Άρθρα Πολιτισμός

“Πώς θα γενούνε τα σκοτάδια φως;” / γράφει η Μίκα Αγραφιώτου

60 χρόνια μετά τον θάνατό του, η καρδιά του Ναζίμ Χικμέτ, του ποιητή της εργατικής τάξης, δεν έπαψε ποτέ να χτυπά.

«Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή
την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται».

Στις 3 Ιουνίου συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Τούρκου κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Του ποιητή που κυνηγήθηκε λυσσαλέα για τις ιδέες του, αλλά ο ίδιος κατάφερε να βρει το φως και την ομορφιά ακόμα και στα σκοτάδια του κελιού του στις φυλακές της Προύσας. Οι στίχοι του Χικμέτ, ζωντανοί και πολύχρωμοι, συναισθηματικοί, επαναστατικοί και ολότελα διαχρονικοί, αποτελούν μέχρι και σήμερα έναν φωτεινό φάρο για όλους εκείνους που ονειρεύονται ότι θα αλλάξουν τον κόσμο, για εκείνους που οραματίζονται έναν καιρό όπου ο άνθρωπος θα σταματήσει να εκμεταλλεύεται άλλους ανθρώπους.

Γεννημένος στις 15 Ιανουαρίου του 1902 στη Θεσσαλονίκη, όταν ακόμα η πόλη βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή, ο Χικμέτ φοίτησε σε σχολείο της Κωνσταντινούπολης και το 1918 γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή της Χάλκης την οποία αναγκάστηκε να σταματήσει λόγω ενός σοβαρού προβλήματος υγείας, αν και ορισμένοι μελετητές θεωρούν πως αποβλήθηκε λόγω των πολιτικών του φρονημάτων. Στη συνέχεια εργάστηκε ως δάσκαλος, ενώ συντάχθηκε με τον Κεμάλ Ατατούρκ συμμετέχοντας ενεργά στον τουρκικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Γοητευμένος από τη ρωσική επανάσταση, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 θα ταξιδέψει αρκετές φορές στην ΕΣΣΔ μαζί με τον φίλο και συνάδελφό του δάσκαλο, Βαλά Νουρετίν. Μαζί με τον Νουρετίν θα σπουδάσουν στη Σχολή Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών της Μόσχας.

Εκτός από την επαναστατική και μαρξιστική πολιτική παιδεία που θα αποκτήσει τα χρόνια που έμεινε στη Ρωσία, ο Χικμέτ θα συνδεθεί φιλικά με τον άλλον σπουδαίο κομμουνιστή ποιητή, τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι.

Αν και μεγάλο μέρος της κριτικής εκτιμά πως ο Χικμέτ δέχτηκε μεγάλη επίδραση από τον Μαγιακόφσκι, κυρίως στον τομέα της τεχνοτροπίας, ο μεταφραστής του Χικμέτ στα ελληνικά, Στέλιος Μαγιόπουλος, εκτιμά πως αυτή η επίδραση – αν υπήρχε – ήταν ασήμαντη και δεν έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ποιητική του δημιουργία. Αντίθετα, κάνει λόγο για «τυχαία συνάντηση των δύο μεγάλων ιδιοφυιών, που συμπτωματικά κι οι δυο θελήσανε να σπάσουνε τα δεσμά της σκέψης και της τέχνης…».

Ανοιχτός στα νέα λογοτεχνικά ρεύματα που άνθισαν μέσα στον καλλιτεχνικό αναβρασμό της ρωσικής πρωτοπορίας, η επαφή του Χικμέτ με το κομμουνιστικό όραμα γρήγορα θα τον οδηγήσει να βρει τη δική του ποιητική φωνή την οποία θα προσφέρει ολότελα τόσο στον τουρκικό λαό, όσο και στην παγκόσμια εργατική τάξη. Οι ελεύθεροι στίχοι του Ναζίμ Χικμέτ θα μετατραπούν σε λογοτεχνικό «όπλο» των λαών και τα ποιήματά του γρήγορα θα φτάσουν σχεδόν σε κάθε καταπιεσμένο μέρος του πλανήτη.

Το 1923 ο Χικμέτ γίνεται μέλος του παράνομου τότε, τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος και έναν χρόνο αργότερα επιστρέφει στην χώρα του όπου γρήγορα τα έργα του γίνονται ευρέως γνωστά και αγαπητά στον λαό του. Η ακραία εθνικιστική στροφή που λαμβάνει η πολιτική του Κεμάλ Ατατούρκ οδηγεί τον Χικμέτ να αρχίσει να γράφει με ψευδώνυμο στις εφημερίδες και στις εκδόσεις των ποιημάτων του, ενώ το 1925 ταξιδεύει ξανά στην ΕΣΣΔ από όπου επιστρέφει το 1928. Η επαναστατική γλώσσα των ποιημάτων του Χικμέτ σε συνδυασμό με τη μαζική λαϊκή του απήχηση δεν περνάει απαρατήρητη από το τουρκικό καθεστώς, το οποίο αρχίζει να τον διώκει ανελέητα με αποτέλεσμα ο ποιητής να σέρνεται στα δικαστήρια μετά από κάθε έκδοση ενός έργου του.

Έχοντας υπόψη του τα μεγάλα ποσοστά του αναλφαβητισμού που υπήρχαν τότε στον τουρκικό λαό, ο Χικμέτ ηχογραφούσε τα περισσότερα ποιήματά του ώστε να ακουστούν μέσα από το ραδιόφωνο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι εκείνης της εποχής να αγκαλιάσουν και να αγαπήσουν τον οραματιστή ποιητή που συνομιλούσε απευθείας με τις καρδιές τους.Σε μια προσπάθεια να κατασταλεί η φωνή του Ναζίμ Χικμέτ που κάθε μέρα μπαίνει στα τουρκικά σπίτια, η αστυνομία αγοράζει τα δικαιώματά των ηχογραφημένων ποιημάτων του. Ταυτόχρονα τα συστημικά μέσα και φερέφωνα του καθεστώτος ξεκινούν μια εκστρατεία συκοφάντησης και λασπολογίας εναντίον του ποιητή, στην οποία θα απαντήσει αβίαστα μέσα από το έργο του.

Τη δεκαετία του 1930 το τουρκικό καθεστώς εξαπολύει ένα ανελέητο κυνηγητό εναντίον του ΝαζίμΧικμέτ, και ο ποιητής βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σωρεία από δίκες, καταδίκες και φυλακίσεις. Το 1935 παντρεύεται την πρώτη του σύζυγο,με την οποία θα αποκτήσει έναν γιο.Το 1938 καταδικάζεται σε 40 χρόνια φυλάκισης με την κατηγορία ότι έκανε κομμουνιστική προπαγάνδα, μα κατορθώνει να μειώσει την ποινή του στα 28 χρόνια και 4 μήνες σύμφωνα με τα άρθρα 68 κι 77 τού τουρκικού ποινικού κώδικα (1938). Έπειτα ο Χικμέτ καταλήγει φυλακισμένος στα μπουντρούμια των φυλακών της Προύσας.

Σε όλη την περίοδο του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου ο Χικμέτ θα μεταφερθεί σε πολλές φυλακές της χώρας, κάτι που θα επιβαρύνει πολύ την υγεία του. Ταυτόχρονα, προοδευτικοί διανοούμενοι από την Τουρκία αλλά και παγκοσμίως ξεκινούν έναν διαρκή αγώνα για την απελευθέρωση του Χικμέτ από τις φυλακές, ενώ ο ίδιος προβαίνει σε απεργία πείνας το 1950με αποτέλεσμα να του δοθεί χάρη και να απελευθερωθεί έπειτα από 13 χρόνια κάθειρξης. Την ίδια χρονιά θα τιμηθεί με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης.

Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του στην Προύσα, συνεχίζει να γράφει ανελλιπώς ποιήματα, πολλά από τα οποία αφιερώνει στη σύζυγό του.

«Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:
“πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει η καρδιά μου,
Αν σε κρεμάσουν, αν σε χάσω θα πεθάνω.

Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανάμνησή μου σαν μαύρος καπνός
θα διαλυθεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ῾να χρόνο
τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα».

Παρά την απελευθέρωσή του, ο Χικμέτ παραμένει στοχοποιημένος και χαρακτηρισμένος από το τουρκικό καθεστώς, το οποίο συνέχισε να λειτουργεί εξοντωτικά εναντίον του ποιητή. Μη μπορώντας να εκδώσει τα έργα του στην Τουρκία, φτωχός, με επιβαρυμένη την υγεία τουκαι με τον συνεχή φόβο της απόπειρας εναντίον της ζωής του, ο Χικμέτ αποφασίζει να αυτοεξοριστεί στη Ρωσία. Η απόφασή του να μεταβεί στη Μόσχα δίνει στις τουρκικές αρχές την ευκαιρία να του αφαιρέσουν οριστικά το 1951 την τουρκική υπηκοότητα.

Στη Μόσχα, πλέον ως ελεύθερος πολίτης και κομμουνιστής αγωνιστής, ταξιδεύει σε πολλά μέρη της Δύσης όπου αποκτά διεθνή αναγνωρισιμότητα και το 1952 εκλέγεται μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης. Το 1955 ερωτεύεται την Βέρα Τουλιάκοβα με την οποία θα παντρευτούν το 1960. Η μεγάλη και εύθραυστη καρδιά του Ναζίμ Χικμέτ που μέσα χώρεσε ολόκληρο τον κόσμο, θα σταματήσει να χτυπά στις 3 Ιουνίου του 1963 στη Μόσχα, όπου και θα θαφτεί.

Έγραφε στη «διαθήκη του»: 
«Θάψτε με στην Ανατολία. Σ’ ένα κοιμητήρι χωριού. Κι αν γίνεται ένα πλατάνι να ‘ναι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αυτό μου φτάνει».

Ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα, που και ο ίδιος ο Χικμέτ αγαπούσε πολύ, τα ποιήματά του θα αγκαλιαστούν από τους Έλληνες κομμουνιστές τόσο κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής όσο και μετέπειτα. Ο ίδιος ο Χικμέτ έδωσε αγώνα μαζί με άλλους διανοούμενους για να αποτραπεί η εκτέλεση του αγωνιστή κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη, στον οποίο αφιέρωσε το ποίημά του «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» όταν έμαθε τα νέα της θανάτωσής του από την κυβέρνηση Πλαστήρα στις 30 Μαρτίου του 1952.

«Έχω απάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το άσπρο γαρούφαλο-
που τον ντουφέκισαν στο μισοσκόταδο
πριν απ΄ την αυγή
κάτω απ΄ το φως των προβολέων.
Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα γαρούφαλο
πούναι σα μια φούχτα φως
απ΄ την ελληνική θάλασσα.
Τα μάτια του τα τολμηρά, τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.
Έτσι άδολα, όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα-
ο Μπελογιάννης γελά.
Και το γαρύφαλλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς, τη μέρα της ντροπής
».

Ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ μελοποιήθηκαν στην Ελλάδα από τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μάνο Λοΐζο, ενώ τα έργα του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες παγκοσμίως. Πολλά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί και από τον Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ τα ποιήματά του παραμένουν ακόμα ένα οικουμενικό σύμβολο της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, και πρόσφατα συνδέθηκαν με τον αγώνα των Τούρκων απεργών πείνας των μελών του πολιτικού μουσικού συγκροτήματος GrupYorum.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ