια, έχουν γίνει βραχνάς. Η αυξημένη ζήτηση από το εξωτερικό για οικιστικά ακίνητα, η επέκταση του airbnb, η μείωση της ιδιοκατοίκησης μέσω των πλειστηριασμών, η αύξηση του αστικού τουρισμού και η χρονική του διάχυση πολύ πέραν των καλοκαιρινών μηνών, με λίγα λόγια οι «ανεξέλεγκτες» δυνάμεις της αγοράς, έχουν δημιουργήσει ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα στέγης, όχι μόνο για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, αλλά και για μισθωτούς με σχετικά υψηλότερο εισόδημα.
Αν όμως πρέπει η λαϊκή οικογένεια να επωμιστεί και το κόστος της στέγασης του παιδιού που πέρασε σε Πανεπιστήμιο, μακριά από τον τόπο διαμονής, το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο οξύ.
Το άγχος είναι τόσο μεγάλο, ώστε αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός αυτών που επιλέγουν σχολή, όχι με κριτήριο αυτό που θέλουν να σπουδάσουν, αλλά το πρόβλημα της στέγης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η κυβέρνηση, επιρρεπής σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και φιλοφρονητικά διαβήματα προς τους νέους (βλέπε youth pass), προσποιείται ότι αγνοεί το πρόβλημα, παρ’ όλο που βοά. Εξάλλου, προσποιήθηκε ότι δεν «έλαβε γνώση» για τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που μαρτυρούν ότι η Ελλάδα κατέχει την καθόλου τιμητική πρωτιά στην Ευρώπη της χώρας με το υψηλότερο ποσοστό «υπερφόρτωσης» του κόστους της στέγασης.
Είναι αναμενόμενο: είναι η κυβέρνηση που δεν θα έκανε τίποτα ενάντια στην αγορά. Αντίθετα, ενεργεί υπέρ της με όλους τους δυνατούς τρόπους: με τη συνενοχή της στην περαιτέρω μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης μέσω των πλειστηριασμών, με τις χρυσές βίζες που αυξάνουν τη ζήτηση από το εξωτερικό και ανεβάζουν τις τιμές, με τη σταθερή της άρνηση για ένα δημόσια χρηματοδοτημένο πρόγραμμα λαϊκής κατοικίας.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου» δεν είναι εξαίρεση στον κανόνα, καθώς είναι «συμβατό» με την αγορά και καλοδεχούμενο από τις τράπεζες. Το πρόβλημα της φοιτητικής στέγης όμως δεν λύνεται με μέσα συμβατά με τις αγορές – οπότε καλύτερα ας μείνει άλυτο…